Κυριακή 20 Οκτωβρίου 2024

Ιερά Μονή Αγίου Ιωάννου Προδρόμου Αρτοτίνας, Φωκίδα.

πηγή

Η Μονή του Αγίου Ιωάννου βρίσκεται στην περιοχή τού χωριού Αρτοτίνα τού Νομού Φωκίδος, σέ απόσταση δυόμισι χιλιομέτρων βόρεια και εξακοσίων μέτρων νότια τής κοίτης τού ποταμού Εύηνου (Φίδαρη), στην περιοχή τής συμβολής του με τὸ Καλογερικό Ρέμα, στη βόρεια απόληξη τού Τρίκορφου, σέ υψόμετρο 1.100 μέτρων περίπου.


Άποψη της Μονής

Η μονή εικάζεται – από τον Ιωάννη Ρουφαγάλη – ότι ιδρύθηκε στο μεταίχμιο τού 16ου προς τον 17ο αιώνα και ότι η ανέγερσή της σχετίζεται με την ίδρυση τού οικισμού τής Αρτοτίνας.

Τοπική προφορική παράδοση, που κατέγραψε το 1929 ο Δημήτριος Λουκόπουλος, αναφέρει ότι η μονή ήταν αρχικά αφιερωμένη στην αγία Παρασκευή και βρισκόταν σέ άλλη χαμηλότερη θέση κοντά στον Εύηνο ποταμό στην τοποθεσία πού βρίσκεται σήμερα το ομώνυμο εξωκλήσι και η μεταφορά της στη σημερινή υψηλότερη θέση και η αφιέρωσή της στην Αποτομή του Τιμίου Προδρόμου οφείλεται σέ προσταγή τού ίδιου του άγιου, που εμφανίστηκε σέ ενύπνιο ενός μοναχού.

Η παράδοση αυτή δεν μπορεί να επιβεβαιωθεί λόγω απουσίας οποιασδήποτε παλαιάς γραπτής σχετικής μαρτυρίας ή ορατών ιχνών κτηριακών εγκαταστάσεων στην περιοχή πού βρίσκεται το ανακαινισμένο εξωκλήσι τής Αγίας Παρασκευής, το οποίο αποτελούσε εξάρτημα της μονής, όπως και το σχετικά κοντινό σ’ αυτό εξωκλήσι τού Αγίου Παντελεήμονα.

Η Δεσποτική εικόνα, στο τέμπλο, της Αγίας Παρασκευής
πηγή

Κάποια στοιχεία, όμως, μας βάζουν σέ υποψία ότι η παραπάνω προφορική παράδοση ίσως και να έχει ιστορική βάση. 

Στο τέμπλο τού Καθολικού, λοιπόν, υπάρχει (σήμερα όλες οι δεσποτικές εικόνες φυλάσσονται σε άλλο σημείο) εικόνα τής αγίας Παρασκευής, χρονολογημένη με επιγραφή το 1812 που αποτελεί μία από τίς μόλις τέσσερεις δεσποτικές εικόνες τού αρχικού τέμπλου τού ναού και σε συνδυασμό με την ιδιαίτερη θέση της αριστερά τής Θεοτόκου, όπου τοποθετείται συνήθως η εικόνα τού άγιου ή της εορτής στην οποία είναι αφιερωμένος ένας ναός, πιθανότατα να απηχούσε ήδη από το 1812 την παράδοση τής παλαιότερης αφιερώσεως τής μονής στην αγία Παρασκευή.

Η ιδιαίτερη σχέση τής μονής με την αγία Παρασκευή τεκμαίρεται ακόμη από το γεγονός ότι παλαιότερα στο Καθολικό τής μονής φυλασσόταν μία ασημένια λειψανοθήκη με το χέρι της αγίας Παρασκευής, κειμήλιο πού πιθανότατα σχετίζεται με κάποια διαλυμένη Μονή τής Αγίας και σήμερα είναι αποθησαυρισμένη στη Μονή Αγίων Αυγουστίνου και Σεραφείμ τού Σαρώφ στο Τρίκορφο Φωκίδος.

Λιθανάγλυφη επιγραφή στην Μονή
Ανάλογη εικασία για τον χρόνο ίδρυσης της μονής εκφράζει και ο ιεροκήρυκας Ακαρνανίας και Ναυπακτίας ιερομόναχος
Ιωακείμ Σπετσιέρης, ο οποίος κατά την επίσκεψή του στον χώρο στις αρχές τού 20ου αιώνα παρατήρησε: «Από τε των ερειπίων καὶ εκ τινος δυσαναγνώστου επὶ λίθου μαρμαρίνου επιγραφής γίνεται δήλον οτι η Μονὴ δὲν αριθμεί πλέον των τριακοσίων ετών ηλικία δηλαδή εκτίσθη μετά την άλωσιν τής Κωνσταντινουπόλεως».

Χρονολογική ένδειξη ότι η μονή υπήρχε στη θέση αυτή στο τέλος τής 3ης δεκαετίας τού 18ου αιώνα αποτελεί η σωζόμενη εγχάρακτη σέ λίθο χρονολογία +1728 , η οποία είναι θραυσμένη σέ δύο τμήματα και βρίσκεται εντοιχισμένη σε δεύτερη χρήση στη βορειοανατολική γωνία ενός νεότερου κελιού, σημερινό αρχονταρίκι, νότια τού λεγόμενου Κελιού τού Διάκου ενώ ασφαλής ένδειξη ότι η μονή ήταν επανδρωμένη τὸ 1774 τυγχάνει η μνεία τού ιερομονάχου τής μονής, Παγκρατίου που τη χρονιά εκείνη υπογράφει μαζί μὲ άλλους ως μάρτυρας σε ομολογία πωλήσεως ακίνητων περιουσιακών στοιχείων στον πατέρα τού Αρτοτινού οπλαρχηγού Ανδρίτσου Σαφάκα.

Η Κτητορική επιγραφή πάνω από την βόρεια
είσοδο του Καθολικού της Μονής
Η σημαντικότερη γιὰ την ιστορία τής μονής χρονολογική μαρτυρία είναι η εντοιχισμένη πάνω απο την βορεινή είσοδο τού Καθολικού, λίθινη κτητορικὴ επιγραφή που αναφέρει το έτος κατασκευής τού ναού και μνημονεύει τὰ ονόματα των κτητόρων. 

Σύμφωνα με αυτήν, το κτήριο οικοδομήθηκε το 1806, την περίοδο που ήταν αγάδες στο Λιδορίκι, οι Χασάν και Μεχμέτ. 

Εκτός από τούς δύο Οθωμανούς αγάδες η κτητορικὴ επιγραφή μνημονεύει τὰ ονόματα διαφόρων κτητόρων, πέντε από τὰ οποία διακρίνονται ευκρινώς, ενώ στα δύο ποὺ βρίσκονται στὸν τελευταίο στίχο η φθορά των γραμμάτων δεν επιτρέπει την ασφαλή ανάγνωση των ονομάτων.

Ο πρώτος πού επιχειρεί ολοκληρωμένη ανάγνωση τής επιγραφής είναι ο Λουκόπουλος τὸ 1929, που σύμφωνα με αυτόν, στην επιγραφή μνημονεύονται τα ονόματα τεσσάρων μοναχών τής μονής (Γεράσιμος, Ιάκωβος, Παναγιώτης και Παγκράτιος) και τα ονόματα δύο λαϊκών: τού Αναγνώστη Φασίτσα και τού Τριώτη.

Το κελί του Αθανάσιου Διάκου στην Μονή
πηγή
Ενδιαφέρον προξενεί η απουσία τού ονόματός τού
Αθανασίου Διάκου, παρότι γνωρίζουμε ότι ανήκε στη δύναμη τής μονής.

Σύμφωνα με την ισχυρή παράδοση τής περιοχής, μπήκε στο μοναστήρι σέ ηλικία δώδεκα ετών στα 1793 - 1794, έμεινε σε αυτό αρχικά λίγο περισσότερο από μια δεκαετία και χειροτονήθηκε ιεροδιάκονος. 

Γύρω στο 1805, κυνηγημένος από τις οθωμανικές αρχές λόγω ακούσιου φόνου πού διέπραξε στην Αρτοτίνα στὸ πανηγύρι τής Παναγίας, εγκατέλειψε τὸ μοναστήρι γιὰ να ενταχθεί στο σώμα τού Τσὰμ Καλόγερου, ξακουστού Αρβανίτη κλέφτη ποὺ δρούσε στην Δωρίδα, έμεινε σε εαυτό δύο περίπου χρόνια και το 1807 επέστρεψε στο μοναστήρι τού Προδρόμου, έναν χρόνο μετά την ανέγερση τού νέου Καθολικού.

Άποψη  απο το κελί του Αθανάσιου Διάκου
πηγή
Συνεπώς το όνομά του δεν συμπεριλήφθηκε στην κτητορική επιγραφή τού Καθολικού λόγω τής απουσίας του απὸ τη μονή κατά την περίοδο των οικοδομικών εργασιών. 

Έναν χρόνο μετὰ, το 1808, ο Αθανάσιος Διάκος κυνηγημένος πάλι από τις οθωμανικές αρχές εγκαταλείπει οριστικά τὴ μονή τού Προδρόμου για να ενταχθεί ως πρωτοκλέφτης στο σώμα τού κλεφταρματωλού Σκαλτσοδήμου

Η ανάμνηση της στενής σχέσης τού Αθανασίου Διάκου με την Μονή τού Προδρόμου, στην οποία εγκαταβίωσε συνολικά δώδεκα περίπου χρόνια, διατηρείται ζωντανή στο παλαιότερο ίσως σωζόμενο κτίσμα τής μονής, τὸ επονομαζόμενο Κελί τού Διάκου, που υψώνεται νότια τού Καθολικού και  θεωρείτε ως το προσωπικό κελί του.

Άποψη  απο το κελί του Αθανάσιου Διάκου
πηγή
Το Κελί τού Διάκου είναι διαστάσεων 7.60 μέτρων Χ 6.00 μέτρων με δύο επίπεδα, στο ισόγειο περιλαμβάνει έναν μόνο χώρο που χρησίμευε ως στάβλος και αποθήκη και στον όροφο περιλάμβανε μικρό προθάλαμο, βοηθητικό χώρο με «φωτογωνιά» και γκλαβανή για την εσωτερική επικοινωνία με τὸ ισόγειο αλλά και χώρο διαμονής στα πρότυπα του Οθωμανικού «οντά», δηλαδή το τζάκι στην μέση της μιας πλευράς του και χώρο διαμονής - ύπνου, όπου οι άνθρωποι κάθονταν και κοιμούνταν σέ στρώματα, εκατέρωθεν τού τζακιού

Το 1930  και με αφορμή τους εορτασμούς για τη συμπλήρωση των 100 χρόνων από την δημιουργία του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους η Κεντρική Επιτροπή Εκατονταετηρίδος τοποθέτησε στην ανατολική όψη του κελιού του Αθανάσιου Διάκου,  μια μαρμάρινη πλάκα, με την οποία αναγνωρίστηκε επισήμως ως ο χώρος στον οποίον διέμενε ο ήρωας της Επανάστασης.

Η μαρμάρινη πλάκα στο κελί
του Αθανάσιου Διάκου
Η καταγραφή αυτή είχε ως αποτέλεσμα και την κήρυξη το 1965 του Καθολικού και του κελιού του Διάκου ως ιστορικά διατηρητέων μνημείων. 

Το 1966 η Αρχαιολογική Υπηρεσία προχώρησε σε εργασίες στερέωσης και αποκατάστασης του κελιού του Αθανάσιου Διάκου, ενώ συγχρόνως έγιναν διορθωτικές εργασίες στη στέγη του Καθολικού της Μονής αλλά και περιορισμένης έκτασης επισκευές στα οικήματα των υπόλοιπων κελιών και του ξενώνα.

Το Καθολικό τής μονής είναι ένας μεγάλων διαστάσεων (7.75 x 19.50 μ. περίπου) μονόχωρος δρομικός ναός που στην σημερινή του μορφή τὸ εσωτερικό του χωρίζεται απο τέμπλο απλής μορφής σέ κυρίως ναό και ιερό ενώ έχει ξύλινη χρωματισμένη οροφή χωρισμένη σὲ τρία διάχωρα και το δάπεδό του είναι στρωμένο με πήλινες πλάκες. 

Άποψη  του Καθολικού της Μονής
πηγή
Η είσοδος στον Ναό γίνεται μέσω τριών θυρών. 

Αρχικές είναι η δυτική και η βόρεια, που αποτελούσε και την κύρια θύρα του ενώ και οι δύο έχουν λίθινα ορθογωνικὰ πλαίσια με ανάγλυφο διάκοσμο. 

Ο φωτισμός τού ναού γίνεται από τέσσερα σχετικά μεγάλα νεότερα παράθυρα που ανοίγονται ψηλά στον βόρειο τοίχο του, στη θέση μικρότερων αρχικών, απὸ τὰ οποία διατηρούνται τὰ τόξα των αψιδωμάτων ποὺ ήταν διαμορφωμένα επάνω από τὰ ορθογωνικά τους πλαίσια, ενώ στην κόγχη τού ιερού είναι διαμορφωμένο παράθυρο μὲ λίθινο δίλοβο πλαίσιο. 

Άποψη  του Καθολικού της Μονής
πηγή
Οι τοίχοι του ναού είναι κτισμένοι μὲ προσεγμένης κατασκευής αργολιθοδομὴ απὸ πλακοειδείς φλύσχες, μεγάλο μέρος των οποίων καλύπτει φαρδύ αρμολόγημα ενώ στὶς όψεις της πεντάπλευρης κόγχης τού ιερού είναι διαμορφωμένα τυφλά αψιδώματα με τόξα χαρακτηριστικής οθωμανικής μορφολογίας, και καλύπτεται με ξύλινη τρίρριχτη στέγη επικαλυμμένη με σχιστόπλάκες.

Σημαντική μαρτυρία γιὰ την ακτινοβολία τής μονής στην περιοχή τής Δωρίδας αποτελούν οι αφιερωτικές επιγραφές των τεσσάρων δεσποτικών εικόνων του αρχικού τέμπλου τού Καθολικού, όλες φιλοτεχνημένες το 1812, αφιερώματα πιστών απὸ τὰ χωριά τής Δωρίδας Κωστάριτσα (σημερινό Διχώρι) και Πεντοάγιος (σημερινοί Πενταγιοί). 

Άποψη της εισόδου της Μονής από τον δρόμο
Οι δεσποτικές εικόνες, όπως αναφέρεται στην εικόνα του άγιου Γεωργίου στο τέμπλο τού ομώνυμου ναού στην Αρτοτίνα, φιλοτεχνήθηκαν από: «χεὶρ Γεωργίου αναγνώστου 1814», ενός αγνώστου εως τώρα εξαιρετικού αγιογράφου

Στην Επανάσταση το μοναστήρι δεν φαίνεται νὰ υπέστη καταστροφή λόγω τής ασφαλούς ορεινής θέσης της, ενώ απο τα σωζόμενα έγγραφα σχετικά με την Μονή στα Γενικά Αρχεία του Κράτους προκύπτει ότι συμπεριλήφθηκε και αυτή στα μοναστήρια που διαλύθηκαν με το βασιλικό διάταγμα του Αντιβασιλέα του Όθωνα, το 1833, παρά τις επίμονες προσπάθειες των κατοίκων να το αποτρέψουν.

Άποψη του αύλειου χώρου της Μονής
Έκτοτε το μοναστηριακό συγκρότημα πέφτει σε σταδιακή ερήμωση, τα μοναστηριακά κτήματα και ο νερόμυλος μὲ τὴ νεροτριβή ενοικιάστηκαν με δημοπρασία από τούς Αρτοτινούς, όμως το 1850, ο μύλος και η νεροτριβή καταστράφηκαν ολοκληρωτικά από πλημμύρα του Εύηνου και έμεινε μόνο τὸ τοπωνύμιο
Καλογερικός Μύλος

Παρα τη νομική διάλυση καὶ την αποψίλωση απὸ τὰ κειμήλια καὶ τὴν κτηματική περιουσία της η μονή λόγω τής ιστορικής της σημασίας, τής σημαντικής θέσης της στὴν θρησκευτική και κοινωνική ζωή τής περιοχής φαίνεται ότι δεν ερημώθηκε εντελώς. Περιστασιακά η κοινότητα της Αρτοτίνας παρείχε διευκολύνσεις σε μεμονωμένους μοναχούς πού ήθελαν νὰ παραμείνουν στους χώρους της παρέχοντας πνευματικές υπηρεσίες στους κατοίκους τής περιοχής, όπως ο ιερομόναχος Ζαχαρίας Νικολάου απὸ την Ζηλίστα (σημερινὴ Κυδωνιὰ) Ευρυτανίας, που τὴην διετία 1854 - 1855 διαμένει στη μονή ως πνευματικός τής περιοχής.

Λίθινη επιγραφή: 2 Μαίου 1885
Περιστασιακά γίνονταν μικρές οικοδομικές εργασίες, όπως μαρτυρεί η λίθινη επιγραφή με τη χρονολογία 2 Μαΐου 1885 πού σώζεται στον αύλειο χώρο τής μονής. 

Το 1888 έμενε για ένα διάστημα στον χώρο ένας περαστικός από την περιοχή ιερομόναχος, επ’ ονόματι Αθανάσιος, που έκτισε στο πλάτωμα κοντά στην είσοδο τής μονής ένα κελί και εντοίχισε σ’ αυτό τον εγχάρακτο λίθο με τὴ χρονολογία 1728, πού βρήκε στα ερείπια των παλιών κελιών τής μονής. 

Ο Σπετσιέρης το 1908 παρατηρεί ότι η «Μονή ... διελύθη μετὰ των άλλων, πάντα δὲ τα εν αυτή μετακομίσθηκαν εις τὴν Αρτοτίναν, ένθα περιέπεσαν εἰς τὸν σάκο τις λήθης» και ότι, μὲ εξαίρεση τὸ Κελί τού Διάκου, «τα λοιπά κτίρια εισὶ κατεστραμμένα εντελώς, τὰ δὲ κτήματα τής Μονής μετὰ την διάλυσίν κατέλαβαν οι κάτοικοι τής κωμοπόλεως Αρτοτίνας».

Λίθινη επιγραφή, 1922.
Οι σοβαρές φθορές πού θα είχε υποστεί μὲ την πάροδο τού χρόνου τὸ Καθολικό τής εγκαταλελειμμένης επι εξήντα χρόνια μονής οδήγησε τούς κατοίκους τής Αρτοτίνας στην απόφαση νὰ προβούν το 1896 σέ εκτεταμένη ανακαίνισή του αλλά και την δεύτερη δεκαετία τού 20ου αιώνα φαίνεται ότι αναλαμβάνονται εκτεταμένες οικοδομικές εργασίες στη μονή. 

Λυτή θραυσμένη επιγραφή απὸ άγνωστο κτήριο μὲ χρονολογία 9 Μαρτίου 1922 στην αυλή τής μονής αναφέρεται σὲ κάποιον κτήτορα, το όνομα τού οποίου έχει εκπέσει. 

Τὸ 1998 συστήθηκε ερανική επιτροπή, η οποία το ίδιο έτος προέβη σὲ μικρότερης η μεγαλύτερης εκτάσεως εξωραϊστικές και βελτιωτικές επεμβάσεις στον χώρο καὶ στα βοηθητικά κτίσματα τού μοναστηριού καὶ παράλληλα σὲ συνεργασία με τὴ Μητρόπολη καταβλήθηκαν προσπάθειες γιὰ ανασύσταση τής μονής καὶ επάνδρωσή της, οι οποίες ωστόσο δεν τελεσφόρησαν. 

Έως τὴν ευόδωση των προσπαθειών η διοίκηση καὶ η διαχείριση τής μονής έχει ανατεθεί απο την Ιερά Μητρόπολη Φωκίδος σὲ πενταμελή Διαχειριστική επιτροπή, ενώ το 2018 αναγνωρίστηκε και επισήμως η σύσταση τής μονής. 

Έως σήμερα πνοή ζωής στο άδειο μοναστήρι δίνουν οι καθημερινοί προσκυνητές, τὸ μεγάλο πανηγύρι της Αποτομής τού Αύγουστου και ο πανηγυρικός εορτασμός τής εορτής τού Γενεθλίου τού Προδρόμου στις 24 Ιουνίου, την οποία τὰ τελευταία χρόνια οι μελισσοκόμοι της περιοχής γιορτάζουν στο μοναστήρι.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου