Παρασκευή 5 Ιουλίου 2019

Ιερά Μονή Αγίας Παρασκευής Δομαβιστίου, Νάματα Κοζάνης.

πηγή


Βρίσκεται στους πρόποδες του όρους Σινιάτσικο σε υψόμετρο 950 μέτρων, τρία χιλιόμετρα ανατολικά του δρόμου Εράτυρας – Σισάνι και τέσσερα χιλιόμετρα νότια των Ναμάτων στα όρια με τον Πελεκάνο.




Το Καθολικό της Μονής
πηγή
Οι τοιχογραφίες της Μονής που σώζονται σήμερα είναι περίτεχνα αριστουργήματα αγιογράφων από το Λιανοτόπι του Γράμμου.

Χρονολογούνται στις αρχές του 1600 καθώς επίσης την ίδια εποχή είναι φιλοτεχνημένο και το ξυλόγλυπτο, επιχρυσωμένο τέμπλο, έργο Ηπειρωτών  μαστόρων, παρόμοιο με εκείνο της Αγίας Παρασκευής Σιάτιστας. 

Η μονή είναι γνωστή και ως Αγία Παρασκευή από το Ντομαβίστι, λέξη Σλάβικη, που ήτανε χωριό ένα χιλιόμετρο νότια του μοναστηριού και η ονομασία αυτή (από το Ντομαβίστι) δεν πρέπει να ταυτίζεται με το χωριό Ντομαβίστι, αφού το χωριό είχε δική του εκκλησία, τους Αγίους Ταξιάρχες που σώζεται μέχρι σήμερα. 

Η φρουριακή τύπου είσοδος του μοναστηριού.
πηγή
Υπάρχει όμως η εκδοχή να ήταν από το πρώτο Ντομαβίστι που σήμερα λέγεται Παλιοχώρι, που ήταν πάνω από το Γκλιανοβίκο, και από αυτό δημιουργήθηκε το νέο Ντομαβίστι και μάλιστα στα χρόνια της τουρκοκρατίας γύρω στα 1500, όταν καταστράφηκε η Σισανούπολη. Το μοναστήρι της Αγίας Παρασκευής ιδρύθηκε πολύ πιο μπροστά και είναι αδιάψευστος μάρτυρας ένας μεγάλος καρόδρομος που ενώνει το Παλιοχώρι με το μοναστήρι, όπου τα ίχνη του διακρίνονται καθαρά μέχρι σήμερα.

Από τον καιρό που διαλύθηκε το Παλιοχώρι και μεταφέρθηκε στο νέο Ντομαβίστι, οι μπέηδες αυτού του χωριού το έκαναν και αυτό κτήμα τους, γιατί η ιστορία του χάνεται μέσα στα χρόνια της τουρκοκρατίας και εμφανίζεται και πάλι στον 18ο αιώνα με χριστιανική διοίκηση με ηγουμένους και καλόγερους, αλλά και πάλι κατά τα τέλη του 19ου αιώνα ο τελευταίος μπέης του Ντομαβιστίου το ξανακάνει τσιφλίκι του με τη δύναμη του οθωμανικού δυνάστη.


Άποψη της Μονής
πηγή
Στον κατάλογο των χωριών, αυτό είναι δικαιοδοσία του Μητροπολίτη Σισανίου και Σιατίστης, ο οποίος το έχει καταχωρίσει στον κώδικα της Μητροπόλεως του 1797. 

Ο Μητροπολίτης Νεόφυτος το αναφέρει «χωρίον Ντομαβίστι και μοναστήρι Αγίας Παρασκευής» και ο Άνθιμος Σεβαστείας στην πραγματεία του για τις μονές της επαρχίας Σισανίου την αναφέρει «Ιερά Μονή της Αγίας Παρασκευής κατά το Ντομαβίστι».

Το μοναστήρι αυτό είναι το αρχαιότερο της Μητρόπολης Σισανίου και Σιατίστης σύμφωνα με τον Διόδωρο που στο 106/31-5-1940 έγγραφό του προς τον Ο.Δ.Ε.Π αναφέρει:
«η Μονή Φλαμουριάς- μετονομασία του Ντομαβιστίου – είναι ίσως η αρχαιοτέρα των μονών της Δυτικής Μακεδονίας, αλλά δεν μπορούμε με ακρίβεια να γνωρίζουμε ποιον αιώνα έχει ιδρυθεί. Υπάρχουν μαρτυρίες για τον 8ο αιώνα».


Άποψη του Καθολικού της Μονής
πηγή
Μετά την ίδρυσή του, χάνονται τα ίχνη του και μέχρι το 1750 περίπου μπορεί να το εκμεταλλεύονταν οι μπέηδες του Ντομαβιστίου ενώ μετά το 1880 μια παράδοση αναφέρει «το μοναστήρι εληστεύθη και απεγυμνώθη τρεις φορές υπέρ των εξήντα χιλιάδων γροσίων του τότε καιρού. Εκτός ασημικών και άλλων πολύτιμων πραγμάτων, εις την τελευταίαν ληστείαν εφόνευσαν και τον δούλον του, εις το μαγειρίον και άλλον εις το δωμάτιο του κακοποιήσαντες απεβίωσε αργότερα».

Πιθανόν ο Μπέης του Ντομαβιστίου να το ξανάκανε τσιφλίκι του, όμως το 1874 το μοναστήρι με όλη του την περιουσία, εκτός από τις κτιριακές του εγκαταστάσεις και λίγα κτήματα, έγινε κτήμα του Μπέη μέχρι την απελευθέρωση της Μακεδονίας και Ηπείρου το 1912. 

Τότε, με δικαστική απόφαση και χωρίς να εμφανιστούν οι Μπέηδες του Ντομαβιστίου στο δικαστήριο, το μοναστήρι απέκτησε ξανά την εδαφική του περιουσία και διοικήθηκε από ηγουμένους και καλόγερους μέχρι το 1927 που με νόμο του κράτους απαλλοτριώθηκε από ακτήμονες κτηνοτρόφους και γεωργούς των τριών κοινοτήτων Νάματα, Πελεκάνου και Σισάνι. 

Άποψη της Μονής
πηγή
Όσο για το χωριό Ντομαβίστι, το οποίο κατοικούσαν λίγοι Έλληνες χριστιανοί που ήταν οι κολίγοι του Μπέη, με την αποχώρηση των Τούρκων το 1913, εγκατέλειψαν και αυτοί το χωριό τους και διασκορπίστηκαν στα γύρω χωριά προπαντός στον Πελεκάνο, στην Εράτυρα και στο Σισάνι, και ένας δύο στην Βλάστη.

Η λαϊκή παράδοση για την Αγία Παρασκευή λέει τα εξής: «Εις το χωριό Αγία Παρασκευή της Κοζάνης εμόνασε στο εκεί ασκηταριό γυναίκα ονόματι Παρασκευή και αναδειχθείσα αγία εις την συνείδηση του λαού, αλλά διώχτηκε από εχθρούς της πίστεως κατάφυγε στο Ντομαβίστι του Βοΐου, εκεί συνάντησε τον Άγιο Παντελεήμονα και την Αγία Σωτήρα, εμόνασαν εν συνεχεία εις το εκεί ασκηταριό που υπάρχει και σήμερα βόρεια του ναού. Μετά σαράντα ημέρες άνοιξαν στην επάνω επιφάνεια του ασκηταριού έξοδο και βγήκαν έξω εκεί αποχαιρετίστηκαν και χώρισαν. Ο Άγιος Παντελεήμονας κατευθύνθηκε στο Μουρίκι της Βλάστης και ίδρυσε ομώνυμο ναό. Η Αγία Σωτήρα πήγε πάνω και βορειοανατολικά από το χωριό Δρυόβουνο Βοΐου και έκτισε τη μονή της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος και τέλος η Αγία Παρασκευή έμεινε παραπλεύρως του ασκηταριού και έκτισε την ταυτόνομη μονή»

Η είσοδος του Καθολικού της Μονής
πηγή
Πέρα από τη λαϊκή παράδοση, η γραπτή ιστορία μας πηγαίνει εννιακόσια περίπου χρόνια πίσω.

Το μοναστήρι, σύμφωνα με επιγραφή εικόνας σε πανί, ιδρύθηκε το 1362 και ίσως και από πολύ παλιότερα ενώ δεν αποκλείεται ο σημερινός ναός να κτίστηκε στη θέση παλιότερου καθολικού, άλλωστε υπάρχει το «εκαινούργησε» που σημειώνεται στην τοιχογραφία της Αγίας Παρασκευής στο υπέρθυρο της εισόδου, από το νάρθηκα προς τον κύριο ναό. 

Το 1761 που επίσης αναφέρεται, μπορεί να σημαίνει επισκευή, μπορεί όμως να σημαίνει και ξαναχτίσιμο του καθολικού πράγμα πιθανότερο.

Όπως φαίνεται από τα τυπολογικά δεδομένα του ναού, ο ναός σχετικά μικρός σε όγκο εξωτερικά φαίνεται ένα απλό οικοδόμημα με διαστάσεις 12,45 x 6,4 μέτρα και έχει σχήμα παραλληλόγραμμο ενώ εσωτερικά παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον καθώς οι θολωτές κατασκευές και το σχήμα του σταυρού στην κάτοψη, μας θυμίζει βυζαντινό πρότυπο.


Η Τοιχογραφία της αγίας Παρασκευής
πηγή
Το πιθανότερο ενδεχόμενο είναι το μοναστήρι να κτίστηκε από τους κατοίκους του Παλιοχωρίου (πρώτο Ντομαβίστι), το οποίο αναφέρουμε περί του Ντομαβιστίου που ήταν στη θέση Γκλιανοβίκου δεξιά του δρόμου Εράτυρας - Σισανίου όπου θεμέλια σώζονται μέχρι σήμερα.

Έχουμε και μία άλλη μαρτυρία, που μέχρι σήμερα σε όλα τα επίσημα στοιχεία, η εκκλησία αναφέρεται πάντα με τον τίτλο
«η Αγία Παρασκευή από το Ντομαβίστι». Όλα αυτά μας πείθουν πως σίγουρα η εκκλησία αυτή κτίστηκε από τους κατοίκους του Παλιοχωρίου.

Εκτός από την επιγραφή που σώζεται και που μιλά για ανακαίνιση κατά το 1761 - 1769 και κάποιες γραπτές μαρτυρίες που αλλάζουν χρονολογικά το μοναστήρι στο 14ο αιώνα, οι παραδόσεις για τον 8ο και 9ο αιώνα είναι ατεκμηρίωτες ενώ τρεις γραπτές μαρτυρίες ανάγουν χρονολογικά την ίδρυση του μοναστηριού, κατά τον 14ο αιώνα οι δύο και τον 12ο η τρίτη. 


Άποψη του τέμπλου του ναού (17ος αιώνας)
πηγή
Η πρώτη είναι του Άνθιμου Σεβαστείας, που αναφέρει για μια εικόνα της Αγίας Παρασκευής πάνω σε λευκό πανί με την εξής επιγραφή, αυτούσια στην ορθογραφία και τους στίχους:

«ΤΗΝ ΠΑΡΟΝ ΕΙΚΟΝΑ ΤΗ ΣΤΕΛΝΩ ΕΓΩ
Ο ΜΙΛΙΟΣ ΤΟΥ ΜΙΧΟΥ ΣΤΟ ΤΟΜΑΒΙΣΤΙ 
ΕΙΣ ΤΟ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΟΝ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ 
ΚΑΙ ΕΣΤΩ ΕΙΣ ΜΝΗΜΟΣΥΝΟΝ ΤΟΥ ΜΙΧΑΛΗ 
Το εσωτερικό του πρόναου της Αγίας Παρασκευής 
(Έπονται πέντε δυσανάγνωστα ονόματα) 
Έτος 1362 Αυγούστου 21 
Γεώργιος Αθανάσιος Τάσο Στάνο και των γονέων 
Τα ανακαίνισα ο Δωρόθεος 1775 Σισάνι».

Η εικόνα αυτή δεν σώζεται σήμερα, αλλά δεν υπήρχε ούτε το 1940, γιατί ο Καλλινδέρης παρατηρητικός ερευνητής θα την κατέγραφε, όπως αντέγραψε την επιγραφή και αρκετές ενθυμήσεις από τα λειτουργικά βιβλία.

Τα βημόθυρα του τέμπλου του ναού (17ος αιώνας).
πηγή
Από την επιγραφή της εικόνας φαίνεται ότι το 1362 ήδη το μοναστήρι ήταν δεδομένο, αφού η εικόνα στέλνεται εις το μοναστήρι της Αγίας Παρασκευής. Τα όσα σημειώνονται στη συνέχεια πάνω στην εικόνα, ο Άνθιμος τα παραθέτει με μικρά στοιχεία, όπως φαίνεται τα είδε, είναι μεταγενέστερα και αναφέρονται σε ανακαίνιση του μοναστηριού το 1775 από κάποιον Δωρόθεο. Όλα τα παρατιθέμενα ονόματα είναι άγνωστα.

Άλλη γραπτή μαρτυρία είναι μια άγνωστη και αδημοσίευτη μέχρι σήμερα που βρέθηκε σε μία ενθύμηση μηναίου Ιανουαρίου τυπωμένο στη Βενετία το α.χ.κ.θ. 1629 παρά Αντωνίου γραμμένη και στα δυο χοντρά εξώφυλλα εσωτερικά, η οποία αναγράφει:
«Ιερά Μονή της Αγίας Παρασκευής Δομαβιστίου. Εκτίστηκε του Έτους α.τ.κ.θ. επί την ηγουμονία Μιχαήλ Ιερομόναχου».

Σύμφωνα μe αυτήν την ενθύμηση, το μοναστήρι ιδρύθηκε το 1329, δηλαδή 33 χρόνια νωρίτερα από τη αφιέρωση της εικόνας του 1362, έτσι οι δύο αυτές μαρτυρίες τοποθετούν την ίδρυση στις αρχές του 14ου αιώνα.

Μια τρίτη γραπτή μαρτυρία βρέθηκε σε μια ανέκδοτη επιστολή με ημερομηνία 26 Οκτωβρίου 1914, που στέλνει ο ηγούμενος Στέφανος Ρεμούδος στο δασάρχη Κοζάνης με θέμα το δάσος του μοναστηριού για το οποίο υπήρχαν αμφισβητήσεις. Στην επιστολή ο ηγούμενος δίνει την πληροφορία ότι η μονή είναι βυζαντινή αριθμούσα βίον 728 ετών, με κτήματα και δάση, άρα με βάση αυτή τη μαρτυρία το μοναστήρι ιδρύθηκε το 1194.


Ο Σταυρός του τέμπλου του ναού (17ος αιώνας).
πηγή
Αν και οι απόψεις αυτές δεν συμφωνούν με ακρίβεια μπορούν να οδηγήσουν στο συμπέρασμα ότι το μοναστήρι είναι αρχαιότατο, το μόνο βυζαντινό, όπως γράφει και ο Ν. Παπαδάκης, όταν τονίζει ότι «στη μονή Σισανίου η εκκλησία είναι μόλις Τουρκικών χρόνων νεωτέρα της μονής Βυζαντινιαζούσης των σωζομένων εδώ Αγίας Παρασκευής της Δομαβίστης».

Έτσι επιβεβαιώνεται η γνώμη του Μητροπολίτη Σισανίου και Σιατίστης Πολυκάρπου, ο οποίος γράφει ότι εκ διαφόρων επιγραφών και άλλων πληροφοριών και τεκμηρίων δυνάμεθα να κατατάξουμε ταύτην την Ιεράν Μονήν μεταξύ των Ιερών Μονών του 13ου αιώνα.

Το μισό του εσωτερικού ναού καλύπτεται από τοιχογραφίες βυζαντινής τεχνοτροπίας αγνώστου αγιογράφου, πιθανόν όμως να φιλοτεχνήθηκαν από κάποιο Νικόλαο από την «Κώμη Λιανοτόπιον» στον οποίο οφείλονται και οι τοιχογραφίες του Κύριου Ναού της Μονής Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Δρυοβουνίου.


Η Πλατυτέρα στην κόγχη του Ιερού.
πηγή
Η παράδοση λέει ότι αυτός, μετά το πέρας της εκεί εργασίας του, πήγε στη Μονή της Αγίας Παρασκευής όπου δεν τελείωσε το έργο του λόγω θανάτου, διότι πράγματι η αγιογράφηση είναι ημιτελής.  

Το άλλο μισό συμπληρώθηκε με τοιχογραφίες το 1761 - 1769 σύμφωνα με την υπάρχουσα επιγραφή, είναι λαϊκής τεχνοτροπίας και το μεγαλύτερο μέρος τους καλύφθηκε με υδρόχρωμα.

Στο υπέρθυρο της εισόδου από το νάρθηκα προς τον κύριο ναό υπάρχει τοιχογραφία της Αγίας Παρασκευής όπου και σήμερα διαβάζεται καθαρά η εξής μεγαλογράμματη εκτός της τελευταίας σειράς επιγραφή: «1760 Ιανουαρίου 8 και θεού βοηθούντος και ευχή της Αγίας Παρασκευής ήλθεν ο Μωυσής Ιερομόναχος και εκαινούργησεν το παλαιόθεν ερημωμένο μοναστήριον. Η πατρίδα του επαρχία εκ Βελιγράδι και εζωγράφιζεν και την παρούσαν εικόνα αρχιερατούντος του πανιερώτατου δεσπότου Νικηφόρου Σισανίου ετελειώθη 1769 Νοεμβρίου 25».


Ο Χριστός Παντοκράτορας, στον τρούλο του ναού.
πηγή
Στην επιγραφή αναφέρεται ότι είχε μεσολαβήσει η  ερήμωση της μονής και ότι το 1761 - 1769 κάποιος ιερομόναχος Μωυσής από το Βελιγράδι, ανακαίνισε τη μονή και ζωγράφισε την εικόνα της Αγίας Παρασκευής επί αρχιερατείας Σισανίου Νικηφόρου 1746 - 1769.

Σε φορητή εικόνα του Αγίου Κυπριανού με χρονολογία 1812 αναγράφονται τα εξής: «1812 δέησις του δούλου του θεού Κυπριανού Ιερομόναχου και ηγούμενου της Αγίας Παρασκευής εκ της επαρχίας Αγίου Σισανίων του εκ της Λευκωσίας της Κύπρου εξ ενορίας φανερωμένης υπήρχε δε γνήσιος υιός του τε Ιωάννου και της Δέσπους, εζωγραφίσθη παρά Γεωργίου Μανουήλ εκ Σελίτζης».

Στο επάργυρο τμήμα της εικόνας της Αγίας Παρασκευής στο τέμπλο με κεφαλαία γράμματα διαβάζουμε τα εξής: 
«ΕΚΑΛΟΠΗΣΘΕΙ Η ΠΑΡΟΥΣΑ ΗΚΩΝ ΔΙΕΞΟΔΟΝ ΤΟΥ ΠΑΝΟΣΙΩΤΑΤΟΥ ΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ ΕΚ ΤΗΣ ΝΗΣΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ ΕΝΟΡΙΑ ΦΑΝΕΡΩΜΕΝΗ ΠΡΟΣ ΜΝΗΜΟΝΕΥΣΗΝ ΤΩΝ ΓΟΝΕΩΝ ΤΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ Η Ωραία πύλη και το τέμπλο της Αγίας Παρασκευής ΚΑΙ ΔΕΣΠΟΥΣ ΤΟΥ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΟΥ» ΕΝ ΕΣΤΙ 1837 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 5.

Τοιχογραφία στο Καθολικό.
πηγή
To 1871 την ηγουμενία αναλαμβάνει ο αρχιμανδρίτης Διομήδης κ. Τσάτσου από τον Πελεκάνο και επί της ηγουμενίας του, το μοναστήρι, όπως γράφει ο ίδιος στην ενθύμησή του της 20 Ιουλίου 1887 έκανε δίκες στο Λειψίστι (Νεάπολη), Βιτώλια (Μοναστήρι), Κωνσταντινούπολη και Θεσσαλονίκη. 

Κάποια ανέκδοτα κείμενα από τα σωζόμενα στο ιστορικό αρχείο της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Θεσσαλονίκης, πρακτικά και επιστολές, παρέχουν στοιχεία για την ερήμωση, την διαρπαγή της περιουσίας και τη δεινή οικονομική κατάσταση στην οποία περιήλθε το μοναστήρι στα τέλη του 19ου αιώνα και στις αρχές του αιώνος μας οπότε και διαλύθηκε.

Μία αναφορά μεταγενέστερης χρονολογίας της 25ης Οκτωβρίου 1914, την οποία στέλνει ο ηγούμενος Στέφανος Ρεμούδης στο δασάρχη Κοζάνης κάνει λόγο για τον 
Σεμσή Βέη από τη Λειψίστα (Νεάπολη) που αγόρασε το 1874 από το μοναστήρι 1500 στρέμματα γης. 

Ο Χριστός ως ο Μεγάλης Βουλής Άγγελος.
πηγή
Το μοναστήρι μέχρι το 1909 ήταν κλεισμένο στους 4 τοίχους του όπως γράφει ο ηγούμενος Στέφανος στην αναφορά του προς τον Δασάρχη Κοζάνης με ημερομηνία 26 Οκτωβρίου 1914. 

Η αναφορά αυτή μας δίνει σημαντικές πληροφορίες «ότι αριθμούσε βίον 720 ετών, η Μονή Δομαβιστίου παρουσιάζει την τυπική αρπαγή της περιουσίας από τον Μπέη και τους γιους του», αλλά σύμφωνα με την αναφορά, μετά την ανακήρυξη του Συντάγματος του 1909 η οθωμανική κυβέρνηση ήρξατο ζητούσα τίτλους νόμιμου κατοχής ηναγκάσθη ο Οθωμανός αυτός καθ’ ο στερούμενος εγγράφων να προβεί εις την ενοικίασιν ολόκληρον της περιφέρειας Δομαβιστίου αριθμούσης 50,000 στρεμμάτων εις τους εκ του χωριού Μπλάτση αδελφούς Κυριαζή, οίτινες μέχρι σήμερον εξακολουθούν νεμόμενοι κτήματα και δάση μη ανήκοντα εις τον ενοικιάζοντα αυτοίς οθωμανό.

Μετά την απελευθέρωση του 1912 - 1913 το μοναστήρι με ενέργειες του Μητροπολίτη Σισανίου και Σιατίστης Ιερόθεου Ανθουλίδη (1909 - 1920) νοίκιασε τα κτήματα που του ανήκαν, έγιναν δικαστικοί αγώνες και αποδόθηκαν στην κυριαρχική μονή, για αυτό ο ηγούμενος παρακαλεί το Δασάρχη, επειδή το προμνησθέν δάσος ανήκε αποκλειστικώς την Ιερά Μονή δεν τακτοποιήθηκε δικαστικώς για να αποδοθεί κι αυτό στη μονή, να μην εκδώσει άδεια ανθρακοποιίας στους αδελφούς Κυριαζή. 

Ο Χριστός στον τύπο του Εμμανουήλ
πηγή
Κατόπιν εγκωμιάζεται ο ηγούμενος Μακάριος Αναλυτής που διαδέχτηκε το Στέφανο Ρεμούνδο στα 1915 και που εκφράζει δυσαρέσκεια για το ερημωθέν υπό τον Μπέη, χωριουδάκι Δομαβιστίου του οποίου τα κατάκλειστα σπιτάκια του υπενθυμίζουν ότι ζούσαν εκεί άλλοτε Έλληνες χριστιανοί ανηλεώς και απανθρώπως εκδιωχθέντες υπό του τυράννου τσιφλικούχου Μπέη.

Ο Μακάριος χρημάτισε αργότερα ηγούμενος και άλλων μοναστηριών της επαρχίας Σισανίου και όταν μετά το 1930 συγχωνεύθηκαν όλα τα μοναστήρια της Μητρόπολης κι έγιναν μετόχια μιας και μόνης μονής της επαρχίας Σισανίου και Σιατίστης, της Μονής Κοιμήσεως της Θεοτόκου Μικροκάστρου, ο ίδιος ο ηγούμενος επόπτευε και όλα τα μετόχια.

Σε κατάλογο της κινητής περιουσίας του μοναστηριού που υπογράφει στις 22 Οκτωβρίου 1915, ο Μακάριος, φαίνονται 130 αιγοπρόβατα, 15 αγελάδες, 7 βόδια, 8 μόσχοι, 3 άλογα, 2 όνοι, 7 μελίσσια και το όλο ετήσιο καθαρό εισόδημα ανέρχεται σε 4.500 δραχμές, 
δηλαδή είναι φτωχό και μόλις που καλύπτει τα έξοδά του ενώ είναι γεγονός ότι ο Μακάριος προσπάθησε να αυξήσει τα έσοδα αξιοποιώντας την κτηματική περιουσία.

Τοιχογραφίες στο Καθολικό.
πηγή
Το 1921 - 1922 γίνονται κτιριακές ανακαινίσεις που 22 χρόνια αργότερα καταστράφηκαν δια εμπρησμού από τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής την 25η Νοεμβρίου του 1943 ενώ το 1927 την ηγουμενία αναλαμβάνει ο αρχιμανδρίτης Αγαθάγγελος Συρμακέσης σύμφωνα με το πρωτόκολλο παράδοσης και παραλαβής της περιουσίας των Ιερών Μονών Αγίας Παρασκευής Δομαβιστίου και Παναγίας Σισανίου, με ημερομηνία 12 Απριλίου του 1927. 

Ο μέχρι τότε ηγούμενος Μακάριος παρέλαβε την ηγουμενία του μοναστηριού Μικροκάστρου, έγινε δηλαδή αμοιβαία μετάθεση των ηγουμένων των μοναστηριών Δομαβιστίου Μακαρίου και του Μικροκάστρου Αγαθαγγέλου, μετάθεση η οποία σχολιάστηκε τότε στον τύπο.

Τα Εισόδια της Θεοτόκου
πηγή
Στο ενεργητικό του Μητροπολίτη Ιερόθεου και του ηγουμένου Μακαρίου έχει εγγραφεί και η προσπάθεια ανάκτησης του μοναστηριού το οποίο είχε αρπάξει ο Μπέης. 

Από τα παλιότερα χρόνια, όπως φαίνεται σε δελτίο καταγραφής, η μονή κατείχε έκταση εννέα χιλιάδων στρεμμάτων από τα οποία μόνο τα 1500 είναι καλλιεργήσιμα, ενώ τα υπόλοιπα ήταν δασώδες και πετρώδες, που χρησιμοποιούνταν ως βοσκότοποι και οι τίτλοι (φιρμάνια) ιδιοκτησίας, όπως αναγράφεται στο δελτίο, βρίσκονταν στην Κωνσταντινούπολη. 

Αυτή την κτηματική περιουσία την κατείχαν οι μπέηδες αλλά από το 1915 και μετά την κατείχε η μονή με προσωρινά μέτρα ενώ το 1926 με απόφαση του Υπουργείου έγινε απαλλοτρίωση ολόκληρης της έκτασης για τους ακτήμονες γεωργοκτηνοτρόφους των γύρω χωριών Πιπιλίστας, Σισανίου και Πελεκάνου. 

Η Γέννηση της Θεοτόκου
πηγή
Το 1930 με νόμο που ίσχυσε για την ρευστοποίηση της μοναστηριακής περιουσίας, η μονή δεν είχε πλέον κτηματική περιουσία εκτός από τα 80 στρέμματα, αφού τα υπόλοιπα ήδη από το 1926 είχαν απαλλοτριωθεί υπέρ των ακτημόνων κατοίκων. 

Άλλωστε με το νόμο που ίσχυσε τότε και ο οποίος προέβλεπε ότι όσες μονές δεν είχαν τουλάχιστον πέντε μοναχούς, θα διαλύονταν. 

Το 1932 η επιτροπή απαλλοτριώσεων που συγκροτήθηκε σύμφωνα με το άρθρο του αγροτικού νόμου (Π.Δ. 5/23 Ιουλίου 1932) μετά από αυτοψία κατένειμε την κτηματική περιουσία την μονής (μετόχια) κατ’ έκτασιν και κατηγορίαν α) σε βοσκιμήσιμη έκταση με αραιότατη δασική αυτοφυή βλάστηση δεκαδικά στρέμματα 3000, β) σε απόκρημνα και βραχώδη τοπία μη χρησιμοποιούμενα για βοσκή και επομένως εντελώς άχρηστα στρέμματα 1400, και γ) σε καλλιεργήσιμη και καλλιεργούμενη έκταση στρέμματα 1200. Συνολικά δηλαδή δεκαδικά στρέμματα 5600.


Άποψη του τρούλλου του Καθολικού
πηγή
Η επιτροπή αποφάνθηκε ότι ο ιδιοκτήτης είναι το μοναστήρι και δεν αναγνώρισε την απαίτηση των απογόνων του Μπέη που παρενέβησαν για να συμμετέχουν στην επιδικαζόμενη αποζημίωση.

Τελικά η επιτροπή απαλλοτρίωσε το αγρόκτημα του μοναστηριού και παραχώρησε την έκταση αυτή στο συνεταιρισμό ακτημόνων καλλιεργητών Ναμάτων.


Εκτός από τα 1400 στρέμματα πετρώδη και άχρηστα, καλλιεργήσιμα ήταν 1000 και βοσκήσιμα 2400, στο συνεταιρισμό Σισανίου, 298 ήταν καλλιεργήσιμα και 1000 βοσκήσιμα και στο συνεταιρισμό Πελεκάνου ανήκαν 489 στρέμματα καλλιεργήσιμα και 1000 βοσκήσιμα.

Η Γέννηση του Χριστού
πηγή
Δύο χρόνια μετά, τα βοσκήσιμα στρέμματα του Σισανίου περιήλθαν στο συνεταιρισμό Ναμάτων, διότι ο συνεταιρισμός Σισανίου δεν τα χρησιμοποιούσε για τις ανάγκες της κτηνοτροφίας του, αλλά τα ενοικίαζε σε κτηνοτρόφους της Βλάστης. 

Εξαίρεση της απαλλοτρίωσης υπέρ του μοναστηριού έγινε με 92 καλλιεργήσιμα στρέμματα. 


Καθόρισε ονομαστικά τους κληρονόμους των συνεταιρισμών Ναμάτων, Σισανίου, Πελεκάνου και γνωμάτευσε ότι οι γεωργικοί συνεταιρισμοί των τριών κοινοτήτων πρέπει να καταβάλουν αποζημίωση στον Ο.Δ.Ε.Π. στον οποίο άνηκε από το 1930 η περιουσία της μονής.

Η ψηλάφηση του Θωμά
πηγή
Αποζημίωση για τους ιδιοκτήτες του απολλοτριωθέντος κτήματος αποφάσισε με την 127/1934 απόφαση του το δικαστήριο πρωτοδικών Κοζάνης. 

Το 1938 το δικαστήριο αποφάνθηκε ότι σύμφωνα με τους τίτλους κυριότητας η μονή Δομαβιστίου (ο ΟΔΕΠ) ήταν ο ιδιοκτήτης που απαλλοτριωθέντος και επομένως δικαιούται την αποζημίωση.

Με την απόφαση αυτή δικαιώθηκε η μονή, αφού αναγνωρίστηκε κυρίαρχος της περιουσίας αλλά η αποζημίωση για την απαλλοτρίωση παρά την απόφαση του δικαστηρίου δεν δόθηκε ποτέ.

Το 1940 ο Μητροπολίτης Διόδωρος γνωρίζει με έγγραφό του στο κεντρικό συμβούλιο του Ο.Δ.Ε.Π. ότι δεν υπάρχει υποθήκη στο αγρόκτημα Φλαμουριάς κτήμα του μοναστηριού (Δομαβιστίου) και ότι άλλο είναι το αγρόκτημα Φλαμουριάς (τσιφλίκι Δομαβιστίου) και άλλο είναι η μονή Φλαμουριάς νυν μετόχι της μονής Μικροκάστρου.


Η Πεντηκοστή
πηγή
Με την ευκαιρία αυτή τονίζει ο Διόδωρος ότι η μονή Φλαμουριάς είναι ίσως η αρχαιοτέρα όλων των μονών της Δυτικής Μακεδονίας.

Κτίστηκε προ εννιακοσίων περίπου ετών και αναφέρεται στο Σέμβη Μπέη, ο οποίος αυθαιρέτως επεξέτεινε τα όρια των αγρών του και κατέλαβε εις την κατοχήν του και ενέμετο και τα κτήματα της μονής μέχρι το 1914, οπότε η μονή έλαβε εις την κατοχήν της πάλι τα κτήματα της ως ήσαν γνωστά εις την περιφέρειαν ολόκληρον και ενέμετο ταύτα μέχρι το 1926, οπότε εγένετο η αναγκαστική αυτών απαλλοτρίωση υπέρ των ακτημόνων γειτονικών χωριών Νάματα, Σισάνι και Πελεκάνος.

Από την απαλλοτρίωση και μέχρι το 1945 τα εναπομείναντα κτήματα της μονής ήταν 90 στρέμματα, ο ηγούμενος της Μονής Μικροκάστρου τα ενοικίαζε σε γεωργούς της κοινότητας Ναμάτων με εξαίρεση τα έτη 1942 - 1945 που τα ενοικίασε σε κάποιον ιερέα Ζήκο (Παπαζήκο) κατά κόσμον Φωτόπουλο από τον Πελεκάνο που κατά την περίοδο εκείνη, ένας από τους γιους του Παπαζήκου Φώτης ονομαζόμενος, 20 χρόνων, αρρώστησε εκεί στο μοναστήρι που εργαζόταν στα κτήματα και προτού προλάβουν να τον μεταφέρουν στο χωριό του, εκεί στα κελιά της μονής πέθανε. 

Η Υπαπαντή του Χριστού
πηγή
Ο πατέρας του, ο Παπαζήκος, απέδωσε το θάνατο του γιου του στο ότι προ ημερών είχε πάρει την καμπάνα της Μονής και την μετέφερε στην εκκλησία του Πελεκάνου, στην ενορία του. 

Ο Παπαζήκος, επέστρεψε την άλλη κιόλας μέρα την καμπάνα στη μονή και λένε οι κάτοικοι του Πελεκάνου πως την φορτώθηκε στην πλάτη του, γεγονός απίστευτο αφού η καμπάνα ζυγίζει πάνω από 50 κιλά, όμως η καμπάνα επέστρεψε στη μονή και έκτοτε κανείς δεν διανοήθηκε να την αγγίξει. 

Στις 25 Νοεμβρίου του 1943, οι Γερμανοί έβαλαν φωτιά στο καινούργιο διώροφο οίκημα που είχε κτίσει ο ηγούμενος Μακάριος το 1922, το οποίο καταστράφηκε εκ θεμελίων ενώ πήραν μαζί τους τα εναπομείναντα κειμήλια της Μονής και μαζί με αυτά και το ανυπολόγιστης αξίας χειρόγραφο Ευαγγέλιο που φυλάσσονταν στη μονή.

Η Ιερά και θαυματουργή Εικόνα 
της Αγίας Παρασκευής Ντομαβιστίου
Το μεγάλο κτίριο δεν ξανακτίστηκε, τα υπόλοιπα κτίσματα εγκαταλείφθηκαν  και το ένα μετά το άλλο κατέρρευσαν μένοντας μόνο το Καθολικό ενώ με σύμβαση Πολιτείας και Εκκλησίας το 1952 - 1953, όλες οι μονές παραχώρησαν την εναπομείνασα περιουσία τους σε ακτήμονες γεωργούς της περιοχής τους.

Τα υπόλοιπα 80 καλλιεργήσιμα στρέμματα της μονής δόθηκαν σε 4 ακτήμονες του χωριού και έτσι η Μονή περιορίστηκε στο χώρο που υπήρχαν τα κτίσματα της.


Όλα αυτά όμως ισοπεδώθηκαν και μετατράπηκαν σε έναν μεγάλο αυλόγυρο, έγινε αποκεράμωση του ναού με σύγχρονα κεραμίδια ενώ με πρωτοβουλία και χρηματοδότηση των αδελφών Γκάνα Μιχάλη και Κώστα ανεγέρθηκε ένα μεγάλο και σύγχρονο οικοδόμημα με κελιά, αποθήκες, τραπεζαρίες, εργαστήρια και το Καθολικό ανακαινίσθηκε εσωτερικά.

Στη νότια και μεγάλη είσοδο του αυλόγυρου είναι κτισμένο το κωδωνοστάσιο μεγαλοπρεπέστατο και σε αυτό είναι αναρτημένη εκείνη η πολυταλαιπωρημένη καμπάνα.

Με ενέργειες του μακαριστού μητροπολίτου κ.κ. Αντωνίου Κόμπου το μοναστήρι επανιδρύθηκε το 2001 με την πολύτιμη βοήθεια και προσφορά του μεγάλου δωρητή και ευεργέτη, που το όνομά του έχει πλέον καταχωρηθεί στα ονόματα των κτητόρων της μονής, κ. Μιχαήλ Ν. Γκάνα από τα Νάματα. 

Ο μακαριστός Μητροπολίτης Σισανίου και Σιατίστης κ.κ Παύλος διόρισε ιερομόναχο και Ηγούμενο στην Μονή τον πατέρα Στέφανο Λαμπρόπουλο που εκτός των άλλων σημαντικών του ενεργειών, ένωσε την Μονή με τον κεντρικό δρόμο Εράτυρα, Σισάνι, Νάματα ο οποίος και ασφαλτοστρώθηκε το 2007.

Η μονή σήμερα αποτελεί και πάλι ένα σημαντικό κέντρο της Ορθοδοξίας μας με πλήθος επισκεπτών από όλη την ευρύτερη περιοχή.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου