Δευτέρα 11 Ιανουαρίου 2016

Ιερά Μονή Παμμεγίστων Ταξιαρχών, Ταξιάρχης Γρεβενών

πηγή

Η Μονή Ταξιαρχών βρίσκεται πλησίον και παράλληλα της Εγνατίας οδού Κοζάνης - Γρεβενών, στον κόμβο του Ταξιάρχη, δυτικά και σε απόσταση 300 μέτρων περίπου από τον οικισμό του Ταξιάρχη που μετονομάστηκε για χάρη της Μονής από Κουσκό ενώ ιστορικά αναφέρεται και ως Μονή Κούσκου. 



Άποψη της Μονής
πηγή
Το χωριό Ταξιάρχης βρίσκεται στα ανατολικά του νομού Γρεβενών, αριστερά της παλαιάς εθνικής οδού Κοζάνης - Γρεβενών και σε υψόμετρο 670 μέτρων.

Παλαιότερα ονομαζόταν Κουσκό, λέξη σλαβικής προέλευσης, που κατά μια ερμηνεία σημαίνει αλογοτόπι, ίσως λόγω της εκτροφής πολλών αλόγων στην περιοχή.

Η μετονομασία σε Ταξιάρχης έγινε το 1925 και πήρε την ονομασία αυτή από την όμορη Μονή των Παμμεγίστων Ταξιαρχών Μιχαήλ και Γαβριήλ εξαιτίας μιας παράδοσης που θέλει την πώληση του χωριού από τον Μεχμέτ Αγά, Πασά των Γρεβενών, το 1824, και την αγορά του από τους χριστιανούς κατοίκους να οφείλεται στη χάρη των Ταξιαρχών και στη θαυματουργή επέμβασή τους.

Η είσοδος στον μοναστήρι
Σύμφωνα με την παράδοση αυτή η γυναίκα του Μεχμέτ Αγά, η Μυγδάλω από το χωριό Φιλί, επισκεπτόταν συχνά το μοναστήρι των Ταξιαρχών και πολλές φορές κοινωνούσε κρυφά των αχράντων μυστηρίων και παρακαλούσε θερμά τον Κύριο να την αξιώσει να τεκνοποιήσει. 

Στον ύπνο της εμφανιζόταν ένας φουστανελάς, ο οποίος της έλεγε ότι για να ικανοποιηθεί η επιθυμία της και να αποκτήσει ένα γιό έπρεπε ο Αγάς να πουλήσει το χωριό στους Κουσκότες.

Το ίδιο όνειρο είδε κάποια στιγμή και ένας τσοπάνος της περιοχής, ο οποίος με πολύ φόβο πήγε και το είπε στον Αγά ο οποίος βλέποντας τη μαρτυρία του βοσκού ως επιβεβαίωση του ονείρου της γυναίκας του και λόγω της βαθιάς επιθυμίας του να αποκτήσει γιό με τη Μυγδάλω, προχώρησε στην αγοραπωλησία.

Η ιστορική αλήθεια είναι ότι, σύμφωνα με επίσημο σουλτανικό φιρμάνι του 1764, το χωριό Κουσκό χαρακτηρίζεται ως κεφαλοχώρι, ελεύθερο να διαχειριστεί τα έσοδά του, πληρώνοντας μόνο τους νόμιμους ετήσιους φόρους και το φιρμάνι αυτό μάλιστα βρέθηκε σε μια κασέλα στο Μοναστήρι και το 1931 μεταφράστηκε από τον Γεώργιο Παπαϊωάνου, διερμηνέα του Πρωτοδικείου Γρεβενών.

Μπαίνοντας  στην μονή αριστερά βρίσκεται συγκρότημα
βοηθητικών χώρων και ο κτιστός φούρνος
Δυστυχώς, στην πάροδο του χρόνου οι Οθωμανοί καταπατούσαν ποικιλοτρόπως τα προνόμια των χριστιανών κατοίκων του χωριού. 

Αποκορύφωμα της καταπάτησης ήταν την εποχή που πασάς των Ιωαννίνων ήταν ο Αλή Πασάς, ο Τεπελενλής και οι Κουσκότες απελπισμένοι από τις καταπιέσεις και τις παρενοχλήσεις των οθωμανικών στρατευμάτων αλλά και των Τούρκων κακοποιών ζήτησαν την προστασία του Πασά των Γρεβενών Μεχμέτ Αγά.

Αυτός, επωφελούμενος της ευκαιρίας, ζήτησε να του πουλήσουν το χωριό, ώστε να θεωρηθεί τσιφλίκι του και οι κάτοικοι κολίγοι και προστατευόμενοί του και η αγοραπωλησία έγινε το 1824 (στις 15 του αραβικού μηνός Σιαμπάν του έτους 1240) για 15.000 γρόσια.

Βορειοανατολικά της εσωτερικής αυλής υπάρχει πηγάδι,
που χρησίμευε και ως στέρνα για την περισυλλογή των
όμβριων υδάτων από ένα σύστημα υδρορροών στη
στέγη του ναού και των κελιών.
Η επαναφορά του χωριού στα χέρια των χριστιανών έγινε στις 21 Νοεμβρίου 1842, όταν ο Μεχμέτ Αγάς πούλησε το χωριό και τις καλλιεργήσιμες και δασικές εκτάσεις του σε δεκατρείς οικογένειες Κουσκοτών έναντι του ποσού των 60.000 γροσίων, έτσι το Κουσκό έπαψε να είναι τσιφλίκι και ξανάγινε κεφαλοχώρι πληρώνοντας μόνο τους νόμιμους φόρους.

Το Κατάστιχο της Μονής.

Πληροφορίες για τη μονή αντλούμε από ένα Κατάστιχο που βρέθηκε στην μονή και αποτελεί τη μοναδική γραπτή μαρτυρία για αυτήν.

Το Κατάστιχο του 1834, έχει διαστάσεις 24 Χ 19.5 εκατοστά, είναι δεμένο και αποτελείται από 170 σελίδες με τις 45 να μην φέρουν καμία εγγραφή και συγγραφέας είναι ο Παπα - χαράλαμπος, εφημέριος της Μονής όταν μπήκε ο θεμέλιος λίθος και πρόκειται για ιερέα με ελάχιστες γραμματικές γνώσεις, όπως προκύπτει από την ανορθογραφία και την κακή σύνταξη του κειμένου.


Η μικρή είσοδος της μονής στην ανατολική πλευρά
Φαίνεται όμως να έχει συναίσθηση της σπουδαιότητας του εγχειρήματος του ή τουλάχιστον να το εύχεται αφού ευελπιστεί το κατάστιχο να μείνει παντοτινό, χαίρεται για το έργο του ως ηγούμενος και την καλή του διαχείριση, αφού όπως λέει «εστάθη νικοκήρις» και εύχεται η μνήμη του να μείνει αιώνια.

Εξωτερικά φέρει την επιγραφή «Κατάστιχων της μονής των πανμεγίστον Ταξιαρχον Μιχαήλ και Γαβριήλ εκ χώρας Κοσικό» ενώ στην τρίτη σελίδα, συναντάμε την πρώτη κτητορική εγγραφή του Παπαχαράλαμπου : 

«1834 σεπτεμβρίου 23. Κατάστιχον πάντοτήνω της Ιεράς κέ σέβάσμίας μονίς των μπανμεγίστων Ταξιαρχών μιχαήλ κ Γαβριήλ εκ χώρας κοσίκον ιδού σιμεόνο το κάθε ένα χειρός παπαχαραλάμπους των κτηρώρ της ιεράς μονίς ταύτης είς κερόν ευρέθη εις το μοναστήριον εφημέριος όχη άλλος ήταν εις κερόν πο εβάλάμαν το θεμέληον εις το μοναστήρι κ εστάθη νικοκήρις κε τοτηλλήοσαν το μοναστήρι όλο με το χαίρι το το έχη τεληομένο καθός φένιται έως στην σήμερον εονία του η μνίμι. εις κερόν άπο αρχοίνισαν ει μας τόρη κε εδούληβαν εις το μοναστήρη είχεν το καρφή ει οκά γρο…5 πέντη το σανίδη ει πιθαμή τρία 3 παράδις βγάλτζήκο606 το σιτάρι το κιλό607 γρ.10 το κρασί το φόρτομα … γρο 80. ει ρακή ει οκά 6 το τηρί ει οκά γρ.60 η οκά καλόερη είταν δίο ένας παπάς κε ο άλλος διότης είχεν το μοναστήρ βιο πρόβατα 80 γιλάδια: 4 βόδια. 4 άλογα: 2 με αυτό το βίο αρχηνίθη το μονας στήρι κε έγινε καθώς φένιται έος στην σήμερο».

Ο χώρος του μαγειρίου.
Το χώρο αυτό χρησιμοποιούσαν οι μισθωτοί εργάτες
του μοναστηριού ως τραπεζαρία, αλλά και ως χώρο ύπνου,
 κυρίως το χειμώνα, αφού τους ζέσταινε η αναμμένη φωτιά
Στη συνέχεια, αναφέρονται οι δωρεές και τα αφιερώματα στο μοναστήρι, ανά οικισμό, χρονολογία, τα βαπτιστικά ονόματα όσων φέρνουν πρόσφορα για τη Θεία Λειτουργία ή ζητούν να μνημονευθούν τα ονόματά τους ενώ καταγράφονται οι δωρητές και τα αφιερώματα.

Στην τελευταία σελίδα υπάρχουν εγγραφές την 12η Απριλίου 1853 άλλου προσώπου, του ηγούμενου Χατζή - Παπά - Ιγνατίου, που καταγράφει κι αυτός την κινητή και ακίνητη περιουσία της Μονής.

Συγκεκριμένα γράφει: «1853, Απριλίου 12 φανερόνο ότι ήρθα εις τον Άγιον Ταξιάρχιν ηγούμενος Χατζη-Παπα Ιγνάτιος φανερόνο το όσο κινιτόν και ακίνητον βγιό βρίκα 240 σφαχτά μικρά τρανά, 8 γιλάδια, 5 βοήδια τα πιο παλιά, 3 άλογα σαμαρωμένα, 1 φοράδα, 1 γαζιόλα, 14 στέμματα αμπέλια, 220 κιλά χωράφια, ένα μετόχι Σιάτιστα, ένα μετόχι Κοσκό».

Συγκρότημα βοηθητικών χώρων
Γιατί δεν συνέχισε την καταγραφή ή αν έκανε νέο Κατάστιχο δεν είναι γνωστό. 

Το Κατάστιχο όμως είναι ένα ανεκτίμητο μνημείο και κειμήλιο της Μονής Ταξιαρχών λειτουργεί ως βιβλίο Παρρησίας και Προθέσεως και μπορεί να συγκριθεί, κατ΄ αναλογίαν, με τον Κώδικα της Ιεράς Μονής Ζάβορδας.

Από αυτόν τον Κώδικα, ο ερευνητής μπορεί να αντλήσει σημαντικές και πολύτιμες πληροφορίες ποικίλου ενδιαφέροντος. 

Μας δίνει πολύτιμες πληροφορίες για την οικονομία και τις οικονομικές συναλλαγές της εποχής αφού μαθαίνουμε τις τιμές των διαφόρων υλικών, των δημητριακών, των ποτών, αλλά και τις επικρατούσες μονάδες μέτρησης.

Το κωδωνοστάσιο και η πτέρυγα των κελιών
Οι τιμές αυτές μας επιτρέπουν να εξάγουμε ασφαλή συμπεράσματα και για την πραγματική αξία των φόρων και των ακινήτων.

Επίσης έχουμε μια καταγραφή των οικισμών η οποία μας δίνει στοιχεία για την μεταξύ τους επικοινωνία, για τους εμπορικούς δρόμους της εποχής και τις μετακινήσεις των κατοίκων και η απουσία εγγραφών κοντινών χωριών όπως το Κρίφτσι (Κιβωτός), Ντοβράτοβα (Βατόλλακος) και Γκομπλάρ (Μερσίνα) μας επιβεβαιώνει τον πλήρη εξισλαμισμό τους.

Η αναφορά σε αφιερώματα και περιουσιακά στοιχεία της Μονής μας επιτρέπει να εκτιμήσουμε την οικονομική της επιφάνεια, αλλά και την επίδραση που ασκούσε στους πιστούς και ακόμη μας δίνει ιστορικές πληροφορίες που φωτίζουν την έρευνα για τη χρονολόγηση της Μονής.

Τα διώροφα κελιά της Μονής
Το Κατάστιχο για αρκετά χρόνια βρισκόταν στο κοινοτικό κατάστημα της Κοινότητας Ταξιάρχη Γρεβενών όμως σήμερα κανείς δεν γνωρίζει που βρίσκεται ούτε είναι σε θέση να δώσει πληροφορίες για την τύχη του.

Χρονολόγηση της Μονής.

Ημερομηνία πρώτης εγγραφής στο κατάστιχο είναι η 23η Σεπτεμβρίου του 1834. 

Σύμφωνα με το συγγραφέα στην ημερομηνία αυτή το μοναστήρι ήταν τελειωμένο και είναι πλήρως ικανοποιημένος για τις εργασίες κατασκευής και για τη διαχείρισή του και αναφέρει πως είναι ένας εκ των κτητόρων της Μονής, ότι επί των ημερών του τοποθετήθηκε ο θεμέλιος λίθος ενώ στη συνέχεια, στις εγγραφές των προσκυνητών επαναλαμβάνονται οι ημερομηνίες 1833 και 1834.

Το πίσω μέρος του ιερού με πρόχειρα υποστυλώματα
Ο Νίκος Γκατζιάνας υποστηρίζει ότι η καταγραφή των δωρεών δεν ανταποκρίνεται στον χρόνο πραγματοποίησής τους και ότι χρειάστηκαν πολλά χρόνια για να εξοικονομηθούν χρήματα για την αγορά των κτημάτων και για το κτίσιμο του ναού και των κελιών.

Θα μπορούσε να εικάσει κανείς ότι τη διετία αυτή υπήρξε μια κινητοποίηση των πιστών για την αποπεράτωση των εργασιών του μοναστηριού και επιβεβαίωση του ότι οι οικοδομικές εργασίες ήταν εν εξελίξει την εποχή αυτή αποτελεί η χρονολογία 1833 που βρίσκεται χαραγμένη σε αγκωνάρι στο Βορειοανατολικό μέρος του συγκροτήματος.

Επίσης μια εντοιχισμένη πλάκα στην εξωτερική γωνία της ανατολικής πλευράς της αυλής με χαραγμένη την ημερομηνία «1833 Οκτωβρίου 15» αποδεικνύει ότι στο τέλος του 1833 είχε τελειώσει μεγάλο μέρος των οικοδομικών εργασιών, όμως μια εγγραφή στη στήλη ονομάτων από το χωριό Μηλιά είναι του 1813 και σύμφωνα με τον Θ. Παπαθανασίου, που έχει μελετήσει το κατάστιχο, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί γιατί είναι αρκετά ευανάγνωστη. Και άρα το όριο κατασκευής κατεβαίνει στη χρονολογία αυτή, ίσως τότε να θεμελιώθηκε το καθολικό.

Το πίσω μέρος του ιερού
Ένα άλλο στοιχείο που μας δίνει το Κατάστιχο σχετικά με την χρονολόγηση της Μονής είναι τα περιουσιακά στοιχεία της, ο Παπαχαράλαμπος αναφέρει ότι:  «καλόερη είταν δίο ένας παπάς κε ο άλλος διότης είχεν το μοναστήρ βιο πρόβατα 80 γιλάδια: 4 βόδια. 4 άλογα: 2 με αυτό το βίο αρχηνίθη το μονας στήρι κε έγινε καθώς φένιται έος στην σήμερο».

Φαίνεται ότι υπήρχε και έμψυχο δυναμικό, οι δύο καλόγεροι, αλλά και περιουσιακά στοιχεία πριν αρχίσει η ανοικοδόμησή του ενώ το πιθανότερο είναι να προϋπήρχε ένα μικρότερο μοναστήρι ή ένας μικρός ναός με μικρά κελιά για τους μοναχούς. 

Στο συμπέρασμα αυτό οδηγεί και η χρονολογία «1815» που βρίσκεται πάνω από την εξώθυρα του ναού. 

Υπάρχουν δύο ακόμη στοιχεία που ενισχύουν την άποψη ότι το μοναστήρι υπήρχε πριν το 1834: σε ένα παλαιό μηναίο της Μονής, εκδόσεως αψοζ (1777) υπάρχει ανυπόγραφη η εξής σημείωση: «Τον καιρό από πάτησαν το μοναστήρι το 1828 ημέρα Σάββατο Απριλίου 13», επομένως το μοναστήρι υπήρχε το 1828 και για να κινήσει το ενδιαφέρον κάποιων, μάλλον ληστών ή κακοποιών, να το «πατήσουν» θα ήταν σε καλή οικονομική κατάσταση και επίσης, μια μη εντοιχισμένη πλάκα στην αυλή της μονής έχει χαραγμένη τη χρονολογία «1768».

Η είσοδος στο Καθολικό της Μονής
Καταλήγουμε έτσι στο συμπέρασμα ότι η Μονή, στη μορφή που τη γνωρίζουμε, ολοκληρώθηκε το 1834, αλλά ότι στη θέση της προϋπήρχε μικρός ναός ή κάποιο «μικρομονάστηρο».

Το καθολικό της Μονής.

Το καθολικό, βρίσκεται στο κέντρο της εσωτερικής αυλής της Μονής, είναι αφιερωμένο στους Άγιους Ταξιάρχες και ανήκει στον τύπο του δικιόνιου, σταυροειδούς, εγγεγραμμένου ναού με τρούλο, δύο χορούς, αψίδα στα ανατολικά και ευρύχωρο υπερυψωμένο νάρθηκα - γυναικωνίτη.

Οι διαστάσεις του είναι 16 Χ 8 μέτρα και η χρονολογία ανέγερσής του ανάγεται στο 1815, σύμφωνα με τη χρονολογία που βρίσκεται πάνω από την εξώθυρα του ναού ενώ εσωτερικά είναι κατάμεστος από αγιογραφίες της Παλαιάς και Καινής Διαθήκης με ιστορική σειρά.

Στο γυναικωνίτη παρουσιάζεται η Δημιουργία, η έξοδος των Πρωτοπλάστων από τον Παράδεισο και η Κόλαση και σύμφωνα με επιγραφή που υπάρχει στο εσωτερικό υπέρθυρο της κυρίας εισόδου του ναού, η ιστόρηση του ναού έγινε το 1848. 


Η κτητορική επιγραφή που υπάρχει στο εσωτερικό
υπέρθυρο της κυρίας εισόδου του ναού που αναφέρει
ότι η ιστόρηση του ναού έγινε το 1848
Η επιγραφή αναφέρει: «Ηστορίθη ο θείος ούτος και πάνσεπτος ναός των Πανμεγίστων Ταξηαρχών Μιχαήλ και Γαβριήλ της Μονής Κοσκόν, αρχιερατεύοντως του Πανιερόλογιωτάτου Αγίου Μητροπολήτου Γρεβενών κυρίω κυρίω Ιωαννικίου εφιμερεύοντος του Πανοσιοτάτου κυρ Παπά-Ιωσίφ, επιτροπεύον ο κυρ Ζυνόβιος και δια επιστασίας του εν τιμωτάτω κυρ Νικολάου Γεωργίου Ζούρφλη 1848 Απριλίος 3. Χειρ Βασιλείου και Νικολάου των αυταδέλφον».

Για την ολοκλήρωση της αγιογράφησης απαιτήθηκαν εννέα τουλάχιστον μήνες και αυτό προκύπτει από μια σημείωση των ίδιων των αγιογράφων σε ένα εκκλησιαστικό βιβλίο του ναού που λέει τα εξής: «1847 Ιουλίου 26 κάνω θύμησι το κερώνι από ήρθαμεν εμείς η Ζωγράφι κι ζωγραφίσαμη την ηκλησία και ήμασταν ιγό ω Βασήλις κι Ηωάνις κι ο Νικόλας το μαθητούρι»

Ο γυναικωνίτης που έχει οπτική επαφή με τον κυρίως
Ναό μέσω ενός παραθύρου
Το εκκλησιαστικό βιβλίο, όπως μας πληροφορεί ο Ν. Γκατζιάνας είναι η «Παρακλητική παρά Νικολάου Γλυκέως εξ Ιωαννίνων αψκη (1728)».

Διαβάζοντας την επιγραφή και τη σημείωση υπάρχει μια ανακρίβεια σχετικά με τους αγιογράφους, στην επιγραφή ως ζωγράφοι αναφέρονται οι αδελφοί Βασίλειος και Νικόλαος, στη σημείωση αναφέρονται ο Βασίλειος και ο Ιωάννης, ενώ ο Νικόλαος αναφέρεται ως μαθητευόμενος.

Ο ναός δυστυχώς έπεσε θύμα αρχαιοκαπήλων το 1972, ασεβείς διέρρηξαν το ναό και αφαίρεσαν έξι μεγάλες εικόνες από το τέμπλο.

Ο γυναικωνίτης είναι κατάγραφος με σπουδαίες τοιχογραφίες και λειτούργησε για αρκετά χρόνια και ως άτυπη νευρολογική κλινική, αφού εκεί έκλειναν τους ψυχοπαθείς, αναζητώντας προφανώς την ίασή τους αποκλειστικά στη θεία παρέμβαση. Δυστυχώς, οι συνθήκες διαβίωσης ήταν ιδιαιτέρως σκληρές και οδυνηρές για τους ταλαίπωρους που αναγκάζονταν να υποστούν αυτό τον εγκλεισμό, δείγμα ανάλγητης θρησκοληψίας μιας άλλης εποχής.

Τα βημόθυρα του ξυλόγλυπτου επιχρυσωμένου τέμπλου
Το κτιριακό συγκρότημα.

Το μοναστηριακό συγκρότημα βρίσκεται στην αρχική του μορφή, χωρίς να έχουν γίνει επεμβάσεις που να αλλοιώνουν το χαρακτήρα του, ο οποίος είναι έντονα φρουριακός και σήμερα τα κτίρια είναι ερειπωμένα και μισογκρεμισμένα καθιστώντας επικίνδυνη την επίσκεψή τους.

Ο περίβολος, τα κελιά και οι βοηθητικοί χώροι ολοκληρώθηκαν το 1833, όπως φανερώνει η εντοιχισμένη πλάκα στην εξωτερική γωνία της ανατολικής πλευράς της αυλής, που φέρει ανάγλυφη την επιγραφή «1833 Οκτωβρίου 15».

Ο περίβολος έχει ορθογώνια κάτοψη, στη δυτική πλευρά είναι η κύρια πύλη και στην ανατολική πλευρά υπάρχει μια δευτερεύουσα είσοδος και στο εσωτερικό του περιβόλου, στη βόρεια και νότια πτέρυγα, βρίσκονται οι βοηθητικοί χώροι και τα κελιά που διατάσσονται στο ισόγειο και στον όροφο αντίστοιχα.

Άποψη του εσωτερικού του Ναού, διακρίνεται το
ξυλόγλυπτο επιχρυσωμένο τέμπλο
αλλά και τα ξύλινα υποστηρίγματα της οροφής
Στο ισόγειο βρίσκονται οι αποθήκες σιτηρών και κρασιών καθώς και οι στάβλοι των ζώων, στον όροφο βρίσκονται τα κελιά, τα οποία χρησιμοποιούνταν ως κατοικία του ηγούμενου της Μονής και των μοναχών ενώ επίσης, χρησιμοποιούνταν και ως ξενώνες για τους προσκυνητές που κάποτε συνέρρεαν στο μοναστήρι για να ζητήσουν τη χάρη των Ταξιαρχών.

Στη βορειοανατολική πλευρά της εσωτερικής αυλής υπάρχει πηγάδι, το οποίο χρησίμευε και ως στέρνα για την περισυλλογή των όμβριων υδάτων από ένα σύστημα υδρορροών στη στέγη του ναού και των κελιών.

Μπαίνοντας από την κύρια είσοδο, στα αριστερά και σε επαφή με τον περίβολο υπάρχει ένας σκεπαστός κτιστός φούρνος και κοντά στο φούρνο υπάρχει ένας μεγάλος ισόγειος χώρος, με θολωτή οροφή και με μια κυκλική καπνοδόχο στο κέντρο, που φωτίζεται από δυο μικρά παραθυράκια.

Σκηνές από την Παλαιά Διαθήκη στον γυναικωνίτη 
Εκεί άναβαν φωτιά με μεγάλα κούτσουρα κάτω από την καπνοδόχο και μαγείρευαν το φαγητό σε χάλκινο δοχείο, που κρεμόταν από μια αλυσίδα στερεωμένη στην οροφή και όταν ήθελαν να μαγειρέψουν μεγάλη ποσότητα φαγητού τοποθετούσαν πυροστιά και πάνω της έστηναν μεγάλα καζάνια. 

Αυτό γινόταν κυρίως στην περίοδο που πανηγύριζε η Μονή, στις 6 Σεπτεμβρίου, αλλά και όταν φιλοξενούνταν πολλοί προσκυνητές.

Το χώρο αυτό χρησιμοποιούσαν οι μισθωτοί εργάτες του μοναστηριού ως τραπεζαρία, αλλά και ως χώρο ύπνου, κυρίως το χειμώνα, αφού τους ζέσταινε η αναμμένη φωτιά ενώ ο Ν. Γκατζιάνας υποστηρίζει ότι ο χώρος αυτός είναι σαν τους χώρους που χρησιμοποιούσαν οι άνθρωποι της ομηρικής εποχής.


Αγιογραφίες από το γυναικωνίτη



Τοιχογραφίες από τον Κυρίως Ναό
Το κωδωνοστάσιο βρίσκεται ανατολικά του περιβόλου και είναι τετραώροφο κτίσμα του 1897, με πελεκητούς λίθους και ελάχιστα διακοσμητικά στοιχεία.

Υπάρχει και μία εντοιχισμένη μαρμάρινη πλάκα με χαραγμένη την εξής επιγραφή: «ωκοδομήθη ηγουμενεύοντος πανοσιολογιωτάτου κυρ Ζαχαρία τη συνδρομή Επαρχιακής Δημογεροντίας Γρεβενών Ν.Κουσίδη-Ελένης-Στριφάτ Καπλάν Βέη-Κόνιτσα-τεκτ. Γιάννης Λούντζι. Δια χειρός Παπ. Γκουτζαμάνη. Σεπτέμβριος 1897».

Το φρουριακό χαρακτήρα του περιβόλου έρχονται να υπογραμμίσουν οι εξοχές στις γωνίες της αυλής και των κελιών, που τα κάνουν να μοιάζουν με πύργους, και στις οποίες υπάρχουν ακόμη και πολεμίστρες. 



Τοιχογραφίες από τον Κυρίως Ναό



Ο Άγιος Νικόλαος,
τοιχογραφία από τον Κυρίως Ναό
Ο εξοπλισμός αυτός ήταν απαραίτητος για την προστασία της Μονής από τις ληστρικές επιθέσεις των κακοποιών της εποχής, αλλά και έναντι όποιου ήθελε να επιβουλευτεί το μοναστήρι.

Οι κάτοικοι του χωριού Ταξιάρχης αντιμετωπίζουν το μοναστήρι με μεγάλη ευλάβεια και θεωρούν τους άγιους Ταξιάρχες προστάτες τους.

Χάρη σ΄ αυτό, σύμφωνα με την παράδοση πείστηκε ο Μεχμέτ Αγά και τους πούλησε το χωριό και αυτό είχε διττή σημασία για τους κατοίκους αφού από τη μια απαλλάχθηκαν νωρίς από τον οθωμανικό ζυγό και από την άλλη μεγάλη έκταση καλλιεργήσιμης γης γύρω από τη Μονή προσαρτήθηκε στο χωριό τους.

Στα κτήματα αυτά οι κάτοικοι εργάζονταν εθελοντικά σε περιόδους έντονης αγροτικής δραστηριότητας για τη συγκομιδή, την επεξεργασία και την αποθήκευση τψν προϊόντων επειδή το θεωρούσαν ευλογία για τους ίδιους και τις οικογένειές τους.


Τοιχογραφίες από τον Κυρίως Ναό



Ο Αρχάγγελος Μιχαήλ,
τοιχογραφία από τον Κυρίως Ναό
Μεγάλο μέρος των κτημάτων του μοναστηριού πωλήθηκαν από το κράτος με δημοπρασία το 1932 και τα υπόλοιπα απαλλοτριώθηκαν υπέρ των ακτημόνων καλλιεργητών του χωριού.

Η Μονή Παμμεγίστων Ταξιαρχών του Ταξιάρχη πανηγυρίζει στις 6 Σεπτεμβρίου, ημέρα αφιερωμένη στο «εν Χώναις θαύμα του αρχαγγέλου Μιχαήλ» και όχι στις 8 Νοεμβρίου, στη «σύναξη των αρχιστρατήγων Μιχαήλ και Γαβριήλ», όπως ίσως θα ήταν πιο λογικό και αυτό γιατί ο καιρός τον Σεπτέμβριο είναι καλύτερος και ευνοεί τις όποιες εορταστικές εκδηλώσεις.

Ο Χ. Ενισλείδης χαρακτηρίζει τη Μονή Ταξιαρχών «Κουσκού» ως «μικρά μονή και άσημο», ο χαρακτηρισμός αυτός μας φαίνεται αρκετά αβασάνιστος και σίγουρα είναι εκ διαμέτρου αντίθετος με την άποψη του Ν. Γκατζιάνα, ο οποίος υποστηρίζει ότι μοναστήρι υπήρξε «συμπαραστάτης και σύμβουλος του σκλαβωμένου ραγιά» και πως ήταν «κέντρο λατρείας και εθνικών επιδιώξεων», επηρεασμένος προφανώς από προσωπικά βιώματα.

Άποψη του Καθολικού και της εισόδου του
Ο Θ. Παπαθανασίου είναι πιο αντικειμενικός και πιο κοντά στην πραγματικότητα όταν χαρακτηρίζει τη Μονή ως «ένα από τα αξιόλογα πολιτιστικά μνημεία μας» μιας και υπάρχουν στοιχεία που δείχνουν ότι η προσφορά της στο χωριό και στην περιοχή, τόσο πνευματικά, όσο και υλικά, ήταν σημαντική. 

Δεν έχει ίσως την λάμψη του μονής της Ζάβορδας, αν και υπήρχε μεταξύ τους επικοινωνία, όπως προκύπτει από το Κατάστιχο, σίγουρα όμως η κατασκευή του, οι παραδόσεις που συνδέονται με αυτό και τα στοιχεία που προκύπτουν φανερώνουν την αξία της Μονής τόσο για το χωριό, όσο για την περιοχή. 

Το 2014, δυστυχώς κατέρρευσε λόγω εγκατάλειψης, μέρος της νότιας πλευράς του περιβόλου ενώ και το υπέροχο κωδωνοστάσιο έχει πάρει επικίνδυνη κλίση. 

Οι κάτοικοι του Ταξιάρχη αμέσως συγκρότησαν επιτροπή αγώνα για τη διάσωση και αναστήλωση του Μοναστηριού, απαιτώντας να εκπονηθεί μελέτη και να ενταχθεί το έργο σε κάποιο χρηματοδοτικό πρόγραμμα άμεσα ώστε να απομακρυνθεί ο κίνδυνος κατάρρευσης του. 

Η Μονή των Παμμεγίστων Ταξιαρχών είναι σήμερα ανενεργή και πανηγυρίζει στις 6 Σεπτεμβρίου όπου ψάλλεται θεία λειτουργία στην Ανάμνηση του Θαύματος του Αρχαγγέλου Μιχαήλ στις Χωναίς (ή Κολασσαίς) ενώ την προηγούμενη στις 5 Σεπτεμβρίου ψάλλεται Μέγας πανηγυρικός εσπερινός με μεγάλη προσέλευση του κόσμου.





Κυριακή 10 Ιανουαρίου 2016

Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου, Σκήτη Βεροίας

πηγή

Βρίσκεται στους πρόποδες των Πιερίων, στην νότια κοίτη του Αλιάκμονα, 4 χιλιόμετρα από την γέφυρα του φράγματος, στον δρόμο προς την Βεργίνα και αποτελεί ένα από τα ιστορικότερα μοναστικά κέντρα του Μακεδονικού χώρου. Από την Βέροια απέχει μόλις 13 χιλιόμετρα. 



Η επιβλητική είσοδος στην Μονή
Η Ιστορία της μονής, ως Σκήτη είναι γνωστή και κατοικείται ήδη τον 9ο αιώνα ενώ ως Μονή λειτουργεί από τον 14ο αιώνα και είναι βεβαιωμένο επίσης, από το βιβλίο των Πράξεων των Αποστόλων ότι η Βέροια και η ευρύτερη περιοχή της Ημαθίας δέχτηκε το ευαγγελικό κήρυγμα από τον ίδιο τον απόστολο Παύλο. 

Μετά από την πρώτη επίσκεψη του Αποστόλου των Εθνών, παρέμειναν στην Βέροια οι άγιοι Σίλας και Τιμόθεος που συνέχισαν για λίγο τον ευαγγελισμό του λαού ενώ η ακρίβεια της διήγησης και οι γνώμες των ειδικών βεβαιώνουν ότι πέρασε και ο απόστολος Λουκάς από την Βέροια, ακολουθώντας κατά πόδας τον δάσκαλό του απόστολο Παύλο. 

Χαραγμένο στην λαϊκή ψυχή, σε ολόκληρα τα Πιέρια, είναι το γεγονός ότι φεύγοντας ο άγιος απόστολος Παύλος από την Βέροια, έφτασε μέχρι κάποιο σημείο του Βερμίου όρους και εκεί δίψασε και προσευχόμενος, έκανε την γη να αναβλύσει δροσερό και πολύ νερό. 

Το σημείο αυτό είναι η Ζωοδόχος Πηγή, έξω από την Βέροια, στον παλαιό δρόμο Βέροιας - Κοζάνης και από εκεί ο Παύλος πέρασε απέναντι στα Πιέρια και άρχισε να κατεβαίνει στην θάλασσα, έφτασε στην Μεθώνη και από εκεί ανέβηκε στο πλοίο για την Αθήνα.

Άποψη των κτιρίων στην είσοδο της Μονής
πηγή
Στα Πιέρια, Όρη ο Παύλος, σταματούσε να ξεκουραστεί και έμπηγε στη γη το ξύλινο ραβδί του και σε όσα σημεία το έκανε, κάρπισε ο λόγος του Ευαγγελίου και φύτρωσαν μοναστήρια, ένα από αυτά, είναι και η Μονή Τιμίου Προδρόμου. 

Αν και οι ρίζες του μοναχισμού αντλούν τους χυμούς τους από τα ζωηφόρα νάματα του αγίου ευαγγελίου, γενικότερα ο μοναχισμός οργανώθηκε κατά τόπους από μεγάλους πατέρες της Εκκλησίας μας. 

Στην Αίγυπτο από τον Μέγα Αντώνιο, στην Καππαδοκία από τον Μέγα Βασίλειο, στην Ήπειρο από τον Άγιο Διάδοχο επίσκοπο Φωτικής και σε άλλες περιοχές από άλλους αγίους πατέρες. 

O Ναός αφιερωμένος στον Αγιο Γρηγόριο τον Παλαμά,
τον συναντάμε περνώντας την είσοδο της Μονής
πηγή
Μετά την  Εικονομαχία, που διήρκεσε σχεδόν δύο αιώνες, αρχίζει μία νέα σελίδα για την ιστορία του ορθοδόξου μοναχισμού. 

Την ίδια εποχή αρχίζει η ιστορία του μοναχισμού και στην περιοχή της Βέροιας, εδώ έγινε μοναχός και ο Άγιος Κλήμης, που αργότερα έγινε αρχιεπίσκοπος Αχρίδος όπως επίσης έγινε μοναχός και ο Όσιος Αντώνιος, ο πολιούχος της Βέροιας.  

Η Μονή του Τιμίου Προδρόμου είχε ασκήσει μεγάλη δράση στο μεγάλο, σημαντικό, ανακαινιστικό και εκπολιτιστικό πρόγραμμα του πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως αγίου Φωτίου, τόσο στην ελλαδική χερσόνησο όσο και γενικότερα στην ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων. Κατά τον 14ο αιώνα, και πάλι η περιοχή όμως μένει έρημος. 

Η σπηλιά - ασκητήριο του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, 
κοντά στην Μονή.
πηγή
Όταν έρχεται ο μεγάλος φωστήρας της Εκκλησίας, ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, από την Θεσσαλονίκη, βρίσκει στην περιοχή διάφορους ασκητές, που ζούσαν στα σπήλαια,  και σε ένα από τα αυτά εγκαταστάθηκε και αυτός ενώ στα γειτονικά σπήλαια εγκαταστάθηκαν οι υπόλοιποι μαθητές μου.  

Ανάμεσα στους μαθητές του βρίσκονταν και οι δύο μικρότεροι κατά σάρκα αδελφοί του, ο Μακάριος και ο Θεοδόσιος, μάλιστα ο όσιος Θεοδόσιος κοιμήθηκε εδώ, και μας άφησε, θαμμένο κάπου εδώ, πολύτιμο θησαυρό το οσιακό του λείψανο. 

Στα ίδια χρόνια, πέρασε από τον Άγιο Πρόδρομο και ο Όσιος Αθανάσιος ο Μετεωρίτης που εδώ γνώρισε και τον Άγιο Ιάκωβο, που ήταν μαθητής του οσίου Γρηγορίου του Σιναΐτη και έγινε αργότερα μητροπολίτης στα γειτονικά Σέρβια, της Κοζάνης. 

Ο Όσιος Αθανάσιος έζησε για λίγο εδώ, μαζί με τον Γέροντά του και πνευματικό του πατέρα, τον Όσιο Γρηγόριο τον Βυζάντιο, τον διδάσκαλο του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά και αργότερα, φεύγοντας οι δυο τους από εδώ, εγκαταστάθηκαν στα Μετέωρα, στην Καλαμπάκα της Θεσσαλίας και εκεί έχτισαν το μεγάλο Μετέωρο, το αφιερωμένο στην Μεταμόρφωση του Χριστού.

Το σπήλαιο μέσα στην Μονή, αναπαριστάται η ιεραρχία 
και το γενεαλογικό δένδρο των αγίων, της Μονής.
πηγή
Τον 14ο επίσης αιώνα, πέρασε από την περιοχή και ο όσιος Θεοδόσιος, μαθητής και αυτός του οσίου Γρηγορίου του Σιναΐτη όταν έμεινε για λίγον καιρό στην Θεσσαλονίκη, όπου έμαθε για την σπουδαία πνευματική ζωή της Σκήτης. 

Με το καράβι έφθασε απέναντι στα Πιέρια όρη, απόλαυσε την συναναστροφή με τους αγίους εδώ ασκητές, και παίρνοντας πάλι το πλοίο, επέστρεψε στην Θεσσαλονίκη. 

Στην συνεχεία έφυγε για τα μέρη της Βουλγαρίας, όπου μετέφερε το νηπτικό και ησυχαστικό πνεύμα, σύμφωνα με την διδασκαλία του οσίου Γρηγορίου του Σιναΐτη και εκεί έχτισε το μοναστήρι στο Κελιφάροβο, κοντά στο Τόρνοβο της Βουλγαρίας.

Διάφορες μαρμάρινες επιγραφές και Σταυροί στην Μονή
Τον 16ο αιώνα, ήρθε από το Άγιον Όρος, ο ηγούμενος της Μονής Φιλοθέου, Άγιος Διονύσιος ο Εν Ολύμπω.

Εγκατέστησε εδώ το κοινοβιακό πολίτευμα, έχτισε το πρώτο καθολικό και αργότερα, για να αποφύγει την απαίτηση των κατοίκων της Βεροίας που τον ήθελαν επίμονα αρχιερέα τους, απομακρύνθηκε στα μέρη της Σουλπάτας, κοντά στο σημερινό χωριό Συκιά Πιερίων. 

Από εκεί έφυγε για τον Όλυμπο, όπου ίδρυσε την Μονή Αγίας Τριάδος, το σημερινό μοναστήρι που έχει το όνομά του. 

Συνεπώς για το μοναστήρι του Τιμίου Προδρόμου ο άγιος Διονύσιος θεωρείται κτήτορας, και φυσικά έτσι θα πρέπει να μνημονεύεται και μνημονεύεται στις διάφορες λατρευτικές συνάξεις του μοναστηριού ενώ φίλος καθώς και συνασκητής του οσίου Διονυσίου, ήτανε ο Όσιος Νικάνωρ ο Θεσσαλονικεύς. 

Διάφορα παλαιά αντικείμενα στη Μονή, 
απομεινάρια μιας άλλης εποχής.
πηγή
Τόσο μεγάλη η πνευματική φιλία των δύο αγίων ανδρών, ώστε ο Νικάνωρ άφησε εντολή στην διαθήκη του από εδώ να λαμβάνει τον ηγούμενο το δικό του μοναστήρι, στο Καλλίστρατον όρος, στην γνωστή Ζάβορδα, εάν τυχόν στερείται ιερομονάχων. 

Προς το τέλος του 16ου αιώνα, δρα στην περιοχή της Ημαθίας ο όσιος Θεοφάνης, ερχόμενος και αυτός από το Άγιον Όρος, από την Μονή Δοχειαρίου, της οποίας υπήρξε δομήτωρ και για ένα διάστημα, ηγούμενος. 

Ο όσιος Θεοφάνης ίδρυσε εδώ μοναστήρι αφιερωμένο στην Παναγία την Σκητιώτισσα και έξω από την πόλη της Βέροιας ένα γυναικείο μοναστήρι, αφιερωμένο στους Ασωμάτους αγίους αγγέλους, στους οποίους ήταν αφιερωμένο και το μοναστήρι του Δοχειαρίου. 

Η σπηλιά - ασκητήριο του  Αγίου Θεωνά, 
κοντά στην Μονή.
πηγή
Επίσης, ίδρυσε το 1595 και άλλο μοναστήρι, πάλι των Ταξιαρχών, που σήμερα είναι γνωστό με το όνομα του οσίου, στο όρος Βέρμιο, έξω από την πόλη της Νάουσας.

Σύμφωνα με ειδικούς ερευνητές, όσιος Θεοφάνης, συνέβαλε στο να συγκεντρωθούν πολλοί καταγόμενοι από τα Ιωάννινα και να συνοικιστεί η πόλη, η οποία από ευγνωμοσύνη τον τιμά ως πολιούχο της.

Επίσης ο Άγιος Θεωνάς, αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης, έζησε σε σπήλαιο της περιοχής, προερχόμενος από το Άγιο Όρος,  πριν χτίσει το μοναστήρι της Αγίας Αναστασίας στα Βασιλικά ενώ κατά τον 18ο αιώνα, έμεινε στον Τίμιο Πρόδρομο, και ο μεγάλος άγιος των σκλάβων και των ραγιάδων Ρωμιών, ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, ο Πατροκοσμάς, κατά το 1776.  

Η εντυπωσιακή θέα από την Μονή στην λίμνη του
Πολυφύτου
πηγή
Έχοντας ως ορμητήριο το μοναστήρι του Προδρόμου, κήρυττε στα γύρω Χωριά των Πιερίων, όπου και μέχρι σήμερα θυμούνται το πέρασμά του και δείχνουν τον σταυρό ή το μέρος όπου στάθηκε και κήρυξε.

Τα ίδια χρόνια, συνδέθηκε με τους πατέρες και είναι σχεδόν σίγουρο το ότι πέρασε από εδώ ο Όσιος Αθανάσιος ο Πάριος, ο οποίος και επιμελήθηκε, συμπληρώνοντάς την, την αρχαία Ακολουθία του Αγίου Κλήμη, του Ομολογητού και Ισαποστόλου, αρχιεπισκόπου Αχρίδος, του θαυματουργού του οποίου η Τιμία Κάρα φυλάσσεται στην Μονή.

Αυτοί οι Δώδεκα είναι οι γνωστοί άγιοι, προς το παρόν, που συνδέθηκαν με το μοναστήρι του Τιμίου Προδρόμου, περνώντας από εδώ και ζώντας για μικρότερο ή και μεγαλύτερο χρονικό διάστημα σε αυτήν.

Το Καθολικό της Μονής.
πηγή
Με την επανάσταση της Μακεδονίας, το 1822 στη Νάουσα, ο Λουμπούτ πασάς, για εκδίκηση, την κατέστρεψε σχεδόν ολοσχερώς όπως και όλα τα μοναστήρια στο όρος Βέρμιο και στα Πιέρια.

Το μοναδικό κτίσμα που διασώθηκε τότε είναι το παρεκκλήσιο της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος στο βράχο που χρονολογείται στο δεύτερο μισό του 18ου αιώνα και στο εσωτερικό του έχουν διασωθεί σπαράγματα τοιχογραφιών φθαρμένων από τη φωτιά

Οι άγιοι πατέρες της μονής είχαν καταφέρει, εγκαίρως, να κρύψουν τα κειμήλια και κυρίως τα τίμια λείψανα ενώ επιστρέφοντας, βρήκαν καμμένη γη, αλλά με πίστη στον Τίμιο Πρόδρομο και με την βοήθεια των αγίων λειψάνων, κατάφεραν, μέχρι το 1835, να ξαναχτίσουν τα καμμένα κτίρια, το καινούριο καθολικό και αρκετό μέρος από το τοιχόκαστρο. 

Λειψανοθήκες της Μονής Τιμίου Προδρόμου, Σκήτη Βεροίας.

Το τέμπλο της Μονής.
πηγή
Τα καινούρια κτίρια δεν είναι διώροφα και η μορφή που έχει μέχρι σήμερα το μοναστήρι είναι αυτή, όπως διαμορφώθηκε το 1835, μόνο την δεκαετία του 1960, κατασκευάστηκε, με τσιμέντο, ένα μέρος της ανατολικής πτέρυγας, όπου εγκαταστάθηκε το ηγουμενείο.

Τo 1986 o ηγούμενος, Αρχιμανδρίτης, Γρηγόριος Σοφός αναλαμβάνει μαζί με λίγους πιστούς την ανακαίνιση της ιστορικής Μονής και καταφέρνει να την ξανακάνει λειτουργική Μονή και σήμερα εγκαταβιούν 4 μοναχοί με ηγούμενο τον αρχιμανδρίτη Πορφύριο Μπατσαρά.

Στην Μονή Τιμίου Προδρόμου Βέροιας φυλάσσονται τα εξής ιερά λείψανα Αγίων: Τμήμα της Τιμίας Κάρας της Αγίας Μεγαλομάρτυρος Βαρβάρας, η επιγονατίδα με το δέρμα αυτής του Αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου, φάλαγγα του δεξιού χεριού του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου και Βαπτιστή, η Τιμία Κάρα του Αγίου Κλήμεντος Αρχιεπισκόπου Αχρίδος. 

Για να επισκεφτούμε την Μονή του Τιμίου Προδρόμου ακολουθούμε από την Βέροια το δρόμο προς Βεργίνα, μετά το φράγμα του Αλιάκμονα και αφού περάσουμε την γέφυρα παίρνουμε την αριστερή κατεύθυνση του δρόμου, ανεβαίνουμε τα Πιέρια όρη όπου μετά από μία σύντομη διαδρομή μέσα από υπέροχα τοπία φτάνουμε στην Μονή, με το δρόμο προς την Μονή να έχει καλή σήμανση. 

Η Μονή είναι επισκέψιμη την Κυριακή όλη την ημέρα, Δευτέρα και Παρασκευή: 5 – 9 μ.μ. και λοιπές ημέρες: 7 - 1:30 μ.μ., 5 – 9.30 μ.μ. ενώ γιορτάζει στις 29 Αυγούστου την Αποτομή της κεφαλής του Προδρόμου και στις 22 Ιουλίου όλους τους αγίους που μόνασαν ή ασκήτευσαν στον χώρο της.

Τηλέφωνο: (+30) 23317 72796, (ώρες λειτουργίας 12:00 – 14:00 εκτός Κυριακής), Φαξ: (+30) 23310 43432.



Πέμπτη 7 Ιανουαρίου 2016

Ιερά Μονή Αγίου Ιωάννη Προδρόμου, Καστρίτσας Ιωαννίνων.

πηγή

Βρίσκεται στην Βορειοδυτική πλαγιά του λόφου της Καστρίτσας, σε υψόμετρο 757 μέτρων με εξαιρετικὴ θέα στην λίμνη και την πόλη των Ιωαννίνων από την οποία απέχει 12 χιλιόμετρα νοτιοανατολικά. 


Πανοραμική άποψη του λόφου Καστρίτσας
πηγή
Ο λόφος της Καστρίτσας αποτελεί μία σημαντική αρχαιολογικὴ θέση, καθώς στους δυτικούς πρόποδές του βρίσκεται το ομώνυμο σπήλαιο, στο οποίο μαρτυρείται ανθρώπινη δραστηριότητα από  την παλαιολιθική εποχή. 

Ο χώρος κατοικείται από τούς πρώτους ιστορικούς χρόνους, όπως επιβεβαιώνεται από τα λείψανα αρχαίας κλασικής οχυρωμένης Ακρόπολης μὲ ελληνιστικές και ύστερες φάσεις που βρίσκονται στην κορυφή του λόφου και η οποία ταυτίζεται μὲ την Τέκμωνα, την δεύτερη μεγαλύτερη πόλη των Μολοσσών. 

Μέσα στην Ακρόπολη, σε πλάτωμα στο κεντρικό σημείο του λόφου και πάνω σε τμήμα του αρχαίου τείχους κτίστηκε τον 11ο ή τον 12ο αιώνα, η Ιερὰ Μονή Καστρίτσας, αφιερωμένη ήδη από τὸον 14ο αιώνα στη Σύλληψη του Τιμίου Προδρόμου.

Η Ακρόπολη του λόφου της Καστρίτσας
πηγή
Αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα μοναστηριακά συγκροτήματα της Ηπείρου με παλαιότερη μεγάλη περιουσία (αμπέλια, μύλους, χωράφια, βοσκοτόπια κ.α) που το 18ο αιώνα καταπατήθηκε και λεηλατήθηκε από τους Τούρκους, ενώ το ελληνικό κράτος το 19ο αιώνα απαλλοτρίωσε σημαντικό τμήμα της. Επίσης η Μονή είχε ασκήσει σπουδαίο και σημαντικό φιλανθρωπικό έργο.

Σύμφωνα με μια ανάγνωση σε δομική επιτοίχια χρονολογία, το καθολικό χρονολογείται από το 1196 ενώ γραπτές πηγές αναφέρονται σε σημαντικούς σταθμούς την Μονής, σε όλη την διάρκεια της ζωής της. Γιὰ παράδειγμα, το 1854 χρησιμοποιήθηκε ως στρατόπεδο των Τούρκων, το 1913 των Ελλήνων, ενώ το 1916 έγινε ορφανοτροφείο. 


Η είσοδος της Μονής
πηγή
Αναβίωσε ως ανδρικὴ Μονὴ μέχρι τὸ 1932 που λεηλατήθηκε στις 17 Ιουνίου και δολοφονήθηκε ο ηγούμενος Δωρόθεος, καθώς και ο λαϊκός αδελφός του Κώστας. 

Τα πτώματα βρέθηκαν στις 22 Ιουνίου του 1932 πίσω από το ναό και έκτοτε τὸ μοναστήρι ερημώθηκε μέχρι τὸ 1972 που σε αυτὸ εγκαταστάθηκαν εκεί μοναχὲς ποὺ τὸ λειτουργούν μέχρι καὶ σήμερα, οπότε απέκτησε και τὴ σημερινή του αίγλη ως γυναικεία Μονή. 

Η μονή αποτελείται από το καθολικό, το διώροφο κτήριο των κελιών, αναστηλωμένο σήμερα, βοηθητικά κτήρια και ένα παρεκκλήσι αφιερωμένο στους νεομάρτυρες άγιο Γεώργιο και αγία Φιλοθέη, διακοσμημένο με παραστάσεις, μεταξύ των οποίων και του αγίου Ιωάννη του Τεροβίτη, των αγίου Νικολάου του Μετσοβίτη και του Κοσμά του Αιτωλού. 

Άποψη του Καθολικού της Μονής
πηγή
Το όλο μοναστηριακό συγκρότημα περιβάλλεται από έναν λιθόχτιστο περιβολότοιχο που διαθέτει μία είσοδο στη νότια πλευρά του. 

Η σημερινή μορφή του μοναστηριού είναι το αποτέλεσμα πολυάριθμων τροποποιήσεων και επεκτάσεων ενώ παρουσιάζει δε στο σύνολό του σημαντικό ενδιαφέρον από την άποψη αρχιτεκτονικής σύνθεσης και μορφολογικής διάρθρωσης των κτισμάτων του.

Χρονολογική ένδειξη για την κατασκευή των μεταβυζαντινών οικοδομημάτων του, μας προσφέρει η επιγραφή +έτος+/1765, χαραγμένη σε μία πέτρα της απλής τοξωτής εισόδου της μονής, η οποία ανοίγεται στην νότια πλευρά ενώ το καθολικό, που είναι το παλαιότερο οικοδόμημα της μονής, ανήκει στον σπάνιο τύπο του τετράκογχου με τρούλο ναού που στην ένωση των κεραιών του σταυρού υψώνεται οκτάπλευρος τρούλος, ανατολικά διαμορφώνεται μία τρίπλευρη αψίδα και δυτικά ο νάρθηκας που είναι κατασκευασμένος σε μεταγενέστερη φάση



Άποψη του Καθολικού της Μονής



Άποψη του τρούλου του Καθολκού
πηγή
Το αρχικό και πιθανότατα βυζαντινό καθολικό της μονής είναι κτισμένο με ακανόνιστων διαστάσεων πέτρες καθώς και πλίνθους, άτακτα τοποθετημένους στους αρμούς και στη λιθοδομή ενώ χρησιμοποιήθηκε επίσης οικοδομικό υλικό από την αρχαία οχύρωση του λόφου. 

Στο καθολικό σώζονται σπουδαίες τοιχογραφίες του 17ου αιώνα ενώ το τέμπλο του ναού είναι ξυλόγλυπτο, με αξιόλογες δεσποτικές εικόνες του Χριστού, της Παναγίας και του Προδρόμου καθώς και δύο δεσποτικές εικόνες του ένθρονου Χριστού και της ένθρονης Θεοτόκου Βρεφοκρατούσας, που έχουν την υπογραφή του Κρητικού ζωγράφου του 16ου αιώνα, Μάρκου Στρελίτζα Μπαθά ή Μάρκου Βαθά.

Οι εικόνες αυτές αποτελούν μαζί με μία ακόμη εικόνα του Αγίου Ιωάννη Πρόδρομου, που σώζεται στην ομώνυμη μονή του Νησιού των Ιωαννίνων, τις τρεις μοναδικές έως τώρα γνωστές ενυπόγραφες εικόνες του ζωγράφου Μάρκου Στριλίτζα Μπαθά ή Μάρκου Βαθά.

Στις 23 Αυγούστου 1972, στο Μοναστήρι της Καστρίτσας, εγκαταστάθηκαν, ύστερα από έγκριση του τότε επισκόπου Δωδώνης Χρυσοστόμου, οι μοναχές Φιλοθέη και Ευνίκη, προερχόμενες από το Μοναστήρι του Βυτουμά της Ιεράς Μητρόπολης Τρίκκης και Σταγών ενώ προηγουμένως οι μοναχές, είχαν φιλοξενηθεί, για λίγο χρονικό διάστημα, στο Μοναστήρι της Παλιουρής. 

Το Μοναστήρι Καστρίτσας άρχισε από τότε να ανανεώνεται, έγινε Κέντρο λατρείας και αναψυχής πνευματικής και ύστερα από 10 χρόνια, το 1982, παρουσία πολλών προσκυνητών, η Φιλοθέη, η αρχαιότερη στη μοναχική ζωή, έλαβε από τον αείμνηστο Μητροπολίτη Ιωαννίνων Θεόκλητο, το μεγάλο της μοναστικής πολιτείας σχήμα.

Από το 1986 η Αδελφότητα αυξήθηκε και λειτουργεί ως πρότυπο γυναικείου μοναχισμού με έξι μοναχές και αγωνίζεται να ζει με πνευματική ζωή που είναι συνέχεια της Ορθόδοξης παράδοσης του Ανατολικού Μοναχισμού, χωρίς εντυπωσιακές ακρότητες και πάντοτε προσγειωμένη στις ανάγκες της ταραγμένης εποχής μας. 

Στο Μοναστήρι λειτουργεί εργαστήριο Υφαντικής, Χρυσοκεντητικής και ραπτικής (αμφίων, κουρτινών κλπ). Η Αδελφότητα, παράλληλα με τα καθημερινά της διακονήματα, υφαίνει και ράβει χρυσοποίκιλτα ιερά άμφια όλων των βαθμίδων, κατά το πρότυπο των βυζαντινών τοιχογραφιών, λεπτεπίλεπτες κεντητές κουρτίνες και καλύμματα Αγίας Τραπέζης. Για τις ανάγκες του Μοναστηριού, και των προσκυνητών, η αδελφότητα ασχολείται επίσης και με την κηροπλαστική από αγνό κερί.

Ο νεοϊδρυθείς Ναός, βασιλικού ρυθμού άνευ τρούλου που Θεμελιώθηκε στις 27 Σεπτεμβρίου του 1977 είναι αφιερωμένος στην Κοίμηση της Θεοτόκου. Οι προσφορές - μικρές και μεγάλες - των προσκυνητών και ιδιαίτερα οι έντονες και συνεχείς ενέργειες της Ηγουμένης Φιλοθέης, συνέλαβαν τα μέγιστα στην αποπεράτωση του έργου ενώ και η προσωπική εργασία της Αδελφότητας υπήρξε σημαντική. 

Ο νέος Ναός της Κοίμησης της Θεοτόκου, εγκαινιάστηκε από τον αείμνηστο Μητροπολίτη Ιωαννίνων Θεόκλητο στις 17 Οκτωβρίου 1999 ενώ Λειτουργεί κάθε Κυριακή και τις μεγάλες γιορτές και εξυπηρετεί το πλήθος των προσκυνητών.

Στα κειμήλια της μονής συγκαταλέγονται και δύο χειρόγραφοι κώδικες, με εκκλησιαστικό περιεχόμενο που χρονολογούνται το 16ο και 18ο αιώνα και μία λειψανοθήκη, με λείψανα της αγίας Φιλοθέης και του νεομάρτυρα αγίου Γεωργίου. 

Ο δρόμος για να ανέβεις στο λόφο της Καστρίτσας είναι ιδιαίτερα στενός και ανηφορικός και μεγάλα πούλμαν δεν μπορούν να ανέβουν παρά μόνο ιδιωτικά αυτοκίνητα ή πούλμαν μικρά των 20 ατόμων.

Στο μοναστήρι γινόταν και συνεχίζεται και σήμερα να γίνεται πανηγύρι στις 22 - 23 Σεπτεμβρίου κάθε έτους όπου συγκεντρώνεται πολύς κόσμος από τη γύρω περιοχή. Η Mονή Καστρίτσας έχει χαρακτηριστεί ως διατηρητέο ιστορικό μνημείο με την απόφαση ΦΕΚ 154/Β/13-2-2002 και σήμερα σε αυτήν εγκαταβιούν 6 μοναχές με ηγουμένη την Μοναχή Φιλοθέη. 

Τηλέφωνο Μονής: (+30) 26510 52258.