Πέμπτη 11 Ιουλίου 2019

Ιερός Ναός Αγίου Αθανασίου, Εύοσμος Θεσσαλονίκης.

πηγή


Βρίσκεται στην οδό Γραβιάς 20, στον Εύοσμο Θεσσαλονίκης. 





Ασπρόμαυρη φωτογραφία του 1925 με οικισμό
προσφύγων από τη Σμύρνη της Μικράς Ασίας
στο χωριό Χαρμάνκιοϊ
 αρχείο Θ. Τσινόπουλου.
πηγή
Τα δυτικά περίχωρα της Θεσσαλονίκης, δηλαδή η περιοχή από το Βαρδάρι ως το Δερβένι, κατά το μεγαλύτερο διάστημα της Τουρκοκρατίας περιελάμβαναν βοσκοτόπια, κτήματα, κήπους, χειμάρρους και έλη. 

Την περίοδο της τουρκοκρατίας, έως και μερικά χρόνια μετά το 1922, Χαρμάνκιοϊ ονομαζόταν μία ευρύτατη αγροτική έκταση, βορειοδυτικά της Θεσσαλονίκης, η οποία περιελάμβανε τους σημερινούς Δήμους Ελευθερίου - Κορδελιού, Εύοσμου, Αμπελοκήπων, Μενεμένης, Σταυρούπολης και το Δυτικό τμήμα τον Δήμου Θεσσαλονίκης. 

Το 1771 σε τουρκικό τεφτέρι σημειώνονται τρία τσιφλίκια, μεταξύ των οποίων το μεγαλύτερο είναι το Χαρμάν - Κιοΐ (τσιφλίκι) και καταγράφονται ως χριστιανικά με κατοίκους ασχολούμενους κυρίως με την παραγωγή ξυλοκάρβουνου που οι υποχρεώσεις τους περιελάμβαναν καταβολή φόρου και ορισμένης ποσότητας από ξυλοκάρβουνα στους Τούρκους. 

Άποψη του εσωτερικού του ναού
πηγή
Μετά την απελευθέρωση και κατά την διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου πολέμου, η περιοχή χρησιμοποιήθηκε σαν στρατόπεδο αγγλογαλλικών στρατευμάτων και όταν τα στρατεύματα αποχώρησαν, τα ξύλινα παραπήγματα του περιήλθαν στη δικαιοδοσία της Πρόνοιας, και το 1920 χρησιμοποιήθηκαν για την προσωρινή στέγαση Ποντίων προσφύγων από τη Ρωσία και μετά την Μικρασιατική καταστροφή για τους πρόσφυγες από την Σμύρνη. 

Σταδιακά, οι Χαρμανκιότες εγκαταστάθηκαν σε σπίτια τα οποία πήραν τη Θέση των παραπηγμάτων και η εγκατάσταση αυτή έγινε σε διάφορα στάδια, από τα τέλη της δεκαετίας τον 1920 μέχρι τη δεκαετία τον 1960, κάποια σπίτια κατασκεύασε το κράτος και άλλα οι ίδιοι οι κάτοικοι με κρατική χρηματοδότηση. 

Άποψη του εσωτερικού του ναού
πηγή
Οι κάτοικοι στην πλειοψηφία τους τότε ήτανε κεραμοποιοί, καθώς στην περιοχή, λόγω της καταλληλότητας του χώματος, λειτουργούσαν κεραμοποιεία από την εποχή της ανοικοδόμησης της Θεσσαλονίκης μετά την πυρκαγιά τον 1917.

Ο δήμος Ελευθερίου – Κορδελιού περιλάμβανε τρεις οικισμούς: το Νέο Κορδελιό, που το ίδρυσαν πρόσφυγες από τη Σμύρνη, το Χαρμάνκιοϊ (χωριό με αλώνια – το σημερινό Ελευθέριο), όπου αρχικά εγκαταστάθηκαν Μικρασιάτες και Πόντιοι πρόσφυγες και τον μικρό οικισμό της Διαλογής. 

Τα πρώτα χρόνια της ίδρυσής τους οι τρεις αυτοί οικισμοί συναποτέλεσαν την κοινότητα του Σταθμού, το 1929 όμως εντάχθηκαν, όπως και οι περισσότερες προσφυγικές συνοικίες, στο δήμο Θεσσαλονίκης. 

Σε όλη αυτή την περιοχή υπήρχε ένας μόνο οικισμός, από 60 ως 70 χριστιανικές οικογένειες,  που είναι χρονολογούμενος προ του 1818.

Αυτός ο οικισμός τοποθετείται στο χώρο γύρω από την εκκλησία τον Αγίου Αθανασίου Ευόσμου ενώ το Χαρμανκιόι χωρίστηκε σε δυο περιοχές, το νέο Χαρμανκιόι (Ελευθέριο) και το Παλαιό Χαρμάνκιοϊ (Εύοσμος) γύρω από το ναό του Αγίου Αθανασίου. 

Τοιχογραφία του Αγίου Αθανασίου στο Ιερό του
Ομώνυμου ναού στον Εύοσμο Θεσσαλονίκης
πηγή
Σε αυτόν εγκαταστάθηκαν 266 προσφυγικές οικογένειες από την περιοχή της Σμύρνης και ιδιαίτερα από τον Κουκλουτζά (προάστιο της Σμύρνης) και ακόμη 10 οικογένειες από τον Πόντο και 2 από την Ανατολική Θράκη ενώ το 1926 ο οικισμός άλλαξε όνομα και ονομάσθηκε Νέος Κουκλουτζάς. 

Το 1934, ιδρύθηκε η κοινότητα Νέου Κορδελιού, στην οποία εντάχθηκαν και οι οικισμοί του Χαρμάνκιοϊ και του Κουκλουτζά ενώ το 1952, ο Κουκλουτζάς αποσπάστηκε από το Νέο Κορδελιό και έγινε χωριστή κοινότητα με τη νέα πλέον ονομασία Εύοσμος, ενώ το Χαρμάνκιοϊ μετονομάστηκε, προς τιμήν του Ελευθερίου Βενιζέλου, σε Ελευθέριο. 

Τον επόμενο χρόνο, η κοινότητα Νέου Κορδελιού μετονομάστηκε και αυτή σε Ελευθέριο και το Ελευθέριο - Κορδελιό ήταν ανεξάρτητος Δήμος μέχρι το 2011 όταν ενώθηκε με το Δήμο Ευόσμου και τώρα αποτελούν έναν ενιαίο Δήμο, τον Δήμο Κορδελιού-Ευόσμου.

Η ανέγερση του ναού ήτανε στις αρχές του 19ου αιώνα που για άγνωστους λόγους μνημονεύεται ο εξισλαμισμός του ενήλικου γιου του Γεωργίου (Τραγιανού), ο οποίος πήρε το όνομα Αλής και τέθηκε υπό την καθοδήγηση του Αράπ Χατζή Μεχμέτ ενώ πιθανότατα έλαβε και ως κτήμα του ένα μεγάλο τμήμα από το τσιφλίκι, με το πρόσωπο αυτό να συνδέεται άμεσα με την ανέγερση του ναού του Αγίου Αθανασίου. 

Ιερά λείψανα του Αγίου Αθανασίου στον
Ομώνυμο ναό, στον Εύοσμο Θεσσαλονίκης
πηγή
Η τοπική παράδοση διασώζει την πληροφορία ότι κατόπιν θαυμαστού οράματος ο Αλής αποφασίζει να παραχωρήσει σημαντική έκταση, για να κτίσουν οι χριστιανοί κάτοικοι της περιοχής ένα ναό προς τιμήν του εμφανισθέντος Αγίου Αθανασίου. 

Ο ναός άρχισε να οικοδομείται το 1817 – σύμφωνα με άλλη εκδοχή το 1812 - και αποπερατώθηκε το 1819, όπως προκύπτει από την κτητορική επιγραφή στο τέμπλο του. 

Ο τύπος του ναού του Αγίου Αθανασίου είναι τρίκλιτη βασιλική με ξύλινη δίρριχτη στέγη και ξύλινο περίστωο, τύπος ευρέως διαδεδομένος στην περιοχή της Θεσσαλονίκης.

Η ανθεκτικότητα και η γραφικότητα του κτίσματος (είναι το παλαιότερο σωζόμενο σε όλη την εκτός των τειχών δυτική Θεσσαλονίκη) φανερώνουν την ευσέβεια, την τέχνη και την επιμέλεια των κτητόρων του ναού σε όλες τις μετέπειτα γενιές των χριστιανών της περιοχής μας. 

Η συμβολή του παραχωρήσαντος την έκταση, του εξισλαμισθέντος Αλή, φαίνεται ότι ήταν πολύ μεγάλη, αφού και χρήματα προσέφερε, αλλά και φρόντισε με σωζόμενο κιτάπι να «προικοδοτήσει» το ναό με σημαντική πέριξ αυτού έκταση.



Η Παναγία Ελεούσα αριστερά και Ο Χριστός Παντοκράτορας δεξιά, 
εικόνες του τέμπλου του ναού


Ο Άγιος Αθανάσιος αριστερά και ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος δεξιά, 
εικόνες του τέμπλου του ναού


Ο Άγιος Δημήτριος αριστερά και ο Άγιος Γεώργιος δεξιά, 
εικόνες του τέμπλου του ναού


Άποψη του εσωτερικού του ναού
πηγή
Η παράδοση μάλιστα εμμένει στην πληροφορία ότι πήγαινε ο ίδιος κρυφά τις νύκτες εκεί για να προσευχηθεί, επομένως η όλη ιστορία του αποτελεί μία ακόμη περίπτωση κρυπτοχριστιανού, ο οποίος με τη φαινομενική του αλλαξοπιστία πέτυχε να εξασφαλίσει ναό για τις λατρευτικές ανάγκες των χριστιανών του τσιφλικιού

Το Χαρμάνκοϊ αρχικά και στη συνέχεια ο Κουκλουτζάς και ο Εύοσμος μέχρι το 1970 είχαν μόνο το μικρό αυτό ναό για τη χριστιανική πίστη και για την τέλεση των μυστηρίων

Οι παλαιές εικόνες είναι απόδειξη της γενναίας οικονομικής συμβολής του κτήτορος «Αλή» και χρονολογούνται όλες το 1819. 

Πρόκειται για εικόνες της επαρχιακής μακεδονίτικης αγιογραφίας του 19ου αιώνα, οι οποίες πρέπει να αποδοθούν πιθανότατα στον αγιογράφο  Μαργαρίτη Λάμπου από την Κολακιά (Πύργος, Χαλάστρα), χωριό με πλούσια παράδοση αγιογράφων που άφησαν έργα τους στις περιοχές Θεσσαλονίκης, Ημαθίας, Πιερίας, Κιλκίς και Χαλκιδικής. 

Οι εικόνες του ναού φανερώνουν υψηλή τέχνη και το γεγονός μάλιστα ότι είναι δέκα και φιλοτεχνήθηκαν με τη χρήση και φύλλων χρυσού αποκαλύπτει εμμέσως πλην σαφώς το χορηγό, που κάλεσε και φιλοξένησε επί μακρόν τον αγιογράφο μέχρις ότου τελειώσει το έργο του. 

Σε πέντε από τις εικόνες αυτές διαβάζουμε και ονόματα χριστιανών δωρητών τους, όπως: Γεώργιος Τραγιανός και Κιρανό Στεργίου, Πέτρος Τραγιανός, Αναστάσιος Νικολάου Καπίλας, Νικόλαος Τάσιου και Δημητράκης Αποστόλου. 

Ο Ναός αναπαλαιώθηκε υποδειγματικά το 2013 και έχει ανακηρυχθεί με υπουργική απόφαση ιστορικό διατηρητέο μνημείο.


Τρίτη 9 Ιουλίου 2019

ΤΑ ΛΕΙΨΑΝΑ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΔΑΥΙΔ ΤΟΥ ΔΕΝΔΡΙΤΗ.

πηγή

Φυλάσσονται στην Ιερά Μονή Αγίας Θεοδώρας στην Θεσσαλονίκη. 

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Στην Ορθόδοξη Εκκλησία αποδίδουμε στα Αγία λείψανα τιμή και ευλαβική προσκύνηση, η όποια όμως δεν αποτελεί λατρευτική προσκύνηση η λατρεία. Τούτο γιατί κανείς ποτέ ορθόδοξος χριστιανός δεν ταύτισε στη σκέψη του τα τίμια λείψανα με «θεούς». Μακαριστός π. ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΑΛΕΒΙΖΟΠΟΥΛΟΣ (ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΠΑΡΑΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΩΝ ΟΜΑΔΩΝ).



Όσιος Δαβιδ.
Τοιχογραφία τού 1547 ἀπό τόν Τζώρτζη 
(Ζώρζης) Fuca στην Ιερά Μονή 
Διονυσίου Άγιον Όρους
Ο Όσιος Δαβίδ καταγόταν από τη βόρεια Μεσοποταμία, που ήταν ένα μεγάλο μοναστικό κέντρο, και γεννήθηκε περίπου το 450. 

Για λόγους που δεν αναφέρονται ήλθε στη Θεσσαλονίκη μαζί με το μοναχό Αδολά και κατά το βιογράφο τους ο Όσιος εισήλθε αρχικά στη μονή των Αγίων Μαρτύρων Θεοδώρου και Μερκουρίου, επιλεγομένη Κουκουλλιατών, της οποίας η τοποθεσία προσδιορίζεται «ἐν τῷ ἀρκτικῷ μέρει τῆς πόλεως πλησίον τοῦ τείχους ἐν ᾧ ἐστι τὸ παραπόρτιον τῶν Ἀπροΐτων». 

Το προσωνύμιο «Κουκουλλιατῶν» ή «Κουκουλλατῶν» δηλώνει τους μοναχούς που έφεραν κουκούλιο, ίσως κατά ιδιάζοντα τρόπο, αν κρίνει κανείς από τις σωζόμενες απεικονίσεις του Οσίου, δηλαδή ριγμένο στους ώμους ενώ η θέση της μονής πρέπει να αναζητηθεί βορειοανατολικά της Ακροπόλεως, εκεί όπου αναγνωρίζεται το τοπωνύμιο «Κῆπος τοῦ Προβατᾶ»

Τα παραδείγματα των αγίων ανδρών της Παλαιάς Διαθήκης, ιδιαιτέρως του Προφήτου και βασιλέως Δαβίδ, ο οποίος «τριετῆ χρόνον ᾐτήσατο, ἵνα δοθῇ αὐτῷ χρηστότης καὶ παιδεία καὶ σύνεσις», ώθησαν τον Όσιο Δαβίδ να αποφασίσει να καθίσει σε δένδρο αμυγδαλέας μέχρι ο Κύριος να του αποκαλύψει το θέλημά Του και να του χαρίσει σύνεση και ταπείνωση. 

Στο τέλος της τριετίας εμφανίσθηκε στον Όσιο Άγγελος Κυρίου και τον διαβεβαίωσε ότι εισακούσθηκε η παράκλησή του και η δοκιμασία του ως δενδρίτου ασκητού έληξε και να κατέλθει από το δένδρο για να συνεχίσει τον ασκητικό του βίο σε κελί αινών και ευλογών τον Θεό. 

Οι όσιοι Συμεών Στυλίτης αριστερά και Δαβίδ δεξιά.
Εικόνα τού 15ου αιώνα στην Ιερά Μονή 
Βατοπαιδίου Άγιον Όρος.
Ο Όσιος κοινοποίησε την οπτασία αυτή στους μαθητές του, ζητώντας τη βοήθειά τους για την κατασκευή του κελιού και η είδηση γρήγορα έφθασε στον Αρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης Δωρόθεο αλλά και σε όλη την πόλη.

Ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός με τη Νεαρά 11, του 535, απέσπασε από την εκκλησιαστική δικαιοδοσία του Αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης τις βόρειες περιοχές του Ιλλυρικού και ανύψωσε την ιδιαίτερή του πατρίδα σε Αρχιεπισκοπή, υπό τον τίτλο της Νέας Ιουστινιανής.

Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης ήταν ο Αριστείδης, ο οποίος αν και αποδέχθηκε τη μεταβολή, προσπάθησε να περισώσει την πολιτική σημασία της πόλης, με την επαναφορά της έδρας του υπάρχου του Ιλλυρικού από την Πρώτη Ιουστινιανή στη Θεσσαλονίκη, όμως ενώ η διάσπαση της εκκλησιαστικής διοίκησης δεν μείωνε την αξία της Θεσσαλονίκης, η μετάθεση της έδρας της υπαρχίας συνιστούσε σοβαρό υποβιβασμό της πόλης. 

Το αίτημα λοιπόν των Θεσσαλονικέων, καθώς και η επιθυμία του υπάρχου Δομνίκου, ήταν η επαναφορά της έδρας στη Θεσσαλονίκη, ιδέα που ενστερνίσθηκε με ενθουσιασμό ο Αρχιεπίσκοπος Αριστείδης και ζητήθηκε η βοήθεια του Οσίου Δαβίδ για τη μεταφορά του αιτήματος στον Ιουστινιανό, διότι ο Αρχιεπίσκοπος, όπως ο Βίος εξηγεί, δεν μπορούσε «καταλιπεῖν τὴν πόλιν ἀδιοίκητον» και να μεταβεί στην Κωνσταντινούπολη. 

Άγιοι Παχώμιος και Δαβίδ  απο την Θεσσαλονίκη. 
Εικόνα τού έτους 1577 στην Ιερά Μονή Διονυσίου,
 Άγιον Όρος.
Μετά από χρόνια εγκλεισμού ο Όσιος εμφανίσθηκε για πρώτη φορά στο φως του ήλιου και η μορφή του είχε αλλάξει. 

Τα μαλλιά του είχαν μακρύνει μέχρι την οσφύ αυτού και τα γένια του μέχρι τους πόδες του, το δε άγιο πρόσωπό του έλαμπε σαν τις ακτίνες του ήλιου. 

Συνοδευόμενος από δύο μαθητές του, τον Θεόδωρο και τον Δημήτριο, απέπλευσε προς τη Βασιλεύουσα, η φήμη του όμως είχε προτρέξει και όταν έφθασε εκεί, όλη η Πόλη τον υποδέχθηκε. 

Η υποδοχή του από τη Θεοδώρα, σύζυγο του Ιουστινιανού, καθώς και οι τιμές και ο σεβασμός της προς το πρόσωπο του Οσίου, προκάλεσαν τον θαυμασμό όλων των παρισταμένων. Η Θεοδώρα κινήθηκε δραστήρια έτσι, όταν επέστρεψε ο Ιουστινιανός, ο οποίος απουσίαζε σε επίσημες υποχρεώσεις, φρόντισε να προκαταλάβει τη γνώμη του θετικά υπέρ του Οσίου Δαβίδ, με αποτέλεσμα ο αυτοκράτορας να προσκαλέσει τον Όσιο ενώπιον της συγκλήτου. 

Ο Όσιος παρουσιάσθηκε στη σύγκλητο κατά τρόπο θεαματικό κρατώντας στα χέρια του φωτιά με θυμίαμα που δεν κατέκαιγε τη σάρκα του και το παράστημά του καθώς και το προφανές θαύμα επέβαλε σε όλους κλίμα δέους και ο βασιλέας πρόθυμα ικανοποίησε το αίτημά του.

Βυζαντινό Μηνολόγιο 25 - 28, Ιουνίου. 
14ου αιώνα, βρίσκεται στην  Οξφόρδη της Αγγλίας.
Bodleian Βιβλιοθήκη (Bodleian Library)

Κομίζοντας τα αγαθά νέα ο Όσιος απέπλευσε για τη Θεσσαλονίκη, την οποία όμως έμελλε μόνο από μακριά να ξαναδεί.

Μόλις το πλοίο παρέκαμψε το ακρωτήριο εκείνος παρέδωσε το πνεύμα του στο Θεό με το γεγονός αυτό να συνέβη μεταξύ των ετών 535 – 541.

Η είδηση της άφιξης του ιερού λειψάνου του Οσίου συγκλόνισε ολόκληρη την πόλη της Θεσσαλονίκης και το σκήνωμά του αρχικά κατατέθηκε στον τόπο, όπου είχαν αποτεθεί παλαιότερα τα ιερά λείψανα των Μαρτύρων Θεοδούλου και Αγαθόποδος, στα δυτικά του λιμανιού. 

Ο Αρχιεπίσκοπος Αριστείδης με πολλή θλίψη όρισε πάνδημη κηδεία και το λείψανο του Οσίου ενταφιάσθηκε στη μονή του, των Απροΐτων, σύμφωνα και με την επιθυμία του.

Εκατόν πενήντα χρόνια μετά την κοίμηση του Οσίου, περί το 685 – 690, έγινε μία προσπάθεια για τη διάνοιξη του τάφου, όταν ο ηγούμενος της μονής των Απροΐτων Δημήτριος «ἠθέλησεν ἀπὸ πολλὴν πίστιν λαβεῖν τι μέρος ἐκ τοῦ ἁγίου αὐτοῦ λειψάνου»

Μόλις όμως ξεκίνησε η εργασία αυτή, η πλάκα που κάλυπτε τον τάφο έσπασε και αυτό θεωρήθηκε ως θέλημα του Οσίου να μη θιγεί. 

Έτσι το ιερό λείψανο παρέμεινε στην αρχική του θέση μέχρι την εποχή των σταυροφοριών. 

Κατά την περίοδο της λατινικής κυριαρχίας του Μομφερατικού οίκου στη Θεσσαλονίκη (1204 – 1222), το ιερό λείψανο μεταφέρθηκε στην Ιταλία και το 1236 απαντάται στην Παβία, από όπου μεταφέρθηκε στο Μιλάνο, το 1967.

Τελικά, το σεπτό λείψανο του Οσίου Δαβίδ με ενέργειες τού Παναγιωτάτου Μητροπο­λί­του Θεσσαλονίκης κ.κ. Παντελεήμονος Β', μεταφέρθηκε στη Θεσσαλονίκη και κατατέθηκε στη βασιλική του Αγίου Δημητρίου στις 16 Σεπτεμβρίου του 1978 ενώ σήμερα φυλάσσεται στην Ιερά Μονή Αγίας Θεοδώρας στην Θεσσαλονίκη.

Η μνήμη του γιορτάζεται στις 26 Ιουνίου.


Η ΤΙΜΙΑ ΚΑΡΑ ΚΑΙ ΤΑ ΛΕΙΨΑΝΑ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΠΑΝΑΓΗ ΜΠΑΣΙΑ.



Φυλάσσονται εντός αργυρής θήκης στον ιερό ναό Αγίου Σπυρίδωνος Ληξουρίου, όπου βρίσκεται και ο τάφος του.

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Στην Ορθόδοξη Εκκλησία αποδίδουμε στα Αγία λείψανα τιμή και ευλαβική προσκύνηση, η όποια όμως δεν αποτελεί λατρευτική προσκύνηση η λατρεία. Τούτο γιατί κανείς ποτέ ορθόδοξος χριστιανός δεν ταύτισε στη σκέψη του τα τίμια λείψανα με «θεούς». Μακαριστός π. ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΑΛΕΒΙΖΟΠΟΥΛΟΣ (ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΠΑΡΑΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΩΝ ΟΜΑΔΩΝ).





Ο Όσιος Παναγής ο Μπασιάς,
φ
ωτογραφία εποχής, 19ος αιώνας.
πηγή
Ο Όσιος Παναγής ο Μπασιάς γεννήθηκε στο Ληξούρι της Κεφαλληνίας, το 1801 και ήταν γιός ευσεβών και επιφανών γονέων, του Μιχαήλ Τυπάλδου – Μπασιά και της Ρεγγίνας Δελλαπόρτα, έμαθε Ιταλικά, Γαλλικά, Λατινικά ενώ καταρτίσθηκε στη φιλοσοφία και τη θεολογία. 

Μικρός ακόμα χειροθετείται αναγνώστης και επίσης στην αρχή της σταδιοδρομίας του διορίζεται και γραμματοδιδάσκαλος εξασκώντας το λειτούργημα του διδασκάλου. 

Εμπνεόμενος από τα ριζοσπαστικά κηρύγματα του Κοσμά Φλαμιάτου και Ευσεβίου Πανά, οι οποίοι υπεράσπιζαν ότι οι Άγγλοι (κυρίαρχοι της Επτανήσου) προστάτες, ουσιαστικά τύραννοι, επιβουλεύονται το ορθόδοξο φρόνημα των κατοίκων, αφήνει το δημόσιο σχολείο και παραδίδει μαθήματα κατ’ οίκον συνεχίζοντας την αποστολή του.

Σε ηλικία 20 ετών, μετά τον θάνατο του πατέρα του, έχοντας έμφυτη κλίση και επηρεαζόμενος από την προσωπικότητα του πολιούχου μεγάλου ασκητού Αγίου Γερασίμου και του γείτονός του, επίσης μεγάλου ασκητού Αγίου Ανθίμου, εγκαταλείπει τα πάντα και φθάνει στο «Ξηροσκόπελο», ένα μικρό νησάκι στην κάτω Λειβαθώ Βλαχερνών που ήτανε τόπος εξορίας κληρικών από του Άγγλους. 

Μέρος των λειψάνων του Οσίου στον Ιερό Ναό του Αγίου
Σπυρίδωνα στο Ληξούρι
πηγή
Εξόριστος τις ημέρες εκείνες ήτανε και ο περίφημος Ζακύνθιος κληρικός Νικόλαος Καντούνης, ο Όσιος δεν έμεινε όμως πολύ διάστημα υπακούοντας τις ικεσίες της χήρας μητέρας του αλλά και της απροστάτευτης αδελφής του.

Το 1836 χειροτονείται διάκονος και πρεσβύτερος, με το όνομα Παΐσιος, από τον Αρχιεπίσκοπο Κεφαλληνίας Παρθένιο Μακρή ενώ δεν ζήτησε ενοριακή θέση και συνήθως λειτουργούσε στο εξωκκλήσι του Αγίου Σπυρίδωνος στον Πλατύ Γιαλό, όπου συνέρρεε πλήθος πιστών, για να λειτουργηθεί και να ακούσει τα θερμά κηρύγματά του. 

Υπήρξε η προσωποποίηση της ελεημοσύνης και θερμός συμπαραστάτης των αδυνάτων, έλαβε από τον Θεό το χάρισμα της προφητείας και «προΰλεγε τὰ μέλλοντα συμβαίνειν εἰς πρόσωπα, οἰκογενείας καὶ γενικώτερον τῆς κοινωνίας», όπως γράφεται στην εισήγηση της Αγιοκατάταξης του.

Στις 21 Μαΐου 1864 γεύεται τη χαρά της Ενώσεως της Επτανήσου με τη Ελλάδα, για την οποία εργάσθηκε με τον δικό του αντιστασιακό τρόπο  και το 1867 με τους φοβερούς σεισμούς της Παλλικής, γκρεμίζεται η οικία του και από τότε φιλοξενείται στην οικία του ξαδέλφου (η μητέρα του Ρεγγίνα ήταν αδελφή της μητέρας του Ιωάννη Γερουλάνου) του Ιωάννου Γερουλάνου, πατέρα του σπουδαίου χειρουργού Μαρίνου Γερουλάνου. Ο Άγιος πέρασε την υπόλοιπη ζωή του στο δωμάτιο, το επονομαζόμενο κελί, έως ότου παρέδωσε την μακαρία ψυχή του στον Θεό που τόσο πολύ αγάπησε.



O τάφος του Οσίου Παναγή Μπασιά στον Ιερό Ναό του Αγίου
Σπυρίδωνα στο Ληξούρι
πηγή

Το ασκητήριο του Οσίου Παναγή Μπασιά
στο νησάκι Δίας
πηγή
Λόγω της μεγάλης του φήμης καταφεύγει στη γνωστή μέθοδο μεγάλων Ασκητών να προσποιείται τον τρελό, και έτσι συγκαταριθμείται στη χορεία των Δια Χριστόν σαλών Αγίων.

Για πέντε χρόνια ταλαιπωρείται κλινήρης όμως και ασθενής συνεχίζει να ευλογεί, να ειρηνεύει, να καθοδηγεί, να συμβουλεύει τους Χριστιανούς, που νυχθημερόν τον επισκέπτονται.

Εκεί δέχεται και την επίσκεψη του νέου Αρχιεπισκόπου Γερμανού Καλλιγά, στον οποίο προλέγει την ανάρρησή του στον Αρχιεπισκοπικό Θρόνο των Αθηνών.

Ο Όσιος Παναγής κοιμήθηκε το 1888 με πάνδημη τριήμερη κηδεία  ενώ η ανακομιδή των Ιερών Λειψάνων του έγινε στις 6 Ιουνίου του 1976 και η Αγιοκατάταξη του έγινε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο δια Πατριαρχικής και Συνοδικής Αποφάσεως την 4η Φεβρουαρίου του 1986.

Η μνήμη του τιμάται από την Εκκλησία μας στις 7 Ιουλίου.


Παρασκευή 5 Ιουλίου 2019

Ιερά Μονή Αγίας Παρασκευής Δομαβιστίου, Νάματα Κοζάνης.

πηγή


Βρίσκεται στους πρόποδες του όρους Σινιάτσικο σε υψόμετρο 950 μέτρων, τρία χιλιόμετρα ανατολικά του δρόμου Εράτυρας – Σισάνι και τέσσερα χιλιόμετρα νότια των Ναμάτων στα όρια με τον Πελεκάνο.




Το Καθολικό της Μονής
πηγή
Οι τοιχογραφίες της Μονής που σώζονται σήμερα είναι περίτεχνα αριστουργήματα αγιογράφων από το Λιανοτόπι του Γράμμου.

Χρονολογούνται στις αρχές του 1600 καθώς επίσης την ίδια εποχή είναι φιλοτεχνημένο και το ξυλόγλυπτο, επιχρυσωμένο τέμπλο, έργο Ηπειρωτών  μαστόρων, παρόμοιο με εκείνο της Αγίας Παρασκευής Σιάτιστας. 

Η μονή είναι γνωστή και ως Αγία Παρασκευή από το Ντομαβίστι, λέξη Σλάβικη, που ήτανε χωριό ένα χιλιόμετρο νότια του μοναστηριού και η ονομασία αυτή (από το Ντομαβίστι) δεν πρέπει να ταυτίζεται με το χωριό Ντομαβίστι, αφού το χωριό είχε δική του εκκλησία, τους Αγίους Ταξιάρχες που σώζεται μέχρι σήμερα. 

Η φρουριακή τύπου είσοδος του μοναστηριού.
πηγή
Υπάρχει όμως η εκδοχή να ήταν από το πρώτο Ντομαβίστι που σήμερα λέγεται Παλιοχώρι, που ήταν πάνω από το Γκλιανοβίκο, και από αυτό δημιουργήθηκε το νέο Ντομαβίστι και μάλιστα στα χρόνια της τουρκοκρατίας γύρω στα 1500, όταν καταστράφηκε η Σισανούπολη. Το μοναστήρι της Αγίας Παρασκευής ιδρύθηκε πολύ πιο μπροστά και είναι αδιάψευστος μάρτυρας ένας μεγάλος καρόδρομος που ενώνει το Παλιοχώρι με το μοναστήρι, όπου τα ίχνη του διακρίνονται καθαρά μέχρι σήμερα.

Από τον καιρό που διαλύθηκε το Παλιοχώρι και μεταφέρθηκε στο νέο Ντομαβίστι, οι μπέηδες αυτού του χωριού το έκαναν και αυτό κτήμα τους, γιατί η ιστορία του χάνεται μέσα στα χρόνια της τουρκοκρατίας και εμφανίζεται και πάλι στον 18ο αιώνα με χριστιανική διοίκηση με ηγουμένους και καλόγερους, αλλά και πάλι κατά τα τέλη του 19ου αιώνα ο τελευταίος μπέης του Ντομαβιστίου το ξανακάνει τσιφλίκι του με τη δύναμη του οθωμανικού δυνάστη.


Άποψη της Μονής
πηγή
Στον κατάλογο των χωριών, αυτό είναι δικαιοδοσία του Μητροπολίτη Σισανίου και Σιατίστης, ο οποίος το έχει καταχωρίσει στον κώδικα της Μητροπόλεως του 1797. 

Ο Μητροπολίτης Νεόφυτος το αναφέρει «χωρίον Ντομαβίστι και μοναστήρι Αγίας Παρασκευής» και ο Άνθιμος Σεβαστείας στην πραγματεία του για τις μονές της επαρχίας Σισανίου την αναφέρει «Ιερά Μονή της Αγίας Παρασκευής κατά το Ντομαβίστι».

Το μοναστήρι αυτό είναι το αρχαιότερο της Μητρόπολης Σισανίου και Σιατίστης σύμφωνα με τον Διόδωρο που στο 106/31-5-1940 έγγραφό του προς τον Ο.Δ.Ε.Π αναφέρει:
«η Μονή Φλαμουριάς- μετονομασία του Ντομαβιστίου – είναι ίσως η αρχαιοτέρα των μονών της Δυτικής Μακεδονίας, αλλά δεν μπορούμε με ακρίβεια να γνωρίζουμε ποιον αιώνα έχει ιδρυθεί. Υπάρχουν μαρτυρίες για τον 8ο αιώνα».


Άποψη του Καθολικού της Μονής
πηγή
Μετά την ίδρυσή του, χάνονται τα ίχνη του και μέχρι το 1750 περίπου μπορεί να το εκμεταλλεύονταν οι μπέηδες του Ντομαβιστίου ενώ μετά το 1880 μια παράδοση αναφέρει «το μοναστήρι εληστεύθη και απεγυμνώθη τρεις φορές υπέρ των εξήντα χιλιάδων γροσίων του τότε καιρού. Εκτός ασημικών και άλλων πολύτιμων πραγμάτων, εις την τελευταίαν ληστείαν εφόνευσαν και τον δούλον του, εις το μαγειρίον και άλλον εις το δωμάτιο του κακοποιήσαντες απεβίωσε αργότερα».

Πιθανόν ο Μπέης του Ντομαβιστίου να το ξανάκανε τσιφλίκι του, όμως το 1874 το μοναστήρι με όλη του την περιουσία, εκτός από τις κτιριακές του εγκαταστάσεις και λίγα κτήματα, έγινε κτήμα του Μπέη μέχρι την απελευθέρωση της Μακεδονίας και Ηπείρου το 1912. 

Τότε, με δικαστική απόφαση και χωρίς να εμφανιστούν οι Μπέηδες του Ντομαβιστίου στο δικαστήριο, το μοναστήρι απέκτησε ξανά την εδαφική του περιουσία και διοικήθηκε από ηγουμένους και καλόγερους μέχρι το 1927 που με νόμο του κράτους απαλλοτριώθηκε από ακτήμονες κτηνοτρόφους και γεωργούς των τριών κοινοτήτων Νάματα, Πελεκάνου και Σισάνι. 

Άποψη της Μονής
πηγή
Όσο για το χωριό Ντομαβίστι, το οποίο κατοικούσαν λίγοι Έλληνες χριστιανοί που ήταν οι κολίγοι του Μπέη, με την αποχώρηση των Τούρκων το 1913, εγκατέλειψαν και αυτοί το χωριό τους και διασκορπίστηκαν στα γύρω χωριά προπαντός στον Πελεκάνο, στην Εράτυρα και στο Σισάνι, και ένας δύο στην Βλάστη.

Η λαϊκή παράδοση για την Αγία Παρασκευή λέει τα εξής: «Εις το χωριό Αγία Παρασκευή της Κοζάνης εμόνασε στο εκεί ασκηταριό γυναίκα ονόματι Παρασκευή και αναδειχθείσα αγία εις την συνείδηση του λαού, αλλά διώχτηκε από εχθρούς της πίστεως κατάφυγε στο Ντομαβίστι του Βοΐου, εκεί συνάντησε τον Άγιο Παντελεήμονα και την Αγία Σωτήρα, εμόνασαν εν συνεχεία εις το εκεί ασκηταριό που υπάρχει και σήμερα βόρεια του ναού. Μετά σαράντα ημέρες άνοιξαν στην επάνω επιφάνεια του ασκηταριού έξοδο και βγήκαν έξω εκεί αποχαιρετίστηκαν και χώρισαν. Ο Άγιος Παντελεήμονας κατευθύνθηκε στο Μουρίκι της Βλάστης και ίδρυσε ομώνυμο ναό. Η Αγία Σωτήρα πήγε πάνω και βορειοανατολικά από το χωριό Δρυόβουνο Βοΐου και έκτισε τη μονή της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος και τέλος η Αγία Παρασκευή έμεινε παραπλεύρως του ασκηταριού και έκτισε την ταυτόνομη μονή»

Η είσοδος του Καθολικού της Μονής
πηγή
Πέρα από τη λαϊκή παράδοση, η γραπτή ιστορία μας πηγαίνει εννιακόσια περίπου χρόνια πίσω.

Το μοναστήρι, σύμφωνα με επιγραφή εικόνας σε πανί, ιδρύθηκε το 1362 και ίσως και από πολύ παλιότερα ενώ δεν αποκλείεται ο σημερινός ναός να κτίστηκε στη θέση παλιότερου καθολικού, άλλωστε υπάρχει το «εκαινούργησε» που σημειώνεται στην τοιχογραφία της Αγίας Παρασκευής στο υπέρθυρο της εισόδου, από το νάρθηκα προς τον κύριο ναό. 

Το 1761 που επίσης αναφέρεται, μπορεί να σημαίνει επισκευή, μπορεί όμως να σημαίνει και ξαναχτίσιμο του καθολικού πράγμα πιθανότερο.

Όπως φαίνεται από τα τυπολογικά δεδομένα του ναού, ο ναός σχετικά μικρός σε όγκο εξωτερικά φαίνεται ένα απλό οικοδόμημα με διαστάσεις 12,45 x 6,4 μέτρα και έχει σχήμα παραλληλόγραμμο ενώ εσωτερικά παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον καθώς οι θολωτές κατασκευές και το σχήμα του σταυρού στην κάτοψη, μας θυμίζει βυζαντινό πρότυπο.


Η Τοιχογραφία της αγίας Παρασκευής
πηγή
Το πιθανότερο ενδεχόμενο είναι το μοναστήρι να κτίστηκε από τους κατοίκους του Παλιοχωρίου (πρώτο Ντομαβίστι), το οποίο αναφέρουμε περί του Ντομαβιστίου που ήταν στη θέση Γκλιανοβίκου δεξιά του δρόμου Εράτυρας - Σισανίου όπου θεμέλια σώζονται μέχρι σήμερα.

Έχουμε και μία άλλη μαρτυρία, που μέχρι σήμερα σε όλα τα επίσημα στοιχεία, η εκκλησία αναφέρεται πάντα με τον τίτλο
«η Αγία Παρασκευή από το Ντομαβίστι». Όλα αυτά μας πείθουν πως σίγουρα η εκκλησία αυτή κτίστηκε από τους κατοίκους του Παλιοχωρίου.

Εκτός από την επιγραφή που σώζεται και που μιλά για ανακαίνιση κατά το 1761 - 1769 και κάποιες γραπτές μαρτυρίες που αλλάζουν χρονολογικά το μοναστήρι στο 14ο αιώνα, οι παραδόσεις για τον 8ο και 9ο αιώνα είναι ατεκμηρίωτες ενώ τρεις γραπτές μαρτυρίες ανάγουν χρονολογικά την ίδρυση του μοναστηριού, κατά τον 14ο αιώνα οι δύο και τον 12ο η τρίτη. 


Άποψη του τέμπλου του ναού (17ος αιώνας)
πηγή
Η πρώτη είναι του Άνθιμου Σεβαστείας, που αναφέρει για μια εικόνα της Αγίας Παρασκευής πάνω σε λευκό πανί με την εξής επιγραφή, αυτούσια στην ορθογραφία και τους στίχους:

«ΤΗΝ ΠΑΡΟΝ ΕΙΚΟΝΑ ΤΗ ΣΤΕΛΝΩ ΕΓΩ
Ο ΜΙΛΙΟΣ ΤΟΥ ΜΙΧΟΥ ΣΤΟ ΤΟΜΑΒΙΣΤΙ 
ΕΙΣ ΤΟ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΟΝ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ 
ΚΑΙ ΕΣΤΩ ΕΙΣ ΜΝΗΜΟΣΥΝΟΝ ΤΟΥ ΜΙΧΑΛΗ 
Το εσωτερικό του πρόναου της Αγίας Παρασκευής 
(Έπονται πέντε δυσανάγνωστα ονόματα) 
Έτος 1362 Αυγούστου 21 
Γεώργιος Αθανάσιος Τάσο Στάνο και των γονέων 
Τα ανακαίνισα ο Δωρόθεος 1775 Σισάνι».

Η εικόνα αυτή δεν σώζεται σήμερα, αλλά δεν υπήρχε ούτε το 1940, γιατί ο Καλλινδέρης παρατηρητικός ερευνητής θα την κατέγραφε, όπως αντέγραψε την επιγραφή και αρκετές ενθυμήσεις από τα λειτουργικά βιβλία.

Τα βημόθυρα του τέμπλου του ναού (17ος αιώνας).
πηγή
Από την επιγραφή της εικόνας φαίνεται ότι το 1362 ήδη το μοναστήρι ήταν δεδομένο, αφού η εικόνα στέλνεται εις το μοναστήρι της Αγίας Παρασκευής. Τα όσα σημειώνονται στη συνέχεια πάνω στην εικόνα, ο Άνθιμος τα παραθέτει με μικρά στοιχεία, όπως φαίνεται τα είδε, είναι μεταγενέστερα και αναφέρονται σε ανακαίνιση του μοναστηριού το 1775 από κάποιον Δωρόθεο. Όλα τα παρατιθέμενα ονόματα είναι άγνωστα.

Άλλη γραπτή μαρτυρία είναι μια άγνωστη και αδημοσίευτη μέχρι σήμερα που βρέθηκε σε μία ενθύμηση μηναίου Ιανουαρίου τυπωμένο στη Βενετία το α.χ.κ.θ. 1629 παρά Αντωνίου γραμμένη και στα δυο χοντρά εξώφυλλα εσωτερικά, η οποία αναγράφει:
«Ιερά Μονή της Αγίας Παρασκευής Δομαβιστίου. Εκτίστηκε του Έτους α.τ.κ.θ. επί την ηγουμονία Μιχαήλ Ιερομόναχου».

Σύμφωνα μe αυτήν την ενθύμηση, το μοναστήρι ιδρύθηκε το 1329, δηλαδή 33 χρόνια νωρίτερα από τη αφιέρωση της εικόνας του 1362, έτσι οι δύο αυτές μαρτυρίες τοποθετούν την ίδρυση στις αρχές του 14ου αιώνα.

Μια τρίτη γραπτή μαρτυρία βρέθηκε σε μια ανέκδοτη επιστολή με ημερομηνία 26 Οκτωβρίου 1914, που στέλνει ο ηγούμενος Στέφανος Ρεμούδος στο δασάρχη Κοζάνης με θέμα το δάσος του μοναστηριού για το οποίο υπήρχαν αμφισβητήσεις. Στην επιστολή ο ηγούμενος δίνει την πληροφορία ότι η μονή είναι βυζαντινή αριθμούσα βίον 728 ετών, με κτήματα και δάση, άρα με βάση αυτή τη μαρτυρία το μοναστήρι ιδρύθηκε το 1194.


Ο Σταυρός του τέμπλου του ναού (17ος αιώνας).
πηγή
Αν και οι απόψεις αυτές δεν συμφωνούν με ακρίβεια μπορούν να οδηγήσουν στο συμπέρασμα ότι το μοναστήρι είναι αρχαιότατο, το μόνο βυζαντινό, όπως γράφει και ο Ν. Παπαδάκης, όταν τονίζει ότι «στη μονή Σισανίου η εκκλησία είναι μόλις Τουρκικών χρόνων νεωτέρα της μονής Βυζαντινιαζούσης των σωζομένων εδώ Αγίας Παρασκευής της Δομαβίστης».

Έτσι επιβεβαιώνεται η γνώμη του Μητροπολίτη Σισανίου και Σιατίστης Πολυκάρπου, ο οποίος γράφει ότι εκ διαφόρων επιγραφών και άλλων πληροφοριών και τεκμηρίων δυνάμεθα να κατατάξουμε ταύτην την Ιεράν Μονήν μεταξύ των Ιερών Μονών του 13ου αιώνα.

Το μισό του εσωτερικού ναού καλύπτεται από τοιχογραφίες βυζαντινής τεχνοτροπίας αγνώστου αγιογράφου, πιθανόν όμως να φιλοτεχνήθηκαν από κάποιο Νικόλαο από την «Κώμη Λιανοτόπιον» στον οποίο οφείλονται και οι τοιχογραφίες του Κύριου Ναού της Μονής Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Δρυοβουνίου.


Η Πλατυτέρα στην κόγχη του Ιερού.
πηγή
Η παράδοση λέει ότι αυτός, μετά το πέρας της εκεί εργασίας του, πήγε στη Μονή της Αγίας Παρασκευής όπου δεν τελείωσε το έργο του λόγω θανάτου, διότι πράγματι η αγιογράφηση είναι ημιτελής.  

Το άλλο μισό συμπληρώθηκε με τοιχογραφίες το 1761 - 1769 σύμφωνα με την υπάρχουσα επιγραφή, είναι λαϊκής τεχνοτροπίας και το μεγαλύτερο μέρος τους καλύφθηκε με υδρόχρωμα.

Στο υπέρθυρο της εισόδου από το νάρθηκα προς τον κύριο ναό υπάρχει τοιχογραφία της Αγίας Παρασκευής όπου και σήμερα διαβάζεται καθαρά η εξής μεγαλογράμματη εκτός της τελευταίας σειράς επιγραφή: «1760 Ιανουαρίου 8 και θεού βοηθούντος και ευχή της Αγίας Παρασκευής ήλθεν ο Μωυσής Ιερομόναχος και εκαινούργησεν το παλαιόθεν ερημωμένο μοναστήριον. Η πατρίδα του επαρχία εκ Βελιγράδι και εζωγράφιζεν και την παρούσαν εικόνα αρχιερατούντος του πανιερώτατου δεσπότου Νικηφόρου Σισανίου ετελειώθη 1769 Νοεμβρίου 25».


Ο Χριστός Παντοκράτορας, στον τρούλο του ναού.
πηγή
Στην επιγραφή αναφέρεται ότι είχε μεσολαβήσει η  ερήμωση της μονής και ότι το 1761 - 1769 κάποιος ιερομόναχος Μωυσής από το Βελιγράδι, ανακαίνισε τη μονή και ζωγράφισε την εικόνα της Αγίας Παρασκευής επί αρχιερατείας Σισανίου Νικηφόρου 1746 - 1769.

Σε φορητή εικόνα του Αγίου Κυπριανού με χρονολογία 1812 αναγράφονται τα εξής: «1812 δέησις του δούλου του θεού Κυπριανού Ιερομόναχου και ηγούμενου της Αγίας Παρασκευής εκ της επαρχίας Αγίου Σισανίων του εκ της Λευκωσίας της Κύπρου εξ ενορίας φανερωμένης υπήρχε δε γνήσιος υιός του τε Ιωάννου και της Δέσπους, εζωγραφίσθη παρά Γεωργίου Μανουήλ εκ Σελίτζης».

Στο επάργυρο τμήμα της εικόνας της Αγίας Παρασκευής στο τέμπλο με κεφαλαία γράμματα διαβάζουμε τα εξής: 
«ΕΚΑΛΟΠΗΣΘΕΙ Η ΠΑΡΟΥΣΑ ΗΚΩΝ ΔΙΕΞΟΔΟΝ ΤΟΥ ΠΑΝΟΣΙΩΤΑΤΟΥ ΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ ΕΚ ΤΗΣ ΝΗΣΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ ΕΝΟΡΙΑ ΦΑΝΕΡΩΜΕΝΗ ΠΡΟΣ ΜΝΗΜΟΝΕΥΣΗΝ ΤΩΝ ΓΟΝΕΩΝ ΤΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ Η Ωραία πύλη και το τέμπλο της Αγίας Παρασκευής ΚΑΙ ΔΕΣΠΟΥΣ ΤΟΥ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΟΥ» ΕΝ ΕΣΤΙ 1837 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 5.

Τοιχογραφία στο Καθολικό.
πηγή
To 1871 την ηγουμενία αναλαμβάνει ο αρχιμανδρίτης Διομήδης κ. Τσάτσου από τον Πελεκάνο και επί της ηγουμενίας του, το μοναστήρι, όπως γράφει ο ίδιος στην ενθύμησή του της 20 Ιουλίου 1887 έκανε δίκες στο Λειψίστι (Νεάπολη), Βιτώλια (Μοναστήρι), Κωνσταντινούπολη και Θεσσαλονίκη. 

Κάποια ανέκδοτα κείμενα από τα σωζόμενα στο ιστορικό αρχείο της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Θεσσαλονίκης, πρακτικά και επιστολές, παρέχουν στοιχεία για την ερήμωση, την διαρπαγή της περιουσίας και τη δεινή οικονομική κατάσταση στην οποία περιήλθε το μοναστήρι στα τέλη του 19ου αιώνα και στις αρχές του αιώνος μας οπότε και διαλύθηκε.

Μία αναφορά μεταγενέστερης χρονολογίας της 25ης Οκτωβρίου 1914, την οποία στέλνει ο ηγούμενος Στέφανος Ρεμούδης στο δασάρχη Κοζάνης κάνει λόγο για τον 
Σεμσή Βέη από τη Λειψίστα (Νεάπολη) που αγόρασε το 1874 από το μοναστήρι 1500 στρέμματα γης. 

Ο Χριστός ως ο Μεγάλης Βουλής Άγγελος.
πηγή
Το μοναστήρι μέχρι το 1909 ήταν κλεισμένο στους 4 τοίχους του όπως γράφει ο ηγούμενος Στέφανος στην αναφορά του προς τον Δασάρχη Κοζάνης με ημερομηνία 26 Οκτωβρίου 1914. 

Η αναφορά αυτή μας δίνει σημαντικές πληροφορίες «ότι αριθμούσε βίον 720 ετών, η Μονή Δομαβιστίου παρουσιάζει την τυπική αρπαγή της περιουσίας από τον Μπέη και τους γιους του», αλλά σύμφωνα με την αναφορά, μετά την ανακήρυξη του Συντάγματος του 1909 η οθωμανική κυβέρνηση ήρξατο ζητούσα τίτλους νόμιμου κατοχής ηναγκάσθη ο Οθωμανός αυτός καθ’ ο στερούμενος εγγράφων να προβεί εις την ενοικίασιν ολόκληρον της περιφέρειας Δομαβιστίου αριθμούσης 50,000 στρεμμάτων εις τους εκ του χωριού Μπλάτση αδελφούς Κυριαζή, οίτινες μέχρι σήμερον εξακολουθούν νεμόμενοι κτήματα και δάση μη ανήκοντα εις τον ενοικιάζοντα αυτοίς οθωμανό.

Μετά την απελευθέρωση του 1912 - 1913 το μοναστήρι με ενέργειες του Μητροπολίτη Σισανίου και Σιατίστης Ιερόθεου Ανθουλίδη (1909 - 1920) νοίκιασε τα κτήματα που του ανήκαν, έγιναν δικαστικοί αγώνες και αποδόθηκαν στην κυριαρχική μονή, για αυτό ο ηγούμενος παρακαλεί το Δασάρχη, επειδή το προμνησθέν δάσος ανήκε αποκλειστικώς την Ιερά Μονή δεν τακτοποιήθηκε δικαστικώς για να αποδοθεί κι αυτό στη μονή, να μην εκδώσει άδεια ανθρακοποιίας στους αδελφούς Κυριαζή. 

Ο Χριστός στον τύπο του Εμμανουήλ
πηγή
Κατόπιν εγκωμιάζεται ο ηγούμενος Μακάριος Αναλυτής που διαδέχτηκε το Στέφανο Ρεμούνδο στα 1915 και που εκφράζει δυσαρέσκεια για το ερημωθέν υπό τον Μπέη, χωριουδάκι Δομαβιστίου του οποίου τα κατάκλειστα σπιτάκια του υπενθυμίζουν ότι ζούσαν εκεί άλλοτε Έλληνες χριστιανοί ανηλεώς και απανθρώπως εκδιωχθέντες υπό του τυράννου τσιφλικούχου Μπέη.

Ο Μακάριος χρημάτισε αργότερα ηγούμενος και άλλων μοναστηριών της επαρχίας Σισανίου και όταν μετά το 1930 συγχωνεύθηκαν όλα τα μοναστήρια της Μητρόπολης κι έγιναν μετόχια μιας και μόνης μονής της επαρχίας Σισανίου και Σιατίστης, της Μονής Κοιμήσεως της Θεοτόκου Μικροκάστρου, ο ίδιος ο ηγούμενος επόπτευε και όλα τα μετόχια.

Σε κατάλογο της κινητής περιουσίας του μοναστηριού που υπογράφει στις 22 Οκτωβρίου 1915, ο Μακάριος, φαίνονται 130 αιγοπρόβατα, 15 αγελάδες, 7 βόδια, 8 μόσχοι, 3 άλογα, 2 όνοι, 7 μελίσσια και το όλο ετήσιο καθαρό εισόδημα ανέρχεται σε 4.500 δραχμές, 
δηλαδή είναι φτωχό και μόλις που καλύπτει τα έξοδά του ενώ είναι γεγονός ότι ο Μακάριος προσπάθησε να αυξήσει τα έσοδα αξιοποιώντας την κτηματική περιουσία.

Τοιχογραφίες στο Καθολικό.
πηγή
Το 1921 - 1922 γίνονται κτιριακές ανακαινίσεις που 22 χρόνια αργότερα καταστράφηκαν δια εμπρησμού από τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής την 25η Νοεμβρίου του 1943 ενώ το 1927 την ηγουμενία αναλαμβάνει ο αρχιμανδρίτης Αγαθάγγελος Συρμακέσης σύμφωνα με το πρωτόκολλο παράδοσης και παραλαβής της περιουσίας των Ιερών Μονών Αγίας Παρασκευής Δομαβιστίου και Παναγίας Σισανίου, με ημερομηνία 12 Απριλίου του 1927. 

Ο μέχρι τότε ηγούμενος Μακάριος παρέλαβε την ηγουμενία του μοναστηριού Μικροκάστρου, έγινε δηλαδή αμοιβαία μετάθεση των ηγουμένων των μοναστηριών Δομαβιστίου Μακαρίου και του Μικροκάστρου Αγαθαγγέλου, μετάθεση η οποία σχολιάστηκε τότε στον τύπο.

Τα Εισόδια της Θεοτόκου
πηγή
Στο ενεργητικό του Μητροπολίτη Ιερόθεου και του ηγουμένου Μακαρίου έχει εγγραφεί και η προσπάθεια ανάκτησης του μοναστηριού το οποίο είχε αρπάξει ο Μπέης. 

Από τα παλιότερα χρόνια, όπως φαίνεται σε δελτίο καταγραφής, η μονή κατείχε έκταση εννέα χιλιάδων στρεμμάτων από τα οποία μόνο τα 1500 είναι καλλιεργήσιμα, ενώ τα υπόλοιπα ήταν δασώδες και πετρώδες, που χρησιμοποιούνταν ως βοσκότοποι και οι τίτλοι (φιρμάνια) ιδιοκτησίας, όπως αναγράφεται στο δελτίο, βρίσκονταν στην Κωνσταντινούπολη. 

Αυτή την κτηματική περιουσία την κατείχαν οι μπέηδες αλλά από το 1915 και μετά την κατείχε η μονή με προσωρινά μέτρα ενώ το 1926 με απόφαση του Υπουργείου έγινε απαλλοτρίωση ολόκληρης της έκτασης για τους ακτήμονες γεωργοκτηνοτρόφους των γύρω χωριών Πιπιλίστας, Σισανίου και Πελεκάνου. 

Η Γέννηση της Θεοτόκου
πηγή
Το 1930 με νόμο που ίσχυσε για την ρευστοποίηση της μοναστηριακής περιουσίας, η μονή δεν είχε πλέον κτηματική περιουσία εκτός από τα 80 στρέμματα, αφού τα υπόλοιπα ήδη από το 1926 είχαν απαλλοτριωθεί υπέρ των ακτημόνων κατοίκων. 

Άλλωστε με το νόμο που ίσχυσε τότε και ο οποίος προέβλεπε ότι όσες μονές δεν είχαν τουλάχιστον πέντε μοναχούς, θα διαλύονταν. 

Το 1932 η επιτροπή απαλλοτριώσεων που συγκροτήθηκε σύμφωνα με το άρθρο του αγροτικού νόμου (Π.Δ. 5/23 Ιουλίου 1932) μετά από αυτοψία κατένειμε την κτηματική περιουσία την μονής (μετόχια) κατ’ έκτασιν και κατηγορίαν α) σε βοσκιμήσιμη έκταση με αραιότατη δασική αυτοφυή βλάστηση δεκαδικά στρέμματα 3000, β) σε απόκρημνα και βραχώδη τοπία μη χρησιμοποιούμενα για βοσκή και επομένως εντελώς άχρηστα στρέμματα 1400, και γ) σε καλλιεργήσιμη και καλλιεργούμενη έκταση στρέμματα 1200. Συνολικά δηλαδή δεκαδικά στρέμματα 5600.


Άποψη του τρούλλου του Καθολικού
πηγή
Η επιτροπή αποφάνθηκε ότι ο ιδιοκτήτης είναι το μοναστήρι και δεν αναγνώρισε την απαίτηση των απογόνων του Μπέη που παρενέβησαν για να συμμετέχουν στην επιδικαζόμενη αποζημίωση.

Τελικά η επιτροπή απαλλοτρίωσε το αγρόκτημα του μοναστηριού και παραχώρησε την έκταση αυτή στο συνεταιρισμό ακτημόνων καλλιεργητών Ναμάτων.


Εκτός από τα 1400 στρέμματα πετρώδη και άχρηστα, καλλιεργήσιμα ήταν 1000 και βοσκήσιμα 2400, στο συνεταιρισμό Σισανίου, 298 ήταν καλλιεργήσιμα και 1000 βοσκήσιμα και στο συνεταιρισμό Πελεκάνου ανήκαν 489 στρέμματα καλλιεργήσιμα και 1000 βοσκήσιμα.

Η Γέννηση του Χριστού
πηγή
Δύο χρόνια μετά, τα βοσκήσιμα στρέμματα του Σισανίου περιήλθαν στο συνεταιρισμό Ναμάτων, διότι ο συνεταιρισμός Σισανίου δεν τα χρησιμοποιούσε για τις ανάγκες της κτηνοτροφίας του, αλλά τα ενοικίαζε σε κτηνοτρόφους της Βλάστης. 

Εξαίρεση της απαλλοτρίωσης υπέρ του μοναστηριού έγινε με 92 καλλιεργήσιμα στρέμματα. 


Καθόρισε ονομαστικά τους κληρονόμους των συνεταιρισμών Ναμάτων, Σισανίου, Πελεκάνου και γνωμάτευσε ότι οι γεωργικοί συνεταιρισμοί των τριών κοινοτήτων πρέπει να καταβάλουν αποζημίωση στον Ο.Δ.Ε.Π. στον οποίο άνηκε από το 1930 η περιουσία της μονής.

Η ψηλάφηση του Θωμά
πηγή
Αποζημίωση για τους ιδιοκτήτες του απολλοτριωθέντος κτήματος αποφάσισε με την 127/1934 απόφαση του το δικαστήριο πρωτοδικών Κοζάνης. 

Το 1938 το δικαστήριο αποφάνθηκε ότι σύμφωνα με τους τίτλους κυριότητας η μονή Δομαβιστίου (ο ΟΔΕΠ) ήταν ο ιδιοκτήτης που απαλλοτριωθέντος και επομένως δικαιούται την αποζημίωση.

Με την απόφαση αυτή δικαιώθηκε η μονή, αφού αναγνωρίστηκε κυρίαρχος της περιουσίας αλλά η αποζημίωση για την απαλλοτρίωση παρά την απόφαση του δικαστηρίου δεν δόθηκε ποτέ.

Το 1940 ο Μητροπολίτης Διόδωρος γνωρίζει με έγγραφό του στο κεντρικό συμβούλιο του Ο.Δ.Ε.Π. ότι δεν υπάρχει υποθήκη στο αγρόκτημα Φλαμουριάς κτήμα του μοναστηριού (Δομαβιστίου) και ότι άλλο είναι το αγρόκτημα Φλαμουριάς (τσιφλίκι Δομαβιστίου) και άλλο είναι η μονή Φλαμουριάς νυν μετόχι της μονής Μικροκάστρου.


Η Πεντηκοστή
πηγή
Με την ευκαιρία αυτή τονίζει ο Διόδωρος ότι η μονή Φλαμουριάς είναι ίσως η αρχαιοτέρα όλων των μονών της Δυτικής Μακεδονίας.

Κτίστηκε προ εννιακοσίων περίπου ετών και αναφέρεται στο Σέμβη Μπέη, ο οποίος αυθαιρέτως επεξέτεινε τα όρια των αγρών του και κατέλαβε εις την κατοχήν του και ενέμετο και τα κτήματα της μονής μέχρι το 1914, οπότε η μονή έλαβε εις την κατοχήν της πάλι τα κτήματα της ως ήσαν γνωστά εις την περιφέρειαν ολόκληρον και ενέμετο ταύτα μέχρι το 1926, οπότε εγένετο η αναγκαστική αυτών απαλλοτρίωση υπέρ των ακτημόνων γειτονικών χωριών Νάματα, Σισάνι και Πελεκάνος.

Από την απαλλοτρίωση και μέχρι το 1945 τα εναπομείναντα κτήματα της μονής ήταν 90 στρέμματα, ο ηγούμενος της Μονής Μικροκάστρου τα ενοικίαζε σε γεωργούς της κοινότητας Ναμάτων με εξαίρεση τα έτη 1942 - 1945 που τα ενοικίασε σε κάποιον ιερέα Ζήκο (Παπαζήκο) κατά κόσμον Φωτόπουλο από τον Πελεκάνο που κατά την περίοδο εκείνη, ένας από τους γιους του Παπαζήκου Φώτης ονομαζόμενος, 20 χρόνων, αρρώστησε εκεί στο μοναστήρι που εργαζόταν στα κτήματα και προτού προλάβουν να τον μεταφέρουν στο χωριό του, εκεί στα κελιά της μονής πέθανε. 

Η Υπαπαντή του Χριστού
πηγή
Ο πατέρας του, ο Παπαζήκος, απέδωσε το θάνατο του γιου του στο ότι προ ημερών είχε πάρει την καμπάνα της Μονής και την μετέφερε στην εκκλησία του Πελεκάνου, στην ενορία του. 

Ο Παπαζήκος, επέστρεψε την άλλη κιόλας μέρα την καμπάνα στη μονή και λένε οι κάτοικοι του Πελεκάνου πως την φορτώθηκε στην πλάτη του, γεγονός απίστευτο αφού η καμπάνα ζυγίζει πάνω από 50 κιλά, όμως η καμπάνα επέστρεψε στη μονή και έκτοτε κανείς δεν διανοήθηκε να την αγγίξει. 

Στις 25 Νοεμβρίου του 1943, οι Γερμανοί έβαλαν φωτιά στο καινούργιο διώροφο οίκημα που είχε κτίσει ο ηγούμενος Μακάριος το 1922, το οποίο καταστράφηκε εκ θεμελίων ενώ πήραν μαζί τους τα εναπομείναντα κειμήλια της Μονής και μαζί με αυτά και το ανυπολόγιστης αξίας χειρόγραφο Ευαγγέλιο που φυλάσσονταν στη μονή.

Η Ιερά και θαυματουργή Εικόνα 
της Αγίας Παρασκευής Ντομαβιστίου
Το μεγάλο κτίριο δεν ξανακτίστηκε, τα υπόλοιπα κτίσματα εγκαταλείφθηκαν  και το ένα μετά το άλλο κατέρρευσαν μένοντας μόνο το Καθολικό ενώ με σύμβαση Πολιτείας και Εκκλησίας το 1952 - 1953, όλες οι μονές παραχώρησαν την εναπομείνασα περιουσία τους σε ακτήμονες γεωργούς της περιοχής τους.

Τα υπόλοιπα 80 καλλιεργήσιμα στρέμματα της μονής δόθηκαν σε 4 ακτήμονες του χωριού και έτσι η Μονή περιορίστηκε στο χώρο που υπήρχαν τα κτίσματα της.


Όλα αυτά όμως ισοπεδώθηκαν και μετατράπηκαν σε έναν μεγάλο αυλόγυρο, έγινε αποκεράμωση του ναού με σύγχρονα κεραμίδια ενώ με πρωτοβουλία και χρηματοδότηση των αδελφών Γκάνα Μιχάλη και Κώστα ανεγέρθηκε ένα μεγάλο και σύγχρονο οικοδόμημα με κελιά, αποθήκες, τραπεζαρίες, εργαστήρια και το Καθολικό ανακαινίσθηκε εσωτερικά.

Στη νότια και μεγάλη είσοδο του αυλόγυρου είναι κτισμένο το κωδωνοστάσιο μεγαλοπρεπέστατο και σε αυτό είναι αναρτημένη εκείνη η πολυταλαιπωρημένη καμπάνα.

Με ενέργειες του μακαριστού μητροπολίτου κ.κ. Αντωνίου Κόμπου το μοναστήρι επανιδρύθηκε το 2001 με την πολύτιμη βοήθεια και προσφορά του μεγάλου δωρητή και ευεργέτη, που το όνομά του έχει πλέον καταχωρηθεί στα ονόματα των κτητόρων της μονής, κ. Μιχαήλ Ν. Γκάνα από τα Νάματα. 

Ο μακαριστός Μητροπολίτης Σισανίου και Σιατίστης κ.κ Παύλος διόρισε ιερομόναχο και Ηγούμενο στην Μονή τον πατέρα Στέφανο Λαμπρόπουλο που εκτός των άλλων σημαντικών του ενεργειών, ένωσε την Μονή με τον κεντρικό δρόμο Εράτυρα, Σισάνι, Νάματα ο οποίος και ασφαλτοστρώθηκε το 2007.

Η μονή σήμερα αποτελεί και πάλι ένα σημαντικό κέντρο της Ορθοδοξίας μας με πλήθος επισκεπτών από όλη την ευρύτερη περιοχή.