Τετάρτη 1 Ιουνίου 2016

ΤΕΜΑΧΙΟ ΤΗΣ ΤΙΜΙΑΣ ΚΑΡΑΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΡΩΤΟΜΑΡΤΥΡΑ ΚΑΙ ΑΡΧΙΔΙΑΚΟΝΟΥ ΣΤΕΦΑΝΟΥ.


Φυλάσσεται στην Ιερά Μονή Βατοπεδίου, στο Αγιο Ορος.

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Στην Ορθόδοξη Εκκλησία αποδίδουμε στα Αγία λείψανα τιμή και ευλαβική προσκύνηση, η όποια όμως δεν αποτελεί λατρευτική προσκύνηση η λατρεία. Τούτο γιατί κανείς ποτέ ορθόδοξος χριστιανός δεν ταύτισε στη σκέψη του τα τίμια λείψανα με «θεούς». Μακαριστός π. ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΑΛΕΒΙΖΟΠΟΥΛΟΣ (ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΠΑΡΑΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΩΝ ΟΜΑΔΩΝ).

Άγιοι Στέφανος και Παύλος ο Ξηροποταμινός
Μέσα του 18ου αιώνα, Nέα Σκήτη Άγιον Όρος.
πηγή
Ο Άγιος Στέφανος ήταν ένας από τους πιο διακεκριμένους μεταξύ των επτά διακόνων, που εξέλεξαν οι πρώτοι χριστιανοί για να επιστατούν στις κοινές τράπεζες των αδελφών, ώστε να μη γίνονται λάθη και τους οποίους χειροτόνησαν οι ίδιοι οι Άγιοι Απόστολοι.

Αν και κουραστική η ευθύνη του επιστάτη για τόσους αδερφούς παρ’ όλα αυτά ο Στέφανος έβρισκε καιρό αλλά και μεγάλη δύναμη για να κηρύττει το Ευαγγέλιο του Χριστού. 

Και όπως αναφέρει η Αγία Γραφή: «Στέφανος πλήρης πίστεως καὶ δυνάμεως ἐποίει τέρατα καὶ σημεῖα μεγάλα εν τω λαῷ».(Πραξ. Αποστόλων, στ΄8-15, ζ΄1-60). 

Δηλαδή ο Στέφανος, που ήταν γεμάτος πίστη και χάρισμα ευγλωττίας δυνατό, έκανε μεταξύ του λαού πολύ μεγάλα θαύματα, που προκαλούσαν κατάπληξη και αποδείκνυαν όμως έτσι την αλήθεια του χριστιανικού κηρύγματος.

Ο Στέφανος είχε αφιερώσει τη ζωή του στο κήρυγμα του ευαγγελικού λόγου καθώς και στη φιλανθρωπική δράση και για τη προσφορά του αυτή αλλά και για τις αρετές του τιμήθηκε και ευλογήθηκε με το χάρισμα της θαυματουργίας, με το οποίο θεράπευε ασθενείς και αποδείκνυε έτσι τη δύναμη του Χριστού. 


Ο λιθοβολισμός του Αγίου Στεφάνου.
Μιχαήλ Δαμασκηνός, 1590.
πηγή
Με τη βαθιά θεολογική του κατάρτιση ο Στέφανος ανέτρεπε εύκολα τις κακοδοξίες των Ιουδαίων, προκαλώντας την οργή και το φθόνο τους, αυτοί όμως, ήταν προκατειλημμένοι και εξαπέλυσαν συκοφάντες ανάμεσα στο λαό, που διέδιδαν ότι άκουσαν το Στέφανο να βλαστημά τον Μωυσή και το ίδιο τον Θεό. 

Με αφορμή αυτές τις συκοφαντίες εναντίον του, που οι ίδιοι είχαν ενσπείρει, άρπαξαν με μίσος τον Στέφανο και τον οδήγησαν μπροστά στο Συνέδριο, τάχατες για να απολογηθεί για τα σημαντικά παραπτώματά του. 

Η απολογία του Στεφάνου υπήρξε ένα πρότυπο τόλμης αλλά και θάρρους, χωρίς να φοβηθεί καθόλου, εξαπέλυσε λόγια - κεραυνούς εναντίον των Ιουδαίων και από υπόδικος, ορθώθηκε θυελλώδης ελεγκτής αλλά και κατήγορος τους. 

Ακράτητοι από το μίσος οι Ιουδαίοι, τον έσυραν έξω από την πόλη, όπου τον θανάτωσαν με λιθοβολισμό και εκεί φάνηκε η μεγάλη συγχωρητικότητα του Στεφάνου προς τους εχθρούς του με τη φράση του, «Κύριε, μὴ στήσης αὐτοῖς τὴν ἁμαρτίαν ταύτην», δηλαδή, Κύριε μη λογαριάσεις σε αυτούς την αμαρτία αυτή.
 
Την μέρα εκείνη, έγινε μεγάλος διωγμός κατά της εκκλησίας των Iεροσολύμων και όλοι σκορπίστηκαν στα χωριά της Iουδαίας και της Σαμάρειας, εκτός από τους Αποστόλους ενώ τον Στέφανο τον πήραν και τον έθαψαν μερικοί ευλαβείς άντρες.

Ο Πρωτομάρτυρας  Αρχιδιάκονος Στέφανος
Εικόνα βυζαντινή  τού δευτέρου μισού τού 14ου αιώνα. 
στο Βυζαντινό Μουσείο Καστοριάς
Με εντολή των προεστών μεταφέρθηκε το σώμα του Στεφάνου έξω από τη βόρεια πύλη της πόλης και έμεινε άταφο, να το κατασπαράξουν άγρια ζώα, όμως κανένα ζώο δεν το πείραξε και μερικοί ευλαβείς άντρες, αφού θρήνησαν, πήραν το σώμα του και το έθαψαν.
 
Αυτό έγινε με πρωτοβουλία του νομοδιδασκάλου Γαμαλιήλ, που παρακάλεσε και προέτρεψε τους Αποστόλους να πάρουν το σώμα του Στεφάνου και να το ενταφιάσουν στον τάφο που είχε ετοιμάσει για τον εαυτό του, στο χωριό Καφαργάμαλα, στην ευρύτερη περιοχή των Ιεροσολύμων όπως και έγινε. 
 
Ο Γαμαλιήλ, ο γιος του Άβιβος και ο ανιψιός του Νικόδημος, ο νυχτερινός μαθητής του Κυρίου, είχαν βαπτιστεί χριστιανοί από τους Αποστόλους Ιωάννη και Πέτρο όμως μετά το πένθος των σαράντα ημερών, οι Ιουδαίοι πληροφορήθηκαν ότι ο Νικόδημος βαπτίσθηκε και τον υπέβαλλαν σε πολλά βασανιστήρια.
 
Έτσι έφτασε διωκόμενος και πληγωμένος στο χωριό του Γαμαλιήλ και του ζήτησε καταφύγιο, δυστυχώς λίγες ημέρες αργότερα υπέκυψε στα τραύματά του και ενταφιάστηκε δίπλα στον Άγιο Στέφανο ενώ όταν αργότερα ο Γαμαλιήλ και ο γιος του Άβιβος απεβίωσαν, ενταφιάστηκαν και αυτοί δίπλα στον Άγιο Στέφανο και το Νικόδημο.

Η Ανακομιδή των Λειψάνων του Αγίου Πρωτομάρτυρα Στέφανου.
 
Ανακομιδή του Λειψάνου του Αγίου
Πρωτομάρτυρα Στεφάνου, Βυζαντινό
Μηνολόγιο (2-5 Αυγούστου) του
14ου αιώνα,βρίσκεται στην Bodleian
βιβλιοθήκη στην Οξφόρδη, της Αγγλίας.
Επί βασιλείας του Θεοδοσίου του Μικρού
(401450), στις 3 Δεκεμβρίου του 415,
ημέρα Παρασκευή ο Λουκιανός, ένας σεβάσμιος ιερέας στα Καφαργάμαλα, ενώ κοιμόταν, είδε σε όραμα τον Γαμαλιήλ ο οποίος του αποκάλυψε τον τόπο που ήταν ενταφιασμένος ο ίδιος, ο γιος του Άβιβος, ο ανιψιός του Νικόδημος και Άγιος Πρωτομάρτυς Στέφανος.    

Τον προέτρεψε μάλιστα να πάει στην Ιερουσαλήμ να ειδοποιήσει τον επίσκοπο Ιεροσολύμων Ιωάννη να μεταφέρουν τα λείψανα, για να αναπαυθούν σε ένα καταλληλότερο μέρος.  
 
Ο Λουκιανός όμως αβέβαιος για τη φύση του οράματός του δεν έκανε αυτό που πρόσταξε ο Γαμαλιήλ αλλά προσευχήθηκε στο Θεό να ξαναεμφανιστεί ο γέροντας, για να βεβαιωθεί πως επρόκειτο για αληθινό θεϊκό όραμα έτσι την επόμενη Παρασκευή ο Γαμαλιήλ εμφανίστηκε για δεύτερη φορά στο Λουκιανό και τον ρώτησε ανυπόμονα γιατί δεν έδρασε σύμφωνα με τις οδηγίες που του έδωσε. 
 
Ο Λουκιανός εξήγησε στο Γαμαλιήλ πως προσευχήθηκε επειδή είχε αμφιβολίες και πως περίμενε άλλο ένα σημάδι, για να πειστεί μάλιστα, ο Γαμαλιήλ του έδωσε λεπτομερείς πληροφορίες για τον τρόπο με τον οποίο θα αναγνώριζε τα άγια σώματα μετά την εκταφή τους.
 
Απεικόνιση του Αγίου Πρωτομάρτυρα Στέφανου
σε εικόνα του 6ου αιώνα, μουσείο Hermitage
πηγή
Ο Λουκιανός είδε λοιπόν
τέσσερα καλάθια, τρία χρυσά και ένα ασημένιο, τα χρυσά καλάθια ήταν στολισμένα με τριαντάφυλλα, το ένα καλάθι με κόκκινα ενώ τα άλλα δύο με λευκά και το τέταρτο καλάθι ήταν γεμάτο με σαφράν. 
 
Αμέσως ο Γαμαλιήλ εξήγησε πως τα τριαντάφυλλα αντιπροσωπεύουν τα ιερά λείψανα των ανδρών, τα κόκκινα αντιπροσώπευαν το Στέφανο που κέρδισε την τιμή του μαρτυρίου, τα λευκά τον Νικόδημο και τον Γαμαλιήλ για τη σταθερή τους πίστη και το σαφράν τον Αβελβούλ, γιατί είχε διατηρήσει την παρθενία του.
 
Ο Λουκιανός και πάλι δεν ακολούθησε το πρόσταγμα του Γαμαλιήλ που εμφανίστηκε και τρίτη φορά και τον επέπληξε, τότε ο Λουκιανός πληροφόρησε άμεσα τον επίσκοπο Ιωάννη για τα οράματά του εκθέτοντας με επιμέλεια όλες τις λεπτομέρειες. 
 
Αμέσως ο Ιωάννης έδωσε την άδειά του να γίνει η εκταφή και βρήκαν τους τάφους των αγίων ανδρών, στους οποίους ήταν χαραγμένα τα ονόματά τους στην εβραϊκή γλώσσα, Χιλιήλ που σημαίνει «Στέφανος», Νασόμ που σημαίνει «Νικόδημος», Γαμαλιήλ και Αβελβούς που σημαίνει «ὁ υἱὸς αὐτοῦ». Εκείνη την εποχή ο Ιωάννης Ιεροσολύμων (περίπου 356 417), που προήδρευε σε μία σύνοδο στη Διόσπολη, μόλις πληροφορήθηκε την εύρεση των λειψάνων, επέστρεψε συνοδευόμενος από τους επισκόπους Ευτόνιο Σεβαστής και Ελευθέριο Ιεριχούντων στα Ιεροσόλυμα, για να διεξάγει την ανακομιδή των λειψάνων του Πρωτομάρτυρα Στεφάνου.  
 
Στις 26 Δεκεμβρίου του 415 μεταφέρθηκε το λείψανο του Αγίου Στεφάνου με πανηγυρικό τρόπο στο ναό της Αγίας Σιών στην Ιερουσαλήμ και σηματοδότησε έτσι την επιστροφή του Αγίου στο τόπο της διακονίας του.
 
Το «πρόβλημα» της μεταφοράς του λειψάνου στην Κωνσταντινούπολη.
 
Η αφήγηση των γεγονότων της μεταφοράς προσκρούει σε ένα σημαντικό πρόβλημα, ενώ η εύρεση πραγματοποιείται το 415 επί Ονωρίου (395 ­‐ 423) και Θεοδοσίου του Μικρού (408 450), η μεταφορά, αν και μεταγενέστερο γεγονός, τοποθετείται αρκετά χρόνια πίσω, στα χρόνια δηλαδή της βασιλείας του Μεγάλου Κωνσταντίνου (306 ­‐ 337). 
 
Τα πρόσωπα που πρωταγωνιστούν είναι αυτά του Μεγάλου Κωνσταντίνου (272 - ­337), του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Αγίου Μητροφάνη Α ́ (306 ­‐ 314) και του Αρχιεπισκόπου Ιεροσολύμων Αγίου Κυρίλλου Α ́ (313 ­‐ 386).  
 
Ο Λουκιανός και ο μεταφραστής της επιστολής του Άβιτος (440), ο φίλος του Αβίτου Ορώσιος (395 ­‐ 423) και ο επίσκοπος Ιεροσολύμων Ιωάννης Β ́ (386 ­‐ 417) έδρασαν όλοι επί Θεοδοσίου του Μικρού (408 450). 
 
Ο Ορώσιος μετέφερε στη Βόρεια Αφρική και στην Ισπανία τμήματα του λειψάνου του Αγίου Στεφάνου, όταν στον επισκοπικό θρόνο της Ιππώνος βρισκόταν ο Αυγουστίνος (354 - 430), επίσης, πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι το όραμα του Λουκιανού πραγματοποιήθηκε την Παρασκευή, 3 Δεκεμβρίου του 415, και πως ο Γαμαλιήλ εμφανίστηκε άλλες δύο φορές, δηλαδή την επόμενη και την μεθεπόμενη Παρασκευή, στις 10 και 17 Δεκεμβρίου αντίστοιχα. 
 
Η αφήγηση λέει πως μετά την τρίτη εμφάνιση του Γαμαλιήλ (17 Δεκεμβρίου) ο Λουκιανός ανακάλυψε τα λείψανα του Αγίου και πως ο επίσκοπος Ιωάννης μετέβη άμεσα από τη Διόσπολη όπου βρισκόταν και συμμετείχε σε Σύνοδο, στα Ιεροσόλυμα, πρόκειται για τη Σύνοδο που αντιμετώπισε τον Πελάγιο και πραγματοποιήθηκε στα μέσα του Δεκέμβρη του 415 και στην οποία συμμετείχε ο Ιωάννης. 
 
Το γεγονός της διεξαγωγής της Συνόδου στα μέσα του Δεκέμβρη του 415, της 17ης Δεκεμβρίου του 415 που φαίνεται να είναι η ημερομηνία της τελευταίας εμφανίσεως του Γαμαλιήλ και αν λάβει κανείς υπόψη του και τη μεταφορά του λειψάνου στο ναό της Αγίας Σιών, που πραγματοποιήθηκε στις 26 Δεκεμβρίου του 415 οδηγείται με μεγάλη βεβαιότητα στο συμπέρασμα πως πρόκειται για την πιο αξιόπιστη και αληθοφανή εκδοχή της ιστορίας. 
 
Πώς τώρα συγχέονται τα γεγονότα που ακολουθούν με το όνομα του Μεγάλου Κωνσταντίνου είναι ένα θέμα γύρω από το οποίο μπορούν να γίνουν πολλές υποθέσεις.  
 
Ήταν πολύ διαδεδομένο το φαινόμενο οι διάφοροι αυτοκράτορες να επιδίδονται σε αγαθοεργίες και ανεγέρσεις ιερών ναών και προσκυνημάτων, ο αυτοκράτορας που ξεχώρισε και εγκαινίασε όλη αυτή την πρακτική ήταν αναμφίβολα ο Κωνσταντίνος Α ́ ο Μέγας, η δράση του και η βοήθεια που παρείχε στη μητέρα του Αγία Ελένη για το σκοπό αυτό ήταν πρωτοφανής και ανεπανάληπτη
 
Οι ναοί που υψώθηκαν ιδιαιτέρως στη Ρώμη και την Κωνσταντινούπολη αλλά και στην υπόλοιπη αυτοκρατορία εντυπωσίασαν τους χριστιανούς και επηρέασαν τη ζωή τους καθ’ όλη τη διάρκεια του μεσαιωνικού χριστιανισμού και κορωνίδα αυτής της δραστηριότητας υπήρη η εύρεση του Τιμίου Σταυρού και η ανέγερση ναών στα αγιότερα μέρη της Παλαιστίνης που προσέδωσε στον αυτοκράτορα θρυλικές διαστάσεις. 
 
Είναι λοιπόν λογικό να ταυτιστεί η μεταφορά των λειψάνων του πρώτου μάρτυρα του Χριστού με το πρόσωπο του Μεγάλου Κωνσταντίνου
 
Πιθανότατα όμως ο αυτοκράτορας στου οποίου τα χρόνια έγινε η μεταφορά του λειψάνου από τα Ιεροσόλυμα στην Κωσταντινούπολη να μην είναι ο Μέγας Κωνσταντίνος αλλά ο Θεοδόσιος Β ́ ο Μικρός.
 
Θα πρέπει να αναφερθεί εδώ πως επί πατριαρχίας του Ιουβελιανού Ιεροσολύμων (422 458), στις 15 Μαΐου του 439, τα λείψανα του Αγίου Στεφάνου μεταφέρθηκαν στη βασιλική που αναγέρθηκε στον τόπο του λιθοβολισμού του, σε μία μεγαλοπρεπέστατη τελετή όπου χοροστατούσε ο Κύριλλος Α ́ Αλεξανδρείας.  
 
Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφέρουμε πως ο Θεοδόσιος βασίλεψε έως το 450 και πως στον Πατριαρχικό θρόνο της πρωτεύουσας ανήλθε το 434 και παρέμεινε έως το 446 ο Πρόκλος Κωνσταντινουπόλεως, γνωστός και για το εγκώμιό του «εἰς τὸν ἅγιον πρωτομάρτυρα Στέφανον»
 
Η μεταφορά του λειψάνου στην Κωνσταντινούπολη μετά την κατάθεση του λειψάνου στην Αγία Σιών, κάποιος συγκλητικός από την Κωνσταντινούπολη με το όνομα Αλέξανδρος, ταξίδεψε στα Ιεροσόλυμα και έκτισε έναν μεγαλοπρεπή ναό αφιερωμένο στον Άγιο Στέφανο. 
 
Ο συγκλητικός παρακάλεσε θερμά τον επίσκοπο Ιωάννη να μεταφέρει εκεί τα λείψανα του Αγίου, αίτημα το οποίο έγινε δεκτό και όταν μετά από 5 χρόνια ο Αλέξανδρος αρρώστησε, κατασκεύασε ένα φέρετρο από ξύλο ροδακινιάς (γλωσσόκομον περσεϊνὸν) παρόμοιο με αυτό που περιείχε τα λείψανα του Αγίου Στεφάνου και εξέφρασε την επιθυμία του, όταν αποβιώσει, να ενταφιαστεί δίπλα στον Άγιο Στέφανο. 
 
Όταν τελικά απεβίωσε, το φέρετρο αυτό με το σώμα του Αλεξάνδρου τοποθετήθηκε δίπλα σε αυτό του Πρωτομάρτυρα και οκτώ χρόνια αργότερα, η χήρα του Αλεξάνδρου, Ιουλιανή, όταν θέλησε να μεταφέρει το σώμα του συζύγου της στην Κωνσταντινούπολη, παρουσιάστηκε στον τότε πατριάρχη Ιεροσολύμων και τον παρακάλεσε να της επιτρέψει τη μεταφορά του λειψάνου του.
 
Ο πατριάρχης αρχικά αρνήθηκε όμως μετά από παρέμβαση του πατέρα της Ιουλιανής, που είχε βασιλική προσταγή, αναγκάστηκε να το επιτρέψει, αλλά αυτή αντί να λάβει τη θήκη του ανδρός της έλαβε την όμοια θήκη του Αγίου Στεφάνου την οποία φόρτωσε σε όνο και ξεκίνησε την οδοιπορία της προς την Κωνσταντινούπολη. 
 
Οταν έφτασε η γυναίκα στην παράλια πόλη της Ασκάλωνος βρήκε πλοίο, επιβιβάστηκε και αναχώρησε για την Κωνσταντινούπολη ενώ κατά τη διάρκεια του ταξιδιού συνέβησαν διάφορες κακουχίες και θαυμαστά γεγονότα, αλλά με την πρόνοια του Αγίου έφθασαν στη Χαλκηδόνα όπου προσάραξε το πλοίο
 
Από εκεί προχώρησαν στο Γαλατά (Συκεαίς) και μετά πέρασαν απέναντι στο Σταυρίον (Ζεύγμα), όπου έζευσαν τους ημίονους και φόρτωσαν το λείψανο για να το μεταφέρουν στην Κωνσταντινούπολη.  
 
Εν τω μεταξύ ο βασιλιάς πληροφορήθηκε πως έφτασε το λείψανο του Στεφάνου στην Κωνσταντινούπολη, τότε η Ιουλιανή του διηγήθηκε όλη την περιπέτεια και ο βασιλιάς γεμάτος χαρά πρόσταξε τον πατριάρχη και όλο τον κλήρο να εξέλθουν, για να προϋπαντήσουν το άγιο λείψανο με τιμή και ευλάβεια και να το φέρουν στο βασιλικό παλάτι
 
Τα θαύματα που ακολούθησαν είναι απερίγραπτα. Έσυραν λοιπόν οι ημίονοι την άμαξα με το λείψανο, έως ότου έφτασαν στην περιοχή που ονομάζεται Κωνσταντιαναί και εκεί σταμάτησαν. 
 
Επειδή χτυπούσαν τα ζώα για να συνεχίσουν, ο ένας ημίονος μίλησε με ανθρώπινη φωνή και είπε: «Γιατί μας δέρνετε; Εδώ πρέπει να αποτεθεί το άγιο λείψανο», όταν ο πατριάρχης και οι παρευρισκόμενοι άκουσαν τη φωνή δοξολόγησαν το Θεό. 
 
Μόλις έμαθε ο βασιλιάς τα γεγονότα διέταξε να τοποθετηθούν τα λείψανα σε κάποιο ναό της περιοχής, όπου ο λαός είχε την ευκαιρία να τα προσκυνήσει για μεγάλο χρονικό διάστημα ενώ αργότερα κτίστηκε στον τόπο εκείνο ναός αφιερωμένος στον Άγιο Στέφανο.  
 
Ο Θεοφάνης ιστορεί πως ο Θεοδόσιος ο Μικρός έστειλε μεγάλη ελεημοσύνη στον αρχιεπίσκοπο Ιεροσολύμων, για να τη μοιράσει στους φτωχούς, επίσης, έστειλε ένα χρυσό σταυρό με πολύτιμους λίθους, για να τοποθετηθεί στον τόπο του Κρανίου ενώ ο αρχιεπίσκοπος Ιεροσολύμων έστειλε με τη σειρά του τη δεξιά χείρα του αγίου Στεφάνου εις ένδειξιν ευχαριστίας στην Κωνσταντινούπολη. 
 
Όταν το λείψανο, που μετέφερε ο Πασσαρίων, έφθασε στη Χαλκηδόνα, ο Άγιος φανερώθηκε στην Πουλχερία, η οποία είχε έλθει με τον αδελφό της, αυτοκράτορα Θεοδόσιο το Νέο, να παραλάβει το τίμιο αυτό κειμήλιο που εν συνεχεία αποτέθηκε στο παλάτι, πριν μεταφερθεί στην πρώτη εκκλησία της Βασιλεύουσας που αφιερώθηκε στον Άγιο
 
Η μνήμη του Πρωτομάρτυρα και Αρχιδιακόνου Αγίου Στεφάνου γιορτάζεται στις 27 Δεκεμβρίου και η ανακομιδή των λειψάνων του στις 2 Αυγούστου.


ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

ΤΗΝ ΔΕΞΙΑ ΚΝΗΜΗ
TOY AΓΙΟΥ ΣΤΕΦΑΝΟΥ (ΚΛΙΚ ΕΔΩ)


Απολυτίκιο 
Αγίου Στεφάνου