Δευτέρα 23 Μαρτίου 2015

Μονή Κοιμήσεως της Θεοτόκου, Σαρανταπόρου.

πηγή

Βρίσκεται σε απόσταση 2 χιλιομέτρων νοτιοανατολικά από το Σαραντάπορο μεταξύ των περιοχών «Μιράδια» και «Στινουχώραφου» και από τους ντόπιους αποκαλείται και Παλαιομονάστηρο.

 


Άποψη του Καθολικού
πηγή
Η παράδοση θέλει το 1750 να είναι η χρονιά ανέγερσης του Καθολικού από τον καπετάν Ζήδρο, που ήρθε από την Ήπειρο και πήρε το αρματολίκι της περιοχής, στα μέσα του 18ου αιώνα. 

Κατά τη διάρκεια της λειτουργίας του ήταν ένα μικρό επαρχιακό μοναστήρι με πολύ λίγη περιουσία ενώ φαίνεται να διατηρήθηκε σε λειτουργία μέχρι και το 1919. 

Η χαμηλή, φυσικά προστατευόμενη, καλλιεργήσιμη κοιλάδα, που ποτιζόταν από το ποτάμι Μουκριώτης, που ρέει κοντά στο Μοναστήρι, ήταν η μικρή περιουσία του μοναστηριού, που συγκέντρωσε κολίγους για την καλλιέργεια των κτημάτων, αλλά και για τη βοσκή των ζώων που διατηρούσε.

Το σωζόμενο σήμερα τμήμα της τοξωτής Πύλης
πηγή
Μέχρι και πρόσφατα σωζόταν η Πύλη εισόδου και τμήματα του περιβόλου και των κελιών. 

Φαίνεται ότι ο χαρακτήρας του ήταν φρουριακός, με κτίσματα στις τέσσερις πλευρές του περιβόλου και στο μέσον το καθολικό. 

Από το μοναστήρι σήμερα σώζεται μόνο το Καθολικό και τμήμα της τοξωτής Πύλης ενώ στην τοιχοποιία κυριαρχεί ο σχιστόλιθος

Το καθολικό είναι μία τρίκλιτη ξυλόστεγη βασιλική με τοξοστοιχίες που φέρουν δύο σειρές από κίονες, αρράβδωτους, και προστώο ενώ το Ιερό Βήμα χωρίζεται από χαμηλό νεότερο τέμπλο και η δίρριχτη στέγη του είναι από νεώτερα κεραμίδια γαλλικού τύπου.

Η παράσταση της Κοίμησης της Θεοτόκου
πηγή
Η κύρια είσοδος του ναού ανοίγεται δυτικά και υπάρχει και μία δευτερεύουσα στο νότιο τοίχο, ενώ μεγάλα ορθογώνια παράθυρα φωτίζουν το κατάγραφο εσωτερικά με τοιχογραφίες Καθολικό.

Εντυπωσιακή είναι η μεγάλη παράσταση της Κοίμησης της Θεοτόκου, όπου απεικονίζεται σε πρώτο επίπεδο η κλίνη με τη Θεοτόκο και δεξιά και αριστερά οι Απόστολοι και πλήθος πιστών να θρηνούν.

Πάνω από την κλίνη απεικονίζεται ο Χριστός που περιβάλλεται από τους τέσσερις αγγέλους να κρατά σπαργανωμένη την ψυχή της Παναγίας ενώ στο πάνω μέρος της παράστασης απεικονίζεται η Μετάσταση της Θεοτόκου στους Ουρανούς. 

Άποψη των εξωτερικών τοιχογραφιών
Άποψη των εξωτερικών τοιχογραφιών

Η κοίμηση της Θεοτόκου στην κόγχη της
κεντρική εισόδου στο Καθολικό
πηγή
Στο κάτω τμήμα απεικονίζεται, το επεισόδιο του ασεβή Ιεφωνία, με κομμένα τα χέρια από τη σπάθη του αρχάγγελου. 

Tοιχογραφίες όμως υπάρχουν και στο προστώο στην εξωτερική επιφάνεια του δυτικού τοίχου δηλαδή, όπου αναπτύσσεται εντυπωσιακά η μεγάλη παράσταση της Δευτέρας Παρουσίας, επίσης μία ακόμη παράσταση της Κοίμησης της Θεοτόκου, που ανήκει σε άλλη όμως φάση χρονολογικά τοιχογράφησης, βρίσκεται στην κόγχη πάνω από την κυρία εισόδου του Καθολικού. 

Γενικά οι τοιχογραφίες του Ναού διακρίνονται για τη λιτότητα και την ευγένεια των προσώπων ενώ το μνημείο έχει χαρακτηριστεί ιστορικό και διατηρητέο σύμφωνα και με την απόφαση ΥΑΥΠΠΟ/ΑΡΧ/Β1/Φ32/ΚΗΡ/6395/197/14-3-2002 - ΦΕΚ452/Β/12-4-2002. 

Το εσωτερικό του Καθολικού
Από αφηγήσεις παλαιότερων
(που έχουν καταγραφεί στο βιβλίο: Έθιμα και Θρύλοι του τόπου μας, του Αχιλλέα Γκριζιώτη,  Λάρισα, 1991) .μαθαίνουμε ότι: 

Tο μοναστήρι, ήταν αρχικά κτισμένο σε Αγναντερό και ψηλό μέρος, βάρβαροι όμως που κατέβαιναν στη Θεσσαλία το κατέστρεψαν και ξανακτίστηκε εκεί που βρίσκεται σήμερα, γιατί το θέλησε η Παναγιά.

Το μοναστήρι είχε πολλούς χώρους, κοιτώνες, σάλες αλλά και "μουσαφίρ οντά " ενώ είχε και χώρο για κρυφό σχολειό και υπόγειες κρύπτες για ώρα ανάγκης ενώ δίπλα του ήταν και δύο μικρά παρεκκλήσια, ένα για τον Άγιο Γεώργιο και ένα για την Παναγία την Προστάτρια των κλεφτών που ο λαός ονόμαζε και η Παναγία της Λεβεντιάς.

Ο λόγος που ονομάστηκε έτσι ήταν γιατί χρηματοδοτήθηκε από Χριστιανούς απροσκύνητους κλέφτες που ζούσαν αποκυρηγμένοι στα βουνά ενώ υπήρχε μάλιστα και σχετική εικονογραφημένη εικόνα.

Σύμφωνα με αφηγήσεις η εικόνα αυτή βρέθηκε στα χέρια κλεφτών ώς εξής:

Ένα παλικάρι από τη Σαμαρίνα που παραχείμαζε στην Κοζάνη ήταν αρραβωνιασμένος με κόρη Σαμαρινιώτισσα που παραχείμαζε στο Βλαχογιάννι και ένα πρωί ξεκίνησε να πάει στη νύφη καβάλα στο καλοστολισμέμο άλογο με χίλια δυο καλούδια και δώρα που του είχε ετοιμάσει η μάνα του. Όταν έφτασε ψηλά στο βουνό βγήκαν μπροστά του κλέφτες και του πήραν τα δώρα και τα καλά του ρούχα και τον οδήγησαν στον καπετάνιο τους. Στο λημέρι, όταν ο καπετάνιος άκουσε την ιστορία του, τον λυπήθηκε γιατί ήταν φίλος με τον πατέρα αυτού του νέου.

Τη νύχτα εμφανίστηκε μια γυναίκα στο όνειρο του καπετάνιου φορώντας στολή Χασιώτισσας, έντρομος αυτός και νευρικά τη ρώτησε τι γυρεύει. Αυτή τον καθησύχασε λέγοντας του ότι είναι η Παναγία η Σαρανταπορίτισσα που ήρθε να τον γλυτώσει και του είπε να πάρει τα παλικάρια του και να φύγει.

Έντρομος ο καπετάνιος ξύπνησε και φώναξε τους συντρόφους του, τους είπε για το όνειρο που είδε και την ίδια ώρα άρχισαν να ακούγονται συνθηματικά σφυρίγματα από τα καραούλια ότι κάτι πλησίαζε. Βιαστικά έφυγαν οι κλέφτες και άφησαν όμως τον νέο δεμένο στο λημέρι τους.

Οι Τουρκαλβανοί που ήρθαν βρήκαν τον νέο δεμένο, τον ανέκριναν και του δώσαν δρόμο να φύγει. Αυτός έφθασε στο σπίτι του σε άθλια κατάσταση και διηγήθηκε στους δικούς του τι του συνέβη. Ο πατέρας του ήταν λαϊκός ζωγράφος που ιστορούσε εκκλησίες και ζωγράφιζε εικόνες. Χωρίς να χάσει χρόνο, από τη διήγηση του γιου του, έφτιαξε πάνω σε χοντρό ξύλο την Παναγία όπως την είχε περιγράψει ο καπετάνιος  και ύστερα από λίγο καιρό, όταν βρήκε επαφή με τους κλέφτες, έστειλε στον φίλο του καπετάνιο δώρα αλλά και το εικόνισμα της Παναγίας που έφτιαξε.

Όταν πήρε τα πράγματα ο καπετάνιος δυσαρεστήθηκε που τα δώρα ήταν λίγα, όταν όμως ξετύλιξε το πανί που προφύλασσε την εικόνα έμεινε άφωνος γιατί ήταν η ίδια μορφή που είχε δει στο όνειρο του! Με δέος γονάτισε ευλαβικά και ασπάστηκε την εικόνα ενώ έβγαλε το πουγγί του και έριξε μια χούφτα χρυσά νομίσματα.

Ύστερα από λίγες ημέρες ο καπετάνιος πήγε το εικόνισμα της Κλεφτοπαναγιάς της αρματοφορεμένης στο μοναστήρι στο Σαραντάπορο και την παρέδωσε στον Ηγούμενο μαζί με πολλά χρυσά νομίσματα για να χτιστεί το παρεκκλήσι δίπλα της.

Μετά από πολλά χρόνια (πάλι σύμφωνα με διηγήσεις) ένας άλλος κλέφτης, ο βασιλιάς των Ορέων, ο θρυλικός Θωμάς Γκαντάρας από την Άκρη της Ελασσόνας πήρε την εικόνα και την έστειλε σε αργυροχόο στους Καλαρρύτες για να την επενδύσουν με ασήμι. Λέγεται μάλιστα ότι ο άνθρωπος που στάλθηκε να πάει την εικόνα στον τεχνίτη ήταν ο παππούς του πρώην Δημάρχου Χρήστου Βλαχοδήμου.

Μετά τη δεκαετία του εξήντα το μοναστήρι σχεδόν κατέρρευσε από την εγκατάλειψη και δεν θυμίζει σε τίποτα το μεγαλοπρεπές κτίριο που προϋπήρχε εκεί. Όσο για τα ιερά κειμήλια , τις εικόνες και τα βιβλία της βιβλιοθήκης εκεί δεν γνωρίζουμε τι απέγιναν .

Η μονή της Παναγίας πανηγυρίζει δύο φορές το χρόνο, την ημέρα της Ζωοδόχου Πηγής (έκτη μέρα του Πάσχα) και στις 8 Σεπτεμβρίου, στο Γενέσιον της Θεοτόκου ενώ παλαιότερα γιόρταζε και στα εννιάμερα της Παναγίας, στις 24 Αυγούστου.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου