Κυριακή 24 Μαΐου 2020

Βυζαντινός ναός Αγίας Αναστασίας Μάκρης, Αλεξανδρούπολη.

πηγή

Βρίσκεται στον γραφικό παραλιακό οικισμό της Μάκρης στην Αλεξανδρούπολη και είναι ένας από τους ωραιότερους και παλαιότερους ναούς της ευρύτερης περιοχής του Έβρου, που σήμερα λειτουργεί ως ενοριακός και είναι αφιερωμένος στην Αγία Αναστασία τη Φαρμακολύτρια.



Άποψη της εισόδου του Ναού 
πηγή
Σύμφωνα με την κτητορική επιγραφή, αρχικά θεμελιώθηκε το 1100, στην ίδια θέση που προϋπήρχε παλαιό - χριστιανικός ναός, από τον οποίο διατηρούνται ακόμη και σήμερα διάφορα διάσπαρτα αρχιτεκτονικά μέλη του, στη νότια πλευρά του Ναού. 

Με τη σημερινή του μορφή ο ναός ιδρύθηκε, στην ουσία ανακαινίσθηκε το 1833, με την οικονομική συνεισφορά του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Νεοφύτου Ζ', που υπήρξε και Μητροπολίτης Μαρωνείας, του τοπικού πρόκριτου Χατζημανωλάκη καθώς και των καπνοκαλλιεργητών της περιοχής.

Αυτό αναφέρεται στην κτητορική επιγραφή, που σώζεται ακόμη, στο υπέρθυρο του δυτικού τοίχου του ναού: «1800…/ 1833 Δια δαπάνης και συνδρομής του Παναγιωτάτου και Οικουμενικού Πατριάρχου Κυρίου Νεοφύτου και των τιμιώτατων πραγματευτών τουτουντζήδων και όλων των ευσεβών και ορθοδόξων χριστιανών και παραστάσεως του Χατζημανολάκη ανακαινίσεως τουτουντζήδων».

Πολύ σημαντική υπήρξε, τόσο η οικονομική συμβολή της αρκετά πλούσιας συντεχνίας των καπνοπαραγωγών καθώς και των καπνεμπόρων (τουτουντζήδων) της Μάκρης, όσο όμως επίσης και οι ενέργειες του Χατζημανωλάκη, που κατάφερε μαζί με τον Πατριάρχη Νεόφυτο, να εκδοθεί τελικά το σουλτανικό φιρμάνι για την ανέγερση του ναού.

Άποψη του εσωτερικού του Ναού
πηγή
Άποψη του εσωτερικού του Ναού
πηγή
Άποψη του εσωτερικού του Ναού
πηγή

Άποψη του τέμπλου του Ναού 
πηγή
Ο Ναός, αν και καταστράφηκε από φωτιά τρεις φορές, αποκαταστάθηκε και λειτουργούσε συνεχώς στα χρόνια της Τουρκοκρατίας.

Μάλιστα δεν μετατράπηκε σε μουσουλμανικό τέμενος σύμφωνα με την πρακτική της εποχής, των Τούρκων.

Το αντίθετο δυστυχώς συνέβη στον γειτονικό ναό του Αγίου Δημητρίου, που έχει καταρρεύσει πλέον και τα ερείπιά του είναι ορατά σήμερα βόρεια του ναού της Αγίας Αναστασίας. 

Ο ναός αρχιτεκτονικά ανήκει στον τύπο της πετρόκτιστης τρίκλιτης ξυλόστεγης βασιλικής με διαστάσεις 30 Χ 25 μέτρα, δηλαδή δεν είναι ιδιαίτερα μεγάλος ενώ στην πλευρά της εισόδου του έχει διαμορφωθεί μία στεγασμένη στοά.

Η κολυμπήθρα του 1820
πηγή
Στο εσωτερικό δεσπόζει το επιχρυσωμένο ξυλόγλυπτο τέμπλο που πιθανότατα προέρχεται από τον προϋπάρχοντα μεταβυζαντινό ναό της Αγίας Αναστασίας, καθώς και ο επιχρυσωμένος δεσποτικός θρόνος που είναι ξυλόγλυπτος. 

Μοναδικής ξυλογλυπτικής τέχνης είναι και το προσκυνητάρι από ξύλο ελιάς, στο οποίο είναι τοποθετημένη η εφέστιος εικόνα της Αγίας Αναστασίας, ακόμη, ο ξυλόγλυπτος άμβωνας και τα παγκάρια με τις θέσεις των επιτρόπων καθώς και δύο μικρά αναλόγια που είναι παλαιότατα και κατασκευασμένα από κέλυφος χελώνας της Ερυθράς Θαλάσσης, ενώ σώζεται και ο παλαιός ξύλινος επιτάφιος.

Οι δεσποτικές εικόνες που κοσμούσαν παλαιότερα το τέμπλο αποτελούν σημαντικά και αξιόλογα έργα τέχνης, που καλύπτουν όλη την περίοδο από τον 17ο έως και τον 19ο αιώνα, εξ αυτών η παλαιότερη εικόνα είναι ο ένθρονος Χριστός σε στάση εύλογίας, του 17ου αιώνα.

Οι περισσότερες από τις εικόνες, σήμερα, έχουν μεταφερθεί στο εντυπωσιακό για τα εκθέματά του, Εκκλησιαστικό Μουσείο Αλεξανδρούπολης και έχουν αντικατασταθεί από σύγχρονες εικόνες, βυζαντινής όμως τεχνοτροπίας. 

Η εικόνα της Αγίας Αναστασίας της Φαρμακολύτριας
Εξαιρετική και περίτεχνη επίσης είναι η εικόνα της Αγίας Αναστασίας της Φαρμακολύτριας, διαστάσεων 1.20 × 0.80 μέτρων που την παρουσιάζει με κορώνα, τον στέφανο της ζωής που φορούν οι μάρτυρες και να κρατάει την λήκυθο.

Στον ναό σώζονται επίσης αργυροποίκιλτα ιερά σκεύη, όπως δισκοπότηρα, ευαγγέλια, εξαπτέρυγα, μυροδοχεία, στέφανα γάμου, σταυροί αγιασμού και ευλογίας, κολυμβήθρα, κηροπήγια, μανουάλια, κανδήλες κ.α. 

Πολλά είναι τα σωζόμενα λειτουργικά βιβλία που χρονολογούνται μεταξύ του 18ου και 20ουαιωνα, καθώς επίσης οι καλοδιατηρημένοι χρυσοκέντητοι και μεταξύ αυτών δερμάτινοι επιτάφιοι και μια εξαιρετική πολυπαραστατική δερμάτινη απεικόνιση με τη ζωή του Χριστού που προέρχεται από τα Ιεροσόλυμα και είναι δωρεά ενός ευσεβούς κατοίκου της Μάκρης, ο οποίος βρέθηκε στους Αγίους Τόπους ως «χατζής».

Ο ναός επίσης διαθέτει και μία κολυμπήθρα του 1820, καθώς επίσης και μία εικόνα της Παναγίας που ανέσυραν ψαράδες από το λιμάνι της Μάκρης στις αρχές του 20ού αιώνα ενώ φυλάσσονται και τεμάχια ιερών λειψάνων των Αγίων Πέντε Νεομαρτύρων από τη Σαμοθράκη, που μαρτύρησαν στη Μάκρη το 1835, μαζί με δύο μάλιστα από τα τσιγκέλια όπου κρεμάστηκαν.

Το τσιγκέλι του μαρτυρίου.
πηγή
Τους πέντε Νεομάρτυρες τους έθαψαν δίπλα από το χωριό όπου σήμερα υπάρχει ένα εκκλησάκι αφιερωμένο στην μνήμη τους.

Μαρτύρησαν στις 6 Απριλίου, την Κυριακή του Θωμά και έκτοτε ή μνήμη τους τιμάται κάθε Κυριακή του Θωμά ενώ λείψανά τους υπάρχουν στην εκκλησία της Παναγιάς στην Χώρα της Σαμοθράκης καθώς και στον Ναό της Αγίας Αναστασίας Φαρμακολύτριας στην Μάκρη. 

Ιδιαίτερα σημαντική είναι η παρουσία τα τελευταία χρόνια στον Ναό του ιερέα της Αγίας Αναστασίας, του π. Ιωάννη Θεοδώρου, ακούραστος και εξαιρετικά οργανωτικός, κατάφερε μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα να τακτοποιήσει και να δρομολογήσει ένα σωρό εκκρεμή ζητήματα του Ναού. 

Παράλληλα με στοργή και αμέριστη αγάπη,φροντίζει καθημερινά για το φιλανθρωπικό έργο της ενορίας του κάτω από την αιγίδα της Ιεράς Μητροπόλεως Αλεξανδρουπόλεως και Τραιανουπόλεως αλλά και για την συντήρηση όπως και τον εξωραϊσμό όλων των εκκλησιών της ενορίας του, της Μάκρης. 

Ο ναός πανηγυρίζει στη μνήμη της Αγίας Αναστασίας Φαρμακολύτριας στις 22 Δεκεμβρίου καθώς και στην μνήμη των Αγίων πέντε μαρτύρων εκ της Σαμοθράκης στις 6 Απριλίου.
Τηλέφωνο ναού: (+30) 25510 71717



Τετάρτη 13 Μαΐου 2020

Η ΤΙΜΙΑ ΚΑΡΑ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΘΕΟΔΩΡΟΥ, ΤΟΥ ΕΝ ΚΥΘΗΡΟΙΣ ΑΣΚΗΣΑΝΤΑ.

πηγή
Φυλάσσεται στην Ομώνυμη Μονή των Κυθήρων, των οποίων είναι ο Προστάτης, «ἐντός βαρυτίμου καί πολυτελοῦς θήκης, εἰς τύπον ἀρχιερατικῆς μίτρας, ἐκ χρυσοῦ καί ἀργύρου, ἐπιτελοῦσα πολλά θαύματα, τά ὁποῖα πιστοποιοῦνται καί διά τοῦ μεγίστου ἀριθμοῦ ἀφιερωμάτων».

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Στην Ορθόδοξη Εκκλησία αποδίδουμε στα Αγία λείψανα τιμή και ευλαβική προσκύνηση, η όποια όμως δεν αποτελεί λατρευτική προσκύνηση η λατρεία. Τούτο γιατί κανείς ποτέ ορθόδοξος χριστιανός δεν ταύτισε στη σκέψη του τα τίμια λείψανα με «θεούς». Μακαριστός π. ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΑΛΕΒΙΖΟΠΟΥΛΟΣ (ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΠΑΡΑΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΩΝ ΟΜΑΔΩΝ).

Η παλαιά εικόνα του Οσίου Θεοδώρου με επιχρυσωμένο
αργυρό ένδυμα, έργο του χρυσοχόου Νικολάου Σπιθάκη
από τον Μυστρά, το 1835. Δεξιά κάτω είναι το
οικόσημο του Επισκόπου Κυθήρων Προκοπίου Καλλονά,
της περιόδου της Αγγλικής προστασίας.
πηγή
Ο Όσιος Θεόδωρος γεννήθηκε στην Κορώνη της Πελοποννήσου μεταξύ των ετών 870 - 890 από γονείς εύπορους ενώ η μητέρα του που ήταν στείρα, όταν ο Θεός της χάρισε το παιδί, το ονόμασε Θεόδωρο.

Διδάχτηκε τα Ιερά γράμματα και παραδόθηκε από τους γονείς του στον τότε επίσκοπο Κορώνης, Θεόδωρο, που τον έκανε αναγνώστη και όταν πέθαναν οι γονείς του, μπήκε υπό την προστασία ενός Ιερέα του Ναυπλίου, που ήταν συγγενής ή φίλος των γονιών του.

Σε κατάλληλη ηλικία, παντρεύτηκε και απόκτησε δύο παιδιά όμως ο επίσκοπος Άργους, βλέποντας τις αρετές του, τον χειροτόνησε Διάκονο. 

Αργότερα πήγε στη Ρώμη, να προσκυνήσει στις Κατακόμβες, τούς τάφους των αρχαίων Μαρτύρων, όπου έμεινε τέσσερα χρόνια, κατόπιν επέστρεψε στη Μονεμβασία, όπου παρέμεινε για αρκετό χρόνο σε ένα κελί του Ναού της Θεοτόκου της Διακονίας.

Παρά τις παρακλήσεις της οικογένειας του να μείνει κοντά της, ο Θεόδωρος, ποθώντας τα ανώτερα πνευματικά αγαθά, πήγε στα Κύθηρα περίπου το 921 όταν η νήσος ήταν «ἔρημος καί ἀοίκητος» λόγω των επιδρομών των Σαρακηνών της Κρήτης και μόνασε στον παλαιό χριστιανικό Ναό των Αγίων Σεργίου και Βάκχου  «καρτερῶν ἐν πειρασμοῖς καί ἐγκαρτερῶν ἐν πείνῃ καί δίψῃ, ἐν καύματι τοῦ θέρους καί τῷ ψύχει τοῦ χειμῶνος».

Η Ιερά Μονή του Οσίου Θεοδώρου, στα Κύθηρα
στην οποία φυλάσσεται η Τιμία Κάρα του.
Εκεί έζησε ασκητική ζωή και απεβίωσε ειρηνικά στις 12 Μαΐου του 922 και λίγο πριν από την κοίμηση του, έγραψε σε ένα όστρακο: «Ἐγώ ὁ ἐλάχιστος Θεόδωρος Διάκονος, ἠσθένησα εἰς τάς 7 Ἀπριλίου μηνός καί ἰδού ὅπου ἀποσθνήσκω 12 Μαϊου, τήν τοῦ ἁγ. Ἐπιφανίου ἡμέραν».

Το Λείψανό τού, βρέθηκε ανέπαφο τον Σεπτέμβριο τού ιδίου έτους από ναύτες του Βυζαντινού Στόλου, που αφού το προσκύνησαν, τον άφησαν όπως το βρήκαν και τρία χρόνια αργότερα Μονεμβασιώτες πήγαν στα Κύθηρα και ενταφίασαν το άφθαρτο Λείψανό του μέσα στο Ναό, όπου σήμερα σώζεται ο τάφος του. 
 
Αμέσως μετά κτίσθηκε ένας ναός προς τιμήν του και - πιθανότατα κατά την βασιλεία τού Νικηφόρου Φωκά - μία αυτοκρατορική αποστολή προσπάθησε να μεταφέρει στην Κωνσταντινούπολη το Λείψανό τού, όμως κατά την εκταφή, «φῶς ἐκτυφλωτικόν περιέλουσεν τόν τάφον τοῦ Ὁσίου».

Ο Τάφος του Οσίου Θεοδώρου, μέσα στο Καθολικό
της ομώνυμης Μονής στα Κύθηρα.
Όταν οι άντρες του αυτοκράτορα πήραν την Κάρα τού Οσίου και απέπλευσαν, το πλοίο άρχισε να βυθίζεται και μία φωνή ακούστηκε να λέει: «Ἐπιστρέψατε τήν ἁγίαν Κάραν εἰς τό μέρος ἀπ' ὅπου τήν ἐπήρατε», όπως και τελικά έγινε.

Ο παλιός Ναός των Αγίων Σεργίου και Βάκχου ξαναχτίστηκε από Μονεμβασιώτες και αφιερώθηκε στον Όσιο Θεόδωρο ενώ με την πάροδο του χρόνου δημιουργήθηκε ένα μοναστήρι.

Το χρονικό του μοναστηριού του Αγίου Θεοδώρου Κυθήρων, γραμμένο από τον Κυθήριο μοναχό Χειλά αποτελεί μία πολύτιμη πηγή για την ιστορία του μοναστηριού αυτού και είναι μια έκθεση - αναφορά προς τους Βενιέρους, η οποία γράφτηκε περίπου το 1457.

Ο Επίσκοπος Κυθήρων και μετέπειτα Μητροπολίτης
Φιλαδελφείας - Βενετίας, Αθανάσιος Βαλεριανός.
Σύμφωνα με το χρονικό, το μοναστήρι ανήκε στη δικαιοδοσία των Λατίνων φεουδαρχών Βενιέρων, στους οποίους κατέβαλαν ετήσιο φόρο από τα εισοδήματα της μονής, ενώ κατά τα μέσα του 14ου αιώνα το μοναστήρι αναλαμβάνει κάποιος πρωτοπαπάς Νοταράς.

Γύρω στα 1630 ο Επίσκοπος Κυθήρων Αθανάσιος Βαλεριανός ανακαίνισε το Ναό, έκτισε κωδωνοστάσιο ενώ επάνω από την κυρία είσοδο εντοίχισε εντυπωσιακό θυρεό με επιγραφή, στην οποία αναφέρεται το όνομα του Αθανάσιου Βαλεριανού και αναφέρει: «ΕΠΤΑΣΟ ΤΟΙΣ ΔΙΟΝΥΣΙΑΚΟΙΣ ΑΘΑΝΑΣΙΕ ΠΡΟΦΡΩΝ ΑΓΛΑΪΣΙ ΠΤΙΛΟΙΣ ΥΨΙΘΡΟΝΩ ΤΕΜΕΝΕΙ. ΟΞΥΤΑΤΟΙΣ ΔΕ ΜΑΚΑΡ ΑΡΕΤΑΩΝ ΒΕΝΘΕΣΙΝ ΑΥΘΙΣ ΛΗΨΗ ΦΩΣ ΑΠΛΕΤΟΝ ΤΡΙΑΔΟΣ ΟΥΡΑΝΙΟΥ»

Κατά καιρούς το μοναστήρι οργάνωνε διάφορες «ζητείες» για να αντιμετωπίσει τα διάφορα έξοδα του ναού ενώ γύρω από το μοναστήρι δημιουργήθηκε οικιστικός χώρος που τον κατοικούσαν οι οικογένειες των ιερέων. 

Σύμφωνα με αρχειακές μαρτυρίες το 1695 η μονή έχει 10 κελιά με μοναχές και δόκιμες, τελεί δε υπό την άμεση εποπτεία του επισκόπου Κυθήρων, στον οποίο υποχρεούται ο εκάστοτε εφημέριος να δίνει λεπτομερή αναφορά για κάθε ζήτημα, εξ άλλου ο εκάστοτε επίσκοπος αναθέτει την εφημερία και φροντίζει για την περιουσία του ναού, έτσι στο ληξιαρχικό αρχείο αναφέρεται «η επισκοπική εκκλησία του αγίου Θεοδώρου».

Η εικόνα του 1700 που απεικονίζει τον Όσιο Θεόδωρο
αριστερά και τον Άγιο Ρόκο της
Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, δεξιά.
Πολύ ενδιαφέρουσα είναι η εικόνα του 1700, στην οποία απεικονίζονται ολόσωμοι οι Άγιοι, αριστερά σε στάση δέησης ο Όσιος Θεόδωρος, και δεξιά, ο Άγιος Ρόκος της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας.

Οι δύο Άγιοι θεωρούνται προστάτες όσων είχαν προσβληθεί από πανώλη, που ενέσκηψε στα Κύθηρα, πριν το 1700, μάλιστα ο Άγιος Ρόκος, θύμα και αυτός της πανώλης, δείχνει στον μηρό του το σημάδι της αρρώστιας ενώ το σκυλί στα πόδια του είναι το μόνο πλάσμα που του έμεινε πιστό στην απομόνωση του και για αυτό από τους Λατίνους θεωρείται προστάτης των κατοικιδίων.

Η Εικόνα αυτή έχει εξαιρετική σπουδαιότητα, γιατί αφενός απεικονίζει δύο Αγίους, οι οποίοι ανήκουν σε διαφορετικά δόγματα, κάτι που δεν είναι συνηθισμένο, και αφετέρου διότι περιέχει πιστή απεικόνιση του Φρουρίου των Κυθήρων, που ήταν το Διοικητικό, πολιτικό, στρατιωτικό και Πνευματικό κέντρο του νησιού, την περίοδο της Βενετοκρατίας.

Η Εικόνα αυτή μάλιστα εκπροσώπησε τα Κύθηρα στην έκθεση που οργάνωσε το Μέγαρο Μουσικής τον Μάϊο του 1999 με θέμα «Η Βενετία των Ελλήνων - Η Ελλάδα των Βενετών», η οποία είχε και εξαιρετική επιτυχία.

Ακολουθία του Οσίου εκδόθηκε το 1747 στη Βενετία, το 1841 στη Σμύρνη καθώς επίσης και το 1899 (μπορείτε να διαβάσετε ΕΔΩ) και το 1961 στην Αθήνα.

Ο Άγιος Θεόδωρος τιμάται από την Εκκλησία μας στις 12 Μαΐου.


Κυριακή 10 Μαΐου 2020

Η ΤΙΜΙΑ ΚΑΡΑ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΘΕΟΦΑΝΟΥΣ ΤΟΥ ΝΕΟΥ, ΠΟΛΙΟΥΧΟΥ ΝΑΟΥΣΑΣ.


Φυλάσσεται στον Ιερό ναό Κοιμήσεως της Θεοτόκου, Ναούσης.

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Στην Ορθόδοξη Εκκλησία αποδίδουμε στα Αγία λείψανα τιμή και ευλαβική προσκύνηση, η όποια όμως δεν αποτελεί λατρευτική προσκύνηση η λατρεία. Τούτο γιατί κανείς ποτέ ορθόδοξος χριστιανός δεν ταύτισε στη σκέψη του τα τίμια λείψανα με «θεούς». Μακαριστός π. ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΑΛΕΒΙΖΟΠΟΥΛΟΣ (ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΠΑΡΑΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΩΝ ΟΜΑΔΩΝ).

Άγιος Θεοφάνης ο Νέος.
Φορητή εικόνα από 
Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου
Σκήτης Βεροίας, 19ος αιώνας.
Η Τιμία Κάρα του Αγίου Θεοφάνους του Νέου, φέρει επιχρυσωμένο περίβλημα και φυλάσσεται σε μία εξάγωνη αργυρή λειψανοθήκη, με σκαλιστές παραστάσεις από τα θαύματα του όσιου. 

Η Λειψανοθήκη αυτή, κατασκευάστηκε το 1831, χάρη στη συνδρομή Ναουσαίων χριστιανών όπως αναφέρει και η επιγραφή της λειψανοθήκης: «Ετελέσθη η παρούσα θήκη του Αγίου Θεοφάνους του νέου και θαυματουργού δια σηνδρωμμής (sic) και βοηθείας των Χριστιανών Νσαουσαίων επιτροπεύοντος κυρίου Ζαφείρη Μπέρσου και εφημερέβοντος (sic) ΠΑ[πά]Θωμά 1831 Ιουν.23».

Τα όσα ελάχιστα γνωρίζουμε για τον Όσιο Θεοφάνη, αντλούμαι από τις δύο εκδόσεις για τον Βίο του συμπεριλαμβανομένης και της Ακολουθίας του, μία της Βενετίας του 1764 και μια της Θεσσαλονίκης του 1883.

Ο Μανουήλ Γεδεών έγραψε, ότι ο «Θεοφάνης έν Όλύμπω» ήκμασε κατά την εποχή τής πατριαρχίας του Ιερεμίου Α', δηλαδή το πρώτον ήμισυ του 16ου αιώνα και συνεπώς, πρέπει να γεννήθηκε τα πρώτα έτη του αιώνα αύτου ή κατά τα τέλη του 15ου αιώνα και ο Ιερομόναχος της τότε Σκήτης Προδρόμου της Βέροιας, Αριστείδης Μπογιάλης τοποθετεί την άφιξη και παραμονή του οσίου στην Σκήτη, τα έτη 1400 - 1450. 

Άγιος Θεοφάνης ο Νέος.
Τοιχογραφία του 1744 στην Ιερά Μονή
Δοχειαρίου στο Άγιο Όρος.
Ο Μηλιόπουλος θεωρεί τον Όσιος Θεοφάνη σύγχρονο του Αγίου Διονυσίου του εν Ολύμπω και μάλιστα «πρεσβύτερον κατά τήν ήλικίαν» ενώ ακόμη τον τοποθετεί στην Μονή Σκήτης της Βέροιας, κατά τα έτη 1580 με 1600.

Ο Απόστολος Βακαλόπουλος αποδέχεται, ότι ο όσιος Θεοφάνης «πρέπει νά εζησε κατά τόν 16ο ή το πολύ στις αρχές του 17ου αιώνα, τό ενωρίτερον δε, κατά τόν 15ον αιώνα αφού μετέβη είς τήν Κωνσταντινούπολιν, διά να έλευθερώση τόν άνεψιόν του καί συνεπώς τούτο έγένετο μετά τό 1453, αφου αναφέρονται ώς κατέχοντες ταύτην οί Τούρκοι. Επομένως ό Θεοφάνης εζησε τό ένωρίτερον κατά τόν 15ον αιώνα».

Το 1961, βρέθηκε από τον εκπαιδευτικό Εμμανουήλ Βαλσαμίδη, η κτητορική επιγραφή της Μονής των Ταξιαρχών Νάουσας, την οποία ίδρυσε ο όσιος Θεοφάνης, που αναφέρει ότι αυτή, κτίστηκε τον Μάιο του 1593. 

Από αυτό συμπεραίνουμε ότι ο Όσιος Θεοφάνης γεννήθηκε κατά τα μέσα του 16ου αιώνα και απεβίωσε κατά το πρώτο ήμισυ του 17ου αιώνα, αφού κατά τον βιογράφο του ο Όσιος Θεοφάνης ήτανε ηγούμενος τής μονής Ταξιαρχών Νάουσας επί: «χρόνον Ικανόν» καί έν συνεχείς εζησεν εις τήν μονήν Προδρόμου Βέροιας επί «καιρόν Ικανόν».

Η λειψανοθήκη με την Τιμια Κάρα του Οσίου
Θεοφάνους του Νέου, εξ Ιωαννίνων
του ασκητεύσας εν Ναούσης.
Ο Όσιος Θεοφάνης ο Νέος, γεννήθηκε στα Ιωάννινα και η αγάπη του για τον Χριστό και τον μοναχισμό τον οδήγησε στο Άγιο Όρος, στη Μονή Δοχειαρίου, όπου έλαβε το μοναχικό σχήμα, ονομαζόμενος Θεοφάνης. 

Με πολύ άσκηση, νηστεία, προσευχή και υπακοή ανήλθε σε ύψη αρετής και αγιότητας, και οι πατέρες της Μονής, τον παρακάλεσαν να αναλάβει την ηγουμενία της Μονής και παρά την αρχική άρνησή του, ανέλαβε το δύσκολο αυτό έργο.

Την ησυχία της ασκητικής ζωής του όμως, ήλθε να ταράξει η αρπαγή του ανιψιού του, του παιδιού της αδελφής του, το οποίο οι Τούρκοι άρπαξαν από το σπίτι του στα Ιωάννινα και το οδήγησαν αιχμάλωτο στην Κωνσταντινούπολη. 

Ο κίνδυνος να εξισλαμιστεί ήταν άμεσος και η αδελφή του τού έστειλε μήνυμα ζητώντας βοήθεια, έτσι ο όσιος πήγε στην Κωνσταντινούπολη να σώσει το παιδί, πράγμα που κατόρθωσε και επέστρεψαν στην Μονή Δοχειαρίου, με σκοπό να μείνει και ο ανιψιός του εκεί ως μοναχός.

Ορισμένοι μοναχοί ανησύχησαν ότι η παρουσία του ανιψιού του θα επισύρει την οργή των Τούρκων εναντίον της Μονής, έδιωξαν τον όσιο και τον ανιψιό του οι οποίοι κατέφυγαν στη Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου της Σκήτης Βεροίας, εκεί όπου είχαν ασκητεύσει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, ο όσιος Αντώνιος ο νέος, ο όσιος Αθανάσιος ο Μετεωρίτης, ο όσιος Νικάνωρ της Ζάβορδας, ο όσιος Διονύσιος ο εν Ολύμπῳ κ.α.

Το Εξωκκλήσι που βρίσκεται σήμερα στην θέση της
κατεστραμμένης το 1822, Ιεράς Μονής
Ταξιαρχών Βερμίου.
Πιθανότατα όμως να είχανε σκοπό να πάνε στα Γιάννενα, από όπου κατάγονταν.

Στην Σκήτη Βεροίας όμως ευαρεστήθηκαν, έγιναν αγαπητοί από τους Πατέρες της Μονής που τους έδωσαν την ευλογία να κτίσουν ένα κάθισμα, δηλαδή ένα μονύδριο, κοντά τους.

Οικοδόμησε έτσι ένα ναό προς τιμή της Κοίμησης της Θεοτόκου, πιο χαμηλά από την σημερινή Σκήτη, προς το ποτάμι που έγινε πόλος έλξης.

Μετά από χρόνια ο όσιος άφησε στην Μονή επίτροπο τον ανιψιό του και αποφάσισε να ιδρύσει μια νέα Μονή προς τιμήν των Αρχαγγέλων Μιχαήλ και Γαβριήλ, προστατών και της Ιεράς Μονής Δοχειαρίου, Αγίου Όρους επιλέγοντας έναν τόπο κοντά στη Νάουσα, όμως ο αρχιοικοδόμος του διαφωνούσε με την επιλογή αυτή. 

Ο μικρός Ιερός Ναός του Οσίου Θεοφάνους στη Νάουσα.
Είναι χτισμένος στο σημείο ακριβώς που ο όσιος 
είχε εντός της πόλης, το σπήλαιο - μετόχι όπου 
προσευχόταν και απομονωνόταν.
Ο όσιος τότε, πρότεινε ο καθένας τους να γράψει τον τόπο της επιλογής του σε ένα χαρτί, να βάλουν το κάθε χαρτί σε ένα φάκελο, να σφραγίσουν και τους δύο φακέλους και να τους αφήσουν μαζί σε ένα τόπο και όπου τους ξαναβρούν, εκεί να κτίσουν τον ναό, ο αρχιοικοδόμος συμφώνησε με την πρόταση και τα σημειώματα βρέθηκαν όλα στον τόπο που είχε επιλέξει ο όσιος.

Όταν ολοκληρώθηκε η Μονή ο όσιος Θεοφάνης εγκαταστάθηκε σε αυτήν, χωρίς να εγκαταλείψει τη Σκήτη της Βεροίας, που ήταν πνευματικός καθοδηγητής ενώ σε μία από τις επισκέψεις του, αισθάνθηκε το τέλος του και προετοίμασε τους πατέρες, συμβουλεύοντάς τους να τηρούν τις υποθήκες και τις νουθεσίες του και να εμπιστεύονται τη σωτηρία τους στην προστασία της Κυρίας Θεοτόκου.

Σύγχρονη εικόνα του Οσίου Θεοφάνους του Νέου.
Κοιμήθηκε όσο βρισκόταν τα τελευταία χρόνια της ζωής του, στο κάθισμα της Παναγίας που είχε ιδρύσει, στην Σκήτη της Βέροιας, στις 19 Αυγούστου και ενταφιάσθηκε εκεί.

Μετά την εκταφή του, οι Πατέρες, κόσμησαν την κάρα του με αργυρή περίτεχνη θήκη και την τοποθέτησαν μαζί με τα άλλα ιερά λείψανα της Μονής του Προδρόμου ενώ τα υπόλοιπα οστά ξανατάφηκαν και επάνω τους κατασκευάστηκε ένα προσκυνηματικό μνημείο.

Οι Τούρκοι κατέστρεψαν τη Σκήτη το 1822, γκρέμισαν και το κάθισμα της Παναγίας, το μνήμα του Αγίου παραχώθηκε μέσα στα συντρίμμια ενώ 
την ίδια χρονιά καταστράφηκε από τους Τούρκους και η Μονή των Ταξιαρχών στην Νάουσα, που ο ίδιος ίδρυσε και χάθηκαν πολύτιμα στοιχεία και κειμήλια όπως και η σωζόμενη ως τότε διαθήκη του Οσίου. 

Το μνήμα του Αγίου ανοίχθηκε το 1926 και τα οστά του, περίπου 60 τμήματα, τοποθετήθηκαν στην Μονή της Σκήτης και σήμερα σώζονται μόνον λίγα τεμάχια.

Χαρακτηριστικά ο γνωστός δάσκαλος Ιωάννης Μηλιόπουλος, μετέπειτα μοναχός Ιωαννίκιος αναφέρει: «...Σημειωτέον δ’ ένταΰθα, ότι, άνασκαφής γενομένης είς τό μέρος, εν φ ό τάφος τοϋ αγίου Θεοφάνους εύρίσκετο, ήτοι συμφώνως τω βιβλίφω τής βιογραφίας αύτου υπό τήν Ελαίαν, πράγματι ευρέθησαν 60 περίπου μικρά τεμάχια έκ των άγιων οστών του ιερού λειψάνου, άτινα καί, ευλαβώς περισυλλεγέντα υπό του τότε προηγουμένου Δανιήλ ίερομονάχου Σωτήρα, εναπετέθησαν αρμοδίως έν τω ιερώ βήματι τής εκκλησίας του Τιμίου Προδρόμου, τήν δε ιεράν ταύτην πράξιν, έν τοις μετά ταύτα χρόνοις, καί διά πρακτικού, επί τή είς τήν ιεράν μονήν αφίξει του, όο Μητροπολίτης Βέροιας καί Ναούσης κ. Σωφρόνιος [=Σταμούλης] κατεκύρωσεν, ήτοι κατά τό έτος 1926»

Στη Νάουσα, υπάρχει σήμερα μόνο ένα μικρό ναΰδριο προς τιμήν του οσίου, χτισμένο στο σημείο ακριβώς που ο όσιος είχε εντός της πόλης, το σπήλαιο - μετόχι όπου προσευχόταν και απομονωνόταν και που σήμερα υπάρχει στην θέση αυτή το 3ο Δημοτικό Σχολείο Ναόυσας.

Η μνήμη του Οσίου Θεοφάνους του Νέου, τιμάται στις 19 Αυγούστου.