Τετάρτη 28 Σεπτεμβρίου 2016

Η ΤΙΙΜΙΑ ΚΑΡΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΙΜΟΘΕΟΥ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΕΥΡΙΠΟΥ.


Φυλάσσεται στην Ιερά Μονή Κοιμήσεως Θεοτόκου Πεντέλης, της οποίας και είναι Κτήτορας.

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Στην Ορθόδοξη Εκκλησία αποδίδουμε στα Αγία λείψανα τιμή και ευλαβική προσκύνηση, η όποια όμως δεν αποτελεί λατρευτική προσκύνηση η λατρεία. Τούτο γιατί κανείς ποτέ ορθόδοξος χριστιανός δεν ταύτισε στη σκέψη του τα τίμια λείψανα με «θεούς». Μακαριστός π. ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΑΛΕΒΙΖΟΠΟΥΛΟΣ (ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΠΑΡΑΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΩΝ ΟΜΑΔΩΝ).


Φορητή εικόνα του Αγίου του 1861, 
έργο του Παντολέοντος Γ. Ζωγράφου.
Γεννήθηκε το 1510 στον Κάλαμο Αττικής και σύμφωνα με την παράδοση ο πατέρας του ήταν ιερέας που από αυτόν διδάχθηκε τα πρώτα χριστιανικά γράμματα.

Από νωρίς συνδέθηκε πνευματικά με τον επίσκοπο Ωρεών της Εύβοιας, ο οποίος διαβλέποντας τη βαθιά πίστη και τα σπάνια πνευματικά του χαρίσματα, τον έστειλε με δική του δαπάνη για σπουδές στην Αθήνα.

Μετά την επιτυχή ολοκλήρωση των σπουδών του πήγε στους Ωρεούς της βόρειας Εύβοιας κοντά στον επιχώριο επίσκοπο που ήταν για τον Τιμόθεο ο προστάτης και ο πνευματικός του πατέρας και αφού τον έκειρε πρώτα μοναχό, στη συνέχεια τον χειροτόνησε διάκονο και στη συνέχεια χειροτονήθηκε πρεσβύτερος.

Μετά την κοίμηση του επισκόπου Ωρεών ο λαός και ο κλήρος της επαρχίας το 1553 τον εξέλεξαν επίσκοπο Ωρεών και χάρη στον ένθερμο ζήλο και τις πολλαπλές αρετές σε σύντομο χρονικό διάστημα προήχθη σε Αρχιεπίσκοπο Ευρίπου με έδρα τη Χαλκίδα, διαδεχόμενος πιθανότατα τον μητροπολίτη Ευρίπου Ιωάσαφ, ο οποίος αρχιεράτευσε μεταξύ των ετών 1546 -1555.

Κατά τη διάρκεια της αρχιερατείας του, εξεδόθη επί των ημερών του Σουλτάνου Σελίμ Β΄ (1566 - 1574) και του Πατριάρχου Ιερεμίου Β΄ (1572 - 1595) σουλτανικό φιρμάνι, το οποίο επέβαλε τη μετατροπή των χριστιανικών εκκλησιών σε τζαμιά. Ο Άγιος Τιμόθεος διαμαρτυρήθηκε έντονα για την απόφαση αυτή, ασκώντας μάλιστα και δριμύτατη κριτική. Το γεγονός αυτό τον έφερε σε άγρια σύγκρουση με τον χριστιανομάχο τουρκαλβανό πασά του Ευρίπου, ο οποίος επιθυμούσε την εκδίωξη και εξόντωσή του.

Η αρχαιότερη εικονογραφική απεικόνιση του Αγ. Τιμοθέου 
αρχές του 17ου αιώνα. Σωζόταν μέχρι τα μέσα του 20ου
αιώνα στον Ιερό Ναό Αγίου Γεωργίου Βραυρώνος.
Η εκδίωξη του Αγίου οφειλόταν και στο θλιβερό γεγονός ότι ο ηγούμενος της Μονής του Αγίου Νικολάου Γαλατάκη Ευβοίας είχε έρθει σε πλήρη ρήξη με τον Άγιο Τιμόθεο, που ήταν και ο επιχώριος Μητροπολίτης, για τον βυζαντινό ναό της Παναγίας Περιβλέπτου πλησίον του χωριού Πολιτικά, τον οποίο διεκδικούσαν τόσο το χωριό Πολιτικά όσο και η Μονή Γαλατάκη. Τότε ο Άγιος με γράμμα του προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο υπερασπίσθηκε τη διεκδίκηση του ναού και της κτηματικής του περιουσίας από τους κατοίκους του χωριού Πολιτικά, γεγονός που τον έφερε σε ρήξη με τις κτητικές βλέψεις του ηγουμένου της Μονής Γαλατάκη, ο οποίος όμως κατόρθωσε να προσελκύσει με το μέρος του τον ήδη εχθρικά απέναντι στον Άγιο, πασά του Ευρίπου.

Η σύζυγος του πασά που ήταν κρυπτοχριστιανή, ενημέρωσε τον αγιο Τιμόθεο ότι η ζωή του κινδυνεύει, τον προέτρεψε να εγκαταλείψει κρυφά την Εύβοια, ενώ του απέστειλε και ένα μεγάλο χρηματικό ποσό.

Έτσι μία νύχτα του 1572 εγκατέλειψε την Εύβοια και αναχώρησε με μία μικρή συνοδεία, αποτελούμενη από τον διάκονό του και έναν ιερέα, για την απέναντι ακτή της Αττικής, όπου βρισκόταν και ο Κάλαμος, η ιδιαίτερη του πατρίδα. Εκεί φιλοξενήθηκε για κάποιο χρονικό διάστημα στην ιδρυθείσα περί τον 6ο αιώνα Μονή Μεταμορφώσεως Σωτήρος Καλολιβαδίου, την οποία αναδιοργάνωσε και αναζωογόνησε πνευματικά.

Μονή Πεντέλης
Η αναζήτηση του Αγίου για έναν περισσότερο ησυχαστικό τόπο τον οδήγησε στο γεμάτο από ασκητήρια και κελιά Πεντελικό όρος, το οποίο ήδη από τους βυζαντινούς χρόνους ονομαζόταν «ὄρος τῶν Ἀμώμων». Η γνωριμία του Αγίου με τους ασκητές του Πεντελικού όρους, οι οποίοι διέθεταν αρετή και ήθος, του δημιούργησε έναν τέτοιο ενθουσιασμό και μία τόσο μεγάλη έλξη για τον τόπο αυτό, ώστε αποφάσισε να ιδρύσει εκεί το μοναστήρι του. 

Αρχικά ασκήτευσε για κάποιο διάστημα στην περιοχή Καλλίσια του Πεντελικού όρους, όπου περί τα μέσα του 16ου αιώνα ιδρύθηκε η Μονή του Αγίου Νικολάου Καλλισίων, ενώ στη συνέχεια εγκαταβίωσε στην εγκαταλελειμμένη σκήτη της Αγίας Τριάδος «τοῦ Νεροῦ», όπου μέχρι σήμερα σώζεται ο ευρισκόμενος στην κεντρική πλατεία της περιοχής ομώνυμος ναός του 15ου - 16ου αιώνα, ο οποίος αποτελεί μετόχι της Μονής Πεντέλης.


Στην προσπάθεια αναζήτησης της κατάλληλης τοποθεσίας, που θα ίδρυε το μοναστήρι του, ανακάλυψε μέσα στο δάσος έναν σκελετό ενός ασκητή, πάνω στον οποίο βρισκόταν μία μικρή εικόνα της Παναγίας Γλυκοφιλούσας. 

Αφού ενταφίασε με σεβασμό το λείψανο του αγνώστου ασκητού, αποφάσισε να οικοδομήσει στον τόπο αυτό περιώνυμη Μονή επ’ ονόματι της Κοιμήσεως της Υπεραγίας Θεοτόκου, δεδομένου ότι αυτό ήταν και το θέλημα του Θεού. 

Η Μονή αποπερατώθηκε το 1578, κατά το οποίο θεωρείται ότι ιδρύθηκε η Μονή σύμφωνα άλλωστε και με τη διασωθείσα επιγραφή, παρόλο που η ανέγερση της Μονής είχε ξεκινήσει τουλάχιστον τρία έτη νωρίτερα, δηλαδή το 1575.

Το αφιερωμένο στην Κοίμηση της Θεοτόκου Καθολικό της Μονής ανακαινίσθηκε τα έτη 1768 και 1858, ενώ κατά την ανακαίνιση του έτους 1953 έλαβε τη σημερινή του μορφή.

Στη Μονή ο Άγιος Τιμόθεος παρέμεινε μέχρι και το 1580, αναδεικνύοντας το ιστορικό αυτό μοναστήρι σε σπουδαίο πνευματικό φάρο της Αττικής με πολυάριθμους μοναχούς που έφτασαν τους ογδόντα, ενώ φρόντισε και για την απόκτηση σημαντικής κτηματικής περιουσίας με κτήματα στο Κορωπί, τον Γέρακα και τη Βραυρώνα.

Η εικόνα της Παναγίας Γλυκοφιλούσας που ο Άγιος Τιμόθεος
βρήκε πάνω στο λείψανο ενός αγνώστου μοναχού
Ο διαρκής πόθος του Αγίου για περισσότερη άσκηση και ησυχία τον οδήγησε στο να αποσυρθεί στο επ’ ονόματι του Αγίου Γεωργίου αγαπημένο του ησυχαστήριο στην περιοχή του Γαργηττού, αλλά η φήμη της αγιότητος που είχε αποκτήσει, τον εμπόδιζε στο να αφοσιωθεί πλήρως στον Θεό και στην ασκητική ζωή. Γι’ αυτό και αναγκάσθηκε να φύγει από τον Γαργηττό και να αναζητήσει την άσκηση στην απομακρυσμένη και ερειπωμένη σκήτη του Αγίου Γεωργίου στην περιοχή της Βραυρώνος.

Εκεί ανακαίνισε το υπάρχον εκκλησάκι του Αγίου Γεωργίου, στο οποίο σύμφωνα με πληροφορία του επιφανούς ιστοριοδίφη Δημητρίου Καμπούρογλου σωζόταν η αρχαιότερη εικονογραφική απεικόνιση του Αγίου Τιμοθέου, χρονολογημένη στις αρχές του 17ου αιώνα. Αφού οικοδόμησε κελιά γύρω από τον ναό του Αγίου Γεωργίου, επιδόθηκε με ακόμη μεγαλύτερο ζήλο και αφοσίωση στους ασκητικούς του αγώνες που σε συνδυασμό με την αδιάλειπτη προσευχή και την πλούσια μυστηριακή ζωή, τον οδήγησαν σε υψηλότατα επίπεδα αγιοπνευματικών εμπειριών.


Σύμφωνα με την παράδοση μία οθωμανίδα γαιοκτήμονας, η οποία διέμενε στον ερημικό Πύργο της Βραυρώνος, κατέφυγε κλαίγοντας στον ενάρετο ασκητή Άγιο Τιμόθεο και τον παρακάλεσε να σώσει τα παιδιά της, τα οποία είχαν απαγάγει πειρατές και βρίσκονταν σε πλοία μέσα στο πέλαγος. Τότε ο θαυματουργός ιεράρχης προσευχήθηκε στον Κύριο και την Υπεραγία Θεοτόκο για τη σωτηρία και απελευθέρωση των παιδιών.

Η θερμή προσευχή του Αγίου προκάλεσε αμέσως άγρια θαλασσοταραχή, η οποία ανάγκασε τα πειρατικά πλοία να επιστρέψουν στην ακτή και έτσι οι πειρατές αναγκάσθηκαν να απελευθερώσουν τα παιδιά. Μετά το θαύμα η μητέρα έπεσε στα πόδια του Αγίου και έκλαιγε από βαθιά ευγνωμοσύνη. Μάλιστα βαπτίσθηκε χριστιανή τόσο εκείνη όσο και όλη η οικογένειά της, ενώ σε ένδειξη ευγνωμοσύνης δώρισε στον Άγιο ένα τμήμα από την ιδιοκτησία της στην περιοχή της Βραυρώνος, το οποίο ο Άγιος Τιμόθεος αφιέρωσε στην ιδρυθείσα υπό αυτού Μονή της Πεντέλης.

Υπήρξαν όμως μερικοί κάτοικοι που αντιμετώπιζαν με καχυποψία και φόβο τον Άγιο, βλέποντας ότι αποκτά κτηματική περιουσία στην περιοχή, αλλά και φοβούμενοι ότι θα έπαιρνε πιθανόν και τα δικά τους κτήματα για να αυξήσει την περιουσία του. 

Το Ασκητήριο του Αγίου Τιμοθέου στην περιοχή
του Γαργηττού στους πρόποδες του Πεντελικού όρους 

πηγή
Έτσι για να τον αναγκάσουν να εγκαταλείψει την περιοχή, έφθασαν στο σημείο να κάψουν την βάρκα του.

Ο Άγιος Τιμόθεος επέδειξε πραότητα και αποφάσισε να εγκαταλείψει τον και έτσι με τη σχεδόν κατεστραμμένη βάρκα του και χρησιμοποιώντας το ράσο απλωμένο πάνω στη ράβδο του αντί για ιστίο, έφτασε το 1582 στη Κέα.

Εκεί εγκαταβίωσε αρχικά στην εγκαταλελειμμένη Μονή του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου στο επονομαζόμενο «Ελληνικό» όρος, η οποία ιδρύθηκε τα μέσα του 12ου αιώνα από τον αυτοκράτορα Αλέξιο τον Κομνηνό και προσπάθησε να την αναστηλώσει.

Πλησίον της Μονής του Προδρόμου ανήγειρε μικρό ναό επ’ ονόματι του Αγίου Παντελεήμονος, ο οποίος μετά την οσιακή κοίμηση του Αγίου Τιμοθέου αποτέλεσε από το 1626 ομώνυμη σταυροπηγιακή μονή, η οποία όμως διαλύθηκε το 1834 επί βασιλείας του Όθωνος

Μάλιστα η Μονή του Αγίου Παντελεήμονος μετονόμασε την περιοχή αυτή της νήσου Κέας από «Ελληνικόν» σε «Άγιο Παντελεήμονα», όπως άλλωστε είναι γνωστή μέχρι σήμερα.

Η είσοδος του Ιερού Ασκητηρίου του Αγίου Τιμοθέου
πηγή
Ο Άγιος Τιμόθεος αναζητώντας όμως περισσότερη ησυχία και απομόνωση, μετέβαινε τους καλοκαιρινούς μήνες σε ένα σπήλαιο στην τοποθεσία «Λούρος», το οποίο βρισκόταν σε μικρή απόσταση από τη Μονή του Προδρόμου. Στο σπήλαιο αυτό που είναι γνωστό με την προσωνυμία «σπηλιά του Καλογήρου», επιδιδόταν ο ασκητής επίσκοπος στην αδιάλειπτη προσευχή και άσκηση. Η «σπηλιά του καλόγερου» στην τοποθεσία Λούρος αποτελεί μέχρι σήμερα για τους κατοίκους της Κέας τον σημαντικότερο τόπο που θυμίζει το πέρασμα του Αγίου από το νησί.

Παρέμεινε στην Κέα για δέκα περίπου έτη έως την ειρηνική κοίμησή του στις 16 Αυγούστου του 1590 και σε ηλικία ογδόντα περίπου ετών. Το ιερό του σκήνωμα ενταφιάστηκε με ευλάβεια μέσα στον ναό του Αγίου Παντελεήμονος μπροστά από την Αγία Τράπεζα.

Μετά την οσιακή του κοίμηση και αφού είχε περάσει κάποιο χρονικό διάστημα, εμφανίσθηκε ο Άγιος Τιμόθεος στο όνειρο κάποιου μοναχού της Μονής Πεντέλης και του έδωσε την εντολή να μεταβεί στην Κέα και να μεταφέρει το ιερό του λείψανο στη Μονή, όπως και έγινε. Έτσι το ιερό και ευωδιάζον λείψανο του κτίτορα της Μονής Πεντέλης, Αγίου Τιμοθέου Αρχιεπισκόπου Ευρίπου, επέστρεψε στο μοναστήρι που ο ίδιος ίδρυσε το 1578.

Ο Ναός της Αγίας Δυνάμεως (Γενεσίου Θεοτόκου) επί
της οδού Μητροπόλεως στο κέντρο της Αθήνας.
Στον ναό αυτό, ο οποίος αποτελεί μετόχι της
 Μονής Πεντέλης, μεταφέρθηκε το 1821 για λόγους
ασφαλείας το ιερό λείψανο του Αγίου Τιμοθέου.

πηγή
Το λείψανο φυλασσόταν μέσα σε μαργαριτοποίκιλτο κιβώτιο μέχρι και την περίοδο της πολιορκίας των Τούρκων (25 Απριλίου – 20 Ιουλίου 1821), αφού επί των ημερών του ηγουμένου της Μονής Πεντέλης Νεοφύτου Δέγλερη (1821 - 1844) αποφασίσθηκε για λόγους ασφαλείας να μεταφερθούν τα φυλασσόμενα στη Μονή κειμήλια, μεταξύ δε αυτών και το ιερό λείψανο του Αγίου Τιμοθέου, στο χρονολογούμενο από τον 16ο αιώνα μετόχι της Αγίας Δυνάμεως (Γενέσιον Θεοτόκου), όπου υπήρχαν υπόγειες κρυψώνες. Έτσι όλα τα πολύτιμα κειμήλια μεταφέρθηκαν εκεί μαζί και με τη βιβλιοθήκη της Μονής, η οποία όμως αργότερα μεταφέρθηκε στην Ακρόπολη. Όταν όμως στις 20 Ιουλίου 1821 εισέβαλε στην Αθήνα ο πασάς Ομέρ Βρυώνης, οι πολιορκούντες την Ακρόπολη Τούρκοι στρατιώτες ανακάλυψαν την κρυψώνα στο μετόχι της Αγίας Δυνάμεως από μία ηλικιωμένη γυναίκα που αποκάλυψε τους κρυμμένους θησαυρούς, αφού δεν άντεξε στα βασανιστήρια των Τούρκων.

Μετά την αποκάλυψη τα πολύτιμα κειμήλια λεηλατήθηκαν, ενώ τα ιερά λείψανα και τα χειρόγραφα παρεδόθηκαν στις φλόγες. Κατά θεία όμως οικονομία διασώθηκαν η τιμία κάρα του Αγίου Τιμοθέου και η κτιτορική εφέστια εικόνα της Παναγίας Γλυκοφιλούσας, η οποία όμως εκλάπη τον Απρίλιο του 1966 και έκτοτε αγνοείται η τύχη της. Η διάσωση της τιμίας κάρας του Αγίου Τιμοθέου και της εικόνος της Υπεραγίας Θεοτόκου οφείλεται στο γεγονός ότι μερικές ημέρες πριν την 20η Ιουλίου 1821 είχαν μεταφερθεί στην Ακρόπολη τα δύο αυτά ιερά κειμήλια για την τέλεση αγιασμού και λιτανείας προς αντιμετώπιση κάποιας λοιμικής επιδημίας.

Μάλιστα περί τα τέλη Ιουλίου του 1821 και μετά τη λύση της πολιορκίας ο ηγούμενος Νεόφυτος Δέγλερης κατέφυγε για λόγους ασφαλείας στην Αίγινα, παίρνοντας όμως μαζί του και την τιμία κάρα του Αγίου. Με αυτόν τον τρόπο διασώθηκε η κάρα του Αγίου Τιμοθέου, η οποία έκτοτε φυλάσσεται στην Ιερά Μονή Κοιμήσεως Θεοτόκου Πεντέλης, στο ομώνυμο παρεκκλήσιο, που βρίσκεται εντός του κτιριακού συγκροτήματος.

Η μνήμη του τιμάται στις 16 Αυγούστου.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου