Τρίτη 29 Δεκεμβρίου 2020

Η ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΗ ΕΙΚΟΝΑ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΓΟΡΓΟΫΠΗΚΟΟΥ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ ΔΟΧΕΙΑΡΙΟΥ.

πηγή

Η θαυματουργή εικόνα της Παναγίας Γοργοϋπήκοου, είναι μία μεταβυζαντινή, Παλαιολόγια, εξαιρετική τοιχογραφία της Παναγίας, άγνωστου αγιογράφου που βρίσκεται στην Ιερά Μονή Δοχειαρίου του Αγίου Όρους.

Η Μονή Δοχειαρίου
πηγή

Η Μονή Δοχειαρίου είναι η πρώτη μονή που συναντάμε, στην δυτική πλευρά του Άθω και ιδρύθηκε από τον μοναχό Ευθύμιο, μαθητή του Αγίου Αθανασίου του Αγιορείτη, στα τέλη του 10ου ή στις αρχές του 11ου αιώνα ενώ η ονομασία της οφείλεται στην ιδιότητα του Δοχειαρίου - Αποθηκάριου που ήταν ο Ευθύμιος κατά την παραμονή του στη μονή Μεγίστης Λαύρας, υπό τον Αθανάσιο.

Ευεργέτης και ανακαινιστής της μονής θεωρείται o Αυτοκράτορας Μιχαήλ Ζ΄ Δούκας ή ο διάδοχός του, Νικηφόρος Γ΄ Βοτανειάτης ενώ σύμφωνα με τον Όσιο Νικόδημο τον Αγιορείτη, στο δεξί μέρος της Τραπέζης της Μονής, υπήρχε παλιά εικόνα της Παναγίας που οι πατέρες λένε ότι αγιογραφήθηκε στην εποχή του κτήτορα της Μονής Νεόφυτο, τον 11ο αιώνα.

Άποψη της Μονής Δοχειαρίου από το σπάνιο
φωτογραφικό Λεύκωμα του 1881 για το Άγιο
όρος των μοναχών της Μονής Παντελεήμονος,
Λεόντιο και Γεννάδιο.
πηγή
Το 1646, ο τραπεζάριος της Μονής, Νείλος, που είχε κακή συνήθεια να βάζει το φωτιστικό του δαδί κάτω από την εικόνα της Παναγίας, ακούει μια φωνή: 
"Ώ Μοναχέ αμόναχε, έως πότε θα συνεχίσεις να καπνίζεις τη μορφή μου και να με μαυρίζεις ατιμώντας με;" και αμέσως έχασε το φως του.

Έφτιαξε στασίδι μπροστά στην εικόνα και παρακαλούσε να τον συγχωρέσει, ώσπου η Παναγία, του είπε: "Ιδού, από σήμερα σου χαρίζω το φως και πρόσεξε στο εξής να μην περάσεις με αναμμένα δαδιά, γιατί εγώ είμαι η Κυρία της Μονής αυτής και γοργά υπακούω σ’ εκείνους που με επικαλούνται και τους χαρίζω τα προς σωτηρία αιτήματά τους, διότι καλούμαι Γοργοϋπήκοος".


Από τότε η εικόνα ονομάζεται Γοργοϋπήκοος και οι πατέρες της Μονής έφτιαξαν το 1723, στο χώρο αυτό, έξω από την Τράπεζα ένα ιδιαίτερο παρεκκλήσι προς Τιμήν Της και από τότε εκεί τελείται δύο φορές την εβδομάδα θεία Λειτουργία, εκεί γίνονται οι κουρές των μοναχών και καθημερινά, πρωί - βράδυ, ψάλλονται παρακλήσεις μπροστά Της.

Ο αήμνειστος Αντώνης Γκλίνος που συντήρησε και
αποκατέστησε την Θαυματουργή τοιχογραφία της
Παναγίας Γοργουπηκόου στην Μονή Δοχειαρίου.
Το 1980 καθηγούμενος της Μονής Δοχειαρίου ανέλαβε ο μακαριστός Γρηγόριος, κοντινός συγγενής του Αγίου
Ιωσήφ του Ησυχαστή ενώ είχε δεχτεί τη μοναχική κουρά από τον Άγιο Αμφιλόχιο Μακρή της Πάτμου.

Ανακαίνισε την σχεδόν ερειπωμένη Μονή Δοχειαρίου, την έκανε κοινοβιακή ενώ Τάμα του και διακαής πόθος του από την μέρα που εγκαταστάθηκε σε αυτήν, ήταν να ψάξει να βρει, να συντηρήσει και να αποκαταστήσει την αρχαία εικόνα της Παναγίας της Γοργοϋπηκόου, το στήριγμα και ελπίδα της μονής.

Πριν από την εγκαταβίωσή του στο Άγιον Όρος, μόνασε στην Πάρο και την Πάτμο, «παρά τούς πόδας» των άγιων Πατέρων Φιλόθεου Ζερβάκου και Αμφιλόχιου Μακρή ενώ διετέλεσε Ηγούμενος της Μονής Μυρτιάς και της Μονής Προυσού στο Καρπενήσι, από όπου και αναχώρησε για την Μονή Δοχειαρίου την οποία αναστήλωσε, επάνδρωσε και ποίμανε επί τέσσερις δεκαετίες.

Ας δούμε τι αναφέρει ο ίδιος ο αήμνειστος Αντώνης Γκλίνος κορυφαίος συντηρητής έργων τέχνης, που αποκάλυψε και συντήρησε την Εικόνα, σε ένα γράμμα του στον συγγενή και αδελφικό φίλο του Νίκο Γαργαλιώνη εκδότη της εφημερίδας Οδός Αρκαδίας, τον Μάρτιο του 1997, ένα χρόνο πριν φύγει:
..Χάρις στην πρωτοβουλία του Γρηγορίου εναρμονισμένη με το ευρύτερο αναστηλωτικό πρόγραμμα και σε συνεννόηση με τις αρμόδιες αρχαιολογικές αρχές εκλήθην να εκτελέσω το προγραμματισμένο, εδώ και αρκετά χρόνια, έργο.

Μέχρι τη στιγμή που έγινε το εγχείρημα της ανεύρεσης της πραγματικής εικόνας, ελάχιστες πληροφορίες μας ήταν γνωστές, η μόνη προφορική μαρτυρία που έχει διασωθεί δια μέσου του στόματος των Δοχειαριτών πατέρων είναι ότι: οι Ρώσοι ευσεβείς μοναχοί δώρισαν το θαυμασίας τέχνης ασημένιο πουκάμισο κατά το σωτήριο έτος του 1872. 

Μάλιστα, η παράδοση μας λέει πως αυτό το υπέροχο ρωσικό αφιέρωμα το κουβάλησε στην πλάτη του ένας ρώσος μοναχός από την Ιερά Μονή του Αγίου Παντελεήμονος μέχρι το Δοχειάρι πεζός γιατί το είχε κάνει τάμα στην Παναγία. Από την τοποθέτηση του πουκάμισου και ύστερα, κανείς δεν γνώριζε τι υπήρχε πίσω από αυτό το περικαλές φορητό εικόνισμα της Παρθένου που είναι κατάφορτο από αμέτρητα τάματα κρεμασμένα μέσα από το προστατευτικό κρύσταλλο αλλά και έξω από αυτό.
Μετά από προσεκτική μελέτη διαπίστωσα ότι: τα κεφάλια, τα χέρια και τα πόδια του Χριστού και της Παναγίας ήταν ζωγραφισμένα πάνω σε μουσαμά. Οι μορφές είχαν υποστεί αλλοιώσεις και φθορές από το χρόνο, την αιθάλη των κεριών, του θυμιάματος και των καντηλιών. Μη γνωρίζοντας τι μπορούσε να συμβεί εάν άγγιζα αυτές τις φθαρμένες ύλες της ζωγραφικής, αναγκάστηκα να κάνω αντίγραφα. Και τούτο έγινε για λόγους ασφαλείας γιατί είχα να κάνω με μια προσκυνηματική και θαυματουργό εικόνα. Ιδιαίτερα προβλήματα παρουσίαζαν τα δύο κεφάλια που ο μουσαμάς τους ήταν σε κατάσταση τελείας αποσύνθεσης. Πρωτοστατούντος του Αγ. Καθηγουμένου με δεήσεις και προσευχές προς την Θεοτόκον οι πατέρες της μονής ξεκρέμασαν πρώτα τις κανδήλες. Κατόπιν την μεγάλου μεγέθους ξυλόγλυπτη κορνίζα, τα εξωτερικά αφιερώματα, το προστατευτικό κρύσταλλο, και τα εσωτερικά του κρυστάλλου τάματα.

Η μεγάλη στιγμή της έκπληξης ήταν όταν βγάλαμε το ασημένιο πουκάμισο. Μέσα στην ημικυκλική εσοχή του τοίχου βρήκαμε καρφωμένη μια εικόνα της Παναγίας που ήταν ζωγραφισμένη πάνω σε μουσαμά με χρονολογία ιστόρησής της το σωτήριον έτος 1831. Οι κεφαλές του Χριστού και της Παναγίας αυτής της εικόνας είχαν κοπεί και αφαιρεθεί, και στη θέση τους είχαν κολληθεί στον τοίχο άλλα κεφάλια ζωγραφισμένα σε μουσαμά σύμφωνα με την κλασική ρωσική αναγεννησιακή τέχνη. Ο μουσαμάς τους είχε καταντήσει τόσο εύθραυστος και ξερός που με το πρώτο άγγιγμα γινόταν μικρά θρύψαλα. Έπρεπε πάση θυσία να τα σώσω, γιατί μέχρι εκείνη τη στιγμή, όλοι γνώριζαν τη θαυματουργή εικόνα της Γοργοεπικόου με αυτές τις μορφές. Έκανα υπεράνθρωπη προσπάθεια να τις αποκολλήσω από τον τοίχο χωρίς να χρησιμοποιήσω οποιοδήποτε υγρό γιατί θα τους προξενούσα ανεπανόρθωτες καταστροφές και αλλοιώσεις. Με το νυστέρι σιγά σιγά απελευθέρωσα και αφαίρεσα τις μορφές από το ξερό και σκληρό κολοφώνιο που με αυτό είχαν κολληθεί στον τοίχο.

Φρόντισα για την ασφαλή φύλαξή τους για να τις συντηρήσω όταν θα ερχόταν η ώρα τους. Αφού φωτογραφήθηκαν όλες οι φάσεις του εγχειρήματος προχώρησα στο ξεκάρφωμα της, χωρίς κεφάλια, μουσαμαδένιας εικόνας. Προτού την απομακρύνω από τη θέση της, έβγαλα πάνω σε χαρτί του μέτρου ακριβές πατρόν για να μπορέσω να βρω εύκολα τη θέση που είχαν αρχικά τα χέρια και τα πόδια, ώστε να εφαρμόζουν τέλεια στο ασημένιο πουκάμισο στη νέα του θέση.

Αφαιρώντας το μουσαμά η έκπληξή μας ήταν μεγάλη. Μια τοιχογραφία (ζωγραφισμένη σε νωπό σουβά) που εικονίζει την βρεφοκρατούσα Παναγία, μεγαλύτερη σε μήκος από το μέγεθος του πουκάμισου, μαυρισμένη και με κολλημένες πάνω της χίλιες δυο ξένες ύλες, όπως σταξίματα κεριών πολλά (μικρού και μεγάλου μεγέθους), πιτσιλίσματα ασβεστοκονιαμάτων… Στα κεφάλια του Χριστού και της Παναγίας που εκεί πάνω είχαν κολληθεί οι ρωσικές (αναγεννησιακής τεχνοτροπίας) κεφαλές, δύσκολα ξεχώριζες κάποιο ίχνος προσώπων από αυτά γιατί ήταν παστωμένα από την ξερή ύλη του κολοφώνιου και τις μεγάλες ποσότητες κεριού. Είναι οφθαλμοφανές ότι αυτοί που τοποθέτησαν το 1872 το πουκάμισο (ελλείψει άλλου μέσου συγκόλλησης) αρχικά προσπάθησαν να κολλήσουν ανεπιτυχώς τα ένθετα κεφάλια με καυτό κερί. Αυτή τους η ενέργεια είχε σαν αποτέλεσμα να γεμίσει η τοιχογραφία με πάρα πολλά κεροσταξίματα, όχι μόνο στα σημεία που ήθελαν να κολλήσουν αλλά και σε ολόκληρη την επιφάνεια της εικόνας. Στη συνέχεια χρησιμοποίησαν καυτό κολοφώνιο. Εξ αιτίας αυτού έχουν υποστεί αποφλοιώσεις οι επιφάνειες των προσώπων της τοιχογραφίας.

Με την πρώτη ματιά τα πρόσωπα έδιναν την εντύπωση ότι από κάτω δεν υπήρχε σχεδόν τίποτα από τη μεγάλη ποσότητα συσσώρευσης των ξένων υλών. Υπενθυμίζω εδώ, ότι η Γοργοεπίκοος είναι ζωγραφισμένη μέσα σε μια ημικυκλική επίπεδη κόγχη που το βάθος της δεν ξεπερνάει τα 18 εκατοστά. Δεξιά και αριστερά της τοιχογραφίας έχουν δημιουργηθεί δύο ρωγμές από σεισμό, τις οποίες έκλεισα με στόκο (Gesso). Στο εσωτερικό του τοίχου και ακριβώς κάτω από τα κεφάλια της εικόνας υπάρχει σε οριζόντια θέση ξύλο (προφανώς καστανιά) που δένει τη λιθοδομή. Στο σημείο αυτό η νωπογραφία κάνει κοιλιά και μέρος της προετοιμασίας του λασπώματος είχε αποκολληθεί. Εξ’ αιτίας αυτού υπήρχαν ορισμένα κενά τα οποία γέμισα με ενέσεις που έκανα με παχύρευστο υλικό από αδρανές ασβέστη. Για τον καθαρισμό των προσώπων από το κολοφώνιο χρησιμοποίησα λευκό οινόπνευμα αφού πρώτα έβγαλα μεγάλο μέρος από αυτό με μηχανικό τρόπο. 
Τα πολλά κεροσταξίματα και τα πιτσιλίσματα των ασβεστοκονιαμάτων τα αφαίρεσα βοηθούμενος από ένα μικρού μεγέθους σουγιά και από μεγεθυντικό φακό. Τις πάρα πολλές τρύπες που είχαν δημιουργηθεί από τα καρφώματα της μουσαμαδένιας και χωρίς κεφάλια εικόνας τις έκλεισα ως εξής:

Αφού πρώτα έβρεξα με νερό το εσωτερικό των οπών με τη βοήθεια ενός μικρού πινέλου για να πιάσει το υλικό, ζύμωσα ένα μείγμα από λιθοπόνιο, συνθετική ρητίνη του primal και ψιλοκομμένα νήματα λινού υφάσματος και τις στοκάρισα. Συμπίεσα το στοκάρισμα με ένα λείο βότσαλο και έκανα (ρετούς) αισθητική αποκατάσταση για να μην υπάρξουν μεγάλες τονικές και χρωματικές διαφορές. Ο καθαρισμός της τοιχογραφίας έγινε πρώτα με μηχανικό τρόπο και μετά με αποσταγμένο νερό. Όπου ο ρύπος επέμενε να μη βγαίνει χρησιμοποίησα ένα μείγμα από δισανθρακικό νάτριο, δισανθρακικό αμμώνιο και παχύρευστη κόλλα μεθυλοκυτταρίνης. Αυτό το χημικό διάλυμα το άπλωσα με το πινέλο με πολύ φειδώ και σε ορισμένα σημεία.

Για να μην υπάρξουν μελλοντικές αλλοιώσεις ξέπλυνα με αποσταγμένο νερό πολλές φορές και σκούπισα σχολαστικά τις επιφάνειες με χαρτοβάμβακα. Όπου υπήρχε ανάγκη αισθητικής αποκατάστασης αυτή έγινε με το πινέλο της ακουαρέλας και με χρήση ειδικών χρωμάτων ματ τα οποία είναι εξαιρετικά γι’ αυτή την εργασία. Κίνδυνος απολεπίσεων δεν υπήρξε σε κανένα από τα μέρη της ζωγραφισμένης επιφάνειας. Μετά από όλες αυτές τις εργασίες είναι φανερή η διαφορά στα χρώματα των σαρκωμάτων μεταξύ του Ιησού Χριστού και της Παρθένου Μαρίας. Το πρόσωπο της Γοργοεπικόου είναι αρκετά μαυρισμένο από ρητίνη. Αυτό επαληθεύει την παράδοση δηλαδή την περίπτωση της κακής συνήθειας του πατρός Νείλου να τοποθετεί το φωτιστικό του δαδί κάτω ακριβώς από τη μορφή της Παναγίας. Με αυτή τη φανερή ένδειξη είναι πλέον αδιάψευστη η μαρτυρία αυτής της ιστορίας του 1663.

Δεν χρειάζονται άλλα τεκμήρια για να την πιστέψουμε. Σαν τέχνη των αρχών της μεταβυζαντινής έκφρασης, αυτή η τοιχογραφία είναι ένα λαμπρό δείγμα συνέχειας της μεγάλης και σπουδαίας παλαιολόγιας περιόδου. Είναι φανερό, ότι συνυπάρχει στην τεχνική ο απόηχος των χρωμάτων, του γραψίματος του σχεδίου, τα σαρκώματα των προσώπων και των άκρων των δύο θείων προσώπων, το αρμονικό τέλειο αποτέλεσμα της εκτέλεσης των ενδυμάτων.

Ο χρωματισμός τους είναι χάρμα οφθαλμών. Στα πρόσωπα ο χαρακτηριστικός αγιογράφος έχει ξεκινήσει με προπλασμό ώχρας. Τα ξανοίγματα και τις λαζούρες τις έχει κάνει με ανοικτοπράσινα και ωχροροδαλά χρώματα τα οποία είναι ευχάριστα στην όραση και δροσερά. Εκείνο που επισφραγίζει το τέλος μιας εποχής και την αρχή μιας άλλης και τον αφανισμό μιας χιλιόχρονης και πλέον Αυτοκρατορίας (δηλαδή την υποδούλωση του γένους από τους Αγαρινούς) είναι το δείγμα της ανέχειας και του πένθους, ο μαύρος κάμπος της τοιχογραφίας, θλιβερό σημάδι μιας ολόκληρης περιόδου. Στα θεία πρόσωπα η ανημέρευτη θλίψη και η βαθιά μελαγχολία είναι διάχυτα δοσμένα με επιδεξιότητα. Ο εικονογράφος γνωρίζει, ότι η χαρμολύπη δεν κλείνει μέσα της μόνο τον Γολγοθά της Σταύρωσης αλλά και τη σιγουριά της Λαμπρής Ανάστασης. Φανερή είναι και η παιδική τρυφερότητα και η σοβαρότητα στο πρόσωπο του Θεανθρώπου. Είναι τόσο ωραία δοσμένη, που εναρμονίζεται θαυμάσια με το συμπονετικό και ανήσυχο βλέμμα της στοργικής μητέρας του θεού, Παρθένου Μαρίας. Με φόβο και δέος σφιχταγκαλιάζει το Θείο βρέφος αναλογιζόμενη τα Άγια και φρικτά πάθη που στο μέλλον περιμένουν τον Υιό της τον μονογενή.

Όλα αυτά τα συναισθήματα έχουν αποδοθεί από τον άγνωστο αγιογράφο με θαυμαστή τελειότητα. Το τρυφερό χέρι του μικρού Σωτήρα Χριστού συγχωρεί ευλογώντας τον αμαρτωλό κόσμο, με ζωγραφισμένη στην έκφραση του, τη Θεϊκή και Μακαρία Αγαθότητα και ευσπλαχνία. 
Η Θεοσεβής ψυχή του θρήσκου καλλιτέχνη δημιουργού κατάφερε το ακατόρθωτο. Με γήινα χρώματα και με τον χρωστήρα του απέδωσε τέλεια αυτό που οραματίστηκε. Μπόρεσε με την πίστη του και τη μαστορική του ικανότητα να αποδώσει την αγιοπνευματική ακτινοβολία σε αυτό το νωπογραφημένο εικόνισμα της Θεομήτορος. Με πάρα πολύ απλά μέσα απέδωσε τον πλούτο και τη δόξα της ανεκτίμητης ελληνορθόδοξης χριστιανικής παράδοσης που εδώ και χίλια χρόνια ζει, υπάρχει και μεγαλουργεί πνευματικά στο Αγιόνημο Όρος.
Η τοιχογραφημένη ιστόρηση της Παναγίας της Γοργοεπικόου έχει μια γενικότερη και βαθύτερη σημασία μέσα στη δύσκολη περίοδο της μεταβυζαντινής τέχνης. Η αποκάλυψη της παίρνει σήμερα μια ξεκάθαρα σημαντική θέση στην ιστορική της ύπαρξη και βοηθά στην επαλήθευση και επιβεβαίωση μιας ολότελα ζωντανής παράδοσης. 
Πράγματι· το σταθερό χέρι του δημιουργού αυτής της θαυματουργικής νωπογραφίας μας ζωγράφισε κάτι το ξεχωριστό και υπέροχο. 
Την ξεθάψαμε από τη λησμονιά και την παραγνώριση και, μετά τη συντήρηση, κάναμε να φανεί όλη η πνευματική ακτινοβολία της. 
Έστω και αν οι ταλαιπωρίες που υπέστη, δια μέσου των αιώνων, έχουν αποφλοιώσει μέρος από τις επιφάνειες των δύο Θείων προσώπων που εικονίζει, ο μεταβυζαντινός αγιογράφος με αυτό του το έργο δείχνει, ότι ήταν σοφός και καλλιεργημένος άνθρωπος γνώστης της ζωγραφικής της παλαιολογίου εποχής και ιδιαίτερα της μακεδονικής σχολής.


Σε ολόκληρη την Ελλάδα σήμερα, υπάρχουν πιστά αντίγραφα της ιερής εικόνας, η οποία πραγματοποιεί αναρίθμητα θαύματα ενώ η Σύναξη της τιμάτε στις 1 Οκτωβρίου εκάστου έτους.


πηγή



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου