Τρίτη 29 Δεκεμβρίου 2020

Η ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΗ ΕΙΚΟΝΑ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΓΟΡΓΟΫΠΗΚΟΟΥ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ ΔΟΧΕΙΑΡΙΟΥ.

πηγή

Η θαυματουργή εικόνα της Παναγίας Γοργοϋπήκοου, είναι μία μεταβυζαντινή, Παλαιολόγια, εξαιρετική τοιχογραφία της Παναγίας, άγνωστου αγιογράφου που βρίσκεται στην Ιερά Μονή Δοχειαρίου του Αγίου Όρους.

Η Μονή Δοχειαρίου
πηγή

Η Μονή Δοχειαρίου είναι η πρώτη μονή που συναντάμε, στην δυτική πλευρά του Άθω και ιδρύθηκε από τον μοναχό Ευθύμιο, μαθητή του Αγίου Αθανασίου του Αγιορείτη, στα τέλη του 10ου ή στις αρχές του 11ου αιώνα ενώ η ονομασία της οφείλεται στην ιδιότητα του Δοχειαρίου - Αποθηκάριου που ήταν ο Ευθύμιος κατά την παραμονή του στη μονή Μεγίστης Λαύρας, υπό τον Αθανάσιο.

Ευεργέτης και ανακαινιστής της μονής θεωρείται o Αυτοκράτορας Μιχαήλ Ζ΄ Δούκας ή ο διάδοχός του, Νικηφόρος Γ΄ Βοτανειάτης ενώ σύμφωνα με τον Όσιο Νικόδημο τον Αγιορείτη, στο δεξί μέρος της Τραπέζης της Μονής, υπήρχε παλιά εικόνα της Παναγίας που οι πατέρες λένε ότι αγιογραφήθηκε στην εποχή του κτήτορα της Μονής Νεόφυτο, τον 11ο αιώνα.

Άποψη της Μονής Δοχειαρίου από το σπάνιο
φωτογραφικό Λεύκωμα του 1881 για το Άγιο
όρος των μοναχών της Μονής Παντελεήμονος,
Λεόντιο και Γεννάδιο.
πηγή
Το 1646, ο τραπεζάριος της Μονής, Νείλος, που είχε κακή συνήθεια να βάζει το φωτιστικό του δαδί κάτω από την εικόνα της Παναγίας, ακούει μια φωνή: 
"Ώ Μοναχέ αμόναχε, έως πότε θα συνεχίσεις να καπνίζεις τη μορφή μου και να με μαυρίζεις ατιμώντας με;" και αμέσως έχασε το φως του.

Έφτιαξε στασίδι μπροστά στην εικόνα και παρακαλούσε να τον συγχωρέσει, ώσπου η Παναγία, του είπε: "Ιδού, από σήμερα σου χαρίζω το φως και πρόσεξε στο εξής να μην περάσεις με αναμμένα δαδιά, γιατί εγώ είμαι η Κυρία της Μονής αυτής και γοργά υπακούω σ’ εκείνους που με επικαλούνται και τους χαρίζω τα προς σωτηρία αιτήματά τους, διότι καλούμαι Γοργοϋπήκοος".


Από τότε η εικόνα ονομάζεται Γοργοϋπήκοος και οι πατέρες της Μονής έφτιαξαν το 1723, στο χώρο αυτό, έξω από την Τράπεζα ένα ιδιαίτερο παρεκκλήσι προς Τιμήν Της και από τότε εκεί τελείται δύο φορές την εβδομάδα θεία Λειτουργία, εκεί γίνονται οι κουρές των μοναχών και καθημερινά, πρωί - βράδυ, ψάλλονται παρακλήσεις μπροστά Της.

Ο αήμνειστος Αντώνης Γκλίνος που συντήρησε και
αποκατέστησε την Θαυματουργή τοιχογραφία της
Παναγίας Γοργουπηκόου στην Μονή Δοχειαρίου.
Το 1980 καθηγούμενος της Μονής Δοχειαρίου ανέλαβε ο μακαριστός Γρηγόριος, κοντινός συγγενής του Αγίου
Ιωσήφ του Ησυχαστή ενώ είχε δεχτεί τη μοναχική κουρά από τον Άγιο Αμφιλόχιο Μακρή της Πάτμου.

Ανακαίνισε την σχεδόν ερειπωμένη Μονή Δοχειαρίου, την έκανε κοινοβιακή ενώ Τάμα του και διακαής πόθος του από την μέρα που εγκαταστάθηκε σε αυτήν, ήταν να ψάξει να βρει, να συντηρήσει και να αποκαταστήσει την αρχαία εικόνα της Παναγίας της Γοργοϋπηκόου, το στήριγμα και ελπίδα της μονής.

Πριν από την εγκαταβίωσή του στο Άγιον Όρος, μόνασε στην Πάρο και την Πάτμο, «παρά τούς πόδας» των άγιων Πατέρων Φιλόθεου Ζερβάκου και Αμφιλόχιου Μακρή ενώ διετέλεσε Ηγούμενος της Μονής Μυρτιάς και της Μονής Προυσού στο Καρπενήσι, από όπου και αναχώρησε για την Μονή Δοχειαρίου την οποία αναστήλωσε, επάνδρωσε και ποίμανε επί τέσσερις δεκαετίες.

Ας δούμε τι αναφέρει ο ίδιος ο αήμνειστος Αντώνης Γκλίνος κορυφαίος συντηρητής έργων τέχνης, που αποκάλυψε και συντήρησε την Εικόνα, σε ένα γράμμα του στον συγγενή και αδελφικό φίλο του Νίκο Γαργαλιώνη εκδότη της εφημερίδας Οδός Αρκαδίας, τον Μάρτιο του 1997, ένα χρόνο πριν φύγει:
..Χάρις στην πρωτοβουλία του Γρηγορίου εναρμονισμένη με το ευρύτερο αναστηλωτικό πρόγραμμα και σε συνεννόηση με τις αρμόδιες αρχαιολογικές αρχές εκλήθην να εκτελέσω το προγραμματισμένο, εδώ και αρκετά χρόνια, έργο.

Μέχρι τη στιγμή που έγινε το εγχείρημα της ανεύρεσης της πραγματικής εικόνας, ελάχιστες πληροφορίες μας ήταν γνωστές, η μόνη προφορική μαρτυρία που έχει διασωθεί δια μέσου του στόματος των Δοχειαριτών πατέρων είναι ότι: οι Ρώσοι ευσεβείς μοναχοί δώρισαν το θαυμασίας τέχνης ασημένιο πουκάμισο κατά το σωτήριο έτος του 1872. 

Μάλιστα, η παράδοση μας λέει πως αυτό το υπέροχο ρωσικό αφιέρωμα το κουβάλησε στην πλάτη του ένας ρώσος μοναχός από την Ιερά Μονή του Αγίου Παντελεήμονος μέχρι το Δοχειάρι πεζός γιατί το είχε κάνει τάμα στην Παναγία. Από την τοποθέτηση του πουκάμισου και ύστερα, κανείς δεν γνώριζε τι υπήρχε πίσω από αυτό το περικαλές φορητό εικόνισμα της Παρθένου που είναι κατάφορτο από αμέτρητα τάματα κρεμασμένα μέσα από το προστατευτικό κρύσταλλο αλλά και έξω από αυτό.
Μετά από προσεκτική μελέτη διαπίστωσα ότι: τα κεφάλια, τα χέρια και τα πόδια του Χριστού και της Παναγίας ήταν ζωγραφισμένα πάνω σε μουσαμά. Οι μορφές είχαν υποστεί αλλοιώσεις και φθορές από το χρόνο, την αιθάλη των κεριών, του θυμιάματος και των καντηλιών. Μη γνωρίζοντας τι μπορούσε να συμβεί εάν άγγιζα αυτές τις φθαρμένες ύλες της ζωγραφικής, αναγκάστηκα να κάνω αντίγραφα. Και τούτο έγινε για λόγους ασφαλείας γιατί είχα να κάνω με μια προσκυνηματική και θαυματουργό εικόνα. Ιδιαίτερα προβλήματα παρουσίαζαν τα δύο κεφάλια που ο μουσαμάς τους ήταν σε κατάσταση τελείας αποσύνθεσης. Πρωτοστατούντος του Αγ. Καθηγουμένου με δεήσεις και προσευχές προς την Θεοτόκον οι πατέρες της μονής ξεκρέμασαν πρώτα τις κανδήλες. Κατόπιν την μεγάλου μεγέθους ξυλόγλυπτη κορνίζα, τα εξωτερικά αφιερώματα, το προστατευτικό κρύσταλλο, και τα εσωτερικά του κρυστάλλου τάματα.

Η μεγάλη στιγμή της έκπληξης ήταν όταν βγάλαμε το ασημένιο πουκάμισο. Μέσα στην ημικυκλική εσοχή του τοίχου βρήκαμε καρφωμένη μια εικόνα της Παναγίας που ήταν ζωγραφισμένη πάνω σε μουσαμά με χρονολογία ιστόρησής της το σωτήριον έτος 1831. Οι κεφαλές του Χριστού και της Παναγίας αυτής της εικόνας είχαν κοπεί και αφαιρεθεί, και στη θέση τους είχαν κολληθεί στον τοίχο άλλα κεφάλια ζωγραφισμένα σε μουσαμά σύμφωνα με την κλασική ρωσική αναγεννησιακή τέχνη. Ο μουσαμάς τους είχε καταντήσει τόσο εύθραυστος και ξερός που με το πρώτο άγγιγμα γινόταν μικρά θρύψαλα. Έπρεπε πάση θυσία να τα σώσω, γιατί μέχρι εκείνη τη στιγμή, όλοι γνώριζαν τη θαυματουργή εικόνα της Γοργοεπικόου με αυτές τις μορφές. Έκανα υπεράνθρωπη προσπάθεια να τις αποκολλήσω από τον τοίχο χωρίς να χρησιμοποιήσω οποιοδήποτε υγρό γιατί θα τους προξενούσα ανεπανόρθωτες καταστροφές και αλλοιώσεις. Με το νυστέρι σιγά σιγά απελευθέρωσα και αφαίρεσα τις μορφές από το ξερό και σκληρό κολοφώνιο που με αυτό είχαν κολληθεί στον τοίχο.

Φρόντισα για την ασφαλή φύλαξή τους για να τις συντηρήσω όταν θα ερχόταν η ώρα τους. Αφού φωτογραφήθηκαν όλες οι φάσεις του εγχειρήματος προχώρησα στο ξεκάρφωμα της, χωρίς κεφάλια, μουσαμαδένιας εικόνας. Προτού την απομακρύνω από τη θέση της, έβγαλα πάνω σε χαρτί του μέτρου ακριβές πατρόν για να μπορέσω να βρω εύκολα τη θέση που είχαν αρχικά τα χέρια και τα πόδια, ώστε να εφαρμόζουν τέλεια στο ασημένιο πουκάμισο στη νέα του θέση.

Αφαιρώντας το μουσαμά η έκπληξή μας ήταν μεγάλη. Μια τοιχογραφία (ζωγραφισμένη σε νωπό σουβά) που εικονίζει την βρεφοκρατούσα Παναγία, μεγαλύτερη σε μήκος από το μέγεθος του πουκάμισου, μαυρισμένη και με κολλημένες πάνω της χίλιες δυο ξένες ύλες, όπως σταξίματα κεριών πολλά (μικρού και μεγάλου μεγέθους), πιτσιλίσματα ασβεστοκονιαμάτων… Στα κεφάλια του Χριστού και της Παναγίας που εκεί πάνω είχαν κολληθεί οι ρωσικές (αναγεννησιακής τεχνοτροπίας) κεφαλές, δύσκολα ξεχώριζες κάποιο ίχνος προσώπων από αυτά γιατί ήταν παστωμένα από την ξερή ύλη του κολοφώνιου και τις μεγάλες ποσότητες κεριού. Είναι οφθαλμοφανές ότι αυτοί που τοποθέτησαν το 1872 το πουκάμισο (ελλείψει άλλου μέσου συγκόλλησης) αρχικά προσπάθησαν να κολλήσουν ανεπιτυχώς τα ένθετα κεφάλια με καυτό κερί. Αυτή τους η ενέργεια είχε σαν αποτέλεσμα να γεμίσει η τοιχογραφία με πάρα πολλά κεροσταξίματα, όχι μόνο στα σημεία που ήθελαν να κολλήσουν αλλά και σε ολόκληρη την επιφάνεια της εικόνας. Στη συνέχεια χρησιμοποίησαν καυτό κολοφώνιο. Εξ αιτίας αυτού έχουν υποστεί αποφλοιώσεις οι επιφάνειες των προσώπων της τοιχογραφίας.

Με την πρώτη ματιά τα πρόσωπα έδιναν την εντύπωση ότι από κάτω δεν υπήρχε σχεδόν τίποτα από τη μεγάλη ποσότητα συσσώρευσης των ξένων υλών. Υπενθυμίζω εδώ, ότι η Γοργοεπίκοος είναι ζωγραφισμένη μέσα σε μια ημικυκλική επίπεδη κόγχη που το βάθος της δεν ξεπερνάει τα 18 εκατοστά. Δεξιά και αριστερά της τοιχογραφίας έχουν δημιουργηθεί δύο ρωγμές από σεισμό, τις οποίες έκλεισα με στόκο (Gesso). Στο εσωτερικό του τοίχου και ακριβώς κάτω από τα κεφάλια της εικόνας υπάρχει σε οριζόντια θέση ξύλο (προφανώς καστανιά) που δένει τη λιθοδομή. Στο σημείο αυτό η νωπογραφία κάνει κοιλιά και μέρος της προετοιμασίας του λασπώματος είχε αποκολληθεί. Εξ’ αιτίας αυτού υπήρχαν ορισμένα κενά τα οποία γέμισα με ενέσεις που έκανα με παχύρευστο υλικό από αδρανές ασβέστη. Για τον καθαρισμό των προσώπων από το κολοφώνιο χρησιμοποίησα λευκό οινόπνευμα αφού πρώτα έβγαλα μεγάλο μέρος από αυτό με μηχανικό τρόπο. 
Τα πολλά κεροσταξίματα και τα πιτσιλίσματα των ασβεστοκονιαμάτων τα αφαίρεσα βοηθούμενος από ένα μικρού μεγέθους σουγιά και από μεγεθυντικό φακό. Τις πάρα πολλές τρύπες που είχαν δημιουργηθεί από τα καρφώματα της μουσαμαδένιας και χωρίς κεφάλια εικόνας τις έκλεισα ως εξής:

Αφού πρώτα έβρεξα με νερό το εσωτερικό των οπών με τη βοήθεια ενός μικρού πινέλου για να πιάσει το υλικό, ζύμωσα ένα μείγμα από λιθοπόνιο, συνθετική ρητίνη του primal και ψιλοκομμένα νήματα λινού υφάσματος και τις στοκάρισα. Συμπίεσα το στοκάρισμα με ένα λείο βότσαλο και έκανα (ρετούς) αισθητική αποκατάσταση για να μην υπάρξουν μεγάλες τονικές και χρωματικές διαφορές. Ο καθαρισμός της τοιχογραφίας έγινε πρώτα με μηχανικό τρόπο και μετά με αποσταγμένο νερό. Όπου ο ρύπος επέμενε να μη βγαίνει χρησιμοποίησα ένα μείγμα από δισανθρακικό νάτριο, δισανθρακικό αμμώνιο και παχύρευστη κόλλα μεθυλοκυτταρίνης. Αυτό το χημικό διάλυμα το άπλωσα με το πινέλο με πολύ φειδώ και σε ορισμένα σημεία.

Για να μην υπάρξουν μελλοντικές αλλοιώσεις ξέπλυνα με αποσταγμένο νερό πολλές φορές και σκούπισα σχολαστικά τις επιφάνειες με χαρτοβάμβακα. Όπου υπήρχε ανάγκη αισθητικής αποκατάστασης αυτή έγινε με το πινέλο της ακουαρέλας και με χρήση ειδικών χρωμάτων ματ τα οποία είναι εξαιρετικά γι’ αυτή την εργασία. Κίνδυνος απολεπίσεων δεν υπήρξε σε κανένα από τα μέρη της ζωγραφισμένης επιφάνειας. Μετά από όλες αυτές τις εργασίες είναι φανερή η διαφορά στα χρώματα των σαρκωμάτων μεταξύ του Ιησού Χριστού και της Παρθένου Μαρίας. Το πρόσωπο της Γοργοεπικόου είναι αρκετά μαυρισμένο από ρητίνη. Αυτό επαληθεύει την παράδοση δηλαδή την περίπτωση της κακής συνήθειας του πατρός Νείλου να τοποθετεί το φωτιστικό του δαδί κάτω ακριβώς από τη μορφή της Παναγίας. Με αυτή τη φανερή ένδειξη είναι πλέον αδιάψευστη η μαρτυρία αυτής της ιστορίας του 1663.

Δεν χρειάζονται άλλα τεκμήρια για να την πιστέψουμε. Σαν τέχνη των αρχών της μεταβυζαντινής έκφρασης, αυτή η τοιχογραφία είναι ένα λαμπρό δείγμα συνέχειας της μεγάλης και σπουδαίας παλαιολόγιας περιόδου. Είναι φανερό, ότι συνυπάρχει στην τεχνική ο απόηχος των χρωμάτων, του γραψίματος του σχεδίου, τα σαρκώματα των προσώπων και των άκρων των δύο θείων προσώπων, το αρμονικό τέλειο αποτέλεσμα της εκτέλεσης των ενδυμάτων.

Ο χρωματισμός τους είναι χάρμα οφθαλμών. Στα πρόσωπα ο χαρακτηριστικός αγιογράφος έχει ξεκινήσει με προπλασμό ώχρας. Τα ξανοίγματα και τις λαζούρες τις έχει κάνει με ανοικτοπράσινα και ωχροροδαλά χρώματα τα οποία είναι ευχάριστα στην όραση και δροσερά. Εκείνο που επισφραγίζει το τέλος μιας εποχής και την αρχή μιας άλλης και τον αφανισμό μιας χιλιόχρονης και πλέον Αυτοκρατορίας (δηλαδή την υποδούλωση του γένους από τους Αγαρινούς) είναι το δείγμα της ανέχειας και του πένθους, ο μαύρος κάμπος της τοιχογραφίας, θλιβερό σημάδι μιας ολόκληρης περιόδου. Στα θεία πρόσωπα η ανημέρευτη θλίψη και η βαθιά μελαγχολία είναι διάχυτα δοσμένα με επιδεξιότητα. Ο εικονογράφος γνωρίζει, ότι η χαρμολύπη δεν κλείνει μέσα της μόνο τον Γολγοθά της Σταύρωσης αλλά και τη σιγουριά της Λαμπρής Ανάστασης. Φανερή είναι και η παιδική τρυφερότητα και η σοβαρότητα στο πρόσωπο του Θεανθρώπου. Είναι τόσο ωραία δοσμένη, που εναρμονίζεται θαυμάσια με το συμπονετικό και ανήσυχο βλέμμα της στοργικής μητέρας του θεού, Παρθένου Μαρίας. Με φόβο και δέος σφιχταγκαλιάζει το Θείο βρέφος αναλογιζόμενη τα Άγια και φρικτά πάθη που στο μέλλον περιμένουν τον Υιό της τον μονογενή.

Όλα αυτά τα συναισθήματα έχουν αποδοθεί από τον άγνωστο αγιογράφο με θαυμαστή τελειότητα. Το τρυφερό χέρι του μικρού Σωτήρα Χριστού συγχωρεί ευλογώντας τον αμαρτωλό κόσμο, με ζωγραφισμένη στην έκφραση του, τη Θεϊκή και Μακαρία Αγαθότητα και ευσπλαχνία. 
Η Θεοσεβής ψυχή του θρήσκου καλλιτέχνη δημιουργού κατάφερε το ακατόρθωτο. Με γήινα χρώματα και με τον χρωστήρα του απέδωσε τέλεια αυτό που οραματίστηκε. Μπόρεσε με την πίστη του και τη μαστορική του ικανότητα να αποδώσει την αγιοπνευματική ακτινοβολία σε αυτό το νωπογραφημένο εικόνισμα της Θεομήτορος. Με πάρα πολύ απλά μέσα απέδωσε τον πλούτο και τη δόξα της ανεκτίμητης ελληνορθόδοξης χριστιανικής παράδοσης που εδώ και χίλια χρόνια ζει, υπάρχει και μεγαλουργεί πνευματικά στο Αγιόνημο Όρος.
Η τοιχογραφημένη ιστόρηση της Παναγίας της Γοργοεπικόου έχει μια γενικότερη και βαθύτερη σημασία μέσα στη δύσκολη περίοδο της μεταβυζαντινής τέχνης. Η αποκάλυψη της παίρνει σήμερα μια ξεκάθαρα σημαντική θέση στην ιστορική της ύπαρξη και βοηθά στην επαλήθευση και επιβεβαίωση μιας ολότελα ζωντανής παράδοσης. 
Πράγματι· το σταθερό χέρι του δημιουργού αυτής της θαυματουργικής νωπογραφίας μας ζωγράφισε κάτι το ξεχωριστό και υπέροχο. 
Την ξεθάψαμε από τη λησμονιά και την παραγνώριση και, μετά τη συντήρηση, κάναμε να φανεί όλη η πνευματική ακτινοβολία της. 
Έστω και αν οι ταλαιπωρίες που υπέστη, δια μέσου των αιώνων, έχουν αποφλοιώσει μέρος από τις επιφάνειες των δύο Θείων προσώπων που εικονίζει, ο μεταβυζαντινός αγιογράφος με αυτό του το έργο δείχνει, ότι ήταν σοφός και καλλιεργημένος άνθρωπος γνώστης της ζωγραφικής της παλαιολογίου εποχής και ιδιαίτερα της μακεδονικής σχολής.


Σε ολόκληρη την Ελλάδα σήμερα, υπάρχουν πιστά αντίγραφα της ιερής εικόνας, η οποία πραγματοποιεί αναρίθμητα θαύματα ενώ η Σύναξη της τιμάτε στις 1 Οκτωβρίου εκάστου έτους.


πηγή



Σάββατο 26 Δεκεμβρίου 2020

Η ΤΙΜΙΑ ΚΑΡΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΝΕΟΜΑΡΤΥΡΑ ΑΡΓΥΡΙΟΥ ΤΟΥ ΕΠΑΝΩΜΙΤΗ.


Φυλάσσεται στην Ιερά Μητρόπολη Γ.Ο.Χ στην Αστόρια της Αμερικής και είναι κληροδότημα από την διαθήκη του μακαριστού Μητροπολίτη Τριφυλίας & Ολυμπίας κ. Χρυσόστομο Δημητρίου από την Ζάκυνθο, της Ελλαδικής Εκκλησίας.

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Στην Ορθόδοξη Εκκλησία αποδίδουμε στα Αγία λείψανα τιμή και ευλαβική προσκύνηση, η όποια όμως δεν αποτελεί λατρευτική προσκύνηση η λατρεία. Τούτο γιατί κανείς ποτέ ορθόδοξος χριστιανός δεν ταύτισε στη σκέψη του τα τίμια λείψανα με «θεούς». Μακαριστός π. ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΑΛΕΒΙΖΟΠΟΥΛΟΣ (ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΠΑΡΑΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΩΝ ΟΜΑΔΩΝ).

Εικόνα του Αγίου Νεομάρτυρα Αργυρίου του
1853, στα Βημόθυρα του Ι.Ν Κοίμησης της
Θεοτόκου στην Επανομή Θεσσαλονίκης
.
πηγή
Δύο αδέλφια από την Χίο, ο Στέφανος και ο Νικόλαος Αστυφίδης, μυήθηκαν στην πνευματική καθοδήγηση από τον γέροντά τους π. Άνθιμου Βαγιάνο, του μετέπειτα Αγίου.

Σε ηλικία 18 χρόνων πηγαίνουν στην σκήτη της Αγίας Άννης στο Κελί της Αγίας Αναλήψεως στο Άγιο Όρος, ενώ δέκα χρόνια μετά χειροτονούνται Πρεσβύτεροι με το όνομα Πέτρος και Νήφων αντίστοιχα και πηγαίνουν στην Επανομή για να εξυπηρετήσουν το   εκεί παράρτημα των Γ.Ο.Χ.

Κατά την θητεία τους στην Επανομή τους δόθηκε ἡ τιμία Κάρα του Αγίου Αργυρίου από τις μοναχές Ματρώνα καί Μαριάμ, που ανήκαν στην οικογένεια Μπρέντα (Μπρεντούδες) η οποία είχε την τιμία Κάρα στην κατοχή της (;).  

Η δράση τους υπέρ του Παλαιού εορτολογίου τους επιφέρει διωγμούς κατά τους και με τις μοναχές Ματρώνα και Μαριάμ φεύγουν από την Επανομή και πηγαίνουν στην Χίο, παίρνοντας μαζί τους και την Κάρα του Αγίου Αργυρίου. 

Αργότερα πηγαίνουν στην Αθήνα παίρνοντας μαζί τους και πάλι την Κάρα του Αγίου ενώ οι δύο μοναχές μονάζουν στην Παλαιοημερολογίτικη Μονή του Αγίου Μηνά στην Ανθούσα Αττικής.

Το 1951 ο Ιερομόναχος Πέτρος αναχωρεί για την Αμερική και το 1962 εκλέγεται Μητροπολίτης της Αστόριας ενώ το 1986 συμμετείχε στην εκλογή του Αρχιεπισκόπου Αθηνών των Γ.Ο.Χ. Χρυσοστόμου, η σχέση τους αυτή δικαιολογεί και την φύλαξη της Κάρας του Αγίου Αργυρίου στην Αρχιεπισκοπή Αθηνών των Γ.Ο.Χ. 

Εικόνα του Αγίου Νεομάρτυρα Αργυρίου,
στα 1884.
πηγή
Ο μετέπειτα Μητροπολίτης Αμερικής  Γ.Ο.Χ. Παύλος, μετέφερε την Κάρα του Αγίου Αργυρίου από την ιερά Μονή Αγίου Μηνά Ανθούσας στην Νέα Υόρκη, όπου και φυλάσσεται σήμερα ενώ κομίζετε στην ετήσια πανήγυρη της Ιεράς Μονής του Αγίου Μηνά Ανθούσας στην Αττική.

Ο Άγιος Νεομάρτυρας Αργύριος γεννήθηκε το 1788 στην Επανομή της Θεσσαλονίκης από τον Αστέριο και τη Βασιλική, το γένος Ντουγιούδη και σε νεαρή ηλικία πήγε στην Θεσσαλονίκη, όπου προσλήφθηκε από κάποιον ράπτη ως υπηρέτης.

Τις μέρες εκείνες κάποιος Χριστιανός από τον Σοχό βρισκόταν κλεισμένος στη φυλακή της Θεσσαλονίκης για κάποιο έγκλημα που είχε κάνει και μην έχοντας να πληρώσει τα χρήματα που του ζητούσε ο πασάς, τον απειλούσε ότι θα τον κρεμάσει.

Ο φυλακισμένος χριστιανός αποφάσισε να αλλαξοπιστήσει, κάτι που χαροποίησε τους Αγαρηνούς, που αμέσως τον έβγαλαν από την φυλακή και τον πήγαν σε ένα καφενείο στην τοποθεσία Ταχτάκαλα με σκοπό να τον μυήσουν στη μουσουλμανική θρησκεία.

Ο Αργύριος, είχε πληροφορηθεί το γεγονός και πήγε και αυτός στο καφενείο και άρχισε να τον ελέγχει για το παράπτωμά του και ταυτόχρονα τον παρακινούσε, να επιστρέψει και πάλι στην Ορθόδοξη πίστη.

Ο Ιερός Ναός του Αγίου Νεομάρτυρα Αργυρίου,
στην Επανομή.
πηγή
Η στάση του αυτή προκάλεσε πολύ τους Γενίτσαρους, που όρμησαν επάνω του και άρχισαν να τον γρονθοκοπούν τόσο άγρια, ώστε θα τον σκότωναν, εάν δεν ανέστελλε την οργή τους η ελπίδα μπάς και τον προσελκύσουν στην δική τους πίστη.

Προσπάθησαν, λοιπόν, απειλώντας τον ότι θα τον σκοτώσουν, να τον αναγκάσουν να αλλαξοπιστήσει. όμως σαν βροντή ακούσθηκε η φωνή του Νεομάρτυρα: «Είμαι Χριστιανός και δεν αρνιέμαι την πίστη μου. Δόξα και τιμή μου ο Σταυρός του Χριστού. Επιθυμία μου είναι να αποθάνω για την πίστη και την αγάπη του Χριστού».

Οι Αγαρηνοί τότε οδήγησαν τον Αργύριο στον κριτή, ενώπιον του οποίου προσπάθησαν και πάλι να τον μεταπείσουν μεταχειριζόμενοι πότε απειλές και πότε κολακείες και υποσχέσεις για δώρα και αξιώματα, μετά από δύο ημέρες, οι Γενίτσαροι, επανέλαβαν και πάλι τις προσπάθειές τους, χωρίς όμως αποτέλεσμα έτσι ζήτησαν λοιπόν από τον κριτή να διατάξει την εκτέλεσή του.

Λειψανοθήκη που ανήκε στον Αγιο Άνθιμο της Χίου
και στην οποία υπάρχει απότμημα του Αγιο
Νεομάρτυρα Αργυρίου. Βρίσκεται στην Μονή
Παναγίας Βοηθείας στήν Χίο. 
πηγή
Αυτός όμως, βλέποντας ότι ο Αργύριος δεν είχε διαπράξει κάποιο αδίκημα άξιο θανάτου, προσπάθησε να κατευνάσει την οργή των εξαγριωμένων Τούρκων και να τους πείσει πως δεν είναι δίκαιο να σκοτώσουν έναν αθώο άνθρωπο όμως εκείνοι εξαγριώθηκαν και εναντίον του και έτσι ο κριτής διέταξε την διά απαγχονισμού θανάτωσή του.

Σε ηλικία μόλις δεκαοκτώ ετών, το 1806 και ημέρα Παρασκευή, ο Άγιος Νεομάρτυς Αργύριος οδηγήθηκε σε ένα τόπο λεγόμενο Καμπάν (η σημερινή αγορά Καπάνι), στην κεντρική αγορά της Θεσσαλονίκης, όπου και απαγχονίσθηκε και επισφράγισε την ομολογία του στον Χριστό με τη θυσία του αίματός του.

Το γένος του αγίου καθώς και τα ονόματα των γονιών του ανα­γράφονται στην ακολουθία του που εκδόθηκε το 1933 που πληροφορίες αναφέρουν ότι συντάχθηκε από τον όσιο Νικηφόρο της Χίου, ενώ στη νεότερη, που συντάχθηκε από τον μοναχό Γεράσιμο Μικραγιαννανίτη, αυτά θεωρούνται άγνωστα όπως και η γενεά του.

Η Μνήμη του τιμάται στις 11 Μαίου.



Η ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΗ ΕΙΚΟΝΑ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΑΓΙΑΣΟΥ, ΛΕΣΒΟΣ.


Φυλάσσεται στο ομώνυμο Ιερό Προσκύνημα της Κοίμησης της Θεοτόκου στο κέντρο της Αγιάσου, στην Λέσβο.

Ο Ιερός Ναός της Κοίμησης της Θεοτόκου, 
στην Αγιάσο που φυλάσσεται η Θαυματουργή 
εικόνα της Παναγίας.
Στα τέλη του 8ου αιώνα, όταν και εκτυλισσόταν  η σκοτεινή και θλιβερή περίοδος των εικονομαχιών, στην Κωνσταντινούπολη ο εικονόφιλος ιερομόναχος του παρεκκλησίου των ανακτόρων 
Αγάθων ο Εφέσιος πέφτει σε δυσμένεια του Αυτοκράτορα Λέοντα Δ΄ και αυτοεξορίζεται έτσι στα Ιεροσόλυμα. 

Το 803 πληροφορείται ότι στο νησί της Λέσβου είναι εξόριστη και η εικονόφιλη αυτοκράτειρα Ειρήνη η Αθηναία, και έτσι θέλοντας να τη συναντήσει καθώς όμως και για να είναι έτσι πιο κοντά στην Κωνσταντινούπολη, πάει στη Λέσβο.

Μαζί του παίρνει μια παλιά βυζαντινή εικόνα της Παναγίας Βρεφοκρατούσας, διαστάσεων 0.56 Χ0.62 εκατοστών, έναν ασημένιο σταυρό με Τίμιο ξύλο, ένα χειρόγραφο Ευαγγέλιο του Ε΄ αιώνα, λείψανα του Αγίου Διονυσίου του Αεροπαγίτη και άλλα ιερά κειμήλια.

Άποψη του ιερού τέμπλου του ναού
Φτάνοντας στο νησί, η Ειρήνη η Αθηναία είχε πεθάνει, έτσι ακολουθώντας ρέματα χειμάρρων ανηφορίζει προς τις πηγές τους, σε δασωμένα βουνά και σταματά στους πρόποδες του όρους Όλυμπος σε ένα σημείο που η οργιάζουσα βλάστηση της ρεματιάς του προσφέρει αρκετή ασφάλεια. 

Στο μέρος αυτό, που βρίσκεται στη σημερινή συνοικία του χωριού «Καρυά», εκεί ακριβώς που υπάρχει το εκκλησάκι της Ζωοδόχου Πηγής, κρύβει τα ιερά κειμήλια και φτιάχνει τη σκήτη του.

Έρχεται σε επαφή με τους κατοίκους των κοντινών χωριών Καρήνης και Πενθίλης, αποκτά την εμπιστοσύνη και το σεβασμό τους και τους αποκαλύπτει το μυστικό του, δηλώνοντας ότι το εικόνισμα της Παναγίας το είχε ζωγραφίσει σύμφωνα με τη θρησκευτική παράδοση ο Ευαγγελιστής Λουκάς.

Άποψη του εσωτερικού του Ναού
πηγή
Αρχίζουν να πηγαίνουν στη σκήτη του πιστοί και κάποιοι μένουν κοντά του έτσι αρχές του 9ου αιώνα ιδρύεται μικρή μονή και η φήμη της συνεχώς εξαπλώνεται αφού πιστοί συρρέουν να προσκυνήσουν την εικόνα της Παναγίας.

Όταν στις 2 του Φλεβάρη 830 πέθανε ο Αγάθωνας, οι μοναχοί σύμφωνα με την θέλησή του εξακολούθησαν να διατηρούν μέσα στην κρύπτη της μονής την εικόνα της Παναγίας και τα άλλα κειμήλια εξ αιτίας του φόβου των εικονομάχων, αλλά και των πειρατών, που λυμαίνονταν τα νησιά.

Το 842 όταν επικράτησε η Ορθοδοξία και αναστηλώθηκαν οι ιερές εικόνες σε όλη την βυζαντινή αυτοκρατορία, η σκήτη του Αγάθωνα έγινε τόπος προσκυνήματος και η Παναγία έγινε γνωστή όχι μονάχα στο νησί, αλλά και σ' ολόκληρη την αντικρινή Αιολίδα, έλεγαν μάλιστα ότι δυο προσκυνήματα στην «Αγία Σιών» ισοδυναμούσαν με ένα στους Αγίους Τόπους.

Πανοραμική άποψη του Ναού
πηγή
Το 1170 οι καλόγεροι της Καρυάς έχτισαν με άδεια του τότε διοικητή Λέσβου Κωνσταντίνου Βαλέριου, Ναό της Παναγίας, στο ύψωμα που ήταν τα οστά του Αγάθωνα ο οποίος τελείωσε και εγκαινιάστηκε το 1173 ενώ γύρω από το Ναό σχηματίστηκε οικισμός που εξελίχτηκε με την πάροδο του χρόνου σε κωμόπολη.

Το 1783 είχε διαλυθεί η Μονή του Αγάθωνα, ο ναός έγινε Ενοριακός της Αγιάσου, ήταν όμως ετοιμόρροπος, έτσι το 1806 με πρωτοβουλία του τότε Μητροπολίτη Μυτιλήνης Ιερεμίου Δ΄ και των προκρίτων της Αγιάσου κατεδαφίστηκε και κτίστηκε νέος και μεγαλύτερος.

Εκείνος ο Ναός όμως τη νύχτα της 6ης του Αυγούστου του 1812, κάηκε στην μεγάλη φωτιά που αποτέφρωσε μεγάλο μέρος της Αγιάσου, ενώ από τις εικόνες του τέμπλου μόνο μία, η εικόνα του Χριστού, καταστράφηκε, όλες οι άλλες διασώθηκαν.

Το εσωτερικό του Ναού της Παναγίας σε
φωτογραφία του 1904
πηγή
Το 1815 με τις δωρεές που προσφέρουν οι Χριστιανοί της Αγιάσου, και με τους εράνους που ενεργεί ο μητροπολίτης Μυτιλήνης Καλλίνικος ανεγείρεται πάνω στα θεμέλια του παλιού νέος ναός, ο τρίτος στη σειρά, ο οποίος διασώζεται μέχρι σήμερα.

Ο ναός χτίστηκε με άδεια του Σουλτάνου Μαχμούτ του Β΄, που χορηγήθηκε ύστερα από αίτηση των κατοίκων της Αγιάσου, με τον όρο να μη γίνει μεγαλύτερος απ' τον παλιό.  

Ο ναός είναι τρίκλιτη βασιλική με τρεις κόγχες Ιερού Βήματος, τρεις Άγιες Τράπεζες (απ' τις οποίες η δεξιά είναι αφιερωμένη στον Άγιο Χαράλαμπο και η αριστερή στον Άγιο Νικόλαο), μαρμάρινο τέμπλο και μεγάλο γυναικωνίτη. Επί πολλά χρόνια ειδικοί τεχνίτες καταγίνονταν με την κατασκευή του τέμπλου, του θρόνου και του άμβωνα. Τα αφιερώματα των πιστών, οι βυζαντινές και μεταβυζαντινές εικόνες που κοσμούν το ναό, αποτελούν ένα θησαυρό αμύθητης αξίας και η εσωτερική διακόσμηση του ναού συμπληρώθηκε με νέο έρανο το 1938.

Ο βυζαντινός σταυρός ευλογίας, με τεμάχιο Τιμίου Ξύλου
 τον οποίο κατά την παράδοση έφερε μαζί του από τα
Ιεροσόλυμα ο ιερομόναχος Αγάθων.
πηγή
Μια δεύτερη πυρκαγιά, στα 1877, έκαψε σχεδόν ολόκληρο το χωριό, όχι όμως και την εκκλησία, τα σπίτια, που μέχρι τότε ήταν από τη μέση και πάνω ξύλινα και προεξείχαν στους στενούς δρόμους χτίστηκαν ξανά πέτρινα, οι δρόμοι μεγάλωσαν και το χωριό πήρε τη σημερινή μορφή του. 

Το 1971 το Προσκύνημα της Παναγίας αναγνωρίστηκε και κατά νόμο «Ιερό Προσκύνημα» και διοικείται έκτοτε από πενταμελή Επιτροπή, το 1977 έγινε η τελευταία ριζική εσωτερική ανακαίνιση του Προσκυνήματος ενώ τα λείψανα του Οσίου Αγάθωνα του Εφέσιου, σήμερα βρίσκονται και αυτά στον Ναό.

Από το 1972, στον Ναό λειτουργεί Εκκλησιαστικό Μουσείο, στο όποιο φυλάσσονται: Ο σταυρός με το Τίμιο Ξύλο πού έφερε, ο Αγαθών, δύο μεμβράνινα φύλλα Ευαγγελίου του Ε' αιώνα, ίσως αυτού πού έφερε ο Αγαθών, ιερά Ευαγγέλια, δύο λειψανοθήκες, δισκοπότηρα, ποιμαντικές ράβδοι, παλαιά κανδήλια, ιστορικά, χρυσοκέντητα άμφια, ένα επιτραχήλιο του 16ου αιώνα με 55 χρυσοκέντητες εικόνες και άλλα ιερά κειμήλια μεγάλης αξίας.
 
Ακόμη από το 1982 λειτουργεί και Λαογραφικό Μουσείο με πολύτιμα έργα λαϊκής τέχνης όπως κεντήματα, υφαντά, ενδυμασίες, παλαιά χάλκινα σκεύη, κοσμήματα, νομίσματα και αλλά αντικείμενα.

Η εικόνα αντίγραφο έχει επίχρυση επένδυση 
που ξεκλειδώνει και ανοίγει σαν παράθυρο.

Το όνομα Αγιάσος.

Σύμφωνα με την επικρατούσα σήμερα άποψη, το όνομα του χωριού προέρχεται από την επιγραφή της εικόνας της Παναγίας που έφερε ο Αγάθωνας από τα Ιεροσόλυμα, «ΜΗΤΗΡ ΘΕΟΥ ΑΓΙΑ ΣΙΩΝ». 

Οι πιστοί μάλιστα που πήγαιναν για προσκύνημα στην Παναγία, έλεγαν χαρακτηριστικά: “Πάμε στην Αγία Σιώνήπάμε στην ΑγιάΣων έτσι η αιτιατική Αγιάσον έγινε και ονομαστική Αγιάσος.

Γύρω στο 1453, όταν αλώθηκε η Κωνσταντινούπολη από τους Τούρκους, οι Χριστιανοί του ναού βλέποντας ότι η εικόνα της Παναγίας άρχισε να καταστρέφεται από το πέρασμα του χρόνου, ανέθεσαν σε έναν πολύ καλό αγιογράφο να κάνει ένα πιστό αντίγραφο της παλιάς εκείνης εικόνας έτσι ώστε να κρύψουν αλλά και να προφυλάξουν την πρωτότυπη. 

Η επιγραφή στην επένδυση της Εικόνας - αντιγράφου.

Η πρωτότυπη εικόνα της Παναγίας που έφερε ο 
Ιερομόναχος Αγάθων από τα Ιεροσόλυμα.

Η εικόνα – αντίγραφο είναι έργο εξαιρετικής Βυζαντινής τέχνης που οι ειδικοί λένε, ότι έγινε κατά τους χρόνους της αλώσεως, δηλαδή γύρω στο 1453 ενώ έχει επίχρυση καλλιτεχνική επένδυση φτιαγμένη έτσι ώστε να ξεκλειδώνει και να ανοίγει σαν παράθυρο, για να φαίνεται η εικόνα.

Το 1838 η πρωτότυπη εικόνα βρέθηκε κρυμμένη στο εσωτερικό της νεότερης εικόνας της Παναγίας, μέσα σε ξύλινο κουτί και τυλιγμένη σε ύφασμα βουτηγμένο σε κηρομαστίχα, αλλά φοβερά κατεστραμμένη. 

Η αποκατάσταση των φθορών που δημιούργησε ο χρόνος έγινε με μεγάλη επιμέλεια από το Ρώσο τεχνίτη και ειδικό συντηρητή των εικόνων του Βυζαντινού Μουσείου Αθηνών, Βασίλειο Ραχτσέβσκι. 

Η παλιά, αρχική εκείνη εικόνα τοποθετήθηκε από τότε μέσα σε μία ξύλινη θήκη με διπλό κρύσταλλο και μέσα σε μαρμάρινο προσκυνητάρι μπροστά ακριβώς από το αντίγραφο εικόνισμα της Παναγίας που βρίσκεται στο τέμπλο.

Δείτε το ενδιαφέρον βίντεο της ΕΡΤ.



Δευτέρα 21 Δεκεμβρίου 2020

Η ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΗ ΕΙΚΟΝΑ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΜΥΡΤΙΔΙΩΤΙΣΣΑΣ, ΚΥΘΗΡΑ.


Φυλάσσεται στην ομώνυμη Μονή, των Μυρτιδίων, στα Κύθηρα των οποίων αποτελεί Πολιούχος και Έφορος.

Η Μονή της Παναγίας Μυρτιδιώτισσας στα Κύθηρα
πηγή
Η εικόνα της Θεοτόκου βρέθηκε στις 24 Σεπτεμβρίου από έναν βοσκό σε μια κοιλάδα νοτιοδυτικά του νησιού γεμάτη από μυρτιές, που ονομάζεται Μυρτίδια, πιθανόν τον 13ο αιώνα ή κατά άλλους το 1160 ή τον 15ο αιώνα ενώ λόγω της τοποθεσίας, ονομάστηκε ‘‘Μυρτιδιώτισσα”. 

Η παράδοση αναφέρει ότι ένας βοσκός είδε στον ύπνο του έναν άγγελο να του υποδεικνύει ένα σημείο στην περιοχή που είχε τα πρόβατά του, μέσα σε μια μυρτιά.

Στο σημείο εκείνο υπήρχε μία εικόνα της Παναγίας, έτσι αυτός το πρωί πήγε, βρήκε την εικόνα και την πήρε στο σπίτι του στο γειτονικό χωριό Καλοκαιρινές όμως τη νύχτα η εικόνα επέστρεφε στη μυρτιά. 

Η Θαυματουργή εικόνα της Παναγίας Μυρτιδιώτισσας, των Κυθήρων
πηγή
Ο βοσκός είδε και πάλι τον άγγελο να του λέει πως η εικόνα έπρεπε να μείνει εκεί κοντά στη μυρτιά, έτσι αυτός, έκτισε ένα μικρό εκκλησάκι δίπλα στη μυρτιά και τοποθέτησε την εικόνα εκεί, 
το εκκλησάκι αυτό παραμένει έως σήμερα και ονομάζετε παλαιό Καθολικό όπου εκεί στεγάζεται η εικόνα της Παναγίας.

Ο βοσκός αφιέρωσε τον υπόλοιπο χρόνο της ζωής του στην φροντίδα του Ναού εκείνου ενώ μετά το θάνατο του, την φροντίδα του ανέλαβε ο Μοναχός Λεόντιος, που με χρηματική βοήθεια των Κυθηρίων μεγάλωσε το αρχικό εκκλησάκι και έκτισε γύρω του κελιά για τη φιλοξενία των προσκυνητών, που όμως ήτανε τόσοι που δημιούργησε την ανάγκη ενός μεγάλου Ναού. 

Το έργο αυτό ξεκίνησε ο Ιερομόναχος Αγαθάγγελος Καλλίγερος το 1841 και σε δεκαέξι χρόνια έγινε ένα υπέροχο συγκρότημα με μεγαλοπρεπή Ναό, πανύψηλο καμπαναριό και πολλά κελιά φιλοξενίας.

Λόγω των συχνών πειρατικών επιδρομών η εικόνα μεταφέρθηκε στο φρούριο της πρωτεύουσας των Κυθήρων από όπου και επανήλθε στα Μυρτίδια μεταξύ του 1824 και του 1855, ενώ το 1915 μεταφέρθηκε στην Αθήνα μαζί με άλλες θαυματουργές εικόνες (Παναγία της Τήνου, Χρυσαφίτισσα, κ.α) για τις δεήσεις που γίνονταν με σκοπό την αποκατάσταση της υγείας του Βασιλέως Κωνσταντίνου.

Στο κάτω μέρος της χρυσής επένδυσης της Εικόνας,
απεικονίζονται τρία θαύματα
Η εικόνα δεν είχε τις σημερινές διαστάσεις, ήτανε μικρότερη, πριν τοποθετηθεί σε ξύλινο πλαίσιο και δείχνει μεγαλύτερη ενώ ο
ι Κυθήριοι, την έντυσαν με μία ολόχρυση επένδυση,
φτιαγμένη από τον κρητικό καλλιτέχνη Νικόλαο Θεοφίλου Σπιθάκη, στις 12 Μαρτίου του 1837,  με την επιγραφή να αναφέρει: 
«Διά σπουδῆς καί δαπάνης CΚ CΚ + Χ Ἱερομόναχου καί ηγουμένου Καλούτζη, ποίημα Θεοφίλη Σπιθάκη ».

Το περίτεχνο Στέμμα της Παναγίας,
δώρο ενός Τούρκου.
Στο κάτω μέρος της χρυσής επένδυσης απεικονίζονται τρία θαύματα: το θαύμα της εύρεσης της εικόνας από το βοσκό, το θαύμα της θεραπείας του παραλύτου στις 24 Σεπτεμβρίου, τον 17ο αιώνα και το θαύμα της διάσωσης του φρουρίου των Κυθήρων από τους κεραυνούς στις 22 Ιανουαρίου του 1829, κατά τη διάρκεια της φύλαξης της εικόνας της Παναγίας εντός του φρουρίου για το φόβο των πειρατών που μάστιζαν τη Μεσόγειο.

Ακόμη, η Παναγία φέρει στέμμα στο οποίο υπάρχει προσαρμοσμένο ένα «Πολυτιμότατον αδαμαντοκόλλητον εν σχήματι ημισελήνου χρυσούν κόσμημα» που σύμφωνα με τον βιογράφο της Μυρτιδιώτισσας, αείμνηστο Σοφοκλή Καλούτση, το αφιέρωσε κάποιος Τούρκος πλούσιος και επιφανής, από την Κρήτη, ο οποίος βρισκόταν τότε στα Κύθηρα.

Στιγμιότυπο από την Λιτανεία της
Παναγίας Μυρτιδιώτισσας
Αναφέρει σχετικά ο Καλούτσης:
..Κάποια ημέρα ο Τούρκος, παρατήρησε μια ασυνήθιστη  συγκέντρωση κόσμου, στην πλατεία του Ναού του Εσταυρωμένου στη Χώρα, ρώτησε τι συμβαίνει και του είπαν ότι το Νησί μαστίζεται από πολύμηνη ανομβρία και για αυτό θα πραγματοποιηθεί Λιτανεία της Αγίας Εικόνας της Μυρτιδιώτισσας, η οποία είχε ήδη κατέβει από το κάστρο που φυλασσόταν τότε και βρισκότανε μέσα στον Εσταυρωμένο.

Όμως ο ουρανός ήταν καταγάλανος και δεν φαινόταν ούτε νέφος στον ορίζοντα, έτσι ο Τούρκος τους χλεύασε και είπε ότι αν μετά την Λιτανεία βρέξει, θα αφιέρωνε το χρυσό κόσμημα της ημισελήνου που είχε μαζί του, στην Εικόνα. Η Λιτανεία έγινε με κατάνυξη, οι Κυθήριοι γονυκλινείς παρακάλεσαν για την λύση της ανομβρίας και το θαύμα έγινε, μόλις η Ιερά Πομπή επέστρεψε στον Ναό, άρχισε να πέφτει ραγδαία βροχή, έτσι ο Τούρκος τήρησε την υπόσχεση του και αφιέρωσε το κόσμημα στην Παναγία.. το πότε όμως χρονικά έγινε αυτό βέβαια, δεν αναφέρεται.

Η εύρεση της εικόνας τιμάται στις 24 Σεπτεμβρίου ενώ την Κυριακή της Ορθοδοξίας γίνεται η λιτάνευση της Εικόνας από τα Μυρτίδια στη Χώρα και διαρκεί 15 ημέρες περνώντας μέσα από τα περισσότερα χωριά του νησιού ενώ πολλοί πιστοί ακολουθούν την περιφορά και τις 15 μέρες.

Η λιτάνευση αυτή είναι παλαιότατο έθιμο, αναφέρεται μάλιστα η εντολή του Επισκόπου Κυθήρων Νεοφύτου Λεβούνη (1731 - 1757), στα 1750 προς τους ιερείς του νησιού να συμμετέχουν σε λιτανείες «...της αγίας εικόνος της Θεοτόκου των Μυρτιδίων εις την νήσον...» καθώς και απόδειξη του 1841 από το βιβλίο εσόδων-εξόδων του ναού του φρουρίου από ελεημοσύνη «...εις τον γύρον της νήσου της Υπεραγίας Θεοτόκου...»



Πέμπτη 17 Δεκεμβρίου 2020

Η ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΗ ΕΙΚΟΝΑ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΔΙΑΣΩΖΟΥΣΑΣ, ΠΑΤΜΟΣ.


Φυλάσσεται στον ομώνυμο Ιερό Ναό της Παναγίας που βρίσκεται νότια και πολύ κοντά στην μονή του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, στην Πάτμο.

Ο ναός της Παναγίας Διασώζουσας
πηγή
Ο ναός είναι αφιερωμένος επίσης στον 
Άγιο Ιγνάτιο τον Θεοφόρο και στον προφήτη Ζαχαρία, η ακριβής ημερομηνία κατασκευής της δεν μας είναι γνωστή, πιθανώς  να κτίσθηκε πριν το 1500 και ανακαινίστηκε κατά το 1599 ενώ ήταν ιδιωτική έως το 1907, όταν και παραχωρήθηκε στη Μεγάλη Μονή, η οποία το 1954 την ανακήρυξε σε Μοναστηριακό Προσκύνημα και μετά το 1956 ανακαινίσθηκε σχεδόν εκ βάθρων.

Για την προέλευση της Εικόνας δεν έχει διασωθεί σήμερα καμία μαρτυρία, ωστόσο η παράδοση της Πάτμου αναφέρει ότι η Εικόνα ανήκει στις εβδομήντα Εικόνες που φιλοτέχνησε ο Ευαγγελιστής Λουκάς ενώ έχει διαστάσεις 0.82 Χ 0.65 εκατοστά και έχει υποστεί παλαιότερα, άγνωστο όμως το πότε, εγκαύματα αλλά και κάποιες επιζωγραφήσεις.

Λεπτομέρεια της Εικόνας
Είναι καλυμμένη με αργυροεπίχρυσες πλάκες, επάνω στις οποίες ο τότε χρυσοχόος αποτύπωσε σφραγίδες κάποιων νομισμάτων της εποχής του και πρόσθεσε δύο χέρια εντέχνως επεξεργασμένα, με τα οποία η Θεοτόκος βαστάζει τον Ιησού παιδί.

Το Φωτοστέφανο, που πλαισιώνει την μεγαλοπρεπή Εικόνα, έχει τέσσερις ανάγλυφες παραστάσεις, στις δύο εικονίζεται η Παναγία και στις δύο ο Άγιος Γεώργιος (ή Θεόδωρος) και ο Ευαγγελιστής Λουκάς πιθανών και πάνω προς την κορυφή του Στεφάνου η Θεοτόκος Δεομένη, ολόσωμη με υψωμένα χέρια.

Τα φωτοστέφανοι της Παναγίας και του Παιδιού Ιησού στολίζονται με έντεκα πολύτιμους λίθους, κόκκινους και πράσινους, μεγάλου μεγέθους, όμως ο ένας τους χάθηκε.

Κάτω στο πλαίσιο της Εικόνας, που είναι από ορείχαλκο, εξ αιτίας της έλλειψης ευγενούς μετάλλου, υπάρχει η χρονολογία της κατασκευής της αργυροεπίχρυσης επένδυσης: 1732.

Στο διάβα των αιώνων έχουν καταμετρηθεί άπειρα θαύματα της Παναγίας της Διασώζουσας.

Η Σύναξη της Παναγίας Διασώζουσας τιμάται στις 15 Αυγούστου ενώ την παραμονή, στις 14 Αυγούστου, τελείται η περιφορά του επιταφίου της Θεοτόκου στον οικισμό της Χώρας, που συνοδεύεται από τα Εγκώμια προς τιμήν της Υπεραγίας Θεοτόκου.