Η καταγωγή και τα παιδικά του χρόνια.
|
Ο ομώνυμος ιερός Ναός στην Αρτα, του Αγίου Μαξίμου του Γραικού. πηγή |
Το κοσμικό του όνομα ήταν Μιχαήλ Τριβώλης, γεννήθηκε στην Άρτα το 1470 και οι γονείς του Μανουήλ και Ειρήνη ήταν πλούσιοι και ευσεβείς.
Η οικογένεια Τριβώλη, οικογένεια λογίων με επιφανείς προγόνους στην Κωνσταντινούπολη και την αυλή των δεσποτών του Μυστρά, ανήκε στη χορεία των λογίων που συνόδευσαν το Θωμά Παλαιολόγο κατά την έξοδό του από το Μυστρά, λίγο πριν από την πτώση του Δεσποτάτου.
Τα πρώτα του γράμματα μάλλον τα διδάχτηκε κατ’ οίκον από κάποιο δάσκαλο ή και από τους γονείς του, χωρίς να αποκλείεται η φοίτησή του σε κάποιο, βέβαια κρυφό, σχολείο. Έφηβο, στα 14 περίπου χρόνια του, οι γονείς του τον στέλνουν στην Κέρκυρα, για να συμπληρώσει τη μάθησή του πιο εμπεριστατωμένα κοντά στο θείο του Δημήτριο Τριβώλη, λόγιο, κωδικογράφο και βιβλιόφιλο και στον επιφανή δάσκαλο, ρήτορα και φιλόσοφο και αντιγραφέα χειρογράφων Ιωάννη Μόσχο.
Σπουδές στη Δύση.
|
Δείγμα γραφής του Αγίου Μαξίμου, από τον Κώδικα 198, φύλλο 579, Ιερά Μονή Δοχειαρίου. πηγή |
Στην Κέρκυρα έμεινε εως 20 ετών και το 1492 πηγαίνει στη Φλωρεντία όπου σπούδασε κοντά στον διαπρεπή Έλληνα φιλόλογο της εποχής Ιωάννη Λάσκαρη αλλά και στην Πλατωνική Ακαδημία, όπου διέπρεπε ο μεγάλος δάσκαλος Μαρσίλιο Φιτσίνο.
Αφού έμεινε τρία χρόνια στη Φλωρεντία, πήγε στη Βενετία, όπου συνδέθηκε με τον φημισμένο τυπογράφο Άλδο Μανούτιο, τον περίφημο εκδότη των αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων και λόγω της μεγάλης μόρφωσής του, έγινε περιζήτητος ως επιστήμονας, και πολλοί χορηγοί εκδόσεων του ανέθεταν να κάνει μεταφράσεις αρχαίων κειμένων, τα οποία στη συνέχεια τυπώνονταν από φημισμένους τυπογράφους.
Ένας χορηγός ήταν ο άρχοντας Τζιανφραντσέσκο Πίκο, που στράφηκε προς τους Έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας, και ανέθεσε στο Μιχαήλ Τριβώλη να μεταφράσει Πατέρες στα λατινικά και να σχολιάσει τα κείμενά τους.
Ασχολήθηκε με αυτά ο Μιχαήλ για μια τετραετία, από το 1498 ως το 1502, και γνώρισε σε βάθος τη θεολογία τους, ομως το διάστημα της τετραετίας έκανε μια διακοπή, από τον Ιούνιο του 1499 ως το Μάρτιο του 1500, και πήγε στην Άρτα λόγω του θανάτου των γονέων του.
Το 1502 τον ξαναβρίσκουμε πάλι στη Φλωρεντία όπου ιδιαίτερη έλξη ασκούν πάνω του τα κηρύγματα του Δομηνικανού μοναχού Ιερώνυμου Σαβοναρόλα, που με τον φλογερό του ζήλο αποκάλυπτε τη διαφθορά των συγχρόνων του και τους καλούσε σε μετάνοια αλλά ο Πάπας Αλέξανδρος ΣΤ', σταμάτησε τη δράση του μεγάλου Ιεροκήρυκα, τον καταδίκασε σε μαρτυρικό δι’ αγχόνης θάνατο, και το σώμα του πετάχτηκε στην πυρά.
|
Αγιογραφία του Μάξιμου του Γραικού (16ου αιώνα) Πινακοθήκη Τρετιακόφ. πηγή |
Η καταδίκη του Σαβοναρόλα δημιούργησε στον Μιχαήλ Τριβώλη απογοήτευση για την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία.
Την άνοιξη του 1505, πάει στην Άρτα και παραμένει για ένα χρόνο ενώ κατόπιν παίρνει το δρόμο για το Άγιο Όρος, όπου εγκαθίσταται στη μονή Βατοπαιδίου, και γίνεται ένας ταπεινός Αγιορείτης σε ηλικία 35 ετών.
Στο Άγιο Όρος.
Εκεί επιδόθηκε σε συστηματική, βαθιά μελέτη χριστιανών συγγραφέων στην πλούσια βιβλιοθήκη της Μονής, μάλιστα στα Ρωσικά αρχεία σώζονται επιστολές από το Άγιο Όρος, στις οποίες εξαίρονται οι βαθιές του γνώσεις, η ευρύτατη εκκλησιαστική και εξ «ελληνικών βιβλίων» πολυμάθειά του.
Ακόμη ασκείται με ζήλο στις μοναχικές υποσχέσεις της ακτημοσύνης, της εγκράτειας και της υπακοής, και αγωνίζεται να κόψει το ίδιον θέλημα και κάθε κακή επιθυμία και πλεονεξία, αφήνεται να πλαστεί ταπεινά από την μακρά ορθόδοξη μοναχική πατερική παράδοση, αποβάλλοντας τις στείρες ουμανιστικές επιδράσεις που είχε δεχτεί στη Δύση, όμως για τις ασχολίες του στο Όρος και την όλη του δραστηριότητα έχουμε πολύ λίγες πληροφορίες.
|
Η παλαιότερη απεικόνιση του Μάξιμου, πιθανότατα πάρθηκε απο τον τάφο του όπως μας πληροφορεί και ο ikonnikov |
Έτσι μαθαίνουμε ότι σύμφωνα με τις τότε συνήθειες της μονής στελνόταν και αυτός έξω από το Άγιο Όρος προς λογίαν υπέρ της Μονής, κυρίως στην Τουρκοκρατούμενη Μακεδονία και τα ελληνικά νησιά του Αιγαίου, τα οποία βρίσκονταν στην κατοχή των Ενετών όπου δίδασκε με παρρησία, χωρίς να υπολογίζει κανένα κίνδυνο, κυρίως από τους Τούρκους.
Όπως ο ίδιος αναφέρει, στο Άγιο Όρος παρέμεινε δέκα χρόνια «ἐργασθείς σωματικῶς καὶ πνευματικῶς». Η βαθιά του ταπείνωση και ο σεβασμός του προς τους πατέρες, οι ορθές περί ασκήσεως και μοναχισμού απόψεις του, η δογματική του ευαισθησία, η ευλάβειά του προς την Παναγία, η αγάπη του προς τα τυπικά του Αγίου Όρους, και η αντίθεσή του προς τον Δυτικό Ουμανισμό, συνθέτουν τα στοιχεία της γνήσιας ενσωμάτωσής του στην αγιορείτικη παράδοση.
Την περίοδο αυτή συνθέτει τον περίφημο παρακλητικό κανόνα στον Τίμιο Πρόδρομο, καθώς και την ιερά ακολουθία του Αγίου Εράσμου, συνθέτει δέ επιγράμματα, σε ποιητική γλώσσα, όπως είναι το επίγραμμα στον Άγιο Δημήτριο, ίσως βέβαια να υπάρχουν και άλλα τα οποία όμως δεν μας είναι γνωστά.
Το ήθος και η μόρφωσή του τον είχαν κάνει πολύ γνωστό στο Άγιον Όρος, αυτό ακριβώς το κύρος, που είχε αποκτήσει, αποτέλεσε και την αιτία της αποστολής του στη Ρωσία.
Το 1515 ο μέγας ηγεμόνας της Μόσχας Βασίλειος Ιβάνοβιτς, γιος της Σοφίας της Παλαιολογίνας, απηύθυνε παράκληση προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο και τον Πρώτο του Αγίου Όρους, ζητώντας για ένα διάστημα στη Ρωσία το λόγιο Βατοπαιδινό μοναχό Σάββα.
Σε αυτόν θα ανέθετε την εκ νέου μετάφραση των λειτουργικών βιβλίων, της Αγίας Γραφής και των βιβλίων των αγίων Πατέρων, από τα ελληνικά στα ρωσικά, διορθώνοντας έτσι και σοβαρές αλλοιώσεις που είχαν υποστεί με το χρόνο, από την απειρία και την ολιγογραμματοσύνη των μεταφραστών και των αντιγραφέων.
Ο μοναχός Σάββας όμως ήταν γέρος και άρρωστος, και έτσι στη θέση του επιλέχθηκε ο Μάξιμος ως έμπειρος στις Θείες Γραφές και επιδέξιος στην ερμηνεία των οποιωνδήποτε εκκλησιαστικών βιβλίων.
Ο Μάξιμος στη Ρωσία.
Με θερμές προσευχές και με την ευλογία των πατέρων του Αγίου Όρους, ο Μάξιμος ξεκίνησε μαζί με τους απεσταλμένους για τη Ρωσία, παίρνοντας μαζί του τον ιερομόναχο Νεόφυτο και τον Λαυρέντιο, οι οποίοι γνώριζαν τη ρωσική γλώσσα. Αφού πέρασαν από το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως και πήραν την ευλογία του Πατριάρχη, έφθασαν στη Μόσχα, μετά από ένα πολύπονο ταξίδι, στις αρχές του 1518 όπου οι Ρώσοι του έδωσαν την προσωνυμία Γραικός, Μαξίμ Γκρέκ τον ονόμαζαν, λόγω της καταγωγής του από την Ελλάδα, και μ’αυτό το όνομα είναι γνωστός.
Ο ηγεμόνας Βασίλειος και ο Μητροπολίτης της Μόσχας Βαρλαάμ δέχτηκαν με μεγάλη τιμή τον Μάξιμο, ο οποίος άρχισε να ασχολείται αμέσως με την πλούσια βιβλιοθήκη του μεγάλου ηγεμόνα, ταξινομώντας τα ελληνικά χειρόγραφα. Παράλληλα άρχισε να μεταφράζει και να διορθώνει παλαιά και νέα έργα.
Το πρώτο σπουδαίο έργο, για του οποίου την μετάφραση κάλεσε τον Μάξιμο ο μέγας ηγεμών, ήταν το ψαλτήρι. Το βιβλίο αυτό των ψαλμών συμπεριλάμβανε και τα ερμηνευτικά σχόλια των Ελλήνων Πατέρων της ορθοδόξου Εκκλησίας και έτσι ενοποιημένο ήταν γνωστό στους Ρώσους ως «Ερμηνευτικός Ψαλτήρ» και απολάμβανε μεγάλο σεβασμό από το Ρωσικό λαό ενώ είχε ευρύτατη διάδοση σε όλα τα κοινωνικά στρώματα αλλά το κείμενο είχε σκόπιμα νοθευτεί από αιρετικούς.
Ο Μάξιμος, επειδή είχε ανεπαρκή γνώση της ρωσικής γλώσσας, μετέφραζε από την ελληνική στη λατινική γλώσσα, και οι βοηθοί του από την λατινική στη ρωσική.
Η όλη εργασία κράτησε 17 μήνες, όταν τελείωσε, παρέδωσε το έργο του στον ηγεμόνα, ο οποίος διαβίβασε το χειρόγραφο στον Μητροπολίτη Βαρλαάμ προς έγκριση, συγχρόνως παρακαλούσε να του επιτρέψει την επάνοδό του στον τόπο της μετανοίας του, το Άγιο Όρος.
Ομως οι ευρύτατες θεολογικές και φιλολογικές γνώσεις του είχαν ιδιαίτερα εκτιμηθεί στη Μόσχα, και ο μέγας ηγεμόνας δεν ήταν διατεθειμένος να στερηθεί τις υπηρεσίες μιας σπάνιας, για τη Ρωσία της εποχής εκείνης, προσωπικότητας. Έτσι του αναθέτει νέες εργασίες και διορθώσεις. Μεταφράσεις στις Πράξεις των Αποστόλων, στους Αποστολικούς Κανόνες, στους Κανόνες των Οικουμενικών και Τοπικών Συνόδων, στις Ομιλίες του Ιωάννου του Χρυσοστόμου και σε πολλά λειτουργικά βιβλία.
Με την πάροδο του χρόνου ο μοναχός Μάξιμος εξοικειώθηκε με το περιβάλλον και δημιούργησε στενές σχέσεις και επαφές με τις πιο επιφανείς φυσιογνωμίες της ρωσικής πνευματικής κοινωνίας. Συγχρόνως όμως άρχιζε να δημιουργεί και εχθρούς. Η παράταση της παραμονής του τον εγκλιμάτιζε όλο και περισσότερο στις ιδιαιτερότητες των προβλημάτων της ρωσικής εκκλησιαστικής και κοινωνικής ζωής, με αποτέλεσμα να παίρνει θέση σε αυτά, έλεγχε με τον προφορικό και γραπτό λόγο του τα κακώς κείμενα.
Την εποχή αυτή στην πνευματική ζωή της Ρωσίας υπήρχε μεγάλη κατάπτωση, Ρώσοι και ξένοι ιστορικοί χαρακτηρίζουν την εποχή αυτή (πρώτο μισό του 16ου) ως την περισσότερο σκοτεινή περίοδο της ρωσικής ιστορίας.
Οι εκκλησιαστικοί και πολιτικοί άρχοντες, ενώ έπρεπε να δίνουν οι ίδιοι το καλό παράδειγμα, γινόταν το αντίθετο. Ο λαός ζούσε σύμφωνα με τα πάθη του. Η σκληρότητα, η απανθρωπιά, η εκμετάλλευση, η αδικία, η υποκρισία, η μέθη και ο ηδονισμός κυριαρχούσαν· η μεγάλη αμάθεια και η αγραμματοσύνη όλων των κοινωνικών στρωμάτων είχε ως αποτέλεσμα να επικρατούν πλήθος από πλάνες, δεισιδαιμονίες και διάφορα στοιχεία της προχριστιανικής ρωσικής ειδωλολατρίας. Σχολεία δεν υπήρχαν, μόνο στα μοναστήρια μπορούσε κανείς να μάθει γράμματα. Αλλά και οι περισσότεροι μοναχοί προτιμούσαν την αμάθεια· δεν μπορούσαν να καταλάβουν το πνευματικό και ηθικό περιεχόμενο της Ορθοδοξίας και έμεναν μόνο στους τύπους. Η μαγεία ήταν διαδεδομένη. Ακόμη αγεφύρωτο χάσμα υπήρχε μεταξύ των ευγενών και του λαού, αλλά και των μοναστηριών και του λαού. Απέραντες εκτάσεις και περιοχές ολόκληρες ανήκαν στα μοναστήρια, μαζί με τους κατοίκους τους, που ήταν υποχρεωμένοι να υπηρετούν ως δούλοι τους μοναχούς.
Την εποχή αυτή επικρατούσαν δύο τάσεις σχετικά με την περιουσία των μοναστηριών. Η μία υποστήριζε ότι τα μοναστήρια δικαιούνταν να έχουν μεγάλη έγγεια ιδιοκτησία, που θα περιλάμβανε χωριά και δούλους χωρικούς. Η άλλη ακολουθούσε την ησυχαστική παράδοση του Αγίου Όρους, φρονώντας ότι οι μοναχοί δεν πρέπει να μπλέκονται σε μέριμνες βιοτικές και να αντιδικούν με τους χωρικούς για πράγματα υλικά.
Ο Μάξιμος χωρίς να ταχθεί με κανέναν υποστήριζε τις σωστές απόψεις της Ορθοδοξίας για την περιουσία, τόνιζε πως η Εκκλησία δικαιούται να έχει κτηματική περιουσία για τα απολύτως αναγκαία πράγματα και για τη διενέργεια αγαθοεργιών, χτυπούσε όμως τον υπερβολικό πλούτο, ο οποίος, έλεγε, διαφθείρει τον άνθρωπο και σκοτίζει το νου του.
Η καταδίκη και η φυλάκισή του.
Με την άνοδο λοιπόν του Ηγουμένου της μονής Βολοκαλάμσκ Δανιήλ στον μητροπολιτικό θρόνο της Μόσχας, τα πράγματα άλλαξαν για τον Μάξιμο Γραικό, που είχε γίνει πια γνωστός στη Ρωσία. Αφορμή για την σύγκρουση με την πολιτική και θρησκευτική ηγεσία δόθηκε, όταν ο ηγεμόνας θέλησε να χωρίσει την ευσεβή σύζυγό του Σολομονή, επειδή δεν έκανε παιδιά, για να αφήσει διάδοχο, και να παντρευτεί την Λιθουανή καθολική Ελένη. Ο Μάξιμος αντιτάχθηκε. Αυτή του η στάση προκάλεσε τη δυσμένεια του ηγεμόνα απέναντί του.
Έτσι μεταξύ των ετών 1524 καὶ 1525 διατάχθηκε η σύλληψή του και του επιφυλάχθηκε μια θεαματική δίκη, το Μάιο του 1525, στην οποία προήδρευσαν ο Μέγας Ηγεμόνας και ο Μητροπολίτης Δανιήλ, που εκτελούσε χρέη εισαγγελέα.
Οι κατηγορίες εναντίον του ήταν χαλκευμένες και ψεύτικες. Τον κατηγόρησαν και του καταλόγισαν αίρεση, μαγεία, κατάκριση και συνωμοσία κατά του ηγεμόνα, κατασκοπεία υπέρ του Τούρκου σουλτάνου, τον κατέκριναν ακόμη, επειδή ήταν εναντίον της ανεξαρτησίας της Εκκλησίας της Ρωσίας από το Οικουμενικό Πατριαρχείο· δέχεται κατάκριση για τις θέσεις του για τις κτίσεις σε γη και δούλους χωρικούς των μοναστηριών και της Εκκλησίας, τον κατηγόρησαν ότι έκανε σκόπιμα λανθασμένες μεταφράσεις στα ιερά βιβλία, και του προσήψαν και διάφορες άλλες κατηγορίες.
Τον καταδίκασαν σε εγκλεισμό στη μονή Βολοκαλάμσκ, ως αιρετικό και ως αμετανόητο αμαρτωλό. Εκεί τον οδήγησαν σιδηροδέσμιο σε απομόνωση και τον παρέδωσαν στην εκδίκηση των μοναχών, που τόσο είχε ελέγξει ενώ το χειρότερο ήταν ότι του απαγόρευσαν τη Θεία Κοινωνία και τη συμμετοχή του στις ακολουθίες του Ναού.
Έξι χρόνια πέρασε ο όσιος Μάξιμος σε αυτή τη σκληρή σκλαβιά, ανάμεσα σε εχθρικούς μοναχούς, σ’ ένα υγρό και στενό κελί, όπου υπέμεινε την πείνα, το κρύο, τη δυσωδία, και την στέρηση ασχολίας ενώ του αφαίρεσαν τα βιβλία και του απαγόρευσαν να γράφει. Αυτοί που ευεργέτησε, αντί των ευεργεσιών, του απέδωσαν αδικία, συκοφαντία, βάσανα.
Η μόνη του παρηγοριά στη σκληρή φυλακή ήταν η θερμή και αδιάλειπτη προσευχή του και ο Κύριος δεν τον εγκατέλειψε, παρουσιάστηκε σε αυτόν άγγελος Κυρίου στη φυλακή, ο οποίος τον στερέωσε στην υπομονή, λέγοντάς του: «Υπομονή, γέροντα. Με αυτά τα πρόσκαιρα βάσανα, θα λυτρωθείς από τα αιώνια».
Παρηγορημένος απ΄ αυτή την ουράνια επίσκεψη, ο Μάξιμος ευχαριστούσε από τα βάθη της καρδιάς του τον Κύριο, και εξύμνησε το παράκλητο Άγιο Πνεύμα, με ένα Κανόνα, τον οποίο βρήκαν γραμμένο με κάρβουνα στον τοίχο του κελιού του. Το πρώτο τροπάριο της α΄ ωδής είναι το παρακάτω: «ὁ μάννα ποτὲ ἐν ἐρήμῳ διαθρέψας τὸν Ἰσραὴλ, καὶ τὴν ψυχήν μου, Δέσποτα, ἔμπλησον τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἵνα θεαρέστως δουλεύω σοι».
Το 1531 η δίκη του επαναλήφθηκε, με παλιές και νέες κατηγορίες ενώ αποφασίστηκε νέα ισόβια αυτή τη φορά κάθειρξη στη μονή Ότροτς της πόλης Τβέρης. Εκεί η θέση του καλυτέρευσε, μπήκε κάτω από την προστασία του επισκόπου Τβέρης Ακακίου, ο οποίος, αν και ανήκε στο κλίμα του Δανιήλ, ήταν άνθρωπος ήρεμος και καλοκάγαθος. Του έδωσε την άδεια να γράφει και να διαβάζει βιβλία. Η ενασχόλησή του με τη συγγραφή του έδινε ανακούφιση στα αφόρητα δεσμά και τον ικανοποιούσε πνευματικά. Ο ίδιος συγκέντρωσε από το 1532 τα έργα που είχε γράψει μέχρι τότε, και έγραψε και νέα. Είχε πλέον μάθει τέλεια τη ρωσική γλώσσα και έγραφε τα συγγράμματά του στα ρωσικά. Τα περισσότερα έργα του ανήκουν σε αυτή την εποχή (1532 - 1551). Έστελνε τα χειρόγραφά του σε διάφορους φίλους του, οι οποίοι τα αντέγραφαν ή τα αντέγραφε ο ίδιος. Χαιρόταν να επικοινωνεί με τους πιστούς Ρώσους, οι οποίοι του ζητούσαν απαντήσεις σε διάφορα προβλήματά τους.
Ο Μάξιμος παρέμεινε φυλακισμένος για 23 ολόκληρα χρόνια και η εκδικητικότητα των κρατούντων δεν κάμφθηκε με τίποτε, μόνο με την αλλαγή του Μητροπολίτη Δανιήλ το 1539 (τη θέση πήρε ο ενάρετος Ιωάσαφ, ηγούμενος της Λαύρας του Αγίου Σεργίου), του επιτράπηκε η μετάληψη των Αχράντων Μυστηρίων και η παρακολούθηση των ακολουθιών στην εκκλησία.
Η κατακράτηση και η φυλάκιση του Μαξίμου στη Ρωσία απασχόλησαν πολλές φορές τους Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως και Αλεξανδρείας, αλλά και τους πατέρες του Αγίου Όρους, που με επιστολές τους παρακαλούσαν τον Μέγα Ηγεμόνα για την απελευθέρωσή του, όμως οι παρεμβάσεις τους δεν είχαν αποτέλεσμα.
Η δικαίωσή του.
Μόλις το 1548 ο Άγιος Μάξιμος απελευθερώνεται και πάει να ζήσει στη μονή της Αγίας Τριάδος, έξω από την Μόσχα, στο σημερινό Ζαγκόρσκ, την οποία είχε ιδρύσει ο όσιος μοναχός Σέργιος, όμως ήταν αποκαμωμένος, πονούσαν τα πόδια του, όλα τα μέλη του σώματός του, και τα φωτεινά του μάτια από τα αδιάλειπτα δάκρυα είχαν πάθει βλάβη.
Έτσι έμεινε στη Ρωσία και αναπαύθηκε το 1556, στις 21 Ιανουαρίου, σε ηλικία 90 χρόνων, αφήνοντας πίσω του ένα τεράστιο συγγραφικό έργο, που είναι γραμμένο κυρίως στα ρωσικά, με εξαίρεση ένα μικρό αριθμό κειμένων που διασώθηκαν στα ελληνικά.
Μετά το θάνατό του η ρωσική συνείδηση αφυπνίστηκε και αντιλήφθηκε τη μέγιστη αδικία απέναντι στον πολύτιμο αυτό άνδρα. Ο Μάξιμος υπήρξε ο πρώτος στη Ρωσία μαρτυρήσας υπέρ της ορθοδόξου πίστεως και ζωής, και σαν μάρτυρας και άγιος υψώθηκε στη συνείδηση του ρωσικού λαού.
Κυνηγημένος, όταν ζούσε από τους ρώσους, ο Μάξιμος δοξάστηκε από τους ίδιους μετά το θάνατό του. Ήδη από τα μέσα του ιστ΄ αιώνα άρχισαν να συντάσσονται βίοι του οσίου Μαξίμου του Γραικού και διηγήσεις για τα θαύματά του. Στο τέλος του ιζ΄ αιώνα το όνομά του αναγράφεται στα αγιολόγια των ετησίων ρωσικών ημερολογίων, αγιογραφούνται οι πρώτες εικόνες του, και γράφονται τροπάρια προς τιμήν του.
Από τους ιστορικούς θεωρείται ως ο περισσότερο μορφωμένος και σοφός άνθρωπος της εποχής του. Τον χαρακτηρίζουν ως θεολόγο, φιλόλογο, ιστορικό, ποιητή, ρήτορα, βαθύ φιλόσοφο, και σπουδαίο κριτικό, πνευματικό ηγέτη και ταπεινό μοναχό, κήρυκα και ομολογητή της πίστης, και θερμό ιεραπόστολο της Ορθοδόξου Ελληνικής Ανατολής, και μεταρρυθμιστή όλης της Μοσχοβίτικης κοινωνίας, που βρισκόταν σε πλήρη ηθική παρακμή.
Στον τάφο του στη Λαύρα του Αγίου Σεργίου του Ζαγκόρσκ ο Μόσχας Πλάτων (1812) ανήγειρε παρεκκλήσιο, το οποίο το 1833 συμπλήρωσε ο ηγούμενος της Λαύρας Αρχιμανδρίτης Αντώνιος. Συχνά επάνω στον τάφο του γίνονταν θαύματα με την επίκληση των πρεσβειών του, αλλά και απλά με τον ασπασμό της εικόνας του πολλοί γίνονταν καλά, ύστερα από περιπέτειες με την υγεία τους.
Οι αρτινοί βέβαια, που γνώριζαν πολλά για το βίο και την αγία ζωή του Μαξίμου του Γραικού, του συμπατριώτη τους, από νωρίς τὸν τίμησαν. Το 1980, με τις ενέργειες του μακαριστού Μητροπολίτη Άρτας Ιγνατίου Γ΄, τη βοήθεια του μουσικοφιλολογικού συλλόγου «Σκουφάς» και άλλων φορέων, έστησαν χάλκινο άγαλμα στην είσοδο της πόλης, το οποίο παριστάνει καθιστό τον άγιο να διαβάζει το Ευαγγέλιο.
Μόλις το 1988, το Οικουμενικό Πατριαρχείο, με τις ενέργειες κυρίως του αείμνηστου αρτινού δικηγόρου, ιστορικού και ερευνητή Κ. Τσιλιγιάννη, κατέταξε στο αγιολόγιο της Εκκλησίας τον άγιο Μάξιμο το Γραικό επίσης το ίδιο έτος και η Ρωσική Εκκλησία τον ανεκήρυξε άγιο.
Τον Ιούλιο του 1996 έγινε με ευλάβεια και λαμπρότητα η ανακομιδή του ιερού Λειψάνου του απὸ τον τάφο του και μεταφέρθηκε στο καθολικό του καθεδρικού ναού της Αναλήψεως της Λαύρας της Αγίας Τριάδας στο Ζαγκόρσκ, εκεί τοποθετήθηκε σε χρυσοποίκιλτη λάρνακα μπροστά στο ιερό για να το προσκυνούν με ευλάβεια οι πιστοί.
Το 1997, ελληνική αντιπροσωπία, που αποτελούνταν από τον πρώην Μητροπολίτη Άρτης Ιγνάτιο τον Δ΄, το μακαριστό Μητροπολίτη Αργολίδος Ιάκωβο το Β΄, που εργάστηκε ως ιεροκήρυκας της Μητροπόλεως Άρτας επί 27 συναπτά έτη, τον Ηγούμενο της Ι.Μ Βατοπαιδίου Γέροντα Εφραίμ, τον αείμνηστο ιστορικό ερευνητή Κ. Τσιλιγιάννη και άλλους, κατόπιν αιτήσεώς τους, παρέλαβαν από τον μακαριστό Πατριάρχη Ρωσίας Αλέξιο δύο λειψανοθήκες, με λείψανα του Αγίου, μία για την Άρτα και μία για τη μονή Βατοπαιδίου.
Έτσι επέστρεψε στη μονή της μετανοίας του, που τόσο επιθυμούσε και παρακαλούσε, μετά από 405 χρόνια. Εκεί στη μονή έμεινε για μικρό διάστημα και η Λάρνακα που προοριζόταν για την Άρτα. Αργότερα, στις 12 Οκτωβρίου 1997, μεταφέρθηκε στην Άρτα, από τον Ηγούμενο Εφραίμ και άλλους Βατοπαιδινούς μοναχούς, και έτυχε πάνδημης υποδοχής. Έτσι επέστρεψε και στην ιδιαίτερη πατρίδα του, από όπου ξεκίνησε τη ζωή του. Τα ιερά λείψανα του Αγίου Μαξίμου αρχικά τοποθετήθηκαν στον Ιερό ναό του Αγίου Γεωργίου της πόλης της Άρτας, και αργότερα στο ναό των Αγίων Αποστόλων.
Μερικά χρόνια αργότερα, τον μήνα Μάιο του 2006, τέθεικε ο θεμέλιος λίθος και τον Ιούνιο του 2016 έγιναν τα εγκαίνια του ναού του Αγίου Μαξίμου από τον πρώην Μητροπολίτη Άρτας κ. Ιγνάτιο τον Δ΄, στην περιοχή του Τριγώνου της πόλης της Άρτας και εκεί τοποθετήθηκαν και τα ιερά λείψανα του Αγίου και η εικόνα του, που το 1980 δώρισε η μονή Βατοπαιδίου στη Μητρόπολη Άρτης.
Η Εκκλησία μας τιμά την μνήμη του στις 21 Ιανουαρίου.