Βρίσκεται
στις υπώρειες του όρους Μερέντα στα
νοτιοανατολικά της κατοικημένης περιοχής
του Μαρκοπούλου και κοντά στο πηγάδι που βρίσκεται στον πίσω δρόμο Μαρκοπούλου
– Κουβαρά εκεί
που στην αρχαιότητα υπήρχε ο ο Αθηναικός
δήμος Μυρρινούντος και που ο χαρακτηρισμός
Παναγία Μερέντα φαίνεται να είναι
παραφθορά της αρχαίας ονομασίας αυτής.
.
Άποψη του Ναού πηγή |
Ο ναός ακολουθεί τον τύπο της μονόκλιτης βασιλικής με δίρριχτη στέγη, αλλά έχει υποστεί τόσες καταστροφές και επεμβάσεις στο πέρασμα των αιώνων, με αποτέλεσμα να μην είμαστε σίγουροι για το αρχικό σχέδιο.
Το βέβαιον είναι με βάση τις τοιχογραφίες ότι η πρώτη της οικοδομική φάση χρονολογείται στα τέλη του 13ου και η τελευταία στα τέλη του 18ου αιώνα, με δύο ενδιάμεσες φάσεις στον 15ο και 17ο αιώνα, χωρίς να είμαστε σίγουροι ότι συνέπεσαν με αντίστοιχες οικοδομικές εργασίες.
Άποψη του Ναού πηγή |
Αυτό δείχνει ότι οι ανακατασκευές έγιναν πρόχειρα, γεγονός που αποδεικνύεται και από την ποιότητα της τοιχοποιίας, για την οποία δεν έχει ληφθεί καμία ιδιαίτερη φροντίδα. Όπως και σε άλλους αντίστοιχους ναούς της περιοχής, έτσι και εδώ έχει χρησιμοποιηθεί οικοδομικό υλικό από αρχαία κτίρια. Μάλιστα βρέθηκαν εντοιχισμένα τμήματα ενεπίγραφων μαρμάρινων μελών, με χαρακτηριστικότερο δείγμα τη βάση του επιτύμβιου αγάλματος της Φρασίκλειας, το οποίο βρέθηκε στο γειτονικό αρχαϊκό νεκροταφείο.
Αρχαία μαρμάρινα μέλη στον περίβολο του Ναού |
Επομένως κάποτε η εκκλησία πήρε τη μορφή τρίκλιτης βασιλικής.
Τα στοιχεία αυτά αποτελούν μεταγενέστερη επέκταση του αρχικού ναού, τα οποία για κάποιο λόγο υπέστησαν καταστροφή και καταργήθηκαν. Έτσι χτίστηκαν τα ανοίγματα στους τοίχους, μέσω των οποίων επικοινωνούσε ο κυρίως ναός με τα παρεκκλήσια, με αποτέλεσμα να πάρει τη μορφή που έχει σήμερα. Στη θέση των παρεκκλησίων υπάρχουν σήμερα παλαιοί τάφοι, ίσως κτητορικοί. Επίσης υπάρχει η άποψη ότι ολόκληρο το οικοδόμημα είναι κτισμένο πάνω σε αρχαίο ναό. Κάτι τέτοιο όμως μόνο η συστηματική ανασκαφική έρευνα μπορεί να αποδείξει.
Σε
ότι αφορά την αψίδα του ιερού, αυτή
είναι πεντάπλευρη και χωρίς καμία
συμμετρία.
Το ιερό χωρίζεται από τον κυρίως ναό με τέμπλο, αποτελούμενο από δύο μαρμάρινα θωράκια, που φέρουν ανάγλυφους σταυρούς και είναι παρμένα από άλλον παλαιοχριστιανικό ναό και δημιουργείται μία Ωραία Πύλη από τεμάχια αρχαίων κιονίσκων σε δεύτερη χρήση.
Η
Αγία Τράπεζα είναι εντοιχισμένη στην
αψίδα και η άνω επιφάνειά της αποτελείται
από αρχαία μαρμάρινη πλάκα. Η είσοδος
του ναού φαίνεται ότι είναι μικρότερη
από το αρχικό της σχέδιο, καθώς είναι
ευκρινές στην τοιχοδομία του δυτικού
τοίχου το περίγραμμα της πρώτης, η οποία
είχε μεγαλύτερο άνοιγμα και τοξωτό το
άνω μέρος της.
Σε αντίθεση με την προχειρότητα της κατασκευής και της τοιχοδομίας, εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι τοιχογραφίες του ναού, οι οποίες παρατίθενται ανά τρεις ζώνες σε κάθε μακρά πλευρά, ενώ στην οροφή υπάρχουν σχέδια επάλληλων κύκλων και σταυρών και εκείνες που χρονολογούνται στον 13ο αιώνα περιβάλλονται από λευκές και κόκκινες ταινίες.
Πρόκειται για τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου, τη Γέννηση του Χριστού, την Υπαπαντή, τη Βάπτιση, τους Τεσσαράκοντα Μάρτυρες, τους Αγίους Θεόδωρο τον Τήρωνα και Γεώργιο τον Διασορίτη, ο οποίος μάλιστα φέρει φράγκικη τριγωνική ασπίδα, στον νότιο τοίχο, τη Μεταμόρφωση, τη Βαϊοφόρο, τον Επιτάφιο θρήνο στον βόρειο τοίχο, τη Σταύρωση πάνω από την είσοδο του ναού, και άλλες. Στη συνέχεια διακρίνονται ίχνη τοιχογραφιών του 15ου και του 17ου αιώνα σε διάφορα σημεία του ναού, κυρίως σε γωνίες, αλλά και στο θριαμβευτικό τόξο, οι οποίες όμως έχουν επικαλυφθεί από νεώτερες.
Το ιερό χωρίζεται από τον κυρίως ναό με τέμπλο, αποτελούμενο από δύο μαρμάρινα θωράκια, που φέρουν ανάγλυφους σταυρούς και είναι παρμένα από άλλον παλαιοχριστιανικό ναό και δημιουργείται μία Ωραία Πύλη από τεμάχια αρχαίων κιονίσκων σε δεύτερη χρήση.
Άποψη του μαρμάρινου τέμπλου του Ναού πηγή |
Σε αντίθεση με την προχειρότητα της κατασκευής και της τοιχοδομίας, εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι τοιχογραφίες του ναού, οι οποίες παρατίθενται ανά τρεις ζώνες σε κάθε μακρά πλευρά, ενώ στην οροφή υπάρχουν σχέδια επάλληλων κύκλων και σταυρών και εκείνες που χρονολογούνται στον 13ο αιώνα περιβάλλονται από λευκές και κόκκινες ταινίες.
Πρόκειται για τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου, τη Γέννηση του Χριστού, την Υπαπαντή, τη Βάπτιση, τους Τεσσαράκοντα Μάρτυρες, τους Αγίους Θεόδωρο τον Τήρωνα και Γεώργιο τον Διασορίτη, ο οποίος μάλιστα φέρει φράγκικη τριγωνική ασπίδα, στον νότιο τοίχο, τη Μεταμόρφωση, τη Βαϊοφόρο, τον Επιτάφιο θρήνο στον βόρειο τοίχο, τη Σταύρωση πάνω από την είσοδο του ναού, και άλλες. Στη συνέχεια διακρίνονται ίχνη τοιχογραφιών του 15ου και του 17ου αιώνα σε διάφορα σημεία του ναού, κυρίως σε γωνίες, αλλά και στο θριαμβευτικό τόξο, οι οποίες όμως έχουν επικαλυφθεί από νεώτερες.
Πλάκες στην είσοδο με ακιδογραφήματα πηγή |
Του ιδίου έργα μεταξύ άλλων είναι η Πλατυτέρα στην κόγχη του ιερού, τα Εισόδια της Θεοτόκου στον νότιο τοίχο, η Κοίμηση της Θεοτόκου στον βόρειο τοίχο. Ομοιότητες θεματικές και τεχνοτροπικές είναι δυνατόν να παρατηρηθούν και σε άλλα εξωκλήσια της ευρύτερης περιοχής της Μεσογαίας, γεγονός που πιστοποιεί την ακτίνα δράσης του συγκεκριμένου ζωγράφου και των μαθητών του. Το 1963 τέσσερις τοιχογραφίες αποτοιχίσθηκαν από τον μικρό ναό της Παναγίας στη Μερέντα Αττικής και μεταφέρθηκαν στο Βυζαντινό Μουσείο Αθηνών.
Η Κόρη Φρασίκλεια πηγή |
Μεταξύ των μελών που είχαν εντοιχισθεί στο ναό ήταν και η πλίνθος του αρχαϊκού αγάλματος της Κόρης με το όνομα Φρασίκλεια που βρέθηκε στον αύλειο χώρο του ναού και που σήμερα εκτίθεται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο.
Ο Γάλλος Μισέλ Φουρμόν που περιηγήθηκε την Ελλάδα στα έτη 1729/30 αναφέρει μια επίγραφη μαρμάρινη βάση που ήταν εντοιχισμένη στην εκκλησία της Παναγίας στη Μερέντα. Η επιφάνεια της βάσης είχε φθαρεί από την λάξευση προκειμένου το μάρμαρο να γίνει οικοδομικό υλικό, αλλά ο Φουρμόν μπόρεσε να διαβάσει και να καταγράψει το κείμενο της επιγραφής, το οποίο και δημοσίευσε.
Το 1968 η βάση αποσπάστηκε από τον τοίχο της εκκλησίας και μεταφέρθηκε στο Επιγραφικό μουσείο ενώ τέσσερα χρόνια αργότερα και διακόσια μέτρα πιο κάτω, στην νεκρόπολη της Μυρινούντος, ανακαλύφθηκαν από τον αρχαιολόγο Μαστροκώστα δύο αγάλματα, ένας Κούρος (Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, αρ. 4890) και μια Κόρη.
Η βάση του αγάλματος της Φρασίκλειας. πηγή |
Η είσοδος στο ναό με αρχαία μέλη και το τραπεζάκι - βάθρο με την επιγραφή. πηγή |
Η
Φρασίκλεια και ο Κούρος όπως βρέθηκαν
σε σκάμμα στη
νεκρόπολη του Μυρρινούντος.
πηγή |
Η κόρη είναι από Μάρμαρο Πάρου, έργο του Παριανού γλύπτη Αριστίωνα (540 π.Χ.), έχει συνολικό ύψος 2.115 μαζί με την βάση και την πλίνθο, ενώ είναι τοποθετημένη επάνω σε θεμέλιο ύψους 26 εκατοστών.
Το ανάστημα της κόρης χωρίς τη βάση είναι 1.79 μέτρα που αντιστοιχεί με αυτό γυναίκας μέτριας έως ψηλής κορμοστασιάς. Σύμφωνα νε την επιγραφή, επειδή η Φρασίκλεια απεβίωσε σε νεαρή ηλικία ως ανύπαντρη υπηρέτρια του θεού, θεωρείται ως κορασίδα εις άπαντες τους αιώνες.
Φοράει ποδήρη χιτώνα που είναι διακοσμημένος με ρόδακες, αστέρες και σβάστικες, και με μια κατακόρυφη ταινία με μαιάνδρους στο κέντρο και μπορντούρα με έγχρωμα φύλλα στο κάτω άκρο. Στη μέση φοράει ζώνη, επίσης διακοσμημένη.
Λεπτομέρεια της Φρασίκλειας |
Με το δεξί χέρι πιάνει τον χιτώνα στο ύψος του μηρού, ενώ στο αριστερό χέρι κρατάει μπροστά στο στήθος ένα κλειστό μπουμπούκι λωτού.
Η κόμη είναι στεφανωμένη με υψηλό στέμμα από λουλούδια και λωτούς. Στο λαιμό φοράει περιδέραιο, στα αυτιά σκουλαρίκια και στους καρπούς αμφότερων των χεριών από ένα βραχιόλι. Η μακρυά και περιποιημένη κόμη είναι χτενισμένη και καταλήγει με πολλούς κυματιστούς βοστρύχους στους ώμους, στο στήθος και στη πλάτη. Από τα χρωστικά υπολείμματα που σώζονται στην επιφάνεια του μαρμάρου υποθέτουμε την άλλοτε πολύχρωμη εμφάνιση, η οποία στις ημέρες μας επανειλημμένα γίνεται διεθνώς αντικείμενο έρευνας και μελέτης, καθώς και θέμα αρχαιολογικών εκθέσεων. Σήμερα η κόρη εκτίθεται στην αίθουσα 11 του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου με αριθμό καταλόγου 4889.
Ο
Ναός της Παναγίας Μερέντας έχει κηρυχθεί
ιστορικό διατηρητέο μνημείο με την
απόφαση ΒΔ9-7-1923,ΦΕΚ 194/Α/17-7-1923 και
εορτάζει στις 23 Αυγούστου αλλά και στις
21 Νοεμβρίου.