Πέμπτη 14 Σεπτεμβρίου 2023

Η ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΗ ΕΙΚΟΝΑ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΔΗΜΟΚΡΑΝΙΩΝ ή ΜΕΓΑΛΟΜΑΤΑΣ.


Φυλάσσεται σήμερα στον Ιερό Ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου Ακροβουνίου Καβάλας.


Μετά από προτροπή και παράκληση του Εφημερίου του Ακροβουνίου, π. Δημητρίου Τσομπανίδη, που πρωτοστάτησε στην αναστήλωση του παλαιού Ναού της Παναγιάς του Ακροβουνίου, για την καταγραφή ενός μικρού Ιστορικού της Θαυματουργού Εικόνος, της  Παναγίας της Δημοκρανιωτίσσης ή Μεγαλομάτας που φυλάσσεται στον Ιερό Ναό Κοιμήσεως της Θεοτόκου Ακροβουνίου, της Ιεράς Μητροπόλεως Ελευθερουπόλεως του Νομού Καβάλας, ξεκίνησα να γράψω τούτη την ιστορία.
 
Οι πρόσφυγες κάτοικοι του Ακροβουνίου, προερχόμενοι από τα Δημοκράνια της Ανατολικής Θράκης, διέσωσαν ως πολύτιμο θησαυρό την Αγία Εικόνα μέσα από γεγονότα που θα ξετυλιχθούν στην αφήγηση και θα σε μεταφέρουν πολλά χρόνια πίσω. Δεν θα μπορούσα να καταγράψω το ιστορικό αν δεν είχα την πολύτιμη ζωντανή μαρτυρία του Πρωτοπρεσβυτέρου π. Πέτρου Γιαρισκάνη, παλαιού Εφημερίου και κατοίκου του Ακροβουνίου καθώς και το βιβλίο του Γεωργίου Νοβακίδη, Συνταξιούχου Διδασκάλου "Στα ίχνη του παρελθόντος" μέσα από το οποίο ο συγγραφεύς μεταφέρει τα ήθη και έθιμα μιας άλλης νοσταλγικής εποχής. 

Άσε την σκέψη να σε μεταφέρει με τα φτερά της ,πίσω στο χρόνο. Ζήσε την ιστορία που θα διαβάσεις σαν να σαι εκεί. Και όταν τελειώσεις την ανάγνωση θυμήσου στην προσευχή σου στην Παναγιά και μένα που κάθισα να ιστορίσω με σεβασμό στην χάρη Της  το δικό Της Συναξάρι. Αν κατάφερα κάτι, ας μου το ανταποδώσει όπως Εκείνη γνωρίζει και κάνει τόσα χρόνια για μένα.                                                                                    19/2/2011  † π. Θωμάς Ανδρέου    
                                                                                                                                                      
Γυρνώντας τον χρόνο πίσω.
  
Το Ακροβούνι Καβάλας είναι ένα σχετικά νέο χωριό μετεγκαταστάθηκε στην σημερινή τοποθεσία στις αρχές της δεκαετίας του 1960. "Κότσανη"[2] ονομαζόταν το παλιό χωριό, κατοικούμενο ως το 1922 αποκλειστικά από Τούρκους όπως πολλά χωριά της γύρω περιοχής. Το 1922 κατά την Μικρασιατική καταστροφή πρόσφυγες από τη Ανατολική Θράκη και συγκεκριμένα από τα Δημοκράνια, το Πασάκιοι, τα Σόκια, τον Πόντο και πολλοί λίγοι Καραμανλήδες εγκαταστάθηκαν στην Κότσανη. Ήταν ένας τόπος με άριστες κλιματολογικές συνθήκες καθώς και το πλουσιότερο χωριό της περιοχής. Η ιστορία της  Θαυματουργού Εικόνας της Παναγίας της Μεγαλομάτας, από τα παλαιά Δημοκράνια[3] της Ανατολικής Θράκης χάνεται στα βάθη των αιώνων.

Κανείς δεν γνωρίζει ποιος την ζωγράφισε, πότε και πώς βρέθηκε στα Δημοκράνια. Οι περισσότεροι όμως γνωρίζουν, λιγότερο η περισσότερο την ιστορία που θα διαβάσεις και θα σε ταξιδέψει πολλά χρόνια πίσω. Στις δύσκολες ώρες της προσφυγιάς και του ξεριζωμού των πατέρων και των παππούδων μας, που ξεκίνησαν από την Ανατολική Θράκη για να έλθουν στην ελεύθερη Ελλάδα και να σώσουν την ζωή τους. Άφησαν τα πάντα πίσω τους. Αμπέλια  μεστωμένα με καρπούς ευλογημένους, σπίτια αρχοντικά που τα  έκτισαν με μεράκι, περιουσίες ολάκερες, όλα τ’ αφήσαν πίσω, ελπίζοντας πως μια μέρα θα μπορούσαν να ξαναγυρίσουν στην γλυκιά πατρίδα. Στον τόπο που τους ανάθρεψε και ανάθρεψε και τα παιδιά τους.

Όμως τούτο ήταν το θέλημα του Θεού. Ήρθαν στην Καβάλα ρίζωσαν μεγάλωσαν τα παιδιά τους και έγειραν και κοιμήθηκαν να ξεκουραστούν από τα βάσανα της προσφυγιάς. Θαμμένοι πάνω στο παλιό χωριό, κοντά στην Εκκλησιά τους περιμένουν… Ατενίζουν από ψηλά την Πατρίδα, τα Δημοκράνια και περιμένουν την σάλπιγγα του Αρχαγγέλου [4] για να ξυπνήσουν από τον ύπνο τους. Κοιμήθηκαν τον αιώνιο ύπνο τους τιμημένοι! Μπόρεσαν να στεριώσουν στην νέα τους Πατρίδα, να παλέψουν με την γης και να την δαμάσουν ώστε να καρποφορήσει από το δάκρυ και τον ιδρώτα τους. Κι όταν απόκαμαν κοίταζαν κατάματα την Κυρά, την Μεγαλομάτα τους, που τους συντρόφεψε στο δρόμο του πηγαιμού για την δική τους Ιθάκη… Την Ιθάκη που θα τους δεχότανε να ξαποστάσουν και να αναπαυτούν.

Λίγοι έζησαν μέχρι και σήμερα να θυμούνται τα περασμένα και διηγώντας τα να κλαίνε για όλα αυτά που αφήσαν πίσω, βορά στα σκυλιά, τους κόπους και τους μόχθους μιας ολάκερης ζωής. Ρώτησα, έψαξα και έμαθα τούτη την ιστορία. Καθήκον βαρύ είναι για μένα να την σώσω για αυτούς που έρχονται μετά από μας. Για να δικαιωθούν απ’ τα κιβούρια τους οι πρόσφυγες πατέρες μας και να αναπαυτούν γνωρίζοντας πως κάναν καλά το καθήκον τους. Άσε λοιπόν την θύμηση να σε συντροφέψει διαβάζοντας τούτες τις σελίδες. Γύρνα πίσω την σκέψη σου στην αλησμόνητη Πατρίδα, τα Δημοκράνια και τελειώνοντας την διήγηση θα χω κάμει και εγώ το καθήκον μου, να μην αφήσω το καντήλι της μνήμης να σβήσει…  

Αναμνήσεις από το παρελθόν…
           
Θα θελα να ξεκινήσω το ταξίδι στο χρόνο με τις αναμνήσεις ενός ανθρώπου που θυμάται πολλά. Του παπα-Πέτρου [5]. Πήγα και τον βρήκα βυθισμένο στις σκέψεις του. Του ζήτησα να περπατήσουμε μαζί στο μονοπάτι του χρόνου και το έκαμε με χαρά. Για να θυμούνται οι νεότεροι και να μην ξεχνούν οι παλιοί... Υπήρχε παλιά Εκκλησιά στα Δημοκράνια ,που τιμούσε την Κοίμηση της Θεοτόκου. Η παλαιοτάτη Εικόνα της Παναγίας (Βρεφοκρατούσας) η Μεγαλομάτα, ήταν ονομαστή σε όλη την περιοχή. Κανείς δεν ξέρει, εκτός από τον Θεό, πως βρέθηκε εκεί στην Εκκλησία των Δημοκρανίων. Το 1922 οι κάτοικοι των Δημοκρανίων αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την περιοχή αναχωρώντας, με πλοίο από εκεί.

Δεκαπέντε μέρες πριν τον ξεριζωμό ένα κακό σημάδι αναστάτωσε το ήσυχο χωριό τους. Η Εικόνα της Μεγαλομάτας, χάθηκε μέσα από την Εκκλησία. Αναστατωθήκαν οι Χριστιανοί, θεωρώντας κακό το σημάδι αυτό. Κάποιοι είπαν τότε πως την έκλεψαν λόγο της παλαιότητας της. Ένας βοσκός της περιοχής βρήκε την εικόνα, λίγο έξω από το χωριό σε μια ελιά από κάτω. Έτρεξε και ειδοποίησε τους Δημοκρανιώτες και ήρθαν οι παπάδες με τα εξαπτέρυγα και την επήραν με ευλάβεια και την απίθωσαν ξανά στην Εκκλησιά Της. Όλο το χωριό μουρμούραγε πως τούτο δω δεν ήτανε καλό σημάδι…. Παναγία Μεγαλομάτα λέγανε και σταυροκοπιόντουσαν, μην έρχεται κακό καταπάνω μας; Τα είχανε ακούσει τα κακά μαντάτα από την Ιωνία, πως άνθρωποι σφαζόντουσαν σαν τ’ αρνιά από τους Τούρκους… Τι ναι και τούτο το κακό! Ότι δεν κάνουν τα θηρία να το κάμει ο άνθρωπος!

Ξάφνου, ο ντελάλης γύρισε γύρες το χωριό. Όλοι έπρεπε να φύγουν από τον τόπο τους παίρνοντας μαζί τους ότι μπορούσαν να σηκώσουν. Μαζί πήραν στην μνήμη τους  και την εικόνα του χωριού που οι περισσότεροι δεν θα το ξανάβλεπαν ποτέ. Άνοιξαν τα παλιά σεντούκια και βγήκαν έξω τα προικιά. Τα σεντούκια χρειαζόντουσαν να μεταφέρουν τα χρειαζούμενα για την επιβίωση τους. Ποιος είχε μυαλό για τα προικιά … Ας σωζόντουσαν και με τα χέρια που τα πλέξανε για χρόνια, θα τα ξανάπλεκαν και πάλι. Τώρα αυτό που τους ένοιαζε ήτανε να σωθούν από το χαλασμό. Τι να πρωτοπάρεις μαζί σου εκείνη την ώρα; Τι προφταίνεις να σώσεις;  Άλλα πήραν ,άλλα αφήσαν και τα βρήκαν οι καινούργιοι νοικοκυραίοι και ευχαριστούσαν τον Αλλάχ για την ανέλπιστη τύχη. Ξέρεις τι είναι να βρεις έτοιμο σπίτι, έτοιμα χωράφια με τους καρπούς πάνω στα δέντρα, αποθήκες γεμάτες σοδιά πλούσια, ακόμα και τα ζώα στους στάβλους μαντρωμένα; Όλα περίμεναν τους νέους νοικοκυραίους που έρχονταν, αποχαιρετώντας εκείνους που έφευγαν για πάντα! Κακό πράμα η προσφυγιά …. Δεν βάνει ο ανθρώπινος νους τα κατορθώματα της. Όμως αυτό έτσι είναι, που λεγε και η Λωξάντρα, στο περίφημο λογοτέχνημα της Μαρίας Ιορδανίδου, όταν μυριζότανε το κακό να έρχεται καταπάνω της. Αυτό έτσι είναι… Οι άνθρωποι να γίνονται θεριά και τα θεριά ανθρώποι και να μην μπορείς να ξεχωρίσεις τι είναι τι. 

Τέλειωσε ο ντελάλης τα δυσάρεστα μαντάτα και αρχίσαν οι άνθρωποι να τα μαζεύουν, να φύγουν μην τους προφτάσει ο χαλασμός και η αντάρα. Όσοι μπορούσαν πήγαν στο κοιμητήρι άλλοι να ανάψουν για τελευταία φορά τα καντήλια και άλλοι να ξεθάψουν τα κόκαλα των προγόνων τους και να τα πάρουν μαζί τους στην προσφυγιά να μην τα βρουν εκεί και τα μαγαρίσουν. Ότι μπόραγε ο καθένας κουβάλαγε στην πλάτη του. Άδειασαν την εκκλησία, πήραν εικόνες, εξαπτέρυγα, μανουάλια, μέχρι και την καμπάνα ξήλωσαν και την ώρα που την ξεκρέμαγαν χτύπησε πένθιμα, μ΄ ένα βουβό χτύπο σαν να τους έλεγε …κουράγιο! Αφού μάζεψαν ότι μπορούσαν ξεκίνησαν να φύγουν. Κλάματα, φωνές και κατάρες αφήσαν πίσω τους γιαυτούς που γίναν οι αίτιοι της ξαφνικής φυγής τους. Πως τους ήρθε έτσι, θες ο πανικός, θες να μην τους πάρουνε χαμπάρι οι Τούρκοι και επισπευτεί το κακό μιαν ώρα αρχύτερα,  θες γιατί τούτο ήτανε το θέλημα της Παναγίας για να φανεί για μια ακόμη φορά το θάμα Της, την εικόνα την αφήσαν μέσα στην Εκκλησία. Μεγάλη και βαριά όπως ήταν έμεινε πάνω στο προσκυνητάρι Της με τα μεγάλα Της μάτια θλιμμένα για το κακό που γινότανε.
                             
Το καράβι δεν ξεκινούσε χωρίς την Παναγία…
                               
Τσούρμο αλαλιασμένο οι Δημοκρανιώτες, να μπουν στο πλοίο που περίμενε αγκυροβολημένο να τους παραλάβει, να τους πάει εκεί όπου δεν μύριζε μπαρούτι και θάνατος. Στοιβάχτηκαν πάνω στο καράβι άντρες, γυναίκες, μωρά, γέροι ο ένας απάνου στον άλλον και περίμεναν να φύγουν. Μα  δεν έλεγε το παπόρι να ξεκινήσει. Κανά δυό άντρες ζύγωσαν τον καπετάνιο, τι συμβαίνει ,ρωτούσαν. Βλάβη δεν υπήρχε καμία . Τότε; Παλιά παράδοση των καπεταναίων έλεγε πως, άμα υπήρχε πεθαμένος πάνω στο πλοίο, το πλοίο δεν ξεκινούσε. Ρώταγε ο δόλιος ο καπετάνιος τις μανάδες: "μωρέ μπας και κανά μικρό απ’ τα μωρά απόθανε και δεν το είχανε καταλάβει" ψαχνόντουσαν οι μανάδες να δουν τα μωρά τους… ώρα ήτανε να έχουνε τέτοια πάνω στο κακό. Δόξα το Θεό όλοι καλά. Τότε; Ένα από τα παλικάρια του χωριού ο Γρηγόριος Γκουντερίδης[6] πατάει φωνές: "Βρε παιδιά την Μεγαλομάτα που την αφήσαμε;" Πάγωσαν όλοι στο άκουσμα της φωνής του… Να γιατί το καράβι δεν έλεγε να ξεκινήσει.  

Ήδη μέσα στο χωριό είχαν μπει Τούρκοι με όπλα στα χέρια  και κάνανε τα σπίτια των Χριστιανών άνω κάτω από το ψάξιμο. Ποίος θα τολμούσε να κατέβει από το πλοίο; Ο Γκουντερίδης κάνει νόημα με τα μάτια σε δύο συγχωριανούς, τον Φωκίωνα Καφετζιάδη και τον Δημόκριτο Λεοντή και χωρίς δεύτερη κουβέντα κατεβαίνουν και τα τρία παλικάρια αμέσως από το πλοίο για να πάνε στην Εκκλησία να φέρουν την Εικόνα. Πλήθος από Τούρκους λεηλατούσαν τα σπίτια ένα γύρω. Φτάσανε στην Εκκλησία με την ψυχή στο στόμα. Η πόρτα ήταν σπασμένη. Μπήκαν στον άδειο ναό και τι να δουν. Η εικόνα ήταν στην θέση της χωρίς το πολύτιμο πουκάμισο που η ευλάβεια των Χριστιανών, της είχε βάλει. Κάποιοι από δαύτους που μπήκαν μέσα, τους γυάλισε στο μάτι τους το περίβλημα με κάτι κοσμήματα – τάματα που χε απάνω. Με ένα τσεκούρι αφαίρεσαν το πουκάμισο της Εικόνας την οποίαν και έκοψαν στην μέση. Πιασαν τη Χάρη Της στα χέρια τα τρία παλικάρια κάνανε το σταυρό τους και ξεκίνησαν για πίσω.

Βγαίνοντας από την Εκκλησία διέσχισαν τον δρόμο για να φτάσουν στο καράβι. Περνούσαν μέσα από μπουλούκια Τούρκων …. Ο φόβος να μην τους έρθει ξαφνικά κανένα αδέσποτο βόλι,   τους έκανε να τρέμουν. Έσφιγγαν την εικόνα στα χέρια τους και ψιθύριζαν μυστικά προσευχές. Όμως τι ήταν τούτο  που αντίκρισαν τα μάτια τους! Παναγιά μου και Χριστέ μου: Κάποιοι Τούρκοι που περνούσαν ανάμεσα τους, βλέποντας αυτό το φοβερό θέαμα, τρεις Χριστιανούς να βαστούν την Εικόνα Της Παναγίας στα χέρια, παραμέρισαν και έβγαλαν τα σκουφιά τους υποκλινόμενοι ευλαβικά στην Χάρη Της! Και κάποια Τουρκάκια μικρά που πήγαν ξωπίσω να χαχανίσουν, οι μεγάλοι τα διώξαν με φωνές από μπροστά τους! Αυτό έτσι είναι… κάποιοι πήγαν και Της πήραν το πουκάμισο από πάνω Της κόβοντας την σε δυο κομμάτια και κάποιοι άλλοι, στάθηκαν με σεβασμό μπροστά Της! Δεν είναι όλοι οι άνθρωποι ίδιοι και ας είναι,  μα Χριστιανοί μα Μουσουλμάνοι….

Μόλις έφτασαν στο καράβι και πάτησε πάνω του η Εικόνα, οι μηχανές πήραν μπροστά και το πλοίο ξεκίνησε… Αυτό και αν ήταν θαύμα. Πρώτη προσφυγοπούλα μαζί με τους πρόσφυγες η ίδια η κυρά Παναγιά η Μεγαλομάτα. Έτσι ήρθαν στην Καβάλα με χίλια μύρια βάσανα στις αποσκευές τους. Εδώ βρήκαν και άλλους ξεριζωμένους από την πατρίδα. Τότε η Καβάλα είχε γιομίσει με πρόσφυγες που ψάχναν απεγνωσμένα να βρουν όχι τα σπίτια που άφησαν πίσω, αλλά ένα κομμάτι γης να σταθούν να ξαποστάσουν. Τους έστειλαν στην Κότσανη, στο παλαιό Ακροβούνι, ένα Τουρκικό χωριό που ήταν το μόνο σε όλη την περιοχή που είχε και Τζαμί. Κάποιοι Τούρκοι που είχαν απομείνει περίμεναν την σειρά τους για να φύγουν για την Ανατολική Θράκη. Κάθισαν ένα χρόνο με τους Τούρκους ,μετά φύγανε και μείνανε οι πρόσφυγες[7]. Αυτό ήταν η ανταλλαγή[8] των πληθυσμών. Κάποιοι να φύγουν από τις επαύλεις της Ανατολής και να μπουν στα τσαντίρια και κάποιοι άλλοι να φύγουν από τα τσαντίρια και να μπουν στις έτοιμες επαύλεις…

Με τούτα και με κείνα έφθασαν στην ελεύθερη Πατρίδα…. Τα σώματα, γιατί οι καρδιές κτυπούσαν εκεί! Στο τόπο που τους γέννησε και τους ανέθρεψε… Και έτσι ξεκίνησαν ξανά από την αρχή. Έβαλαν την Εικόνα στο Τζαμί και εκεί στέγασαν τις προσευχές τους μαζί με τα ευαγγέλια, τα εξαπτέρυγα και τις εικόνες που έφεραν από εκεί. Δεν έμειναν όλοι μαζί. Κάποιοι πήγαν στον Μεσότοπο ένα διπλανό χωριό. Άλλες δυσκολίες εκεί για να μπορέσουν να στεριώσουν. Δεν τους έφθανε η δυστυχία τους είχαν και από απάνω να ακούν να τους φωνάζουν …πρό – σφιγγες !!! Λες και θέλανε αυτοί να ξενιτευτούν από τον τόπο τους και να βρεθούν σε μέρη που θα πρεπε να ξεκινήσουν όλα από την αρχή…. Κακό πράμα η προσφυγιά…. Όμως ο Θεός δεν πήρε το βλέμμα Του από πάνω τους. Γιατί Εκείνος φροντίζει, ο ήλιος να ανατέλλει επί πονηρούς και αγαθούς και η βροχή να ποτίζει και τους δικαίους και τους αδίκους[9].

Μέρωσαν και όργωσαν την άγρια γης και τους έδωσε ψωμί να φάνε αυτοί και τα παιδιά τους και τα παιδιά των παιδιών τους. Φάρος τους φωτεινός η κυρά –Μεγαλομάτα, να τους φωτίζει και τα τους προσέχει συνάμα. Και για μια ακόμη φορά το έκαμε το θάμα Της. Ρίζωσαν στον τόπο που τους έβαλαν και τον έκαμαν τόπο τους…Δόξα σοι ο Θεός! έλεγαν και συνέχιζαν. Και ήρθε μετά η κατοχή, άλλη κατοχή δεύτερη τούτη τη φορά… όχι από αλλοθρήσκους αλλά από ομοθρήσκους! Τι να πεις. Αυτό έτσι είναι. Και η Παναγία πάνω στο παλιό τζαμί που το χανε για εκκλησία δέχουνταν τις προσευχές και τις δεήσεις τους. Και αν λάδι για το σπίτι δεν περίσσευε το καντήλι από την Εικόνα της Μεγαλομάτας δεν έσβησε ποτέ… Από το 1922 ,μέχρι και το 1962 που κατέβηκαν και έκτισαν το νέο χωριό, την νέα Μεγαλόπρεπη Εκκλησιά[10] τα νέα σπίτια. Και δεν θα κατέβαιναν ποτέ αν δεν γίνονταν κατολισθήσεις να κινδυνεύουν να χαθούν ανθρώπινες ζωές λόγο του εδάφους που υποχωρούσε.

Το 1927 ήρθε στο παλαιό Ακροβούνι ο μακαριστός Αρχιμανδρίτης Κάλλιστος Αλεξανδρούλης [11] ο οποίος και εφημέρευσε στο χωριό για πολλά χρόνια. Βάπτισε, πάντρεψε, κήδεψε, έγινε ένα με το ποίμνιο του και στο τέλος ήρθε και αυτός να αναπαυτεί εκεί που για τόσα χρόνια ιερουργούσε. Την εποχή της Αρχιερατείας του μακαριστού Μητρ. Ελευθερουπόλεως Σωφρονίου (Σταμούλη), εφημέρευε συγχρόνως σε τέσσερα χωριά, Ακροβούνι,  Κηπιά,  Εξοχή και Χορτοκόπι. Όταν οι ανάγκες της Μητροπόλεως πλέον δεν ήταν τόσες πολλές εφημέρευε μόνο στο Ακροβούνι και χαριτολογώντας αστειευόμενος έλεγε: "κάποτε, ήμουν Νομάρχης και δεν το ήξερα !"

Και η Κυρά Παναγιά ,συνέχιζε να δίνει την ελπίδα και το κουράγιο σ’ αυτούς που το αποζητούσαν. Να κάνει θαύματα τρανταχτά και μεγάλα, συνέχισε να μου λέει ο παπά- Πέτρος, θαύματα που δεν τα βάνει ο ανθρώπινος νούς! Άλλη η πίστη των ανθρώπων τότε. Το θάμα δεν ήταν κάτι ξέχωρο από την ζωή τους, ήταν μέρος της ίδιας τους της ζωής. Άκου τώρα να σου πω μια σχετική ιστορία, μου είπε και ξεκίνησε και πάλι την διήγηση… 

     
Ένα μεγάλο θαύμα.
                             
Το 1930, αρρώστησα βαριά[12]. Του θανάτου το χέρι ήρθε και απλώθηκε πάνω μου, 2 χρονών ήμουνα τότε και μέρα με την μέρα, πήγαινα από το κακό στο χειρότερο. Με πήγαν οι γονείς μου στο γιατρό. Λίγο με κοίταξε και είπε κρυφά στον πατέρα μου: "άκουσε με προσεκτικά. Φτωχοί άνθρωποι είστε και μην ξοδεύεστε άδικα. Το παιδί θα πεθάνει σε λίγες ώρες. Και αν βραδιάσει δεν θα ξημερωθεί. Και αν ξημερωθεί δεν θα βραδιάσει…" Τι να κάνει ο πατέρας μου, με πήρε με  τα κλάματα και με πήγανε στο σπίτι. Σαράντα μέρες με περιμένανε από την μια στιγμή στην άλλη… Σαράντα μέρες χωρίς τροφή, δεν μπορούσα να φάω τίποτα, μόνο λίγο νερό και καμιά φορά λίγο γάλα.

Ξημέρωσε Μεγάλη Τετάρτη και ίσα - ίσα η αναπνοή ακουγόταν τα στήθια μου. Απελπισμένοι οι γονείς μου περίμεναν να σβήσω. Τι μπορούσαν να κάνουν; Το βράδυ της Μεγάλης Τετάρτης, βλέπει σε όραμα η μάνα μου την Παναγία με την μορφή αρχόντισσας να μπαίνει στο δωμάτιο. Φορούσε πέπλο και μόλις μπήκε μέσα, με τα χέρια Της το γύρισε προς τα πίσω. Πλησίασε την μάνα μου που έκλεγε και την ρωτά: Γιατί κλαίς; Της απαντά η μάνα μου με παράπονο, ετοιμοθάνατο το έχω και με ρωτάς γιατί κλαίω. Δεν είχε καταλάβει ποια ήταν Εκείνη που είχε μπροστά της! Πλησίασε η Αρχόντισσα την κούνια μου και με σταύρωσε τρείς φορές στο κεφαλάκι μου. Ξάφνου γυρνά στην μάνα που έκλαιγε και της λέει με απαλή φωνή: "Όχι μόνο δεν θα πεθάνει ,αλλά όταν μεγαλώσει θα με διακονήσει ! Μόνο μέρα που ξημερώνει ,της είπε, τα καντήλια μου δεν έχουν λάδι…" Εκείνη την ώρα πετάγετε πάνω η μάνα μου και κάνει το σταυρό της. Παναγία μου Μεγαλομάτα ψιθύρισε ,ήρθες να σώσεις το παιδί μου!!! Από την στιγμή εκείνη η μάνα μου ήξερε ότι δεν πρόκειται να πεθάνω.

Το πρωί ξημέρωσε Μεγάλη Πέμπτη. Πένθιμη μέρα θλιβερή για όλη την Ορθοδοξία. Ακόμα πιο πένθιμη για την οικογένεια μας. Πρωί, πρωί σηκώνεται η μάνα μου παίρνει από το κοτέτσι δύο ωραία πετεινάρια και κατεβαίνει στην Ελευθερούπολη να τα πουλήσει. Βρίσκει, τα πουλά και με το αντίτιμο πάει και αγοράζει λάδι για τα καντήλια της Μεγαλόχαρης και αγνό κερί για να φτιάξει μια λαμπάδα[13], και να την βάλει στον Εσταυρωμένο να καίει μετά το 5ο ευαγγέλιο της βραδινής ακολουθίας των Παθών. Πριν σημάνει η καμπάνα, παίρνει η μάνα το παιδί και το απιθώνει σε μια κουβέρτα τυλιγμένο σε μια γωνιά της εκκλησίας.  Μόλις βγήκε ο Σταυρός, σηκώνεται η Μάνα και πάει και βάζει το καθαρό αγιοκέρι πίσω από τον Εσταυρωμένο. Αυτή η λαμπάδα κράτησε αναμμένη μέχρι και την δεύτερη Ανάσταση[14].

Αφού τελείωσε η ακολουθία ,μείνανε μονάχα η μάνα με την γιαγιά και το άρρωστο μωρό τυλιγμένο στην κουβέρτα για να αγρυπνήσουνε τον Δεσπότη Χριστό. Κατά τις 2 τα μεσάνυχτα περίπου, ξημέρωνε Μεγάλη Παρασκευή, ακούστηκε το καντηλάκι της Παναγιάς της Μεγαλομάτας να τρεμοσβήνει. Αμέσως σηκώνεται η ευλαβική γυναίκα και πάει να ανάψει το καντήλι Της Παναγίας με το λάδι που είχε προμηθευτεί για τον σκοπό αυτό. Ανάβοντας το καντηλάκι ακούει από την πλευρά που ήταν το μωρό, μια ανάσα ξέπνοη και τρέχει κοντά σκεπτόμενη πως το παιδί πέθανε. Ανοίγει την κουβέρτα και βλέπει το ετοιμοθάνατο μωράκι να έχει ανοικτά τα ματάκια του και να της χαμογελάει! Έπεσε γονατιστή η μάνα και η γιαγιά εμπρός στο Αγιασμένο Εικόνισμα της Κυρά Μεγαλομάτας και την ευχαριστούσαν για αυτό που έβλεπαν και δεν μπορούσαν να το πιστέψουν. Το παιδί, μετά από σαραντάημερο χαροπάλεμα είχε αρχίσει να ξαναζεί….

Πέρασαν τα χρόνια και η μάνα δεν έπαψε ποτέ να θυμάται και να περιγράφει το θαύμα στον γιό της. Ήρθε η ώρα να ακολουθήσει τον δρόμο της Ιεροσύνης. Σε ώριμη ηλικία θα χειροτονείτο Ιερεύς, από τον μακαριστό Μητροπολίτη Ελευθερουπόλεως Αμβρόσιο (Νικολάου). Την παραμονή της χειροτονίας η μάνα, ξαγρύπνησε προσευχόμενη μπροστά στα άγια Εικονίσματα. Έγινε η χειροτονία στα Κηπιά, διπλανό χωρίο στο Παλαιό Ακροβούνι και ξεκινούν μετά με τα πόδια από τον παλαιό δρόμο που ενώνει Κηπιά και παλαιό Ακροβούνι για να επιστρέψουν σπίτι τους. Σε όλο τον δρόμο η μάνα κρατούσε το γιό της σφικτά από το ράσο που πριν λίγο του είχε φορέσει ο  Δεσπότης . Φτάνοντας έξω από την Εκκλησία του παλαιού Ακροβουνίου, ο παπά Πέτρος έκανε τον σταυρό του και έκανε να συνεχίσει για το σπίτι του. Τον σταματά απότομα τότε η μητέρα του και του λέει: "που πας παιδί μου, τελείωσε το χρέος μας;" Ανοίγουν την πόρτα της Εκκλησίας και πάνε και δύο μπροστά στο Θαυματουργό Εικόνισμα της Παναγίας της Μεγαλομάτας και με δάκρυα στα μάτια η μητέρα λέει προς την Μεγάλη Μάνα: ’’Ευχαριστώ Μεγαλόχαρη ,γιατί καταδέχτηκες να πάρεις αυτό το παιδί από τα δικά μου σπλάχνα για να σε υπηρετεί . Στο χαρίζω μέσα από την καρδιά μου, είναι δικό σου πλέον και το αφήνω στην δική σου προστασία’’. Τον έβαλε τότε να κάνει μετάνοια και να ασπασθεί την Αγία Εικόνα και τότε ήσυχη βγήκε έξω από τον Ναό…

Ήταν δακρυσμένος ο παπάς όταν μου τέλειωσε την διήγηση του. Δεν θα ήταν άδικο, σκέφθηκα, να είχε χαθεί αυτή η ιστορία; Αυτές οι σκέψεις μένουν ζωντανές πάνω στο χαρτί και δεν θα χαθούν. Είναι σαν τα ζωντανά βιώματα που μας θυμίζουν. Και σαν πρόκειται για την Μεγάλη Κυρά, καθήκον και χρέος ιερό και μεγάλο είναι να κρατηθούν ζωντανές, να μην ξεψυχήσουν και χαθούν. Συλλογισμένος και εγώ για αυτά που άκουσα, σκέφτηκα την πορεία του μαρτυρίου τόσων ανθρώπων, που κινήσαν από τις πατρίδες τους, μόνοι εγκαταλελειμμένοι, πεινασμένοι και φοβισμένοι για να βρουν νέο τόπο, νέα πατρίδα και να σταθούν. Έφεραν μαζί τους, μοναδική κληρονομιά από τον τόπο τους τις θύμισες και τα άγια σκεύη των Εκκλησιών τους. Κοιτώντας τα θυμούνταν την παλιά Πατρίδα και ο αναστεναγμός ξέφευγε από τα χείλη τους. Τα παιδιά τους μεγάλωσαν και ήρθε η ώρα να απιθώσουν στην γη τους βασανισμένους γονείς τους. Και γίναν και οι ίδιοι γονείς και παππούδες και γιαγιάδες των παιδιών τους. Περνούσε ο χρόνος και ασπρίζαν τα μαλλιά και ξεθώριαζαν τα μάτια. Οι θύμισες όμως δεν ξεθώριασαν ποτέ… Και όταν αυτοί, οι παλιοί απόμειναν μέσα από τις φωτογραφίες, έμειναν πίσω οι ιστορίες που έλεγαν στα παιδιά τους νανουρίζοντας τα μέσα στις κούνιες τους αντίς για παραμύθια. Δεν μεγάλωσαν με παραμύθια τα παιδιά των προσφύγων. Μεγάλωσαν με την λαχτάρα να πάνε να φιλήσουν το χώμα της Πατρίδας τους. Να πάρουν λίγο σε ένα καθαρό μαντηλάκι και να το φέρουν στην νέα Πατρίδα και να αφήσουν παρακαταθήκη στα παιδιά τους, στο μεγάλο τους ταξίδι, το μαντήλι με το χώμα να γίνει το κατευόδιο τους για τον ουρανό. Απόμειναν οι θύμισες να κρατούν ζωντανή την φλόγα της Φυλής μας. Και εκείνοι, κοιτούν απ’ τις φωτογραφίες τους και χαμογελούν σαν να λένε: "Κακό πράμα η προσφυγιά. Μην δώσει ο Θεός να το ζήσετε και σεις" ….    

Τα θυρανοίξια του ανακαινισθέντος εκ βάθρων Ναού

Σεπτέμβριος του 2009… Παραμονή της μνήμης της Αγίας Μεγαλομάρτυρος Σοφίας και των τριών θυγατέρων της, Πίστεως ,Ελπίδος και Αγάπης. Ήρθε η αγία ώρα, η μεγάλη στιγμή να ξαναχτυπήσει η καμπάνα του ανακαινισμένου Ναού της Παναγιάς στο παλαιό χωριό. Ο Εφημέριος του χωρίου ο πατήρ Δημήτριος Τσομπανίδης [15] με την Χάρη της Παναγιάς και την βοήθεια όλου του χωριού που αμέσως έτρεξε να κάνει τ’  όνειρο πραγματικότητα, είδαν ξανά την Εκκλησιά τους αναστηλωμένη. Μαζί του πρωτοστάτησαν στο επίπονο αυτό έργο οι Γεώργιος Νικολαίδης, Γεώργιος Νοβακίδης και Γεώργιος Τσακίρης. Κανείς όμως δεν έμεινε ασυγκίνητος από τούτο το ευλογημένο προσκλητήριο για να ξαναγίνει πάλι η Εκκλησιά. Ο καθένας από το περίσσευμα η το υστέρημα του, έδωσε για να ξανακούσει την καμπάνα να καλεί σε προσευχή εκεί ,πάνω στο παλιό χωρίο. Και εκείνο το Σεπτεμβριανό απόγιομα, όλοι πήγαν στο κάλεσμα της καμπάνας. Πρώτος απ’ όλους ο Δεσπότης μας, ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Ελευθερουπόλεως κ.κ. Χρυσόστομος, χωρίς την ευλογία του οποίου τίποτε δεν θα είχε γίνει. Εκείνος ήταν που γονάτισε και προσευχήθηκε μυστικά στο κατώφλι της ανακαινισμένης Εκκλησίας και προσευχήθηκε να στερεώσει ο Θεός την Εκκλησιά Του  και καμάρωσε τον κόπο και τον μόχθο όλων εκείνων που δεν δίστασαν να κάνουν τον χρόνο να γυρίσει πίσω… Ξύπνησαν οι θύμισες. Ζωντάνεψαν οι μνήμες και οι εικόνες . Εδώ ήταν το σπίτι μου, έδειχνε ο ένας, εδώ ήταν το σχολείο έλεγε ο άλλος και όλοι μαζί καμάρωναν την Εκκλησιά τους που την θυμούνταν να τους δέχεται βρέφη στην αγκαλιά της σα μάνα στοργική, αγαπημένη. Εκεί και ο παπά Πέτρος να κάνει το σταυρό του και δακρυσμένος να ευχαριστεί την Θεομήτορα που είδε αυτό το μεγάλο θαύμα .
    
Πόσα μάτια δεν δάκρυσαν, όταν μπαίνοντας μέσα στην Εκκλησία την στολισμένη και περιποιημένη από την αγάπη όλων, έβλεπαν την Παναγιά την Μεγαλομάτα στο Θρονί Της, που την ανέβασαν ξανά μετά από 50 ολόκληρα χρόνια εκεί για να γιορτάσει μαζί τους, να τους υποδέχεται Οικοδέσποινα η Ίδια στο όμορφο σπιτικό της. Και την άλλη μέρα έγινε η πρώτη λειτουργία. Μετά από 50 χρόνια! Και όταν απολειτούργησε η Εκκλησιά, όλοι μαζί κινήσαν και κατέβηκαν λίγο πιο κάτω στα μνήματα που περιμέναν ν’ ακούσουν ξανά οι πεθαμένοι μετά από τόσα χρόνια τον παιάνα της νίκης: Χριστός Ανέστη! … Έδωσαν τότε όλοι μαζί υπόσχεση στην κυρά Μεγαλομάτα: Κάθε μήνα να βρίσκονται όλοι εκεί και να λειτουργούν την Εκκλησιά Της… 

Και Εκείνη, χαμογελαστή απ’ το Θρονί Της, υποσχέθηκε με την σειρά Της, να μην πάψει ποτέ να κοιτά και να σκεπάζει το χωρίο Της, το Ακροβούνι, την Κότσανη, τα παιδιά Της…                                                                                                       
            
Απολυτίκιον Παναγίας Δημοκρανιωτίσσης
Ήχος Α’ Της ερήμου πολίτης.
      
Τη θεία Σου εικόνι, ως της δόξης, Σου σκήνωμα, Των Δημοκρανίων το κλέος, Ακροβουνίου το κάυχημα, προσπίπτομεν Παρθένε ευλαβώς, αιτούμενοι θαυμάτων δωρεάν, εκβοώντες ευχαρίστως Σοι τη Μητρί Χριστού του Θεού ημών. Δόξα τοις μεγαλείοις Σου Αγνή, δόξα τη προστασία Σου, δόξα τη προς ημάς Σου ευδοκία Άχραντε.   


[1] Το μελέτημα εκδόθηκε, από τις Εκδόσεις Σαΐτη, το 2011
[2] Υπάρχουν περισσότερες από μια εκδοχές για την Τουρκική ονομασία Κότσανη που είχε το παλαιό χωριό. Η μία από τον παλαιό Ιεροψάλτη και διδάσκαλο του χωριού Θεόκλητο Γκέρτα ,αναφέρει πως βλέποντας το χωριό από μακριά φαίνεται σαν μεγάλο κουδούνι στην Τουρκική ‘’τσάνη’’. Το μεγάλο  στην Τουρκική είναι ‘’κότσα’’ με αποτέλεσμα την σύνθετη  λέξη ‘’Κότσανη’’ δηλαδή, μεγάλο κουδούνι. Η άλλη εκδοχή είναι ότι τα φύλλα των καπνών τα παστάλιαζαν κοτσάνι - κοτσάνι και όχι χιαστή εξ’ ου και το Κότσανη. Μία Τρίτη εκδοχή από τον π. Πέτρο Γιαρισκάνη είναι πως τα καπνά που καλλιεργούσαν οι Τούρκοι της περιοχής, τα ξεχώριζαν στο κοτσάνι (δηλαδή στο καλό ) και στο ρουφούζι όταν έρχονταν έμποροι να τ’ αγοράσουν, ρωτούσαν πόσα κοτσάνι έχεις και πόσα ρουφούζια. Από το κοτσάνι του καπνού προήλθε η ονομασία ‘’Κότσανη’’  Βλ. Γεωργίου Κλ. Νοβακίδη, Συνταξ. Διδασκάλου ‘’Στα ίχνη του παρελθόντος’’ Ακροβούνι 2008 σελ.8 
[3] Τα Δημοκράνια της Ανατολικής Θράκης, είναι μικρό χωριό επί της Προποντίδος. Κοντά του, σώζονται λείψανα βυζαντινών κτιρίων. Επί Τουρκοκρατίας υπαγόταν διοικητικά στον Μικρό Τσεκμετζέ και Εκκλησιαστικά στις Μέτρες. Επί Ελληνικής κατοχής ανήκε στην υποδιοίκηση Ρεδεστού και ήταν το πλησιέστερο στην Κωνσταντινούπολη χωριό της τότε Ελληνικής Θράκης. Αριθμούσε 420 Έλληνες κατοίκους κατά την απογραφή του 1920, που ασχολούνταν με την γεωργία και την αμπελουργία. Διατηρούσαν ένα σχολείο και μία Εκκλησία προς τιμήν της Παναγίας από την οποίαν και το χωριό ονομαζόταν Παναγιά. Μετά το 1922, κατά την ανταλλαγή των πληθυσμών, οι κάτοικοι του χωριού κατέφυγαν κυρίως στην Μακεδονία. Βλ. Ν.Μουτσόπουλου,Κ. Βακαλόπουλου,  Αρ. Κεσόπουλου, ‘’Αλησμόνητες Πατρίδες της Θράκης’’ εκδ. Τζιαμπίρης - Πυραμίδα, Θεσσαλονίκη σελ. 258
[4] <<…αυτός ο Κύριος εν κελεύσματι εν φωνή αρχαγγέλου καί εν σάλπιγγι Θεού καταβήσεται εξ ουρανού και οι νεκροί εν Χριστώ αναστήσονται πρώτον>> (Α΄Θεσσαλ. 4-16).
[5]  Ο Πρωτοπρεσβύτερος π. Πέτρος Γιαρισκάνης γεννήθηκε το 1928 στο  παλαιό Ακροβούνι – Καβάλας. Χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος το 1959, από τον Μακαριστό Μητροπολίτη Ελευθερουπόλεως κυρό Αμβρόσιο. Είναι πατέρας 3 παιδιών και 8 εγγονών και διανύει το 53ο έτος Ιεροσύνης! Διετέλεσε εφημέριος Ακροβουνίου για 18 χρόνια. 
[6]  Ο Γ. Γκουντερίδης ,ένα από τα τρία θαρραλέα παλικάρια που έσωσαν την Εικόνα, βάπτισε την σύζυγο Πρεσβυτέρα του παπά –Πέτρου. Τις λεπτομέρειες του σημαντικού γεγονότος της διάσωσης της εικόνας μετέφερε στον παπά - Πέτρο ο ίδιος ο Γκουντερίδης.     
[7] Γ.Νοβακίδη οπ.π. σελ. 7.
[8] Το τέλος της μικρασιατικής εκστρατείας δημιούργησε μια έκρυθμη κατάσταση στην Ελλάδα. Μέσα στη γενική εκείνη σύγχυση ήλθε να προστεθεί ότι το χειρότερο, διοικητές των στρατιωτικών τμημάτων της Χίου και της Μυτιλήνης επαναστατούν κατά της νομίμου κυβέρνησης στρέφοντας τα όπλα κατά της Αθήνας. Την ηγεσία αναλαμβάνουν οι συνταγματάρχες Νικόλαος Πλαστήρας και Στυλιανός Γονατάς καθώς και ο αντιπλοίαρχος Δημήτριος Φωκάς. Ο βασιλιάς Κωνσταντίνος Α΄ αναγκάζεται προ της τελείας διάλυσης του κράτους σε παραίτηση υπέρ του διαδόχου Γεωργίου και καταφεύγει στην Ιταλία, όπου και πεθαίνει από καρδιακό επεισόδιο. Σχηματίζεται η κυβέρνηση Κροκίδα και συστήνεται έκτακτο στρατοδικείο, αν και έχουν λήξει οι στρατιωτικές επιχειρήσεις όχι για να προσαχθούν και να δικαστούν οι πολυπληθείς λιποτάκτες (εν καιρώ πολέμου), ή έστω οι αίτιοι της κατάρρευσης του μετώπου, αλλά για να δικάσει πολιτικούς, όπου στη γνωστή Δίκη των Εξ το Νοέμβριο του 1922 καταδικάζει τελικά σε θάνατο τους θεωρουμένους ως "πρωταίτιους της τραγωδίας" Δημήτριο ΓούναρηΠέτρο ΠρωτοπαπαδάκηΓεώργιο ΜπαλτατζήΝικόλαο Θεοτόκη και Γεώργιο Χατζανέστη, η θανάτωση των οποίων και εκτελέσθηκε αμέσως.
Στις εκλογές του Δεκεμβρίου 1923, μετά την αποχή των φιλομοναρχικών, σχηματίζεται κυβέρνηση Φιλελευθέρων, ο βασιλιάς φεύγει και ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου ανακηρύσσει τη δημοκρατία. Η συνθήκη της Λωζάνης (11 Ιουλίου 1923) κλείνει οριστικά την τραγωδία και επικυρώνει την οδύσσεια της άφιξης των προσφύγων εξαιτίας της ανταλλαγής των πληθυσμών, που είχε αρχίσει με το Σύμφωνο για την ανταλλαγή πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας της 30ής Ιανουαρίου 1923, και τις δυσκολίες της ρίζωσης και κοινωνικής ένταξης στο σώμα της Ελλάδας, αφού οι «ανταλλάξιμοι» εκατέρωθεν δεν είχαν το δικαίωμα της επιστροφής στις πατρογονικές εστίες. Το Ελληνικό κράτος εξαιτίας της Μικρασιατικής εκστρατείας είναι εξαντλημένο οικονομικά και είναι υποχρεωμένο να θρέψει, να στεγάσει, να περιθάλψει, να τονώσει ηθικά και να εντάξει κοινωνικά 1.500.000 Μικρασιάτες πρόσφυγες. (Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια)
[9] Ματθ. 5,45
[10]  Ο Ενοριακός Ιερός Ναός Κοιμήσεως Θεοτόκου - Ακροβουνίου, Καβάλας εορτάζει την 23ην Αυγούστου , την απόδοση της εορτής της Κοιμήσεως της Θεοτόκου.
[11] Ο π. Κάλλιστος Αλεξανδρούλης ( κατά κόσμον Αλέξανδρος) γεννήθηκε στην παλαιά Ηρακλείτσα της Ανατολικής Θράκης. Μόνασε στην Ιερά Μονή Παντοκράτορος του Αγίου Όρους και συνάμα ήταν και άριστος αγιογράφος. Πολλές εικόνες που φιλοτέχνησε ο ίδιος υπάρχουν στον Ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου – Ακροβουνίου. Υπηρέτησε την ενορία Ακροβουνίου μέχρι και το 1961. Κοιμήθηκε την 9ην Δεκεμβρίου 1968 και μετά από δική του επιθυμία ,ετάφη στον προαύλιο χώρο του Ναού της Κοιμήσεως στο σημερινό Ακροβούνι. Βλ. Γ. Νοβακίδη οπ.π. σελ. 64    
[12] Η διήγηση του γεγονότος αφορά τον παπά Πέτρο Γιαρισκάνη ,τον οποίον έσωσε η Παναγία από βέβαιο θάνατο. Το γεγονός αυτό το διηγείτο η μητέρα του στον ίδιο μέχρι το τέλος της ζωής της.  
[13]  Ο π. Πέτρος, μέχρι την κοίμηση του ,συνέχιζε το τάμα του και κάθε Μ. Πέμπτη, φτιάχνει ο ίδιος την λαμπάδα για τον Εσταυρωμένο, εις ανάμνηση του μεγάλου θαύματος.  
[14]  Δηλαδή στον Εσπερινό της αγάπης την Κυριακή του Πάσχα. 
[15]  Ο Οικονόμος π. Δημήτριος ,γεννήθηκε στο Ελαιοχώρι Καβάλας το 1979 . Το 2001  χειροτονήθηκε Διάκονος και Πρεσβύτερος, από τον μακαριστό Μητροπολίτη Ελευθερουπόλεως κυρό Ευδόκιμο (Κοκκινάκη) . Από τον Ιούνιο  του 2007 ,με την Σεπτή Ευλογία του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ελευθερουπόλεως κ.κ. Χρυσοστόμου του Ά, υπηρετεί στον Ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου – Ακροβουνίου. Είναι νυμφευμένος με την  Πρεσβυτέρα Μαρία Υψηλάντου και πατέρας τεσσάρων παιδιών.      
                                                      
       ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΛΙΚΟ :  

Ο Ναός του παλαιού χωριού προ της ανακαινίσεως του.
Διακρίνεται ο μιναρές που στην συνέχεια μετατράπηκε
σε κωδωνοστάσιο. 
Άλλη άποψη του εγκαταλελειμμένου Ναού.
Ο Σεβ. Ποιμενάρχης μας κατά τον αγιασμό
των θυρανοιξίων. 
Ο μακαριστός Αρχιμανδρίτης Κάλλιστος 

Η αρχή της ανακαίνισης του Ιστορικού Ναού με 
την φιλότιμη συνδρομή των ευλαβών Χριστιανών.

Φωτογραφικό στιγμιότυπο από τον αγιασμό των 
Θυρανοιξίων του ανακαινισθέντος Ναού.


Το εσωτερικό του Ναού


Ο Σεβασμιώτατος Ποιμενάρχης μας, Μητροπολίτης 
Ελευθερουπόλεως κ. Χρυσόστομος μετά του 
Εφημερίου π. Δημητρίου Τσομπανίδη.

Ο μακαριστός Πρωτοπρεσβύτερος κυρός 
Πέτρος Γιαρισκάνης.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου