Δευτέρα 21 Φεβρουαρίου 2022

ΤΜΗΜΑ ΤΙΜΙΑΣ ΚΑΡΑΣ ΑΓΙΟΥ ΠΑΝΑΓΟΥ ΤΟΥ ΕΚ ΓΑΣΤΟΥΝΗΣ.


Φυλλάσεται στον Μητροπολιτικό Ιερό Ναό του Αγίου Νικολάου στην Γαστούνη της Ηλείας.

Οι Άγιοι Νεομάρτυρες Χρίστος και Πανάγος.
Σχολή Βυζαντινής Αγιογραφίας
Ιεράς Μητροπόλεως Ηλείας, 2014.
πηγή
Ο Άγιος Πανάγος γεννήθηκε στην Γαστούνη και α
πό πληροφορίες που αντλούνται από τα αρχεία του Δήμου Πηνειού (τέως Δήμου Γαστούνης), το επώνυμο του Αγίου ήταν Σισίνης και ανήκε στην μεγάλη οικογένεια των Σισιναίων η οποία ασχολείτο με το ναυτιλιακό εμπόριο. 

Η ίδια οικογένεια ασχολείτο και με τα πολιτικά δρώμενα, αρκεί να αναφερθεί το πρόσωπο του Γεωργίου Σισίνη, στενού συνεργάτη του Θεοδώρου Κολοκοτρώνη. 

Κύρια πηγή για τον βίο του αποτελεί το συναξάρι που ανακάλυψε στην Βιβλιοθήκη της Ακαδημίας του Βουκουρεστίου ο διδάκτωρ της Νεότερης Ιστορίας Ιωάννης Χατζής το 2004. 

Πρόκειται για έναν εγκωμιαστικό λόγο αγνώστου συγγραφέα, που περιγράφει την ζωή και το μαρτύριο των δύο κατονομαζομένων στον υπέρτιτλό του αγίων ενώ προηγείται αυτού η ασματική ακολουθία των εν λόγο αγίων, έργο του ιερομόναχου Ζαχαρία Καραντινού, του οποίου η ταυτότητα παραμένει αβέβαιη. 

Τα δύο κείμενα απόκεινται στον κώδικα υπ’ αριθμόν 919 (ff. 140-171) της Βιβλιοθήκης της Ακαδημίας της Ρουμανίας στο Βουκουρέστι με υπέρτιτλο «Ἐν μηνὶ Μαρτίῳ θη συμψάλλεται καὶ ἡ ἀκολουθία τῶν ἁγίων νέων μαρτύρων Πανάγου καὶ Χρήστου, ποιηθεῖσα παρὰ τοῦ ἐν ἱερομονάχοις ἐλαχίστου Ζαχαρίου τοῦ Καραντινοῦ τοῦ ἐξ Αἰτωλίας, αἰτήσει εὐσεβῶν τινῶν Χριστιανῶν»

Ο Μητροπολιτικός Ιερός Ναός του Αγίου Νικολάου
στην Γαστούνη Ηλείας στον οποίο
φυλάσσεται το απότμημα Τιμίας Κάρας του
Αγίου Πανάγου.
πηγή
Οι πληροφορίες αυτές και οι
 προσπάθειες της Μητρόπολης Ηλείας οδήγησαν να ανακαλυφθούν περισσότερα στοιχεία για τους Αγίους αυτούς, με αποκορύφωμα την εύρεση μικρού τμήματος λειψάνου του Αγίου Πανάγου, σε παλιά ξύλινη λειψανοθήκη, που είχε ξεχαστεί στο σκευοφυλάκιο του ναού Αγίου Νικολάου και μεταξύ άλλων λειψάνων βρέθηκε ένα μικρό οστό καλυμμένο με κερί. 

Όταν αφαιρέθηκε το κερί αποκαλύφθηκαν χαραγμένες πάνω στο οστό οι λέξεις: "Πανάγος. Ήλις" και η χρονολογία "1716", έκτοτε τοποθετήθηκε σε νέα λειψανοθήκη και λιτανεύεται κάθε χρόνο στην εορτή των Αγίων, στις 9 Μαρτίου.

Οι σωροί των Αγίων δεν έχουν εντοπιστεί, αφού μετά το μαρτύριό τους ενταφιάστηκαν εντός του Ιερού Βήματος του παλαιού ναού του Αγίου Νικολάου Γαστούνης που κατεδαφίστηκε προ δεκαετιών και στην θέση του βρίσκεται σήμερα η πλατεία της πόλης, ενώ στο σημείο του Ιερού Βήματος υπάρχει ως σήμερα η Αγία Τράπεζα του παλαιού ναού, που υποδεικνύει και τον τάφο των Αγίων.

Από το συναξάρι μαθαίνουμε ότι ο Πανάγος Σισίνης ήταν έγγαμος και πατέρας ενός τουλάχιστον άρρενος τέκνου και με δεδομένο ότι το 1693 εμφανίζεται σε επίσημο βενετικό έγγραφο ως αρχηγός οικογένειας (δηλαδή είναι ενήλικος σύμφωνα με τους βενετικούς νόμους), πρέπει να υποθέσουμε ότι γεννήθηκε περί τα τέλη της δεκαετίας του 1660. 

Σύμφωνα με το συναξάρι, οι γονείς του τα τελευταία χρόνια πριν τον ερχομό των Βενετών, είχαν ασπαστεί τον μουσουλμανισμό, ίσως για να διατηρήσουν την ήδη ισχυρή θέση και τα αξιώματά τους και ότι επίσης, ο Πανάγος είχε οριστεί σύνδικος (δηλαδή εκπρόσωπος των ντόπιων στους Βενετούς με αρμοδιότητες αγορανομίας και απονομής δικαιοσύνης).

Η υπογραφή του εμφανίζεται σε αρκετά δημοσιευμένα έγγραφα πρός την βενετική διοίκηση στην διάρκεια της Βενετοκρατίας με τα έγγραφα αυτά (όπως το σχετικό με την εκλογή του μητροπολίτη Πατρών με ημερομηνία 27 Ιανουαρίου 1713) να είχαν δημοσιευτεί ήδη από τα μέσα του 20ου αιώνα, χωρίς ωστόσο να υπάρχουν περισσότερα στοιχεία για το εν λόγο πρόσωπο.

Σύμφωνα με το συναξάρι, οταν οι Τούρκοι ανεκατέλαβαν την Πελοπόννησο, το 1716, μετά από 30ετή παραμονή των Ενετών, ο Οσμάν Πασάς που κατέλαβε τη Γαστούνη έχοντας καλές σχέσεις με τον Πανάγο του έδωσε την δυνατότητα διαφυγής αφού θα εξαπέλυε διωγμό κατά των Χριστιανών όμως ο Πανάγος ασθένησε και ήταν αδύνατον να διαφύγει, πράγμα το οποίο έκανε όμως ο γιος του φεύγοντας στην Κέρκυρα μαζί με τον Οσμάν Πασά.

Ο Πανάγος κλήθηκε στον Μουρτάτ Αγά να αρνηθεί την πίστη του όμως αρνήθηκε και αποκεφαλίστηκε στις 1 Μαρτίου του 1716 με το σώμα του να παραμένει άταφο για τρεις ημέρες. 

Αναφέρεται χαρακτηριστικά ότι η τιμία κεφαλή του ρίχτηκε στα σκυλιά όμως αυτά δεν την πείραξαν και τελικά, δόθηκε το σώμα του στους Χριστιανούς και ενταφιάστηκε εντός του παλαιού, μη σωζόμενου σήμερα, ναού του Αγίου Νικολάου που τότε δεν ήταν ενοριακός, αλλά ιδιόκτητος και ανήκε στην οικογένεια Σισίνη. 

Την ίδια περίοδο θανατώθηκαν, αρνούμενοι να αλλαξοπιστήσουν, και περίπου 50 ακόμη Χριστιανοί της περιοχής, από αυτούς γνωρίζουμε μέσω του συναξαρίου τον ιερέα Χρήστο από την Ανδραβίδα που ενταφιάστηκε στον ίδιο τάφο με τον Πανάγο και έναν νεαρό με το όνομα Κανέλλος, οι υπόλοιποι παραμένουν ανώνυμοι. 

Η λειτουργική τους τιμή επανασυστάθηκε επισήμως το 2007 με απόφαση του Μητροπολίτη Ηλείας και η μνήμη τους εορτάζεται στις 9 Μαρτίου.



Κυριακή 13 Φεβρουαρίου 2022

ΛΕΙΨΑΝΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΝΕΟΜΑΡΤΥΡΑ ΙΩΑΝΝΗ ΤΟΥ ΜΟΝΕΜΒΑΣΙΩΤΗ.

πηγή

Πρόκειται για δύο μεγάλα οστά από τα χέρια του Αγίου και φυλάσσονται στην Ιερά Μονή Κοιμήσεως της Θεοτόκου Βουλκάνου, στην Μεσσηνία.

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Στην Ορθόδοξη Εκκλησία αποδίδουμε στα Αγία λείψανα τιμή και ευλαβική προσκύνηση, η όποια όμως δεν αποτελεί λατρευτική προσκύνηση η λατρεία. Τούτο γιατί κανείς ποτέ ορθόδοξος χριστιανός δεν ταύτισε στη σκέψη του τα τίμια λείψανα με «θεούς». Μακαριστός π. ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΑΛΕΒΙΖΟΠΟΥΛΟΣ (ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΠΑΡΑΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΩΝ ΟΜΑΔΩΝ).

Σύγχρονη φορητή εικόνα του Αγίου Νεομάρτυρα
Ιωάννη του Μονεμβασιώτη.
Ο Άγιος νεομάρτυρας Ιωάννης γεννήθηκε στην πόλη Γούβες της Μονεμβασίας, το 1758, ήταν μοναχοπαίδι ενώ ο πατέρας του, Δημήτριος, ήταν ιερέας που καταγόταν από το χωριό Γεράκι, έτσι ο μικρός Ιωάννης ήταν, «πεπαιδευμένος τα ιερά γράμματα» και απέκτησε δυνατή πίστη.

Το 1770, στα «Ορλωφικά»,  οι ορδές του Αλβανού Χατζή Οσμάν, κατέπνιξαν κάθε σημείο και έφθασαν και στις Γούβες όπου μεταξύ άλλων φόνευσαν καί τον πατέρα του Ιωάννη ενώ αιχμαλώτισαν τον ίδιο καί τη μητέρα του και τους μετέφεραν στη Λάρισα.

Εκεί πουλήθηκαν σκλάβοι δύο και τρεις φορές, αγοράστηκαν από Τούρκους και χωρίστηκαν όμως μετά από δύο χρόνια πουλήθηκαν πάλι και αγοράστηκαν, από τον ίδιο πλούσιο Τούρκο, κάτοικο Λάρισας, ο οποίος είχε γεννηθεί στη Θεσσαλονίκη. 

Ο Τούρκος δεν είχε παιδιά από το γάμο του και θέλησε να τον υιοθετήσει, όμως έπρεπε να εξισλαμιστεί ο Ιωάννης ο οποίος αρνήθηκε αλλά ο Τούρκος, χρησιμοποίησε κάθε μέσο να τον δελεάσει ακόμη και την μαγεία.

Ο Άγιος δεν πτοείτο από τα πλούτη και τα αξιώματα ούτε φοβόταν από τις απειλές, και ο Τούρκος τον οδήγησε, με την βία σε ένα μουσουλμανικό τέμενος της Λάρισας όπου εκεί άρχισαν να τον εκφοβίζουν, να τον απειλούν χτυπώντας τον και σπαθίζοντάς τον, αυτός όμως παρέμεινε ακλόνητος και αμετακίνητος στην πίστη του και έλεγε: «Δε γίνομαι Τούρκος∙ εγώ χριστιανός είμαι και χριστιανός θέλω να αποθάνω»

Σύγχρονη φορητή εικόνα του Αγίου Νεομάρτυρα
Ιωάννη του Μονεμβασιώτη.


Στη νηστεία του Δεκαπενταύγουστου ο Τούρκος πίεζε τον Άγιο να φάει  αρτύσιμο φαγητό, όμως ο Άγιος τον περιφρονούσε, έτσι τον έκλεισε στο στάβλο, τον κρέμασε από ένα δοκό και έβαζε φωτιά σε άχυρα κάτω από τα πόδια του.

Σε όλη την νηστεία ο Ιωάννης υπέμεινε το μαρτύριο, όπως την πείνα και τον ξυλοδαρμό, ο μεγαλύτερος όμως πειρασμός ήταν η που ο Τούρκος τον βασάνιζε μπροστά στην μητέρα του. 

Η μητέρα του βλέποντας τα φρικτά βασανιστήρια, τον παρακαλούσε να υποχωρήσει και να φάει, ο Ιωάννης όμως παρέμεινε ανεπηρέαστος έλεγε: «Διά τι κάμνεις έτσι μητέρα μου; Διά ποια αιτία κλαίεις; Διά τι δεν μιμείσαι κι εσύ τον Πατριάρχην Αβραάμ, ο οποίος διά την αγάπην του πλάστου του ηθέλησε να θυσιάσει τον μονογενή του υιόν, μόνον κλαίεις, και θρηνείς διά λόγου μου; Εγώ είμαι παπά υιός και πρέπει να φυλάττω καλύτερα από τους υιούς των λαϊκών τους νόμους και τα έθιμα της αγίας μας Εκκλησίας, διά τι όταν τα μικρά δεν φυλάττομεν, πώς ημπορούμεν να φυλάξωμεν τα μεγάλα;»

Δύο μήνες υπέφερε τα βασανιστήρια και αισθανόμενος το τέλος του είπε στη μητέρα του, να ενταφιάσει το σώμα του και να παραμείνει στη Λάρισα μέχρι τη στιγμή της εκταφής, να παραλάβει τα οστά του και να τα μεταφέρει στα Γουβιά της Μονεμβασίας, ο Τούρκος οργισμένος, τον μαχαίρωσε και παρέδωσε την ψυχή του, 15 ετών, στις 21 Οκτωβρίου του  1773, ο Τούρκος πέταξε το σώμα του και έδιωξε την μητέρα του Αγίου. 

Σύγχρονη φορητή εικόνα του Αγίου Νεομάρτυρα
Ιωάννη του Μονεμβασιώτη.

Κρατούσε στα χέρια της το Λείψανο του γιου της, αλλά ο πόνος, η εξάντληση και το γήρας δεν της άφηναν να το ενταφιάσει και έμενε δίπλα του μη γνωρίζοντας πού να πάει, τι να κάνει.

Επί δύο μέρες ένα φως έλουζε εκεί που ήταν το σώμα του νεομάρτυρα, το παρατήρησαν οι Χριστιανοί, πήγαν στο σημείο και βρήκαν τη μητέρα να κρατά στα χέρια το νεκρό γιο της και ειδοποίησαν το Μητροπολίτη Λαρίσης Μελέτιο που ενταφίασε με ευλάβεια το ιερό σκήνωμα. 

Η μητέρα του Αγίου έμεινε στη Λάρισα, γυρίζοντας από σπίτι σε σπίτι ζητιανεύοντας και αναμένοντας την ημέρα της εκταφής για να κάνει πράξη την επιθυμία του μονογενούς της, πέρασε καιρός, ο Μητροπολίτης Λαρίσης τέλεσε την εκταφή και παρέδωσε τα Λείψανα στη μητέρα του Αγίου, εκείνη τα πήρε και αφού περιπλανήθηκε έφτασε στην πατρίδα της, τις Γούβες, όπου έμεινε με τον αδελφό της. 

Κρατούσε τα Λείψανα σαν πολύτιμο θησαυρό, επειδή φοβόταν μήπως τα ζητήσει ο τότε Μητροπολίτης Μονεμβασίας και Καλαμάτας Ιγνάτιος (Τζαμπλάκος), όταν όμως έφτασε η μέρα της δικής της κοίμησης, είπε στους συγγενείς της, στον ενταφιασμό της να τοποθετήσουν μαζί και τα Λείψανα του γιου της.

Η ιστορική Μονή Βουλκάνου

Δεκαπέντε χρόνια μετά το θάνατό της πέθανε και η σύζυγος του αδελφού της και έπρεπε να ταφεί στον τάφο της οικογενείας, την ώρα όμως που έσκαβαν, μία άρρητη ευωδία κατέλαβε τους παρευρισκόμενους και θυμήθηκαν ότι στο ίδιο σημείο βρίσκονταν και τα Λείψανα του Ιωάννη.  

Με ευλάβεια, τέλεσαν την ανακομιδή των οστών, που ήταν άθικτα, ακόμη και ο σάκος που ήταν τοποθετημένα είχε διατηρηθεί σε άριστη κατάσταση, το δε σώμα της μητέρας του ήταν τελείως διαλυμένο. 

Τα λείψανα τα πήρε ο ιερέας, συγγενής τους, ονόματι Ιωάννης Καυσοκαλύβας όμως λόγω των πολλών θαυμάτων που επιτελούσαν δεν έμεινε κρυφή η ύπαρξη ούτε η κατοχή τους από αυτόν και όταν ο Μητροπολίτης Μονεμβασίας και Καλαμάτας Χρύσανθος Παγώνης το πληροφορήθηκε, θέλησε να τα δει και να τα προσκυνήσει, όμως ο ιερέας συγγενής του Αγίου, δεν το επέτρεψε.

Το 1818 ο ιερέας πέθανε και ο Μητροπολίτης πήγε με τον Διάκονό του, Πανάρετο Αγγελόπουλο, το συγγραφέα του βίου του Αγίου, τέλεσε την εξόδιο Ακολουθία του και πήρε όσα Λείψανα του Αγίου σώθηκαν, αφού ο ιερέας Ιωάννης είχε δωρίσει την τιμία Κάρα του Αγίου στην Ιερά Μονή του Τιμίου Προδρόμου της Επισκοπής Έλους, όπου θεράπευσε το παράλυτο χέρι μιας γυναίκας. 

Ο Μητροπολίτης άφησε μέρος των ιερών Λειψάνων στη Μονεμβασία και τα υπόλοιπα τα πήγε στην Καλαμάτα ενώ η οικογένεια Παγώνη δώρισε τα ιερά Λείψανα και τη χειρόγραφη ιερά Ακολουθία του Αγίου στην Ιερά Μονή Γαρδικίου, όμως αργότερα ερημώθηκε και τα ιερά Λείψανα περιήλθαν στην ιστορική Ιερά Μονή του Βουλκάνου, που φυλάσσονται σήμερα, σε ασημένια λειψανοθήκη, δύο μεγάλα τεμάχια από τα χέρια του Αγίου που αναδίδουν μύρο. 

Με τα ιερά Λείψανα του Αγίου, ο νυν Μητροπολίτης Μεσσηνίας κ. Χρυσόστομος (Θέμελης) τελεί κατά κόρον τα εγκαίνια Ιερών Ναών της Ιεράς Μητρόπολης Μεσσηνίας. 

Η μνήμη του τιμάται στις 21 Οκτωβρίου.



ΑΠΟΤΜΗΜΑ ΛΕΙΨΑΝΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΡΑ ΒΛΑΣΙΟΥ, ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΣΕΒΑΣΤΕΙΑΣ.

πηγή

Φυλάσσεται στο Θησαυροφυλάκειο της Βασιλικής του Αγίου Νικολάου στο Μπάρι της Ιταλίας.


'Αγιος Ιερομάρτυρας Βλάσιος.
Τοιχογραφία τού 1546 στο Παεκκλήσιο του Αγίου Νικολάου
τής Ιεράς Μονής Σταυρονικήτα,  Αγίου Όρους
Έργο του Θεοφάνους τού Κρητός και τού Συμεών

Γεννήθηκε και έζησε στις αρχές του 4ου αιώνα στον  Πόντο της Μικράς Ασίας, την περίοδο της βασιλείας του αυτοκράτορος Λικινίου και σ
πούδασε ιατρική, που πρόσφερε  αφιλοκερδώς. 

Παράλληλα μελετούσε με ζήλο την Αγία Γραφή, τα συγγράμματα των Αποστολικών Πατέρων και των Χριστιανών Απολογητών, γεγονός που τον ανέδειξε σε μέγα διδάσκαλο του χριστιανισμού, τόσο που εκλέχθηκε επίσκοπος της Σεβάστειας της Καππαδοκίας της Μικράς Ασίας, ύστερα από την επίμονη απαίτηση του λαού της περιοχής.

Ανέπτυξε πλούσια πνευματική δράση στην επισκοπή του όμως επιζητώντας περισσότερη ησυχία και άσκηση, πήγε στο Άργαιον Όρος και εγκαταστάθηκε μέσα σε ένα σπήλαιο όπου προσευχόταν αδιάλειπτα φθάνοντας σε τέτοιο ύψος αγιότητος και αρετής που πλήθος κόσμου τον επισκεπτόταν ζητώντας την ευλογία του, ακόμη και άγρια ζώα της περιοχής προσέρχονταν κοντά του και δεν αποχωρούσαν, εάν δεν τα ευλογούσε.

Την εποχή αυτή ο ειδωλολάτρης ηγεμόνας Αγρικόλας ζήτησε από κυνηγούς να κυνηγήσουν σαρκοφάγα ζώα για να χρησιμοποιηθούν στις θηριομαχίες για την καταβρόχθιση των χριστιανών και όταν αυτοί έφτασαν στο Άργαιον Όρος, πέρασαν από το σπήλαιο του Αγίου, και έκπληκτοι αντίκρισαν άγρια ζώα να είναι συγκεντρωμένα δίπλα του, έτσι επέστρεψαν στην πόλη και ενημέρωσαν τον Αγρικόλα.

Άγιος Ιερομάρτυς Βλάσιος. 
Τοιχογραφία τού 1547 στην Ιερά  
Μονή  Διονυσίου Αγίου Όρους
έργο τού Τζώρτζη (Ζώρζη) Φουκά
Ο Αγρικόλας διέταξε να συλληφθούν όσοι βρίσκονταν εκεί, όταν έφτασαν οι στρατιώτες στο σπήλαιο, βρήκαν τον άγιο να προσεύχεται και τον διέταξαν να τους ακολουθήσει, αυτός με χαρά τους ακολούθησε, λέγοντάς ότι ο Θεός του εμφανίστηκε τρεις φορές μέσα στη νύχτα και του είπε, ότι να θυσιαστεί για Αυτόν.

Στη Σεβάστεια ο άγιος φυλακίστηκε και την επόμενη ημέρα οδηγήθηκε  στον ηγεμόνα, που προσπάθησε να τον πείσει να θυσιάσει στα είδωλα αλλά ο άγιος αρνήθηκε, ο ηγεμόνας διέταξε να τον χτυπήσουν ανελέητα με χονδρά σιδερένια ραβδιά όμως και πάλι ο άγιος έμεινε σταθερός, ακλόνητος στην πίστη του.

Τον κρέμασαν σε ένα ξύλο, του ξεσκίσαν τα πλευρά του με σιδερένια νύχια αλλά και πάλι ο άγιος έμεινε ακλόνητος, οδηγήθηκε πάλι στην φυλακή ενώ επτά ευσεβείς γυναίκες ακολουθούσαν το μαρτύριό του και άλειφαν τα σώματά τους με το αίμα, που έσταζε από το πληγωμένο σώμα του αγίου.

Βλέποντας αυτό οι δήμιοι, συνέλαβαν τις γυναίκες και τις οδήγησαν στον ηγεμόνα που τις κάλεσε να θυσιάσουν στα είδωλα, γιατί αλλιώς θα θανατωθούν όμως οι επτά γυναίκες είπαν στον ηγεμόνα να πάνε στη λίμνη της Σεβάστειας και αφού πλύνουν τα πρόσωπά τους, να προσφέρουν θυσία στους θεούς, ο ηγεμόνας χάρηκε και οι γυναίκες πήραν τα αγάλματα των θεών και τα έριξαν στη λίμνη, λέγοντας ότι αυτή είναι η αμοιβή τους, γιατί πολλοί άνθρωποι χάθηκαν εξαιτίας της ειδωλολατρίας. 

Βλέποντας ο ηγεμόνας την ασέβεια και την προσβολή κατά των θεών, εξοργίστηκε και διέταξε να ανάψουν ένα μεγάλο καμίνι λιώνοντας μέσα σε αυτό μολύβι και να φέρουν σιδερένια χτένια, παράλληλα δε να πυρακτώσουν και επτά χάλκινα σουβλιά και κάλεσε τις γυναίκες να επιλέξουν ή τη θυσία στους θεούς και να φορέσουν λαμπρά φορέματα ή να βασανιστούν μέσα στο πυρακτωμένο καμίνι. 

Άγιος Ιερομάρτυς Βλάσιος. 
Τοιχογραφία τού 1527 στην Ιερά Μονή Αγίου
Νικολάου Αναπαυσά, στα Μετέωρα
Έργο τού Θεοφάνη του Κρητός
Μία από τις γυναίκες άρπαξε ένα φόρεμα και το έριξε μέσα στο καμίνι, ενώ τα δύο μικρά της παιδιά είπαν στη μητέρα τους να μην τα αφήσει να χαθούν μέσα στην αμαρτία και την πλάνη.

Ο ηγεμόνας έδωσε εντολή να κρεμάσουν τις επτά γυναίκες και να ξεσκίσουν τις σάρκες τους με τα σιδερένια χτένια, όμως στη διάρκεια του φρικτού μαρτυρίου οι στρατιώτες έζησαν ένα καταπληκτικό θαύμα: από τις σάρκες των γυναικών έρεε γάλα αντί για αίμα και οι σάρκες ήταν ολόλευκες όπως το χιόνι, αφού Άγγελοι Κυρίου κατέβηκαν από τον ουρανό και θεράπευσαν τις πληγές, λέγοντας στις γυναίκες να μην φοβούνται, αλλά να συνεχίσουν τον αγώνα τους μέχρι τέλους, έτσι μόνο θα απολαύσουν την αιώνια ζωή. 

Ο εξαγριωμένος ηγεμόνας διέταξε να τις ρίξουν μέσα στο πυρακτωμένο καμίνι, μόλις όμως τις έριξαν, η φωτιά έσβησε και βγήκαν από μέσα σώες και αβλαβείς και βλέποντας ο Αγρικόλας τα παράδοξα αυτά γεγονότα, κάλεσε και πάλι τις επτά γυναίκες να θυσιάσουν στους θεούς και να εγκαταλείψουν τις μαγείες, που χρησιμοποιούν. 

Άγιος Ιερομάρτυρας Βλάσιος.
Τοιχογραφία τού 1320 στην Ιερά Μονή
Γρατσάνιστα στο Κόσσυφοπέδιο (Κόσσοβο).
Εκείνες αρνήθηκαν και ο Αγρικόλας διέταξε τον αποκεφαλισμό τους, α
μέσως οι γυναίκες προσευχήθηκαν ενώ τα δύο παιδιά πλησίασαν τη μητέρα τους και της ζήτησαν να παρακαλέσει τον άγιο Βλάσιο να τα έχει υπό την προστασία και την καθοδήγησή του.

Μετά τον αποκεφαλισμό των επτά γυναικών πρόσταξε τους στρατιώτες να του φέρουν από τη φυλακή τον άγιο Βλάσιο, ο οποίος απάντησε ότι κανένας άνθρωπος, που έχει γνωρίσει τον αληθινό Θεό, δεν προσκυνά τα νεκρά είδωλα. 

Ο ηγεμόνας τον ρώτησε άν τον ρίξει μέσα στη λίμνη, θα μπορέσει ο Θεός, που λατρεύει, να τον σώσει; 

ο άγιος τον παρότρυνε να το κάνει, έτσι οι στρατιώτες έριξαν τον άγιο στη λίμνη και εκείνος, αφού έκανε το σημείο του σταυρού, στάθηκε στη μέση αυτής σώος και αβλαβής ενώ κάλεσε τους ειδωλολάτρες να πράξουν το ίδιο για να αποδείξουν τη δύναμη των θεών τους. 

Εκείνη τη στιγμή εξήντα οχτώ άνδρες πήδησαν μέσα στη λίμνη, αλλά όλοι καταποντίστηκαν στο βυθό της και πνίγηκαν. 

Τότε, Άγγελος Κυρίου παρουσιάστηκε στον Άγιο και τον κάλεσε να βγει από τη λίμνη για να λάβει από τον Θεό τον αιώνιο στέφανο της δόξης και της αγιότητος, το γεγονός αυτό προκάλεσε τον θαυμασμό όλων, αφού έβλεπαν το πρόσωπο του αγίου να λάμπει ενώ ο ηγεμόνας βλέποντας την ακλόνητη πίστη του αγίου, αποφάσισε να τον αποκεφαλίσει μαζί με τα δύο παιδιά. 

Αφού ο άγιος προσευχήθηκε, ο δήμιος τον οδήγησε μαζί με τα δύο παιδιά στον τόπο του μαρτυρίου και τους αποκεφάλισε πάνω σε μία πέτρα μέσα από το τείχος της Σεβάστειας, το 316. 

Για πολύ καιρό τα λείψανα του Αγίου ήταν στη Σεβάστεια, στην διάρκεια των σταυροφοριών μεταφέρθηκαν στην Ευρώπη και το 732 πήγαν στην ιταλική πόλη Maratea, των οποίων οι κάτοικοι θεωρούν τον άγιο Βλάσιο, προστάτη τους ενώ τμήματα των λειψάνων του Αγίου φυλάσσονται σε διάφορους ναούς στην Ευρώπη, συμπεριλαμβανομένου του καθεδρικού ναού της Κοίμησης της Θεοτόκου στο Λονδίνο (Επισκοπή Σουρόζ).

Η μνήμη του τιμάται από την Ορθόδοξη Εκκλησία στις 11 Φεβρουαρίου και από τη Δυτική Εκκλησία στις 3 Φεβρουαρίου. 



Η ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΗ ΕΙΚΟΝΑ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΑΤΤΑΛΕΙΩΤΙΣΣΑΣ ή «ΤΖΙΚΟ ΠΑΝΑΓΙΑΣ».

πηγή

Φυλάσσεται στον Ιερό Ναό Κοιμήσεως Θεοτόκου και Παναγίας του Κύκκου (Παναγίτσας), στον Ταύρο, της Αττικής.



Το λιμάνι της Αττάλειας στην δεκαετία του 1920,από
εδώ ξεκίνησε το πλοίο που μετέφερε τους Μικρασιάτες
πρόσφυγες απο Σπάρτα (Isparta) και Μπουλντούρι (Burdur)
στον Πειραιά. Επικεφαλής της αποστολής (18/10/1922)
ο ιερέας Σπάρτας Παπαιωακείμ Πεσματζόγλου.
πηγή
Οι χριστιανοί της Αττάλειας μέ ιδαίτερη ευλάβεια τιμούσαν την Θαυματουργή Εικόνα της Παναγίας της Κύκκου – Τζίγκο Παναγιά, όπως τήν αποκαλούσαν μέ τήν τοπική προφορά, που βρισκόταν στόν ναό του Αγίου Νικολάου της Αττάλειας, ανάμεσα από τίς συνοικίες των Ρωμηών, μέσα στό κάστρο και που μετά τήν ανταλλαγή, τόν γκρέμισαν οι Τοπικές αρχές γιά νά κάνουν πλατεία.

Εκτός άλλων εκδηλώσεων σεβασμού καί ευλαβείας οι Ατταλειώτες κάθε Δευτέρα πρωΐ, πρίν πάνε στίς δουλειές τους περνούσαν και προσκυνούσαν τήν ιερή Εικόνα καί ζητούσαν τή Χάρη της Παναγίας Μητέρας. 

Η Εικόνα είναι πολύ παλαιά και αποτελεί πιστό αντίγραφο της Εικόνας της Παναγίας του Κύκκου της Κύπρου με την  προφορική ιστορική παράδοση να θέλει τον ίδιο τον Ευαγγελιστή Λουκά να δίνει την εικόνα της Παναγίας της Ατταλειώτισσας στον Απόστολο Βαρνάβα και εκείνος με την σειρά του να την προσφέρει στους χριστιανούς της Αττάλειας, πόλη στην οποία παρέμεινε μαζί με τον Απόστολο Παύλο κατά την Α΄ Αποστολική Περιοδεία.

Η θαυματουργή εικόνα της Παναγίας του Κύκκου,
αντίγραφο της οποίας είναι η θαυματουργή εικόνα
της Παναγίας Ατταλειώτισσας.
Ο Ατταλειώτης Μητροπολίτης της Άγκυρας Σεραφείμ στό ειδικό σύγγραμμά του
«Περί τῆς Μονῆς τοῦ Κύκκου εἰς τήν Κύπρον» που εκδόθηκε τό 1780 στή Βενετία γράφει: 
«Μία από τίς τρείς εικόνες της Θεοτόκου πού αγιογραφήθηκαν από τόν Απόστολο καί Ευαγγελιστή Λουκά, μέσω Αιγύπτου μεταφερόταν στήν Κωνσταντινούπολη, άγνωστο όμως για ποιό λόγο την έφεραν στήν Αττάλεια και εκεί φυλάχθηκε για μεγάλο διάστημα. Όταν τόν 6ο αιώνα επί αυτοκράτορα Ηρακλείου ο βασιληάς των Περσών Χοσρόης κυρίευσε τήν Αττάλεια η εικόνα μεταφέρθηκε στήν Κύπρο, όμως τόν 7ο αιώνα καί εκεί κινδύνεψε από τις επιδρομές των Σαρακηνών και γιά να την προστατεύσουν τήν μετέφεραν στήν Κωνσταντινούπολη, στό αυτοκρατορικό παλάτι».

Κατά μία άλλη παράδοση, που δέν αναφέρει ο Αγκύρας Σεραφείμ, γύρω στά 1100, ο βυζαντινός διοικητής της Κύπρου άρχοντας Μανουήλ Βουτομίτης, μετά από θαυματουργική θεραπεία του από τον γέρο ερημίτη, Ησαΐα, δέχτηκε νά πάνε μαζί στήν βασιλεύουσα και να ζητήσουν από τόν αυτοκράτορα τήν Εικόνα της Παναγίας.

Ο αυτοκράτορας Αλέξιος Ά Μέγας Κομνηνός δέχθηκε σέ ακρόαση τόν άρχοντα Βουτομίτη καί τόν ερημίτη Ησαΐα επιφυλάχτηκε όμως νά απαντήσει αφού δέν ήθελε νά στερηθεί τήν χαριτόβρυτη εικόνα, όταν όμως η μονάκριβη κόρη του αρρώστησε βαριά και θεραπεύτηκε μέ τήν προσευχή του γέροντα Ησαΐα, αντιλήφθηκε πώς ήταν θέλημα Θεού να δώσει την Εικόνα.

Η Ιερά Μονή Κύκκου στην Κύπρο
Όχι μόνο παρέδωσε τήν Εικόνα της Παναγίας αλλά χορήγησε και τά χρήματα γιά τήν ανέγερση του μοναστηριού, στό οποίο θά τήν τοποθετούσαν και αυτό τό αναφέρει ο Αγκύρας Σεραφείμ:
«Επί αὐτοκράτορος Ἀλεξίου τοῦ Κομνηνοῦ μεταφέρθηκε ἡ Εἰκών τῆς Θεομήτορος μετά περισσῆς μεγαλοπρεπείας, δι᾽αὐτοκρατορικοῦ πλοίου πάλιν εἰς τήν Κύπρον καί κατετέθη εἰς τήν ἐπί τούτῳ βασιλικοῖς ἀναλώμασιν ἱδρυθεῖσαν μεγαλώνυμον ἱεράν Μονήν τοῦ Κύκκου. 

Ταύτης τῆς εἰκόνος ἀντίτυπον ἦτο ἡ εἰς τήν Ἀττάλειαν ὑπάρχουσα εἰκών τῆς Παναγίας καί δι᾽αὐτό λέγεται «Παναγία τῆς Κύκκου».

Η φήμη της θαυματουργής Εικόνας εξαπλώθηκε, πολλοί ζητούσαν νά έχουν αντίγραφό της και έτσι υπάρχουν αντίγραφά της από τόν 13ο αιώνα σέ ναούς της Κύπρου, στό Σινά αλλά και αλλού.

Η μορφή του Αποστόλου καί Ευαγγελιστού Λουκά,
που είναι στραμμένος πρός τήν Θεοτόκο
βαστώντας έναν αγιογραφικό κάλαμο,
δίνει τήν εντύπωση οτι την ζωγραφίζει
Η θαυματουργή Εικόνα της Παναγίας Ατταλειώτισσας, είναι διαστάσεων 75 Χ 55 εκατοστά, στό κέντρο της απεικονίζεται η Θεοτόκος, βαστάζουσα εκ δεξιών Της τόν Σωτήρα Χριστό καί έχει τό πρόσωπόν Της γυρμένο πρός Αυτόν. 

Στό δεξιό μέρος της Παναγίας καί του Θείου Βρέφους, απεικονίζεται κάτι σπάνιο, η μορφή του Αποστόλου καί Ευαγγελιστού Λουκά, ο οποίος είναι στραμμένος πρός τήν Θεοτόκο βαστώντας έναν αγιογραφικό κάλαμο, δίνοντας τήν εντύπωση οτι την ζωγραφίζει ενώ δεξιά καί αριστερά της κεφαλής της Θεοτόκου ειναι αγιογραφημένοι οι Αρχάγγελοι Γαβριήλ καί Μιχαήλ. 

Στό πάνω μέρος της Εικόνας και άνωθεν της κεφαλής της Θεομήτορος ειναι αγιογραφημένη η παράσταση της Αγίας Τριάδος (Σύνθρονον), περιστοιχιζόμενης από αγγελικά τάγματα. 

Όλη η Εικόνα είναι καλυμμένη μέ κάλυμμα «πουκάμισο», από χρυσό και πλατίνα, ενώ στήν κεφαλή της Θεοτόκου υπάρχει βασιλικό στέμμα, στολισμένο μέ διαμάντια και άλλους πολύτιμους λίθους.

Η επιγραφή κάτωθεν της εικόνας υποδυκνείει την
ημερομηνία κατασκευής του καλλύματος
Κάτωθεν της Εικόνας υπάρχει η επιγραφή, που αφορά μάλλον την ημερομηνία κατασκευής του πολύτιμου καλλύματος: 
«ΔΕΗΣΙΣ ΤΩΝ ΔΟΥΛΩΝ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΤΩΝ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΩΝ ΚΑΙ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΩΝ 1875 ΜΑΡΤΙΟΥ 20»

Δυστυχώς από τις διάφορες ταλαιπωρίες της Εικόνας, η μορφή της Παναγίας φαίνεται αμυδρά, όπως και η μορφή του Χριστού ενώ σέ καλύτερη κατάσταση είναι οι μορφές του Αποστόλου Λουκά, των δύο Αρχαγγέλων καί της παράστασης της Αγίας Τριάδος.

Ο ιερός Ναός Κοιμήσεως Θεοτόκου στον
Ταύρο της Αττικής
Οι Ατταλειώτες αρχικά γιόρταζαν τήν θαυματουργή εικόνα τήν 8η Σεπτεμβρίου, μέρα του Γενεθλίου της Θεοτόκου, κάποια χρονιά όμως, ξημερώματα Κυριακής των Μυροφόρων, ενώ γινόταν αγρυπνία στόν ναό του Αγίου Νικολάου της Αττάλειας, η Παναγία θεράπευσε θαυματουργικά μιά κοπέλλα εκ γενετής παράλυτη και έ
κτοτε τήν τιμούσαν δύο φορές τόν χρόνο, στίς 8 Σεπτεμβρίου καί τήν Κυριακή των Μυροφόρων, σέ ανάμνηση του θαύματος.

Στόν διωγμόν του 1922 ο Ιερέας της Αττάλειας π. Παγκράτιος, (αδελφός του τότε Μητροπολίτη Πισιδίας, Εξάρχου Ατταλείας κ.λπ. Γερασίμου Τανταλίδη) μέ τόν Παιδονόμο της Αττάλειας Παναγιώτη Χατζηεσμέρη, μέ πολλές προφυλάξεις και πολλή ευλάβεια μετέφεραν την Εικόνα στήν Ελλάδα. 

Μετά από ταξίδι που κράτησε 15 περίπου ημέρες, η ιερή εικόνα μαζί με 6.000 ψυχές που στριμώχτηκαν στα αμπάρια του ελληνικού υπερωκεανίου φορτηγού “Ανδρέας Άνδρου”, αποβιβάστηκε και μεταφέρθηκε στο Κατάκολο Πύργου Ηλείας και επαποτέθηκε στον ιερό Ναό του Αγίου Νικολάου.

Αργότερα τήν μετέφεραν στό Θησείο, στήν Εκκλησία του Αγίου Φιλίππου και τόν Αύγουστο του 1929 στό προσωρινό ναό της Παναγίας στόν Ταύρο ενώ σήμερα βρίσκεται στόν Ιερό Ναό Κοιμήσεως της Θεοτόκου Ταύρου, πού κτίστηκε μέ πρωτοβουλία του «Συλλόγου Ατταλειωτών – Αλαϊωτών» και κάθε χρόνο τήν Κυριακή τῶν Μυροφόρων προσέρχονται οι Ατταλειώτες καί πανηγυρίζουν τήν «Τζίγκο - Παναγιά» όπως καί στήν Αττάλεια. 

Ιερός Ναός Κοιμήσεως Θεοτόκου Ταύρου, 
οδ. Επταλόφου & Χρυσοστόμου Σμύρνης 
τηλ: 210 3466538



Κυριακή 6 Φεβρουαρίου 2022

Ο ΕΠΙΣΤΗΘΙΟΣ ΣΤΑΥΡΟΣ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΤΟΥ ΑΘΩΝΙΤΗ.

πηγή

Ο βαρύς επιστήθιος ηγουμενικός σταυρός του Οσίου Αθανασίου του Αθωνίτου, του θεμελιωτή του μοναχισμού στο Άγιο όρος, φυλάσσεται στην Ιερά Μονή Μεγίστης Λαύρας Αγίου Όρους και αντί αλυσίδας έχει μια κυκλοτερή λάμα σιδήρου ενώ ζυγίζει περίπου 2,7 κιλά.

Τοιχογραφία στίς αρχές τού 14ου αιώνα στον Ιερό Ναό 
Κοιμήσεως της Θεοτόκου στο Πρωτάτο τών Καρυών 
τού Αγίου Όρους, έργο τού Μανουήλ Πανσέληνου
Ο Όσιος Αθανάσιος ο Αθωνίτης, γεννήθηκε γύρω στο 930 στην Τραπεζούντα της Μικράς Ασίας και οι γονείς του πέθαναν πολύ νωρίς, ο πατέρας του πριν γεννηθεί, ενώ η μητέρα του λίγο καιρό μετά την γέννηση του, αφού προηγουμένως του έδωσε το όνομα Αβράμιος. 

Το πεντάρφανο μωρό μεγάλωσε μια μοναχή, φίλη της μητέρας του, που κοντά της ο Αβράμιος γνώρισε και αγάπησε το Χριστιανισμό και το μοναχισμό όμως και η μοναχή πέθανε όταν ο Αβράμιος έγινε επτά ετών. 

Έμαθε τα πρώτα γράμματα στην Τραπεζούντα και κατόπιν συνέχισε στην Κωνσταντινούπολη που εκεί έμεινε στο σπίτι μιας ξαδέλφης του, η οποία ήταν παντρεμένη με έναν αξιωματικό που ονομαζόταν Ζεφινεζέρ. Στην Κωνσταντινούπολη φοίτησε στη σχολή του Αθανάσιου, ο οποίος θεωρούνταν σοφός δάσκαλος ενώ στη σχολή αυτή δίδαξε κατόπιν και ο ίδιος και απέκτησε μεγάλη φήμη.

Αργότερα γνώρισε τον Όσιο Μιχαήλ τον Μαλεΐνο, ο οποίος ήταν ηγούμενος στη Μονή Κυμινά στη Βιθυνία της Μικράς Ασίας και μαζί με αυτόν, γνώρισε και τον ανηψιό του, Νικηφόρο Φωκά, ο οποίος μετά από μερικά χρόνια έγινε Αυτοκράτορας. 

Άγιος Αθανάσιος Αθωνίτης. 
Εικόνα τού 14ου αιώνα μ.Χ. 
στην Μονή Μεγίστης Λαύρας.
Ο Αβράμιος ακολούθησε τον Όσιο Μιχαήλ στη Μονή Κυμινά, όπου εκάρη μοναχός και πήρε το όνομα Αθανάσιος ενώ μετά από τέσσερα χρόνια αποσύρθηκε στην έρημο, όπου ασκήτεψε, μέχρι τη στιγμή που ο Όσιος Μιχαήλ τον όρισε πνευματικό πατέρα του Νικηφόρου Φωκά ο οποίος αποκάλυψε στον Αθανάσιο την επιθυμία του να μονάσει, γεγονός ιδιαίτερης σημασίας για τα μεταγενέστερα γεγονότα.

Κάποια στιγμή, ο Αθανάσιος, επιθυμώντας μια πιο ήσυχη και ασκητική ζωή, παίρνει την ευλογία του γέροντά του Μιχαήλ, και αναχωρεί για το Άγιο Όρος χωρίς να αποκαλύψει σε κανέναν την ταυτότητά του.

Εκεί πληροφορείται ότι ο μάγιστρος Λέων έχει λάβει τον τίτλο του «Μαγίστρου των Σχολών της Δύσεως», φοβάται μήπως αποκαλυφθεί, γι’ αύτο αλλάζει όνομα από Αθανάσιος σε Βαρνάβας και πηγαίνει να κρυφτεί στην περιοχή του Ζυγού, κοντά σε έναν γέροντα ασκητή, προσποιούμενος τον αγράμματο δόκιμο.

Ο Νικηφόρος Φωκάς είχε υποψιαστεί ότι ο πνευματικός του βρισκόταν στον Αθω και τελικά ο αδελφός του Λέοντας τον βρήκε κοντά σε έναν γέροντα ασκητή, τότε, οι αθωνίτες ανακάλυψαν ότι έμενε κοντά τους ένα σημαντικό πνευματικό πρόσωπο και παρακάλεσαν τον Αθανάσιο να μεσολαβήσει για την ανέγερση ναού.

Όσιος Αθανάσιος ο Αθωνίτης 
Εικόνα γύρω στά 1360 - 1380 στην
Ιερά Μονή Παντοκράτορος, Άγιον Όρος
Πράγματι, ο Λέοντας με την παράκληση του Αθανασίου βοήθησε για την ανέγερση της περίφημης Βασιλικής του Πρωτάτου των Καρυών.

Κατόπιν, ο Αθανάσιος συνόδευσε τον Νικηφόρο Φωκά στη νικηφόρα εκστρατεία εναντίον των Σαρακηνών της Κρήτης, το 961 και συμφώνησε μαζί του για την ανέγερση κοινοβιακής μονής στον Άθω, όπου θα ασκήτευε και ο ίδιος αλλά και ο Νικηφόρος. 

Ενώ το έργο προχωρούσε, ξαφνικά ο Αθανάσιος μαθαίνει ότι ο Νικηφόρος Φωκάς ανέβηκε στον θρόνο της αυτοκρατορίας, και το γεγονός αυτό τον λύπησε πολύ, έστειλε επιτιμιτικά γράμματα στον νέο βασιλιά για το γεγονός ότι αθέτησε την υπόσχεση του να μονάσει, άφησε την συνέχιση του έργου στην αδελφότητα που είχε αρχίσει να σχηματίζεται, και αναχώρησε από το Άγιο Όρος. 

Ο Νικηφόρος, μετανιωμένος και πικραμένος από το γεγονός ότι αθέτησε την υπόσχεσή του και ήταν η αιτία για την αναχώρηση του πνευματικού του πατέρα, τον αναζήτησε και μετά από τις αμοιβαίες εξηγήσεις που δόθηκαν και αφού ο Νικηφόρος τον διαβεβαίωσε ότι μετά από κάποιο διάστημα θα τον ακολουθούσε στο Άγιο Όρος, ο Αθανάσιος τον συγχώρεσε και επέστρεψε για να συνεχίση την αποπεράτωση του έργου.

Το Τυπικό του 972, γνωστό και ως "Τράγος"
Έτσι ο Αθανάσιος έκτισε το 963 τη Μονή Μεγίστης Λαύρας στην άκρη του Άθω με το έτος αυτό να θεωρείται και το έτος έναρξης του μοναστηριακού κοινοβιακού βίου στο λεγόμενο πλέον
«Άγιο Όρος».

Γύρω από το καθολικό της μονής κτίστηκαν κελιά, μαγειρείο, τράπεζα, νοσοκομεία, ξενώνες, υδραγωγείο, μύλος, πολλοί μοναχοί ήρθαν να ζήσουν στη Μονή υπό την καθοδήγηση του Αγίου Αθανασίου, ο οποίος εφάρμοσε καινοτομίες στο μοναστικό βίο του Αγίου Όρους αφού οι μοναχοί άρχισαν να καλλιεργούν την γη και να συνδυάζουν την προσευχή με την εργασία και τη δημιουργία, ενώ ως τότε ζούσαν περισσότερο ασκητικό, αναχωρητικό βίο.

Δυστυχώς, μετά τη δολοφονία του Νικηφόρου Φωκά το 969, αθωνίτες ασκητές κατήγγειλαν τον Αθανάσιο στον νέο αυτοκράτορα Ιωάννη Τσιμισκή ότι κατέλυσε "τους αρχαίους τύπους και έθιμα"

Ο Ιωάννης Τσιμισκής κάλεσε σε απολογία τον Αθανάσιο, αλλά πείστηκε για το επιτελούμενο πνευματικό έργο και επανέλαβε τις δωρεές τού προκατόχου του, ανέθεσε στον ηγούμενο της μονής Στουδίου, Ευθύμιο, να συντάξει Τυπικό, το οποίο κυρώθηκε το έτος 972 και είναι γνωστό με την ονομασία "Τράγος", από το δέρμα τράγου πάνω στο οποίο γράφτηκε, το Τυπικό αυτό φυλάσσεται σήμερα στο Σκευοφυλάκιο του Πρωτάτου και της Ι. Κοινότητος.

Η θαυματουργή εικόνα της Παναγίας Εγγυήτριας

O Άγιος Αθανάσιος ο Αθωνίτης, ακολουθώντας την παλιά συνήθεια των μοναχών της Παλαιστίνης ασκήτευε στο σπήλαιο του Αγίου Αθανασίου του Αθωνίτου στην Αθωνίτικη Βίγλα.

Στο παρεκκλήσιο του Ακάθιστου Ύμνου φυλάσσεται η ομώνυμη θαυματουργή εικόνα της Παναγίας, την οποία βρήκε, το 965, μετά από όραμα ο Άγιος Αθανάσιος και την μετέφερε στο Καθολικό της Μεγίστης Λαύρας, η εικόνα όμως, θαυματουργικά γύρισε στο Σπήλαιο. 

Ο Όσιος την ξαναπήρε στη Λαύρα και την άφησε στην ίδια θέση εντός του ναού όμως και πάλι η εικόνα βρέθηκε στο Σπήλαιο και έκτοτε δεν τόλμησε ο Όσιος Αθανάσιος να την μετακινήσει, την άφησε στο ίδιο μέρος όπου βρίσκεται και σήμερα, στο παρεκκλήσιο του Ακαθίστου ύμνου στο σπήλαιο του Οσίου Αθανασίου του Αθωνίτη ενώ όρισε τότε να τιμάται πανηγυρικά με ολονύχτια αγρυπνία στο Σπήλαιο, το Σάββατο του Ακάθιστου Ύμνου. 

Σύμφωνα με την παράδοση, η εικόνα (Παναγία η Εγγυήτρια) ήρθε στο Σπήλαιο από τα Ιεροσόλυμα και είναι η εικόνα την οποία έβαλε εγγυήτρια της αποχής της από τον πρότερο αμαρτωλό βίο η Οσία Μαρία η Αιγυπτία, όταν αναχώρησε με μόνο εφόδιο δύο φραντζόλες ψωμί και έμεινε στην έρημο επί 40 χρόνια.

Ο τάφος του αγίου Αθανασίου του Αθωνίτη

Στη Μονή της Μεγίστης Λαύρας έμεινε ο Άγιος Αθανάσιος για σαράντα χρόνια και κατά τη διάρκεια οικοδόμησης μιας εκκλησίας, περίπου το 1000, κατέρρευσε ένα τμήμα του τρούλου και τον καταπλάκωσε, με αποτέλεσμα να τον σκοτώσει, ενώ κατά μία άλλη εκδοχή βρήκε τραγικό θάνατο όταν μαζί με άλλους μοναχούς έπεσαν από την κόγχη του Ιερού.

Ο Τάφος του Οσίου Αθανασίου βρίσκεται στο παρεκκλήσιο των Αγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων, στην Ιερά Μονή Μεγίστης Λαύρας. 

Αναφέρεται ότι: «Κατά την ζώσαν και αδιάκοπον παράδοσιν της Μονής λέγεται ότι, ζων ο Όσιος, είχεν αφήσει εντολήν περί μη εκταφής του, η οποία και ετηρέτο επί αιώνες. Αλλά, κατά την παράδοσιν επίσης, ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας Σίλβεστρος, ότε το 1575 μετέτρεψε την Μονή από ιδιορρύθμου εις κοινόβιον, ηθέλησεν εξ ευλάβειας ν’ ανοίξει τον τάφον. Αφού λοι­πόν έπεισε τους Πατέρας, επεχείρησε μετ’ αυτών το άνοιγμα του τάφου. Όταν εκτύπησαν δια των σχετικών εργαλείων προς διάνοιξιν, εξήλθον εκείθεν φλόγες πυρός, αι οποίαι κατετρόμαξαν τον Πατριάρχην και τους περί αυτόν, ώστε να σταματήσουν πάραυτα το εγχείρημα. Ούτως ο τάφος του Οσίου παραμένει μέχρι σήμερα άθικτος, κατά την εντολήν του Πατρός».

Η μνήμη του οσίου εορτάζεται την 5η Ιουλίου.



Παρασκευή 4 Φεβρουαρίου 2022

Η ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΗ ΕΙΚΟΝΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΡΑ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΤΟΥ ΜΥΡΟΒΛΗΤΗ, ΣΤΟ ΒΑΛΕΤΣΙΚΟ.


Φυλάσσεται στην ομώνυμη Ιερά Μονή του Αγίου Δημητρίου Βαλέτσικο, στην Τσαριτσάνη της Ελασσόνας.

Άποψη της Μονής
πηγή
Η ιστορία της περιοχής, αρχίζει με την κατάληψη της Θεσσαλίας, από τον Σέρβο βασιλιά 
Στέφανο Δουσάν, το 1348.

Διορίζει Δεσπότη τον Συμεών Ούρεση Παλαιολόγο ο οποίος μετά το θαύμα στον γιό του Ιωάννη, έπειτα μοναχό Ιωάσαφ, το 1370, χάριν της εικόνας του Αγίου Δημητρίου, έχτισε το Καθολικό της Μονής, που σώζεται ως σήμερα, όχι όμως στην αρχική του μορφή, ενθρόνισε την θαυματουργή εικόνα του Αγίου και η Μονή ονομάστηκε  «Βαλέτσικο» που σημαίνει μικρό παιδί.

Στην εκστρατεία του Ελληνικού Στρατού εναντίον των Τούρκων το 1897, το μοναστήρι γίνεται κέντρο πληροφοριών και συνδέσμου του Ελληνικού στρατού ενώ το 1905 εγκαθίσταται στην Μονή Τουρκικό απόσπασμα 35 Οθωμανών στρατιωτών, το οποίο τα ξημερώματα της 29ης Οκτωβρίου 1905, μετά από θαυμαστή επέμβαση και εμφάνιση του Αγίου Δημητρίου, εγκαταλείπουν τη Μονή.

Μπροστά στο τέμπλο, υπάρχει η «πατησιά»
του αλόγου του Αγίου Δημητρίου.
Μάλιστα μπροστά στο τέμπλο, κατά την παράδοση, υπάρχει η «πατησιά» του αλόγου του Αγίου Δημητρίου, όταν εκδίωξε τους Οθωμανούς μέσα από τη Μονή κατά την θαυμαστή εμφάνισή του.

Η θαυματουργή Ιερά Εικόνα απεικονίζει τον άγιο Δημήτριο σε μπούστο και φέρει όλα τα χαρακτηριστικά της Βυζαντινής τέχνης, δεν διασώζεται βέβαια κάποια χρονολογία ή και το όνομα του αγιογράφου, αλλά η τεχνική της παραπέμπει στον 14ο αιώνα

Το κάλυμμα της Εικόνας είναι κατασκευασμένο το 1611 και χαρακτηριστικό του είναι πως δεν φέρει την μορφή του Αγίου Δημητρίου, αλλά έχει πλούσιο διάκοσμο με Ναούς και άνθη ενώ στο κέντρο υπάρχει λειψανοθήκη με απότμημα Ιερού Λειψάνου του Αγίου Δημητρίου.

Λόγω της ερήμωσης της Μονής, η Εικόνα αυτή φυλασσόταν στο Ιερό Ναό της Κοίμησης της Θεοτόκου Τσαριτσάνης και υπέστη μεγάλη ζημιά κατά την πυρκαγιά του Ναού το 1986, για αυτό και το πρόσωπο του Αγίου σήμερα, δεν διακρίνεται.

Η Εικόνα αποκαταστάθηκε από την Εφορία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων Λαρίσης και στις 28 Οκτωβρίου του 2016, όταν η Μονή επανδρώθηκε, πραγματοποιήθηκε με κάθε λαμπρότητα η επάνοδος της από τον Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Ελασσώνος κ.κ. Χαρίτωνα, στην Ιερά Μονή.