Πέμπτη 29 Απριλίου 2021

Ιερά Μονή Αγίου Νικολάου εκ Βουνένης του Νέου, Καμπιά Βοιωτίας.


Βρίσκεται στην αγροτική περιοχή Καμπιά της Βοιωτίας, περίπου 5 χιλιόμετρα βορειοδυτικά του χωριού Διόνυσος (τέως Τσαμάλι) του Δήμου Ορχομενού στην Βοιωτία.


Άποψη του Καθολικού
πηγή
Ο Ναός αποτελούσε το καθολικό της ομώνυμης μονής, η οποία λειτουργούσε μέχρι και τους νεότερους χρόνους, το 19ο αιώνα και το οποίο ήταν μετόχι του Οσίου Λουκά στο Στείρη ήδη από τον 12ο αιώνα ενώ ο ναός διασώζει σχεδόν ακέραια και σε σχετικά καλή κατάσταση την αρχική μορφή του.

Τα υπόλοιπα κτήρια της μονής, σήμερα είναι σε ερειπιώδη κατάσταση ενώ χρονολογούνται από τα μορφολογικά και κατασκευαστικά στοιχεία τους μόλις στο 18ο ή και τον 19ο αιώνα. 


Κατά την περίοδο αυτή, με βάση τα σωζόμενα στοιχεία, το οικοδομικό συγκρότημα της μονής είχε κάτοψη τετράπλευρη, πλευράς περίπου 50 μέτρα.

Περιμετρικά της αυλής που περιέβαλλε το καθολικό, κατά μήκος της βόρειας, της δυτικής καθώς και της νότιας πλευράς της, υπήρχαν τρεις μακρόστενες πτέρυγες. 

Σε καλύτερη κατάσταση διατηρείται σήμερα στην βόρεια πλευρά, ένα επίμηκες διώροφο κτήριο εξωτερικών διαστάσεων 8.5 Χ 26 μέτρα ενώ σώζεται πλήρως το δυτικό τμήμα του καμαροσκέπαστου ισογείου του, πάνω στο οποίο έχει οικοδομηθεί ένα νεότερο κτίσμα κατά τη δεκαετία του 1920. 

Φωτογραφία της Μονής του Αγίου Νικολάου
Καμπιών, το 1890.
πηγή
Από τις άλλες δύο πτέρυγες, με διαστάσεις ανάλογες με αυτές της βόρειας πτέρυγας (7 Χ 47 μέτρα η δυτική και 9.5 Χ 33 μέτρα η νότια), διατηρείται μόνο η θεμελίωση. 

Στην ανατολική πλευρά της μονής υψωνόταν ένας μεγάλος μαντρότοιχος από αργολιθοδομή, στο νότιο τμήμα του οποίου υπήρχε η αρχική πύλη του συγκροτήματος ενώ δυστυχώς σήμερα διατηρούνται κατά χώραν μόνο οι παραστάδες της.

Ο ναός σύμφωνα με όλες τις κατά προσέγγιση ενδείξεις έχει ιδρυθεί προφανώς με χορηγίες κάποιων αξιωματούχων του Βυζαντίου καθώς δεν δικαιολογείται ένας τέτοιος ναός σε μια ερημική τοποθεσία να έχει χτιστεί με τέτοια μεγάλη δαπάνη των κατοίκων της περιοχής, αν και δεν υπάρχουν γραπτά στοιχεία βέβαια που να το επιβεβαιώνουν. 

Ο ναός από δυτικά
πηγή
Πηγές και άλλες ιστορικές μαρτυρίες δεν υπάρχουν, παρά το γεγονός ότι και τα δύο σπουδαία βυζαντινά μνημεία (Άγιος Νικόλαος και Όσιος Λουκάς) κατασκευάστηκαν από τα ίδια υλικά. 

Δεν θα ήταν υπερβολή να ειπωθεί ότι ο ναός στα Καμπιά έχει καλύτερη λιθοδομία γιατί είναι χτισμένος με λαξευμένους ογκόλιθους, πράγμα σπάνιο για την εποχή ενώ σύμφωνα και με τους μελετητές ο ναός στα Καμπιά είναι μία απομίμηση του Οσίου Λουκά και χαρακτηρίζεται ως ηπειρωτικού τύπου.

Το ότι η μονή του Αγίου Νικολάου είναι σύγχρονη αυτής του Οσίου Λουκά, αποδεικνύεται και από την ύπαρξη της γνωστής και περίφημης αγιογραφίας στην κρύπτη κάτω από το ναό, του Αγίου Ιωάννη του Καλοχτένη, όπου η στάση, η μορφή και τα χρώματά της μαρτυρούν την εποχή δημιουργίας της και ίδρυσης ταυτόχρονα της μονής. 


Η μορφή, ο ρυθμός, η κατασκευή του και τα χρησιμοποιηθέντα υλικά πιστοποιούν επίσης τη χρονολογία ανέγερσής της που σύμφωνα με την παράδοση κατασκευάσθηκε με υλικά που μετέφεραν τα βυζαντινά αυτοκρατορικά καράβια έως την Αταλάντη με τελικό προορισμό την μονή του Οσίου Λουκά του Στειριώτη. 

Ο ναός από βορειοανατολικά
πηγή
Η διαδρομή από την Αταλάντη έως το Στείρι περνούσε κάποτε από την περιοχή των Καμπιών. 

Όταν το καραβάνι έφτασε στα Καμπιά εμφανίστηκε ο Άγιος Νικόλαος και απαίτησε κάθε φορά που περνούν να αφήνουν από ένα μάρμαρο και έτσι με αυτές τις πέτρες χτίστηκε το σπουδαίο αυτό μοναστήρι.

Μία άλλη παράδοση όμως αναφέρει πως την εποχή που κτιζόταν ο Όσιος Λουκάς στο Στείρι μετέφεραν την πέτρα για το χτίσιμο της εκκλησιάς από τον Έξαρχο στο Στείρι, την φόρτωναν σε μουλάρια και ακολουθούσαν την δύσκολη όντος διαδρομή, επειδή η Κωπαΐδα ήταν εκείνη την εποχή λίμνη, στα ριζά και στις πλαγιές των περιοχών: Έξαρχος – Χαιρώνεια – Δαύλεια – Δίστομο  και Στείρι.

Άποψη του Καθολικού
πηγή
Στο λόφο πάνω από το χωριό Τσαμάλι τα μουλάρια γονάτιζαν και δεν ξεκινούσαν αν από κάθε φορτίο δεν άφηναν και από μία πέτρα. 

Έτσι στο χώρο που είναι χτισμένο σήμερα το μοναστήρι σχηματίσθηκε κυριολεκτικά, ένα ολόκληρο βουνό από πέτρες. 

Κι ενώ στο Στείρι ο 'Οσιος Λουκάς κτιζόταν, ο βοηθός του Αρχιμάστορα, ο κάλφας, ζήτησε από τον αφέντη του την άδεια στο χώρο που έμειναν οι πέτρες να κτίσει εκείνος μία εκκλησία προς τιμήν του Αγίου Νικολάου, το όραμα του οποίου είχε δει και του είχε ο Άγιος ζητήσει να του κτίσει εκκλησία, μετά από παρακάλια και ικεσίες ημερών ο Αρχιμάστορας δέχτηκε να δώσει άδεια, έτσι ο κάλφας εγκαθίσταται στην περιοχή Καμπιά και αρχίζει να οικοδομεί ναό. 

Άποψη του εσωτερικού του καθολικού του Ναού 
Αρχείο ΙΑΑ - © Ιερά Αρχιεπισκοπή Αθηνών
Όταν τέλειωσε το έργο του ήταν τόσο θαυμαστό, ενθουσιάστηκε πάρα πολύ, έτσι πήγε και ζήτησε από τον Αρχιμάστορά του να το δει και να το αξιολογήσει, όπως και έγινε. 

Ο Αρχιμάστορας το είδε πολύ προσεκτικά, το θαύμασε αλλά και ζήλεψε μέσα του πολύ βαθιά.

Η ζήλια του θόλωσε το νου, σκέφτηκε με ποιο τρόπο θα βγάλει από τη μέση τον επικίνδυνο ανταγωνιστή της τέχνης του και δεν άργησε να τον βρει. 

Διαπίστωσε δήθεν πως κάποιο κεραμίδι δεν είναι σωστά τοποθετημένο και διέταξε τον κάλφα να το ξανατοποθετήσει, ο κάλφας έβαλε την σκάλα να ανέβει ψηλά και τότε ο Αρχιμάστορας τράβηξε απότομα τη σκάλα και ο κάλφας βρέθηκε να πέφτει από ψηλά με το κεφάλι στο λιθόστρωτο. 

Άποψη του εσωτερικού του καθολικού του Ναού 
Αρχείο ΙΑΑ - © Ιερά Αρχιεπισκοπή Αθηνών
Τη στιγμή εκείνη περνούσε λευκό περιστέρι πάνω από το μοναστήρι και μαρμάρωσε, μένοντας εκεί στη στέγη της εκκλησίας, μαρμαρωμένο στους αιώνες.

Στον τόπο που χύθηκε το αίμα του κάλφα, φύτρωσε συκιά και αντί για γάλα, όταν έκοβες τα σύκα, έσταζαν αίμα ενώ η πέτρα που πάνω της χτύπησε το σώμα του κάλφα έσπασε και παραμένει σπασμένη εκεί.

Ο ναός του Αγίου Νικολάου έχει συμπεριληφθεί πολλές φορές λόγω της σπουδαιότητάς του σε ευρύτερες μελέτες βυζαντινής αρχιτεκτονικής και επιμέρους κατασκευαστικών θεμάτων, δεν έχει αποτελέσει ωστόσο το αντικείμενο κάποιας ειδικής επιστημονικής έρευνας. 

Άποψη των τοιχογραφιών του ναού 
πηγή
Βασική παραμένει η συνοπτική περιγραφή και τα σχέδια που δημοσίευσαν το 1901 οι R.W. Schultz και S.H. Barnsley στο πλαίσιο της μελέτης τους για τη μονή του Οσίου Λουκά, καθώς ο Άγιος Νικόλαος μιμείται την αρχιτεκτονική του καθολικού της μονής. 

Αρχιτεκτονικός τύπος και εσωτερικό.

Το μνημείο είναι μέτριων διαστάσεων, με κάτοψη σε σχήμα ορθογώνιου παραλληλόγραμμου, 10 x 12 μέτρα περίπου.

Μιμείται σε μικρότερη κλίμακα βέβαια το καθολικό του Οσίου Λουκά στο Στείρι Βοιωτίας, που χτίστηκε με αυτοκρατορική χορηγία μετά το 1011 και είχε καίρια επίδραση στη διαμόρφωση της «Ελλαδικής σχολής» της μεσοβυζαντινής αρχιτεκτονικής. 

Ανήκει στον ίδιο αρχιτεκτονικό τύπο, τον επονομαζόμενο «Ηπειρωτικό» ή «σύνθετο οκταγωνικό» με αυτόν τον τύπο να εμφανίζεται σε ολοκληρωμένη μορφή στο καθολικό της μονής του Οσίου Λουκά στο Στείρι και συναντάται σε σχετικά λίγα παραδείγματα, κυρίως κάποιων μεγάλων και πλούσιων μοναστηριακών ναών. 

Άποψη των τοιχογραφιών του ναού 
Στον τύπο αυτό κυρίαρχο στοιχείο παραμένει ο ευρύς τρούλος που καλύπτει τον κεντρικό χώρο, ο οποίος στο ναό του Αγίου Νικολάου έχει εσωτερική διάμετρο 5,3 μέτρα και βαίνει μέσω κάποιων μικρών σφαιρικών τριγώνων σε οκτώ τόξα που στηρίζονται σε ισάριθμους ογκώδεις πεσσούς – στον Άγιο Νικόλαο οι δύο δυτικοί έχουν αντικατασταθεί με κίονες. 

Τα τέσσερα από τα τόξα προεκτείνονται μέχρι τους εξωτερικούς τοίχους δίνοντας στην κάτοψη σταυρικό σχήμα, ενώ τα υπόλοιπα τέσσερα γεφυρώνουν, υπό μορφή ημιχωνίων, τις γωνίες του κεντρικού τετραγώνου. Ο κεντρικός χώρος πλαισιώνεται στις γωνίες με δευτερεύοντα μικρά διαμερίσματα.

Ο ναός του Αγίου Νικολάου έχει τριμερές ιερό βήμα στα ανατολικά και τριμερή, με ψηλές αναλογίες, νάρθηκα στα δυτικά. Στην ανατολική πλευρά του προβάλλει εξωτερικά, κατά το πρότυπο του Οσίου Λουκά, μόνο μία τρίπλευρη αψίδα με ένα μονόλοβο παράθυρο σε κάθε πλευρά της – κατά μίμηση επίσης του προτύπου του – καθώς κατά το 12ο αιώνα η διάνοιξη τριών παραθύρων στην κόγχη του ιερού βήματος ήταν σχετικά σπάνια. 

Στις δύο πλάγιες πλευρές του ναού προεξέχουν ελαφρά οι παραστάδες που στηρίζουν τα μέτωπα των τόξων των εγκάρσιων κεραιών του σταυρού. Το κτήριο είναι διάτρητο από μεγάλα δίλοβα ή τρίλοβα παράθυρα, ενώ στα μέτωπα των εγκάρσιων κεραιών ανοίγονται μεγάλα σύνθετα παράθυρα με αμφικίονες που εδράζονται στο δάπεδο και με μαρμάρινα θωράκια ανάμεσά τους, στην κάτω ζώνη, σύμφωνα με το πρότυπο του Οσίου Λουκά. 

Άποψη της τοιχοποιίας του Καθολικού
πηγή
Ο ναός εδράζεται σε ψηλή κρηπίδα με δύο αναβαθμούς και η έντονη κλίση του εδάφους επέτρεψε τη διαμόρφωση κάτω από το ναό μιας ημιυπόγειας κρύπτης (λανθασμένα ονομάζεται της Αγίας Βαρβάρας) ανάλογης με αυτήν της μονής του Οσίου Λουκά. 

Έχει έκταση σχεδόν ίση με εκείνη του κυρίως ναού και ανήκει στο σύνθετο σταυροειδή εγγεγραμμένο τύπο ενώ καλύπτεται από σταυροθόλια με νευρώσεις και ιδιοτυπία στην κάτοψή της αποτελεί η κατάργηση του διακονικού στο ανατολικό τμήμα.

Η μικρή κλίμακα του Ναού οδήγησε τον αρχιτέκτονά του σε πρωτότυπες λύσεις, που διαμορφώνουν ένα ενοποιημένο και φωτεινό χώρο εσωτερικά του ναού. 


Το ζεύγος των δυτικών ισχυρών πεσσών αντικαταστάθηκε από κομψούς κίονες, με αποτέλεσμα να επιτυγχάνεται κάποια ενοποίηση του νάρθηκα με τον κυρίως ναό. Στη γενικότερη ενοποίηση του εσωτερικού χώρου του ναού συμβάλλουν επίσης η κατάργηση των υπερώων (που υπάρχουν στον Όσιο Λουκά), η απλούστευση του νάρθηκα από διώροφο σε μονώροφο και το οκταγωνικό σε κάτοψη τύμπανο του τρούλου, το οποίο είναι ψηλότερο από εκείνο του τρούλου του καθολικού του Οσίου Λουκά.

Αρχιτεκτονικός διάκοσμος.

Το εσωτερικό της Κρύπτης
πηγή
Ανεξάρτητα από τις ιδιοτυπίες στην αρχιτεκτονική του ναού του Αγίου Νικολάου, εκείνο που τον κάνει να ξεχωρίζει ιδιαίτερα τόσο από το πρότυπό του όσο και από τα υπόλοιπα μνημεία της ίδιας περιόδου είναι η εξαιρετικά επιμελημένη διαμόρφωση των εξωτερικών του όψεων αποκλειστικά με λαξευτούς λίθους. 

Η τάση, που παρατηρείται κατά τη διάρκεια του 12ου αιώνα για ευρεία χρήση λαξευτών λίθων στις όψεις των ναών γενικότερα, εδώ γενικεύεται και εμφανίζεται στην πιο εξελιγμένη μορφή της. Ο αρχιτέκτονας του μνημείου του Αγίου Νικολάου στις Καμπιές Βοιωτίας επιλέγει συνειδητά και σχεδόν αποκλειστικά την σπουδαία αλλά επίσης και ιδιαίτερα δαπανηρή χρήση των λαξευτών λίθων. 

Το εσωτερικό της Κρύπτης
πηγή
Η χρήση των συνηθισμένων κατά την περίοδο αυτή κεραμικών πλίνθων περιορίζεται στο πλινθοπερίκλειστο σύστημα τοιχοποιίας του τυμπάνου του τρούλου, στον εξαιρετικά επιμελημένο κεραμικό διάκοσμο των τυμπάνων των δίβηλων ανοιγμάτων της υπόγειας κρύπτης, σε ορισμένα από τα οποία χρησιμοποιούνται μάλιστα έγκοπτα λεπτά τούβλα, και στην πρωτοποριακή για την εποχή λύση των πλίνθινων σταυροθολίων στον ίδιο χώρο.

Η καθαρότητα των επιφανειών και των περιγραμμάτων του κτίσματος το απομακρύνουν από την πολυχρωμία και τη γραφικότητα που χαρακτηρίζουν την αρχιτεκτονική της περιόδου και το κατατάσσουν στα αντιπροσωπευτικότερα δείγματα του κλασικισμού που αναβιώνει κατά τη διάρκεια του 12ου αιώνα, ενώ θεωρείται ένα από τα ωραιότερα και πιο ενδιαφέροντα μνημεία της περιόδου.

Τα ογκώδη ορθογωνισμένα κομμάτια σκληρού ασβεστόλιθου, που έχουν χρησιμοποιηθεί στην τοιχοποιία του σε πλήρεις και συνεχείς οριζόντιες στρώσεις, δεν προέρχονται – όπως συμβαίνει συχνά την περίοδο αυτή – από κάποιο αρχαίο μνημείο της περιοχής, αλλά έχουν εξορυχθεί και λαξευτεί με επιμέλεια ειδικά για την ανέγερση του ναού. 

Η είσοδος της Κρύπτης
πηγή
Η ίδια επιμέλεια παρατηρείται στη λάξευση και τέλεια συναρμογή των επιμέρους λίθινων κατασκευαστικών στοιχείων, όπως για παράδειγμα των τόξων και των τυμπάνων των δίλοβων ή τρίλοβων παραθύρων του ναού. 

Στο ναό σώζονται αρκετά αρχιτεκτονικά γλυπτά, τα περισσότερα από τα οποία παραμένουν αδημοσίευτα. 

Ορισμένα παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον, όπως για παράδειγμα τα κιονόκρανα των δύο κιόνων στο δυτικό τμήμα του ναού που κοσμούνται με πολύπλοκους φυτικούς σχηματισμούς και μιμούνται τα αντίστοιχα προγενέστερα κιονόκρανα της Παναγίας του Οσίου Λουκά, τα εξαιρετικής ποιότητας επιθήματα των μαρμάρινων αμφικιονίσκων στα σύνθετα ανοίγματα των εγκάρσιων κεραιών και το σχεδόν ολόγλυφο περιστέρι στο τύμπανο του τρίλοβου παραθύρου της αψίδας. Ορισμένα μεμονωμένα διάσπαρτα μαρμάρινα μέλη αποδίδονται στο αρχικό τέμπλο του ναού, που δεν έχει διασωθεί.

Αγιογραφίες.

Ο Χριστός Παντοκράτωρας
πηγή
Εσωτερικά το μνημείο έφερε τοιχογραφικό διάκοσμο, ο οποίος παραμένει αδημοσίευτος. 

Οι περισσότερες παραστάσεις έχουν υποστεί σημαντικές φθορές και σε ορισμένες περιπτώσεις καλύπτονται από νεότερα επιχρίσματα. Αποσπασματικά και σε κακή κατάσταση διατηρούνται επίσης οι τοιχογραφίες της υπόγειας κρύπτης, που δημοσιεύτηκαν το 1976 από την καθηγήτρια Μ. Παναγιωτίδη. 

Οι σωζόμενες παραστάσεις είναι λιγοστές, δίνουν όμως τη δυνατότητα να αποκατασταθεί το εικονογραφικό πρόγραμμα της κρύπτης: Έχει, όπως και στην ταφική κρύπτη του Οσίου Λουκά, σαφή ταφικό χαρακτήρα, σύμφωνα με τη χρήση του χώρου ως νεκρικού παρεκκλησίου και οστεοφυλακίου, όπου θα τελούνταν νεκρώσιμες τελετές στη μνήμη των νεκρών μοναχών της μοναστικής κοινότητας.

Άγιος Νικόλαος σε στάση ικεσίας
πηγή
Στο τεταρτοσφαίριο της κόγχης του ιερού εικονίζεται ο Χριστός Παντοκράτορας στον τύπο του Αντιφωνητή, ενώ στον ημικύλινδρο της αψίδας και στους πλάγιους τοίχους του ιερού εμφανίζονται συλλειτουργούντες ιεράρχες, από τους οποίους ενδιαφέρον παρουσιάζει ο ιδιαίτερα αγαπητός τοπικός Άγιος Ιωάννης Καλοκτένης, μητροπολίτης Θηβών, που πέθανε μεταξύ 1182 και 1193. 

Στον ίδιο χώρο, πάνω από το άνοιγμα προς την πρόθεση, εικονίζεται ο άγιος Νικόλαος σε προτομή, μετωπικός και δεόμενος, σε στάση ικεσίας και αυτό συσχετίζεται με την παρακείμενη μορφή του Παντοκράτορα Χριστού, που δέχεται τη μεσιτεία του.

Στο εικονογραφικό πρόγραμμα του κυρίως ναού δεν περιλαμβάνονται ευαγγελικές σκηνές, αλλά μόνο οι παραστάσεις μεμονωμένων μορφών αγίων. Τα σταυροθόλια έφεραν ανάμεσα σε σχηματοποιημένα φυτικά κοσμήματα στηθάρια με παραστάσεις αγίων σε προτομή. Σήμερα διατηρείται η παράσταση των τεσσάρων ευαγγελιστών στο βόρειο σταυροθόλιο και ενός αγγέλου στο κεντρικό. 

Ανατολική άποψη της Μονής
πηγή
Στο ανατολικό τμήμα του κυρίως ναού κυριαρχεί η παράσταση της Δέησης, με το Χριστό - Εμμανουήλ ανάμεσα στη Θεοτόκο και τον Ιωάννη Βαπτιστή. Στις υπόλοιπες διαθέσιμες επιφάνειες των χαμηλότερων μερών της κρύπτης παριστάνονται μοναστικοί άγιοι που, μαζί με τις υπόλοιπες μορφές, ενσωματώνονται σε μία Μεγάλη Δέηση υπέρ της των μοναχών σωτηρίας.

Οι τοιχογραφίες της κρύπτης χρονολογούνται στα τέλη του 13ου αιώνα και εντάσσονται σε ένα επαρχιακό καλλιτεχνικό ρεύμα το οποίο, αν και ακολουθεί έως ένα σημείο τις προοδευτικές τάσεις της εποχής, παραμένει κατά κύριο λόγο προσκολλημένο στην καλλιτεχνική παράδοση του προηγούμενου αιώνα. Σε μια μελλοντική συνολική δημοσίευση του μνημείου θα ήταν ενδιαφέρον να εξακριβωθεί η σχέση των τοιχογραφιών της κρύπτης με εκείνες του κυρίως ναού.

Η Μονή στην οποία φυλάσσεται και το άφθαρτο σκήνωμα του Αγίου Φλώρου, γιορτάζει στις 9 Μαΐου και τα τελευταία χρόνια λειτουργεί και πάλι σαν ανδρική μονή με ηγούμενο τον πάτερ Νεκτάριο Μήτσου και μοναχούς τους Δαμιανό και Ραφαήλ.

Τηλέφωνο επικοινωνίας: (+30) 22610 52080



Σάββατο 24 Απριλίου 2021

ΛΕΙΨΑΝΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΑΡΣΕΝΙΟΥ, ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΕΛΑΣΣΟΝΑΣ ΤΟΥ ΕΚ ΚΑΛΟΓΡΙΑΝΩΝ.

πηγή 


 Φυλάσσονται στον ομώνυμο Ιερό Ναό στην Ελασσώνα.
 
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Στην Ορθόδοξη Εκκλησία αποδίδουμε στα Αγία λείψανα τιμή και ευλαβική προσκύνηση, η όποια όμως δεν αποτελεί λατρευτική προσκύνηση η λατρεία. Τούτο γιατί κανείς ποτέ ορθόδοξος χριστιανός δεν ταύτισε στη σκέψη του τα τίμια λείψανα με «θεούς». Μακαριστός π. ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΑΛΕΒΙΖΟΠΟΥΛΟΣ (ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΠΑΡΑΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΩΝ ΟΜΑΔΩΝ). 

 

Τα λείψανα του Αγίου Αρσενίου, Επισκόπου Ελλασώνος
Ο άγιος Αρσένιος γεννήθηκε στα Καλογριανά της Καρδίτσας το 1550 και σε οικογένεια πού ανέδειξε πολλούς κληρικούς.
 

Πατέρας του ήταν ο ιερέας Θεόδωρος και μητέρα του η Χρυσάφη, ανιψιά του Αγίου Βησσαρίωνα, που μετά τον θάνατο   του συζύγου της, έγινε μοναχή ως Χριστοδούλη ενώ αδελφοί του ήταν ο Ιωάσαφ, επίσκοπος Σταγών, ο Μάρκος, επίσκοπος Δημητριάδος και οι ιερομόναχοι, Αθανάσιος και Παχώμιος.

Τα πρώτα του γράμματα τα έμαθε από τον αδελφό του Ιωάσαφ στην Επισκοπή Σταγών και στη συνέχεια πήγε σε σχολείο στα Τρίκαλα που παρακολούθησε μαθήματα «γραμματικά, ποιητικά και ρητορικά, προστάξει και προθυμία του πανιερωτάτου μητροπολίτου Λαρίσης Ιερεμίου».

Στη διάρκεια της εκεί μαθητείας του εκάρη μοναχός και μετά την εκλογή του Ιερεμία ως πατριάρχη και τη διάλυση του σχολείου, έμεινε αρκετά στην Επισκοπή Σταγών και στη συνέχεια μόνασε στη μονή Δουσίκου, όπου και χειροτονήθηκε ιερέας, το 1579.

Ο πατριάρχης Ιερεμίας Β΄ ο Τρανός, ο εκ Λαρίσης, τον κάλεσε στην Κωνσταντινούπολη και τον τοποθέτησε εφημέριο στον Ιερό Ναό της Παμμακαρίστου, εκεί παρακολούθησε μαθήματα στην σχολή του Πατριαρχείου, ενώ στις 21 Φεβρουαρίου του 1584 χειροτονήθηκε επίσκοπος «Ελασσώνος καὶ Δομηνίκου» και μετέβη στην Ελασσόνα, διαδεχθείς τον αποθανόντα Γρηγόριο.

    Λείψανο του Αγίου στον Ιερό Ναό των Καλογριανών
Ο Ιερεμίας είχε απομακρυνθεί από τον θρόνο, στον οποίο ανέβηκε ο Θεόληπτος ενώ μετακλήθηκε και ο άγιος Αρσένιος στην Πόλη με άλλους αρχιερείς που λίγο μετά πήγε στη Μόσχα ως Έξαρχος, επικεφαλής αποστολής προς τον τσάρο της Ρωσίας Θεόδωρο Α΄
Ιβάνοβιτς

Στην επιστροφή πήγε στη ουκρανική πόλη Λβώφ (Λεόπολη), που είχε μεγάλη ελληνική παροικία και που οι ορθόδοξοι εκεί, είχαν προβλήματα με την δράση των καθολικών και προτεσταντών, την πίεση των βασιλέων της Πολωνίας για ένωση με τον πάπα.
 
Ήταν, μεγάλη λοιπόν η ανάγκη εκεί για ίδρυση σχολείων και τυπογραφείων, έτσι του ζήτησαν να μείνει και έμεινε δύο χρόνια, δίδαξε στο σχολείο της ορθόδοξης αδελφότητος, συνέταξε πρόγραμμα λειτουργίας του σχολείου και εγχειρίδιο Γραμματικής της Ελληνικής, που εκδόθηκε δίγλωσση.

Ύστερα από την αποκατάσταση του Ιερεμία στον αρχιεπισκοπικό θρόνο της Κωνσταντινούπολης, τον συνόδευσε το 1588, σε ταξίδι στη Μόσχα όταν και ιδρύθηκε το πατριαρχείο στις 26 Ιανουαρίου 1589 όπου αναγόρευσαν και εγκατέστησαν τον Μητροπολίτη Ιώβ ως Πατριάρχη Βλαδιμηρίας, Μόσχας και απάσης Ρωσίας και απασών των βορείων Χωρών.
 
Εικόνα του Αγίου Αρσενίου στον Ναό των Καλογριανών.
Ο Αρσένιος έμεινε στην Μόσχα ώς το 1605 και στά χρόνια αυτά υπήρξε αρωγός των Ελλήνων πού έφθαναν εκεί για «ζητεία», δωρητής και ο ίδιος πολλών εικόνων, χειρογράφων και άλλων σε μονές, πατριαρχεία και ναούς.
 
Δώρα του υπάρχουν στην μονή Δουσίκου, στον Ναό του Αγίου Γεωργίου Βενετίας, στην Μονή Τατάρνας, στην Μονή Σινά, στην Μονή Βαρλαάμ, στο Άγιον Όρος, στην Μονή Αγίου Νικολάου Σουσδαλίου κ.α.

Είχε πλούσια υλική υποστήριξη από τον τσάρο και με τα χρήματα αυτά: «ἔκτισεν ἐκκλησίαν τοῦ Αγίου Μεγαλομάρτυρος Δημητρίου κατακοσμήσας αὐτὴν… ἔσωθεν καὶ ἔξωθεν, κατακαλύψας σιδήρου λευκώ», άλλες τέσσερις στην Μόσχα, τέσσερις έξω από αυτήν και εξωράισε δύο, όμως το σημαντικότερο, είναι η συμβολή του στην τόνωση των Ελληνορωσικών πολιτιστικών σχέσεων και την ενίσχυση της ορθόδοξης Εκκλησίας.

Τὸ 1599, ο άγιος Αρσένιος ονομάσθηκε Αρχιεπίσκοπος Αρχαγγέλων, του καθεδρικού Ναού της Μόσχας και τον τίτλο αυτό τον κράτησε επί μακρόν, παράλληλα με τον τίτλο του Αρχιεπισκόπου Ελασσώνος ενώ η περίοδος 1605 - 1613 είναι περίοδος δοκιμασίας, εκδηλώνεται ανταρσία κατά του τσάρου, υποκινούμενη από Λατινόφρονες, ακολουθούν ταραχές και αναρχία.
 
Ο ιερός Ναός του Αγίου Αρσενίου στην Ελασσόνα
Οι Πολωνοί πήραν του αγίου Αρσενίου όλα τα εισοδήματα, κτήματα και χρήματα και στα μέσα Οκτωβρίου του 1612 και αφού είχε φτάσει σὲ έσχατη ένδεια, παρουσιάσθηκε στον ύπνο του ο όσιος Σέργιος που του ανήγγειλε ότι ο Θεός, άκουσε τις προσευχές και δεήσεις των ευσεβών χριστιανών και πράγματι, σε λίγες μέρες οι Πολωνοί συνθηκολόγησαν και παραδόθηκαν στις ρωσικές δυνάμεις.

Τον Μάιο του 1613 τοποθετήθηκε στην Αρχιεπισκοπή Τβέρης και Κασίν και το 1615 έγινε Αρχιεπίσκοπος Σουσδαλίου και Ταρουσίας.

Ο Άγιος Αρσένιος, έλαβε μέρος σε αρκετές συνόδους θρησκευτικών και άλλων ζητημάτων των επαρχιών της Ανατολικής Ευρώπης και κατά την περίοδο της κρίσης και των ταραχών, επανειλημμένα διαδραμάτισε ρόλο μεσολαβητικά για την ειρήνευση ενώ έγραψε Ποίημα με τίτλο «Κόποι και διατριβή», στο οποίο περιγράφεται η ίδρυση του πατριαρχείου της Ρωσίας, Απομνημονεύματα και Ακολουθία του Ρώσου Αγίου Βασιλείου.

Φορητή εικόνα του Αγίου Αρσενίου, επισκόπου Ελασσόνας
Το 1621 έφυγε από την Μόσχα και εγκαταστάθηκε οριστικά στην επισκοπική του έδρα στο Σούσδαλ, όπου έζησε «ἐν φόβω Θεοῦ καὶ εὐλαβείᾳ πολλῇ καὶ θεοφιλεῖ» ενώ κοιμήθηκε τον Απρίλιο του 1626, σε ηλικία 76 ετών, και ενταφιάστηκε μέσα στον καθεδρικό Ναό Σουσδαλίου.

Όσο ζούσε, ο άγιος Αρσένιος γνώρισε την τιμή και την ευλάβεια των Ρώσων ηγετών και του λαού, ενώ η ρωσική Εκκλησία το 1982 τον κατέταξε Άγιο. 
 
Το σκήνωμα του αγίου Αρσενίου ως τις αρχές του 2006 ήταν ενταφιασμένο μέσα στον καθεδρικό Ναό του Σουσδαλίου όμως τον Μάρτιο του 2006, κατόπιν ευλογίας του Μακαριότατου Πατριάρχου Μόσχας και πασών των Ρωσιών κ.κ. ΑΛΕΞΙΟΥ, ύστερα από σχετικό αίτημα της Ιεράς Μητρόπολης Ελασσόνας, την σύμφωνο γνώμη του Μητροπολίτου της περιοχής κ.κ. ΕΥΛΟΓΙΟΥ και την συγκατάθεση της τοπική αρχαιολογική υπηρεσίας και των τοπικών αρχών, έγινε η ανακομιδή των ιερών λειψάνων του. 
 
Τα ιερά λείψανα του τοποθετήθηκαν σε λάρνακα εντός του Ναού, ενώ στο Εκκλησιαστικό Μουσείο της πόλης που βρίσκεται εντός της Ιεράς Μονής, μεταφέρθηκαν τμήματα των αμφίων του (επιγονάτιο και πόλοι ωμοφορίου), τα οποία στην ανακομιδή βρέθηκαν σε καλή κατάσταση.

    Η παράδοση αποτμημάτων των ιερών λειψάνων του
Αγίου Αρσενίου απο τον Πατριάρχη Μόσχας Αλέξιο
στον μακαριστό
Μητροπολίτη Ελασσώνας κ.κ. ΒΑΣΙΛΕΙΟ.
Στις 8 Ιουνίου του 2006 ο Πατριάρχης Μόσχας και πασών των Ρωσιών κ.κ. ΑΛΕΞΙΟΣ γιόρτασε την επέτειο της ενθρόνισής Του και κατά την πατριαρχική λειτουργία στον ιερό Ναό της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος στην Μόσχα, παρέδωσε στον μακαριστό Μητροπολίτη Ελασσώνας κ.κ. ΒΑΣΙΛΕΙΟ, τμήματα των ιερών λειψάνων του Αγίου Αρσενίου.

Στις 17 Ιουνίου του 2006 έγινε στην Ελασσώνα η επίσημη υποδοχή των ιερών λειψάνων, με την παρουσία του Μακαριστού Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος κυρού ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, του εκπροσώπου του Πατριάρχου Μόσχας, Αρχιεπισκόπου Βλαδιμήρ και Σούσδαλ κ.κ. ΕΥΛΟΓΙΟΥ, πλειάδας Ιεραρχών της Ελλαδικής Εκκλησίας, του κλήρου και του λαού της επαρχίας. 
 
Τα ιερά λείψανα τοποθετήθηκαν στον νεόδμητο ιερό Ναό, πού είναι αφιερωμένος στον άγιο Αρσένιο Αρχιεπίσκοπο Ελασσώνος, σε ειδικά διαμορφωμένο προσκυνητάρι ενώ απότμημα λειψάνων του υπάρχει και στον Ιερό Ναό Ζωοδόχου Πηγής Τ.Κ. Καλογριανών, γενέτειρα του Αγίου Αρσενίου.
 
Η μνήμη του Αγίου Αρσενίου, Αρχιεπισκόπου Ελασσώνος που είναι και Πολιούχος της πόλης, τιμάται στις 13 Απριλίου ενώ στην Ελασσώνα τιμάται ιδιαίτερα στις 8 Μαίου.



Σάββατο 17 Απριλίου 2021

Ιερά Μονή Αγίου Σπυρίδωνα, Προμύρι Νοτίου Πηλίου.


Βρίσκεται στο Νότιο Πήλιο, σε απόσταση περίπου 60 χιλιομέτρων από τον Βόλο, 4 χιλιόμετρα νοτιοανατολικά του Προμυρίου στην θέση "Βοδίν" και προς τον δρόμο που οδηγεί στον Πλατανιά, ένα πανέμορφο τουριστικό θέρετρο.


Το Προμύρι του Νοτίου Πηλίου
πηγή
Σε απόσταση 57 περίπου χιλιομέτρων από τον Βόλο, το Προμύρι, ένα από τα πιο όμορφα χωριά του Πηλίου, δεσπόζει αμφιθεατρικά χτισμένο και πλαισιωμένο από πυκνή βλάστηση, θρύλους και παραδόσεις.

Γραφικά πλακόστρωτα δρομάκια, αυλές γεμάτες από κάθε λογής λουλούδια αλλά και μια όμορφη πλατεία με τον αιωνόβιο πλάτανο να χαρίζει κάτω από το βαθύ ίσκιο των φύλλων του την δροσιά στους καλοκαιρινούς επισκέπτες αλλά και η πρωτόγνωρη ησυχία που επικρατεί, δίνουν την ευκαιρία στον κάθε επισκέπτη να ζήσει στιγμές ηρεμίας και ξεγνασιάς.

Το Προμύρι διαθέτει πολλούς εξοχικούς οικισμούς όπως τους Πλατανιά, Κατηγιώργη, Βρωμονέρι, Μουρτιά, Καστρί, Λύρη, Θεοτόκος που είναι συνδεδεμένη με τον μύθο του Πηλέα και της Θέτιδας κ.α στους οποίους μπορεί κανείς να απολαύσει μπάνιο σε βραχώδεις και παρθένες ακρογιαλιές, ήσυχες οικογενειακές διακοπές και ακόμα δίνετε η δυνατότητα να ανακαλύψει κανείς, με βάρκα, μικρές απάτητες αμμουδιές. 

Ο Πλατανιάς, Πανοραμική άποψη
πηγή

Ο Κατηγιώργης, Πανοραμική άποψη
πηγή



Άποψη του Προμυρίου, στο βάθος η Σκιάθος
πηγή
Αρχικά το Προμύρι χτίστηκε στον αρχαίο παραθαλάσσιο οικισμό, στην παραλία της Θεοτόκου, εγκαταλείφθηκε γύρω στα 1420 – 1450 λόγο των Σαρακηνών, μεταφέρθηκε στην τοποθεσία Λύρη ενώ αργότερα, τον 16ο αιώνα, μεταφέρθηκε στην σημερινή του θέση.

Πολλές είναι οι εκδοχές για την ονομασία του Προμυρίου, επικρατέστερη είναι αυτή του ερευνητή Γ. Χατζηκώστα, πως το όνομα το πήρε από κάποιον Προμίρη ή Μπρομίρη που κυριαρχούσε στην περιοχή.

Σημαντικό ρόλο έπαιξαν οι Προμυριώτες στον ξεσηκωμό το 1821 όταν με αρχηγούς τους Γιώργη Δάμτσα και Νικόλαο Φιλάρετο προξένησαν αλλά και υπέστησαν μεγάλες καταστροφές αφού το 1823 το χωριό πυρπολήθηκε, ο πληθυσμός του σφαγιάσθηκε και εκδιώχθηκε από τους Τούρκους ενώ το 1854 έπαιξε πάλι πρωταγωνιστικό ρόλο αφού έγινε η Αγία Λαύρα του Πηλίου, επίσης από αυτό κατάγεται ο Γεώργιος Φιλάρετος, λόγιος, βουλευτής και αρχηγός κόμματος, ο οποίος χαρακτηρίστηκε ως «πατέρας της Δημοκρατίας»

Ο αρχαίος παραθαλάσσιος οικισμός, η παραλία της
Θεοτόκου, στο Ακρωτήρι της Σηπιάδος. Διακρίνεται 
το εκκλησάκι της Θεοτόκου χτισμένο στα 1807.
πηγή
Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας είχε μεγάλη οικονομική άνθηση που πήγαζε από την καλλιέργεια της ελιάς, τα σύκα, τα σταφύλια και την παραγωγή μεταξιού, παρήγαγε πολύ και καλής ποιότητας λάδι και κρασί. 

Αξιοθέατα του χωριού μεταξύ άλλων είναι η εκκλησία των Εισοδίων της Παναγίας, δείγμα χαρακτηριστικής αρχιτεκτονικής, χτισμένη το 1760 καθώς και η «Τρανή Βρύση» χτισμένη το 1796 από Ζουπανιώτες τεχνίτες. 

Στην παραλία της Θεοτόκου που βρίσκεται στο Ακρωτήριο της Σηπιάδος απέναντι ακριβώς από την Σκιάθο, έχουν βρεθεί ίχνη από αρχαίο ναό αφιερωμένο στον Ασκληπιό, ίχνη παλαιοχριστιανικής βασιλικής του 5ου ή 6ου αιώνα με ψηφιδωτό δάπεδο που στον ίδιο χώρο σήμερα βρίσκεται το εκκλησάκι της Θεοτόκου χτισμένο στα 1807 ενώ υπάρχουν επίσης ίχνη του παλαιού κάστρου και αρχαίων τάφων. 

Άποψη της εισόδου της Μονής
Δεν έχουμε σαφή εικόνα για την ίδρυση της Μονής όμως η
 πνευματική της προσφορά, επιβεβαιώνεται και από την εργασία του Προμυριώτη ιερομόναχου Ματθαίου (Κοντούλη) Βατοπεδινού με τίτλο: Η ΕΝ ΤΗ ΠΕΡΙΟΧΗ ΠΡΟΜΥΡΙΟΥ ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΤΟΥ ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΡΟΣ ΗΜΩΝ ΣΠΥΡΙΔΩΝΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΤΡΙΜΥΘΟΥΝΤΟΣ ΤΟΥ ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΟΥ, στην οποία αναφέρει: «…το οποίον τόσο στενά είναι συνδεδεμένο με την πνευματική ανάπτυξη Προμυρίου, και που τόσα πολλά οφείλει το ως άνω χωρίον εις το προαναφερθέν Μοναστήριον…»,  (δείτε ΕΔΩ).

Μία σωζόμενη ενεπίγραφη πλάκα, εντοιχισμένη στα δεξιά της εισόδου του περιβόλου ορίζει την ανακαίνισή του, το 1834: «ΑΥΤΗ Η ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΤΟΥ ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΡΟΣ ΗΜΩΝ ΣΠΥΡΙΔΩΝΟΣ ΤΟΥ ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΟΥ ΗΤΙΣ ΥΠΟΚΕΙΤΑΙ ΕΙΣ ΤΗΝ ΧΩΡΑΝ ΠΡΟΜΥΡΙ ΕΝΕΓΕΡΘΕΙ ΕΚ ΒΑΘΡΩΝ ΔΙ’ ΙΔΙΩΝ ΤΗΣ ΕΞΟΔΩΝ ΣΠΟΥΔΗ ΔΕ ΚΑΙ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΠΑΝΤΩΝ ΤΩΝ ΠΡΟΜΥΡΙΩΤΩΝ / ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 20-1834».

Η Εφέστιος παλαιά θαυματουργή εικόνα της Αγίου Σπυρίδωνα

Η ενεπίγραφη πλάκα, εντοιχισμένη δεξιά της εισόδου 
του περιβόλου της Μονής, ορίζει ως χρόνο της 
ανακαίνισής της, το 1834.
Κατά τον Ματθαίο Βατοπεδινό η Μονή ιδρύθηκε μεταξύ 1750 - 1800 άποψη που πιστοποιείτε και από μία ενθύμηση σε ευαγγέλιο της Μονής Γρηγορίου Άγιου Όρους που δημοσίευσε στο περιοδικό «Γρηγόριος Παλαμάς» ο ιερομόναχος Γαβριήλ Σταυρονικητιανός το 1924 στην Θεσσαλονίκη: «Εις τους 1775 χρόνους ήλθαν εις την Μονή μας η αφτάδελφοι του Κυρ Συνέσι από το Προμύρι, ήτι ο κατά πνεύμα και σάρκα αδελφός αυτού Παχόμιος Μοναχός από τον Αη Σπυρίδωνα Προμυρίου και ο αδελφός κατά σάρκα αυτών κυρ Νικολάκης Αχιλεύς».

Επίσης, υπάρχει και ένα αφιερωμένο κείμενο του Μητροπολίτου Δημητριάδος Αθανασίου Κασσαβέτη (1794 – 1821), στις 21 Μαίου του 1811, που βρέθηκε το 1954 από τον τότε εφημέριο του Προμυρίου π. Κωνσταντίνο Αναγνωστόπουλο και βρίσκεται σήμερα στον Ιερό Ναό των Εισοδίων της Παναγίας, στο Προμύρι.

Άποψη της Μονής
Από το κείμενο αυτό πληροφορούμαστε πως κτήτορας της μονής ήταν ο
«Χατζής Ιωάννης του ποτέ Αλεξάνδρου Αλλιόρι», που ανακαίνισε όπως υπογραμμίζει, την «παλαιά εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνος».

Ο Χατζή Ιωάννης με τη γυναίκα του Συνοβασία του ποτέ Κωνσταντάκη από τον Λαύκο και ο Ευστάθιος του Σταμάτη με τη γυναίκα του τη Μυγδαλιά του Κώστα και τον παπά – Νικόλαο, Χρυσοχού αλλά και τον Ιωάννη από τον Λαύκο αφιερώθηκαν στο μοναστήρι με όλα τους τα υπάρχοντα, για να ζήσουν και να πεθάνουν μέσα σε αυτό, μάλιστα αφήνουν και στο τέλος και την κατάρα τους σε όποιον τολμήσει «να ζημιώσει και να φθείρει το μοναστήρι είτε μικρός είτε μεγάλος…», και συμπληρώνουν: «να έχουν την κατάρα των Αγίων τριακοσίων δέκα και οχτώ πατέρων της έν Νικαία συνόδου…»

Λιθανάγλυφο εντοιχισμένο στην Μονή
Στις 8 Μαΐου του 1823 το μοναστήρι ακολούθησε τη μαύρη μοίρα του Προμυρίου που πυρπολήθηκε από τους Τούρκους του Αλιόπασα, που όταν μπήκαν στο χωριό, 
  έσφαξαν 1000 άτομα, αιχμαλώτισαν γύρω στα 250 και έκαψαν σχεδόν όλα τα σπίτια του χωριού εξαιτίας της δράσης του προμυριώτη οπλαρχηγού Γιώργη Ζορμπά

Την πυρπόληση του Προμυρίου περιέγραψε γλαφυρά το 1895, στο περιοδικό ΠΟΙΚΙΛΗ ΣΤΟΑ (link ΕΔΩ) ο προμυριώτης βουλευτής του Βόλου, Γεώργιος Νικόλαος Φιλάρετος. 

Η πυρπόληση του μοναστηριού δίνει περιθώρια υποψίας, ότι κάποιον εποικοδομητικό ρόλο θα έπαιζε στην επανάσταση, γιατί να το παραδώσουν στην φωτιά μια και κανένα άλλο μοναστήρι του Πηλίου δεν είδε τέτοια τύχη τον καιρό του αγώνα;

Το περιοδικό ΠΟΙΚΙΛΗ ΣΤΟΑ στο οποίο το 1896 ο 
Προμυριώτης βουλευτής Νικόλαος Φιλάρετος, 
περιέγραψε τη πυρπόληση του Προμυρίου.

Μαζί με το χτίσμα χάθηκαν και τα κειμήλια του, έτσι σήμερα δεν υπάρχει κανένα βιβλίο, έγραφο ή άλλα κειμήλια. 

Μόνο στοιχείο της παλιάς Μονής είναι ένα τμήμα του τείχους στην ανατολική πλευρά του περιβόλου που το σημειώνει και ο Ματθαίος Βατοπεδινός στο βιβλίο του, αναφέροντας την χωρίς τεκμηρίωση άποψη, ότι η μονή ιδρύθηκε από Κολλυβάδες.

Αναφέρει ο Ματθαίος Βατοπεδινός: «Μετά την τέλεια απογύμνωση επακολούθησε το πυρ της καταστροφής και του ολέθρου, που δεν άφησε τίποτα όρθιο, παρά μόνο ο πίσω τείχος του ναού, τον αδιάψευστο μέχρι ημών αυτόν μάρτυρα…»

Μνημείο όμως με τέτοια ακτινοβολία, δεν είναι δυνατόν να εγκαταλειφθεί, έτσι όταν τελείωσε η Ελληνική επανάσταση και όσοι Προμυριώτες γλίτωσαν από το χαλασμό, αποφάσισαν να το ξαναχτίσουν από τα θεμέλια, δεν πήραν βοήθεια από κανέναν, μόνοι τους βάλθηκαν στο έργο της αναστήλωσης, μικρότεροι και μεγαλύτεροι, όλοι οι κάτοικοι, όπως αναγράφεται στη μοναδική ενεπίγραφη πλάκα.

Το Φλεβάρη του 1834 το μοναστήρι ήταν έτοιμο με την μορφή που σώζεται έως σήμερα: στη μέση το καθολικό, γύρω ο μοναστηριακός τοίχος ψηλά, χαγιάτια με ξύλινα λιακώτικα κάγκελα, πίσω τα κελιά, κάτω τα υπόγεια – αποθήκες και στάβλοι, όλα στον γνωστό αρχιτεκτονικό τύπο των πηλιορείτικων μοναστηριών.

Ο Ξηροποταμινός αρχιμανδρίτης Ευγένιος του Δάγκου 
κατά κόσμον Ευστάθιος Σουρούβιλος.
.
Την αναστήλωση της Μονής ακολούθησε η επάνδρωσή του, αναφέρεται ως ηγούμενος ο καλύβας του Άγιου Όρους Διονύσιος, που όταν επέστρεψε αργότερα στο αγιορείτικο μοναστήρι του, πήρε μαζί του δύο νέους του χωριού που θέλησαν να καλογερέψουν.
 
Τον Ευστάθιο Σουρούβιλο, που με τον καλογερίστικο επώνυμο «Ευγένιος» κατόρθωσε να γίνει αργότερα σύμβουλος και τοποτηρητής του πατριαρχείου Αλεξάνδρειας και το Νικόλαο Κουντούλη, που με το εκκλησιαστικό ψευδώνυμο Ναθαναήλ έφτασε ως το αξίωμα του «μεγάλου αρχιμανδρίτη» και ηγούμενου του μοναστηριού Δάγκου στη Μολδοβλαχία.

Το μοναστήρι ήτανε πολύ φιλόξενο και ανοιχτό, όμως αυτό το πλήρωσαν με το αίμα τους οι μοναχοί όταν κάποια νύχτα του χειμώνα, ήτανε Χριστούγεννα μας λέει η παράδοση, ζύγωσαν ληστές και χτύπησαν την καστρόπορτα: «Ανοίξτε μας, φώναζαν στους καλόγερους, είμαστε ξένοι και χάσαμε το δρόμο μες στο σκοτάδι»

Οι μοναχοί άνοιξαν και μπήκαν μέσα οι ληστές που ήταν καλομίλητοι και με μια υποκριτική ευγένεια, κέντρισαν την συμπάθεια τους, έτσι τους έδωσαν φαΐ, τους περιποιήθηκαν και τους ετοίμασαν κελιά να αναπαυτούν. 
 
Ο Μέγας αρχιμανδρίτης Ναθαναήλ Θετταλομάγνης,  
κατά κόσμον Νικόλαος Κοντούλης ή Ντουράς.
Το βράδυ οι κλέφτες σηκώθηκαν, πήγαν στο κελί του ηγούμενου τον ξύπνησαν και του ζητούσαν χρήματα, αυτός αρνήθηκε και τον υπόβαλαν σε βασανιστήρια, έσυραν ως εκεί και τους άλλους μοναχούς και τους χτυπούσαν να τους παραδώσουν χρήματα ενώ στο τέλος τους έσφαξαν όλους, άρπαξαν τα πολύτιμα αντικείμενα που βρήκαν και χάθηκαν στο σκοτάδι. 

Τα αίματα των μοναχών, πάντα κατά την παράδοση, σώζονταν ως τις αρχές του αιώνα μας στους τοίχους του κελιού. 

Τελευταίος σημαντικός σταθμός της Μονής ήταν το 1880 - 1890, εποχή που σφραγίζεται από την προσωπικότητα του παπά – Γιάννη Οικονόμου ή Οικονομίδη - Κατρώνη που μάζευε τα αγόρια του οικισμού «Βοδίν» και των άλλων γειτονικών καλυβιών, τα βράδια, και τα μάθαινε γράμματα.

Στη δεκαετία του 1980 στην μονή εγκαταστάθηκαν μοναχές για να μετατραπεί σε γυναικείο το άλλοτε αντρικό και να αρχίσει η τακτική των ανακαινίσεων, αργότερα όμως εγκαταλείφθηκε και πάλι.

Σημαντικό έργο αποτελεί, τον Νοέμβριο του 2020, η εξαγγελία από τον Δήμο Νοτίου Πηλίου, της ασφαλτόστρωσης της οδού από το επαρχιακό δίκτυο έως την Ιερά Μονή του Αγίου Σπυρίδωνα με την συνδρομή του Γενικού Επιτελείου Αεροπορίας (ΓΕΑ), έργο που θα συμβάλει στην αποκατάσταση της πρόσβασης προς την Ιερά Μονή καθώς όμως και θα βελτιώσει σημαντικά και την πρόσβαση σε αγροτικές εκμεταλλεύσεις των δημοτών της περιοχής.

Το σημαντικό αυτό έργο, ασφαλτόστρωσης του δρόμου έως την Μονή περατώθηκε στίς αρχές του καλοκαιριού του 2023 και πλέον μπορούν να επισκεφθούν την μονή μεγάλα πούλμαν.

Η Μονή είναι σήμερα χαρακτηρισμένη ως μνημείο από την 7η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων.