Κυριακή 20 Οκτωβρίου 2024

Ιερά Μονή Αγίου Ιωάννου Προδρόμου Αρτοτίνας, Φωκίδα.

πηγή

Η Μονή του Αγίου Ιωάννου βρίσκεται στην περιοχή τού χωριού Αρτοτίνα τού Νομού Φωκίδος, σέ απόσταση δυόμισι χιλιομέτρων βόρεια και εξακοσίων μέτρων νότια τής κοίτης τού ποταμού Εύηνου (Φίδαρη), στην περιοχή τής συμβολής του με τὸ Καλογερικό Ρέμα, στη βόρεια απόληξη τού Τρίκορφου, σέ υψόμετρο 1.100 μέτρων περίπου.


Άποψη της Μονής

Η μονή εικάζεται – από τον Ιωάννη Ρουφαγάλη – ότι ιδρύθηκε στο μεταίχμιο τού 16ου προς τον 17ο αιώνα και ότι η ανέγερσή της σχετίζεται με την ίδρυση τού οικισμού τής Αρτοτίνας.

Τοπική προφορική παράδοση, που κατέγραψε το 1929 ο Δημήτριος Λουκόπουλος, αναφέρει ότι η μονή ήταν αρχικά αφιερωμένη στην αγία Παρασκευή και βρισκόταν σέ άλλη χαμηλότερη θέση κοντά στον Εύηνο ποταμό στην τοποθεσία πού βρίσκεται σήμερα το ομώνυμο εξωκλήσι και η μεταφορά της στη σημερινή υψηλότερη θέση και η αφιέρωσή της στην Αποτομή του Τιμίου Προδρόμου οφείλεται σέ προσταγή τού ίδιου του άγιου, που εμφανίστηκε σέ ενύπνιο ενός μοναχού.

Η παράδοση αυτή δεν μπορεί να επιβεβαιωθεί λόγω απουσίας οποιασδήποτε παλαιάς γραπτής σχετικής μαρτυρίας ή ορατών ιχνών κτηριακών εγκαταστάσεων στην περιοχή πού βρίσκεται το ανακαινισμένο εξωκλήσι τής Αγίας Παρασκευής, το οποίο αποτελούσε εξάρτημα της μονής, όπως και το σχετικά κοντινό σ’ αυτό εξωκλήσι τού Αγίου Παντελεήμονα.

Η Δεσποτική εικόνα, στο τέμπλο, της Αγίας Παρασκευής
πηγή

Κάποια στοιχεία, όμως, μας βάζουν σέ υποψία ότι η παραπάνω προφορική παράδοση ίσως και να έχει ιστορική βάση. 

Στο τέμπλο τού Καθολικού, λοιπόν, υπάρχει (σήμερα όλες οι δεσποτικές εικόνες φυλάσσονται σε άλλο σημείο) εικόνα τής αγίας Παρασκευής, χρονολογημένη με επιγραφή το 1812 που αποτελεί μία από τίς μόλις τέσσερεις δεσποτικές εικόνες τού αρχικού τέμπλου τού ναού και σε συνδυασμό με την ιδιαίτερη θέση της αριστερά τής Θεοτόκου, όπου τοποθετείται συνήθως η εικόνα τού άγιου ή της εορτής στην οποία είναι αφιερωμένος ένας ναός, πιθανότατα να απηχούσε ήδη από το 1812 την παράδοση τής παλαιότερης αφιερώσεως τής μονής στην αγία Παρασκευή.

Η ιδιαίτερη σχέση τής μονής με την αγία Παρασκευή τεκμαίρεται ακόμη από το γεγονός ότι παλαιότερα στο Καθολικό τής μονής φυλασσόταν μία ασημένια λειψανοθήκη με το χέρι της αγίας Παρασκευής, κειμήλιο πού πιθανότατα σχετίζεται με κάποια διαλυμένη Μονή τής Αγίας και σήμερα είναι αποθησαυρισμένη στη Μονή Αγίων Αυγουστίνου και Σεραφείμ τού Σαρώφ στο Τρίκορφο Φωκίδος.

Λιθανάγλυφη επιγραφή στην Μονή
Ανάλογη εικασία για τον χρόνο ίδρυσης της μονής εκφράζει και ο ιεροκήρυκας Ακαρνανίας και Ναυπακτίας ιερομόναχος
Ιωακείμ Σπετσιέρης, ο οποίος κατά την επίσκεψή του στον χώρο στις αρχές τού 20ου αιώνα παρατήρησε: «Από τε των ερειπίων καὶ εκ τινος δυσαναγνώστου επὶ λίθου μαρμαρίνου επιγραφής γίνεται δήλον οτι η Μονὴ δὲν αριθμεί πλέον των τριακοσίων ετών ηλικία δηλαδή εκτίσθη μετά την άλωσιν τής Κωνσταντινουπόλεως».

Χρονολογική ένδειξη ότι η μονή υπήρχε στη θέση αυτή στο τέλος τής 3ης δεκαετίας τού 18ου αιώνα αποτελεί η σωζόμενη εγχάρακτη σέ λίθο χρονολογία +1728 , η οποία είναι θραυσμένη σέ δύο τμήματα και βρίσκεται εντοιχισμένη σε δεύτερη χρήση στη βορειοανατολική γωνία ενός νεότερου κελιού, σημερινό αρχονταρίκι, νότια τού λεγόμενου Κελιού τού Διάκου ενώ ασφαλής ένδειξη ότι η μονή ήταν επανδρωμένη τὸ 1774 τυγχάνει η μνεία τού ιερομονάχου τής μονής, Παγκρατίου που τη χρονιά εκείνη υπογράφει μαζί μὲ άλλους ως μάρτυρας σε ομολογία πωλήσεως ακίνητων περιουσιακών στοιχείων στον πατέρα τού Αρτοτινού οπλαρχηγού Ανδρίτσου Σαφάκα.

Η Κτητορική επιγραφή πάνω από την βόρεια
είσοδο του Καθολικού της Μονής
Η σημαντικότερη γιὰ την ιστορία τής μονής χρονολογική μαρτυρία είναι η εντοιχισμένη πάνω απο την βορεινή είσοδο τού Καθολικού, λίθινη κτητορικὴ επιγραφή που αναφέρει το έτος κατασκευής τού ναού και μνημονεύει τὰ ονόματα των κτητόρων. 

Σύμφωνα με αυτήν, το κτήριο οικοδομήθηκε το 1806, την περίοδο που ήταν αγάδες στο Λιδορίκι, οι Χασάν και Μεχμέτ. 

Εκτός από τούς δύο Οθωμανούς αγάδες η κτητορικὴ επιγραφή μνημονεύει τὰ ονόματα διαφόρων κτητόρων, πέντε από τὰ οποία διακρίνονται ευκρινώς, ενώ στα δύο ποὺ βρίσκονται στὸν τελευταίο στίχο η φθορά των γραμμάτων δεν επιτρέπει την ασφαλή ανάγνωση των ονομάτων.

Ο πρώτος πού επιχειρεί ολοκληρωμένη ανάγνωση τής επιγραφής είναι ο Λουκόπουλος τὸ 1929, που σύμφωνα με αυτόν, στην επιγραφή μνημονεύονται τα ονόματα τεσσάρων μοναχών τής μονής (Γεράσιμος, Ιάκωβος, Παναγιώτης και Παγκράτιος) και τα ονόματα δύο λαϊκών: τού Αναγνώστη Φασίτσα και τού Τριώτη.

Το κελί του Αθανάσιου Διάκου στην Μονή
πηγή
Ενδιαφέρον προξενεί η απουσία τού ονόματός τού
Αθανασίου Διάκου, παρότι γνωρίζουμε ότι ανήκε στη δύναμη τής μονής.

Σύμφωνα με την ισχυρή παράδοση τής περιοχής, μπήκε στο μοναστήρι σέ ηλικία δώδεκα ετών στα 1793 - 1794, έμεινε σε αυτό αρχικά λίγο περισσότερο από μια δεκαετία και χειροτονήθηκε ιεροδιάκονος. 

Γύρω στο 1805, κυνηγημένος από τις οθωμανικές αρχές λόγω ακούσιου φόνου πού διέπραξε στην Αρτοτίνα στὸ πανηγύρι τής Παναγίας, εγκατέλειψε τὸ μοναστήρι γιὰ να ενταχθεί στο σώμα τού Τσὰμ Καλόγερου, ξακουστού Αρβανίτη κλέφτη ποὺ δρούσε στην Δωρίδα, έμεινε σε εαυτό δύο περίπου χρόνια και το 1807 επέστρεψε στο μοναστήρι τού Προδρόμου, έναν χρόνο μετά την ανέγερση τού νέου Καθολικού.

Άποψη  απο το κελί του Αθανάσιου Διάκου
πηγή
Συνεπώς το όνομά του δεν συμπεριλήφθηκε στην κτητορική επιγραφή τού Καθολικού λόγω τής απουσίας του απὸ τη μονή κατά την περίοδο των οικοδομικών εργασιών. 

Έναν χρόνο μετὰ, το 1808, ο Αθανάσιος Διάκος κυνηγημένος πάλι από τις οθωμανικές αρχές εγκαταλείπει οριστικά τὴ μονή τού Προδρόμου για να ενταχθεί ως πρωτοκλέφτης στο σώμα τού κλεφταρματωλού Σκαλτσοδήμου

Η ανάμνηση της στενής σχέσης τού Αθανασίου Διάκου με την Μονή τού Προδρόμου, στην οποία εγκαταβίωσε συνολικά δώδεκα περίπου χρόνια, διατηρείται ζωντανή στο παλαιότερο ίσως σωζόμενο κτίσμα τής μονής, τὸ επονομαζόμενο Κελί τού Διάκου, που υψώνεται νότια τού Καθολικού και  θεωρείτε ως το προσωπικό κελί του.

Άποψη  απο το κελί του Αθανάσιου Διάκου
πηγή
Το Κελί τού Διάκου είναι διαστάσεων 7.60 μέτρων Χ 6.00 μέτρων με δύο επίπεδα, στο ισόγειο περιλαμβάνει έναν μόνο χώρο που χρησίμευε ως στάβλος και αποθήκη και στον όροφο περιλάμβανε μικρό προθάλαμο, βοηθητικό χώρο με «φωτογωνιά» και γκλαβανή για την εσωτερική επικοινωνία με τὸ ισόγειο αλλά και χώρο διαμονής στα πρότυπα του Οθωμανικού «οντά», δηλαδή το τζάκι στην μέση της μιας πλευράς του και χώρο διαμονής - ύπνου, όπου οι άνθρωποι κάθονταν και κοιμούνταν σέ στρώματα, εκατέρωθεν τού τζακιού

Το 1930  και με αφορμή τους εορτασμούς για τη συμπλήρωση των 100 χρόνων από την δημιουργία του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους η Κεντρική Επιτροπή Εκατονταετηρίδος τοποθέτησε στην ανατολική όψη του κελιού του Αθανάσιου Διάκου,  μια μαρμάρινη πλάκα, με την οποία αναγνωρίστηκε επισήμως ως ο χώρος στον οποίον διέμενε ο ήρωας της Επανάστασης.

Η μαρμάρινη πλάκα στο κελί
του Αθανάσιου Διάκου
Η καταγραφή αυτή είχε ως αποτέλεσμα και την κήρυξη το 1965 του Καθολικού και του κελιού του Διάκου ως ιστορικά διατηρητέων μνημείων. 

Το 1966 η Αρχαιολογική Υπηρεσία προχώρησε σε εργασίες στερέωσης και αποκατάστασης του κελιού του Αθανάσιου Διάκου, ενώ συγχρόνως έγιναν διορθωτικές εργασίες στη στέγη του Καθολικού της Μονής αλλά και περιορισμένης έκτασης επισκευές στα οικήματα των υπόλοιπων κελιών και του ξενώνα.

Το Καθολικό τής μονής είναι ένας μεγάλων διαστάσεων (7.75 x 19.50 μ. περίπου) μονόχωρος δρομικός ναός που στην σημερινή του μορφή τὸ εσωτερικό του χωρίζεται απο τέμπλο απλής μορφής σέ κυρίως ναό και ιερό ενώ έχει ξύλινη χρωματισμένη οροφή χωρισμένη σὲ τρία διάχωρα και το δάπεδό του είναι στρωμένο με πήλινες πλάκες. 

Άποψη  του Καθολικού της Μονής
πηγή
Η είσοδος στον Ναό γίνεται μέσω τριών θυρών. 

Αρχικές είναι η δυτική και η βόρεια, που αποτελούσε και την κύρια θύρα του ενώ και οι δύο έχουν λίθινα ορθογωνικὰ πλαίσια με ανάγλυφο διάκοσμο. 

Ο φωτισμός τού ναού γίνεται από τέσσερα σχετικά μεγάλα νεότερα παράθυρα που ανοίγονται ψηλά στον βόρειο τοίχο του, στη θέση μικρότερων αρχικών, απὸ τὰ οποία διατηρούνται τὰ τόξα των αψιδωμάτων ποὺ ήταν διαμορφωμένα επάνω από τὰ ορθογωνικά τους πλαίσια, ενώ στην κόγχη τού ιερού είναι διαμορφωμένο παράθυρο μὲ λίθινο δίλοβο πλαίσιο. 

Άποψη  του Καθολικού της Μονής
πηγή
Οι τοίχοι του ναού είναι κτισμένοι μὲ προσεγμένης κατασκευής αργολιθοδομὴ απὸ πλακοειδείς φλύσχες, μεγάλο μέρος των οποίων καλύπτει φαρδύ αρμολόγημα ενώ στὶς όψεις της πεντάπλευρης κόγχης τού ιερού είναι διαμορφωμένα τυφλά αψιδώματα με τόξα χαρακτηριστικής οθωμανικής μορφολογίας, και καλύπτεται με ξύλινη τρίρριχτη στέγη επικαλυμμένη με σχιστόπλάκες.

Σημαντική μαρτυρία γιὰ την ακτινοβολία τής μονής στην περιοχή τής Δωρίδας αποτελούν οι αφιερωτικές επιγραφές των τεσσάρων δεσποτικών εικόνων του αρχικού τέμπλου τού Καθολικού, όλες φιλοτεχνημένες το 1812, αφιερώματα πιστών απὸ τὰ χωριά τής Δωρίδας Κωστάριτσα (σημερινό Διχώρι) και Πεντοάγιος (σημερινοί Πενταγιοί). 

Άποψη της εισόδου της Μονής από τον δρόμο
Οι δεσποτικές εικόνες, όπως αναφέρεται στην εικόνα του άγιου Γεωργίου στο τέμπλο τού ομώνυμου ναού στην Αρτοτίνα, φιλοτεχνήθηκαν από: «χεὶρ Γεωργίου αναγνώστου 1814», ενός αγνώστου εως τώρα εξαιρετικού αγιογράφου

Στην Επανάσταση το μοναστήρι δεν φαίνεται νὰ υπέστη καταστροφή λόγω τής ασφαλούς ορεινής θέσης της, ενώ απο τα σωζόμενα έγγραφα σχετικά με την Μονή στα Γενικά Αρχεία του Κράτους προκύπτει ότι συμπεριλήφθηκε και αυτή στα μοναστήρια που διαλύθηκαν με το βασιλικό διάταγμα του Αντιβασιλέα του Όθωνα, το 1833, παρά τις επίμονες προσπάθειες των κατοίκων να το αποτρέψουν.

Άποψη του αύλειου χώρου της Μονής
Έκτοτε το μοναστηριακό συγκρότημα πέφτει σε σταδιακή ερήμωση, τα μοναστηριακά κτήματα και ο νερόμυλος μὲ τὴ νεροτριβή ενοικιάστηκαν με δημοπρασία από τούς Αρτοτινούς, όμως το 1850, ο μύλος και η νεροτριβή καταστράφηκαν ολοκληρωτικά από πλημμύρα του Εύηνου και έμεινε μόνο τὸ τοπωνύμιο
Καλογερικός Μύλος

Παρα τη νομική διάλυση καὶ την αποψίλωση απὸ τὰ κειμήλια καὶ τὴν κτηματική περιουσία της η μονή λόγω τής ιστορικής της σημασίας, τής σημαντικής θέσης της στὴν θρησκευτική και κοινωνική ζωή τής περιοχής φαίνεται ότι δεν ερημώθηκε εντελώς. Περιστασιακά η κοινότητα της Αρτοτίνας παρείχε διευκολύνσεις σε μεμονωμένους μοναχούς πού ήθελαν νὰ παραμείνουν στους χώρους της παρέχοντας πνευματικές υπηρεσίες στους κατοίκους τής περιοχής, όπως ο ιερομόναχος Ζαχαρίας Νικολάου απὸ την Ζηλίστα (σημερινὴ Κυδωνιὰ) Ευρυτανίας, που τὴην διετία 1854 - 1855 διαμένει στη μονή ως πνευματικός τής περιοχής.

Λίθινη επιγραφή: 2 Μαίου 1885
Περιστασιακά γίνονταν μικρές οικοδομικές εργασίες, όπως μαρτυρεί η λίθινη επιγραφή με τη χρονολογία 2 Μαΐου 1885 πού σώζεται στον αύλειο χώρο τής μονής. 

Το 1888 έμενε για ένα διάστημα στον χώρο ένας περαστικός από την περιοχή ιερομόναχος, επ’ ονόματι Αθανάσιος, που έκτισε στο πλάτωμα κοντά στην είσοδο τής μονής ένα κελί και εντοίχισε σ’ αυτό τον εγχάρακτο λίθο με τὴ χρονολογία 1728, πού βρήκε στα ερείπια των παλιών κελιών τής μονής. 

Ο Σπετσιέρης το 1908 παρατηρεί ότι η «Μονή ... διελύθη μετὰ των άλλων, πάντα δὲ τα εν αυτή μετακομίσθηκαν εις τὴν Αρτοτίναν, ένθα περιέπεσαν εἰς τὸν σάκο τις λήθης» και ότι, μὲ εξαίρεση τὸ Κελί τού Διάκου, «τα λοιπά κτίρια εισὶ κατεστραμμένα εντελώς, τὰ δὲ κτήματα τής Μονής μετὰ την διάλυσίν κατέλαβαν οι κάτοικοι τής κωμοπόλεως Αρτοτίνας».

Λίθινη επιγραφή, 1922.
Οι σοβαρές φθορές πού θα είχε υποστεί μὲ την πάροδο τού χρόνου τὸ Καθολικό τής εγκαταλελειμμένης επι εξήντα χρόνια μονής οδήγησε τούς κατοίκους τής Αρτοτίνας στην απόφαση νὰ προβούν το 1896 σέ εκτεταμένη ανακαίνισή του αλλά και την δεύτερη δεκαετία τού 20ου αιώνα φαίνεται ότι αναλαμβάνονται εκτεταμένες οικοδομικές εργασίες στη μονή. 

Λυτή θραυσμένη επιγραφή απὸ άγνωστο κτήριο μὲ χρονολογία 9 Μαρτίου 1922 στην αυλή τής μονής αναφέρεται σὲ κάποιον κτήτορα, το όνομα τού οποίου έχει εκπέσει. 

Τὸ 1998 συστήθηκε ερανική επιτροπή, η οποία το ίδιο έτος προέβη σὲ μικρότερης η μεγαλύτερης εκτάσεως εξωραϊστικές και βελτιωτικές επεμβάσεις στον χώρο καὶ στα βοηθητικά κτίσματα τού μοναστηριού καὶ παράλληλα σὲ συνεργασία με τὴ Μητρόπολη καταβλήθηκαν προσπάθειες γιὰ ανασύσταση τής μονής καὶ επάνδρωσή της, οι οποίες ωστόσο δεν τελεσφόρησαν. 

Έως τὴν ευόδωση των προσπαθειών η διοίκηση καὶ η διαχείριση τής μονής έχει ανατεθεί απο την Ιερά Μητρόπολη Φωκίδος σὲ πενταμελή Διαχειριστική επιτροπή, ενώ το 2018 αναγνωρίστηκε και επισήμως η σύσταση τής μονής. 

Έως σήμερα πνοή ζωής στο άδειο μοναστήρι δίνουν οι καθημερινοί προσκυνητές, τὸ μεγάλο πανηγύρι της Αποτομής τού Αύγουστου και ο πανηγυρικός εορτασμός τής εορτής τού Γενεθλίου τού Προδρόμου στις 24 Ιουνίου, την οποία τὰ τελευταία χρόνια οι μελισσοκόμοι της περιοχής γιορτάζουν στο μοναστήρι.



Σάββατο 19 Οκτωβρίου 2024

Ιερά Μονή Αγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων, Σπάρτη.

πηγή

Βρίσκεται σε μια όμορφη, καταπράσινη τοποθεσία κοντά στο χωριό Χρύσαφα, περίπου 8 χιλιόμετρα βορειοανατολικά της Σπάρτης, είναι ανδρική και μία από τις σημαντικότερες μονές της Λακωνίας.

 

Άποψη της εισόδου στην Μονή
πηγή
Αρχικά ιδρύθηκε λίγο ψηλότερα, στη χαράδρα του χειμάρρου Σωφρόνη, μέσα σε φυσικό σπήλαιο και είχε αγιογραφηθεί από τον λακεδαιμόνιο αγιογράφο Κωνσταντίνο Μανασσή ενώ σύμφωνα με την κτητορική επιγραφή, η οποία σώζεται μέσα στο σπηλαιώδη Ναό του παλαιομονάστηρου, η Μονή κτίστηκε το έτος 1305 επί βασιλείας του Αυτοκράτορα του Βυζαντίου
Ανδρονίκου Α΄ του πρεσβύτερου (1283 - 1328).

Η κτητορική επιγραφή αναφέρει: "Ανηγέρθη εκ βάθρων και ανιστορήθη ο θείος ναός των αγίων ενδόξων μεγάλων μαρτύρων Τεσσαράκοντα δια συνεργίας και πόθου Γερμανού ιερομονάχου και Γρηγορίου μοναχού και Θεοδοσίου μοναχού επί της βασιλείας των ευσεβεστάτων βασιλέων Ανδρονίκου και Ειρήνης και Μαρίας, μητρός των Παλαιολόγων έτει ΩΙΓ’".

Άποψη της Μονής
πηγή
Η παλαιά Μονή που κτίστηκε, για να φιλοξενήσει προϋπάρχουσα μοναστική Αδελφότητα, διέθετε μόνη πρόσβαση, με τον έξω κόσμο ένα μονοπάτι πρός τα δυτικά. 

Το μονοπάτι ήταν στενό και δύσβατο, για τον ανεφοδιασμό της Μονής σε τρόφιμα κι άλλα αναγκαία, έτσι κατασκευάστηκε εξαρχής μία αποθήκη στη θέση της σημερινής Μονής, όπου βρίσκονταν και τα μοναστηριακά κτήματα, αμπέλια, ελαιώνες κ.α., καθώς και ο σταύλος των ζώων.

Με την πάροδο των ετών η περιοχή αυτή εξελίχθηκε σε Μετόχι αρχικά της Παλαιάς Μονής και στη συνέχεια κατέληξε να γίνει η νέα Μονή, τον 17ο αιώνα.

Η Μονή από την ίδρυσή της είχε την εύνοια του Οικουμενικού Πατριαρχείου που την ανακήρυξε Σταυροπηγιακή προσφέροντάς της τόσα προνόμια που και άλλα μοναστήρια προσαρτήθηκαν σε αυτήν, συνολικά τέσσερα πατριαρχικά σιγγίλια διασφάλιζαν τη σταυροπηγιακή αξία της Μονής, το τέταρτο μάλιστα  επί της πατριαρχίας του Γρηγορίου Ε΄.

Όμως και σουλτανικά φιρμάνια εκδόθηκαν, τα οποία έδωσαν στη Μονή εξαιρετικά προνόμια και γενικά οι Σουλτάνοι ποτέ δεν υστέρησαν σε εκδηλώσεις εύνοιας προς τη Μονή, το πιο σπουδαίο από αυτά τα έγγραφα, τα οποία είχε στην κατοχή της η Μονή είναι ο Αχταναμές (διαθήκη) του Μωάμεθ, ιδρυτή του Μωαμεθανισμού. 

Το πρωτότυπο ειλητάριο του Αχτιναμέ
προς την Ιερά Μονή Σινά
πηγή


Αυτή τη διαθήκη την είχε συντάξει ο Μωάμεθ αρχικά για τη Μονή του Σινά στην οποία παραχωρούσε στην Εκκλησία και τους λειτουργούς της, Επισκόπους, Ιερείς, Μοναχούς και Ασκητές πλήρη ελευθερία στην εξάσκηση των θρησκευτικών τους καθηκόντων, τους απάλλασσε από κάθε είδους φορολογία και στρατιωτική υποχρέωση και επιπλέον υποχρέωνε τους μουσουλμάνους να τους προστατεύουν από όσους τους ενοχλούσαν.

Ο Αχταναμές βοήθησε τη Μονή, η παράδοση αναφέρει ότι η Μονή χρησιμοποίησε τον Αχταναμέ για να αμυνθεί απέναντι στις αρπακτικές διαθέσεις των Τούρκων διοικητών, υπαλλήλων αλλά και πάσης φύσεως επιδρομέων, οι οποίοι ενοχλούσαν τη Μονή και τους μοναχούς, ζητώντας χρήματα, τρόφιμα κα.

Για να απαλλαγούν λοιπόν οι Μοναχοί μία για πάντα από τις ενοχλήσεις των Τούρκων, κρέμασαν τον Αχταναμέ πάνω από την εξωτερική θύρα της Μονής και τοποθέτησαν μπροστά του καντήλι που έκαιγε συνεχώς. Οι Τούρκοι, βλέποντας τον Αχταναμέ με την ιερή απεικόνιση του χεριού τού Μωάμεθ προσκυνούσαν με ευλάβεια και έφευγαν χωρίς άλλες απαιτήσεις.

Το 1770 η Μονή όμως πυρπολήθηκε από τους Τουρκαλβανούς και ερημώθηκε, αλλά λειτουργούσε πάλι στα χρόνια της επανάστασης του 1821, μάλιστα ήταν σημαντική η προσφορά της σε εφόδια και τρόφιμα, ενώ πυρπολήθηκε ξανά το 1826 από τον Ιμπραήμ αλλά και το 1943 από τους Γερμανούς.

Άποψη του Καθολικού της Μονής
Εξωτερικά η Μονή έχει μορφή φρουρίου με ψηλό περίβολο που σχηματίζουν τα συγκροτήματα των κελλιών και των βοηθητικών χώρων. 

Στο κέντρο του μοναστηριακού συγκροτήματος δεσπόζει το επιβλητικό καθολικό, ένας σταυροειδής εγγεγραμμένος ναός με τρούλο, που κτίστηκε το 1620.

Στην τοιχοποιία του Καθολικού διακρίνεται ένας κεραμοπλαστικός διάκοσμος και ενσωματωμένα διάφορα αρχαία αρχιτεκτονικά μέλη, ενώ το εσωτερικό του είναι κατάγραφο με έργα του 1620, από τον Γεώργιο Μόσχου, φημισμένου ζωγράφου της Κρητικής Σχολής με καταγωγή από το Ναύπλιο. 

Άποψη του εσωτερικού του Καθολικού της Μονής
πηγή
Δίπλα στο καθολικό βρίσκεται το παρεκκλήσιο της Ζωοδόχου Πηγής που χρονολογείται στο 1707 και λέγεται ότι φιλοξένησε κρυφό σχολείο στα χρόνια της Τουρκοκρατίας. 

Ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα παλαιότερα κτήρια, όπως η τραπεζαρία, που ήταν αγιογραφημένη, το φωτάναμμα, και ο πύργος που ήταν τετραώροφος, ενώ σήμερα σώζονται οι τρεις από τους τέσσερις ορόφους, εκ των οποίων ο τρίτος έχει μετατραπεί σε Μουσείο της Μονής.

Στη Μονή που διαθέτει πλούσια βιβλιοθήκη και σπάνια έγγραφα, σώζονται αξιόλογα ιερά κειμήλια, όπως ξυλόγλυπτοι σταυροί, άγια δισκοπότηρα, αργυρές λειψανοθήκες με ανάγλυφες διακοσμήσεις, άμφια, ευαγγελιστάρια, κηροπήγια, ασημένιοι δίσκοι, χειρόγραφοι συναξαριστές, αρχαίες εικόνες και μία μαρμάρινη κολυμβήθρα, όπου τελούσαν το Μεγάλο αγιασμό των Θεοφανείων και το 1980, δυστυχώς εκλάπη από την Μονή η εικόνα των Αγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων, που χρονολογείται από τον 13ο αιώνα. 

Στην Μονή υπάρχει ξενώνας για την εξυπηρέτηση των επισκεπτών, ενώ φιλοξενούνται και οι μαθητικές κατασκηνώσεις της Ιεράς Μητροπόλεως Μονεμβασίας και Σπάρτης

Η Ιερά Μονή πανηγυρίζει στις 9 Μαρτίου.

Τηλ. επικοινωνίας: 2731026780


Πέμπτη 17 Οκτωβρίου 2024

Ιερά Μονή Κοίμησης της Θεοτόκου Ζερμπίτσης.


Βρίσκεται σε ένα όμορφο κατάφυτο πλάτωμα στις ανατολικές υπώρειες του Ταΰγετου, νότια του χωριού Ξηροκάμπι της Σπάρτης σε υψόμετρο 500 μέτρων ενώ απέχει 19 χιλιόμετρα από την Σπάρτη.



Η Θαυματουργή εικόνα της Παναγίας Ζερμπίτσης
πηγή
Η ονομασία
"Ζερμπίτσα" είναι πιθανόν σλαβικό τοπωνύμιο και ερμηνεύεται "Μετόχιον".

Σύμφωνα με την κτητορική επιγραφή που βρίσκεται στο υπέρθυρο της Βασιλικής Πύλης στο Καθολικό, ιδρύθηκε το 1639: «ανηγέρθη εκ βάθρου της γης» το 1639 και «ανιστορήθη και εκαλλωπίσθη ηγουμενεύοντος του πανοσιοτάτου... κυρ Παρθενίου... εν έτει σωτηρίου πάθους 1669, μηνί Αυγούστω 16». 

Πιθανότατα ανεγέρθηκε επάνω σε παλαιότερο, βυζαντινό ναό της Παναγίας του 12ου αιώνα που κι αυτός βασιζόταν σε λείψανα ειδωλολατρικού ναού, του 3ου π.Χ. αιώνα, όπως αποδεικνύεται από μαρμάρινα ευρήματα της περιόδου εκείνης, αποκείμενα στο μουσείο της Μονής.

Κατά την παράδοση, κάποιος άρχοντας από την Κωνσταντινούπολη, που ονομαζόταν Εμμανουήλ, ήταν φυγάς (άγνωστο για ποιό λόγο) σε κρησφύγετο του Ταϋγέτου και από εκεί έβλεπε κάθε νύχτα δέσμη φωτός στο χώρο που σήμερα βρίσκεται ο Ιερός Ναός. 

Άποψη του περιβόλου της Μονής
πηγή
Η θέλησή του να ερευνήσει το παράξενο φώς τον οδήγησε να επισκεφθεί πολλές φορές την τοποθεσία αυτή, κάποια φορά όμως, συνάντησε έναν κυνηγό, ο οποίος τον συμβούλευσε να αναφέρει το μυστηριώδες θέαμα στον Επίσκοπο Φάριδος, που την εποχή εκείνη είχε την έδρα του στο Ξηροκάμπιον.

Ο Επίσκοπος γνώριζε ότι τον 12ον αιώνα υπήρχε εκεί, στο ίδιο σημείο, Μοναστήρι της Παναγιάς και η πληροφορία, περί εμφάνισης του φωτός τον οδήγησε σε έρευνα και έπειτα από δέηση και αγιασμό, ενέκρινε την ανασκαφή, όπου  μετά από προσπάθεια τριών ημερών, βρέθηκε μία Εικόνα της Παναγίας, ως Βρεφοκρατούσα, μέσα σε ένα ξεροπήγαδο στη θέση του σημερινού Ναού.

Άποψη του Καθολικού της Μονής
πηγή
Μετά από το θαύμα αυτό δύο ευλαβείς χωρικοί θέλησαν νά παραμείνουν εκεί στο σημείο της εύρεσης, ως Μοναχοί οι οποίοι, έκτισαν σε πρώτη φάση ένα προσκυνητάρι για την ευρεθείσα Εικόνα της Παναγίας. 

Ο άρχοντας Εμμανουήλ, πήγε στην Κωνσταντινούπολη και έστειλε μεγάλο χρηματικό ποσό για να κτισθεί ο Βυζαντινός Ναός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, όπως έχει σήμερα.

Η θαυματουργός κτητορική Εικόνα της Υπεραγίας Θεοτόκου, της Κυρίας Ζερμπίτσης, είναι ενθρονισμένη στο αριστερό προσκυνητάρι του κυρίως Ναού και βρίσκεται εντός ξύλινου κιβωτίου, πλαισιωμένη από περίτεχνη αργυρή επένδυση.

Άποψη του τέμπλου της Μονής
πηγή
Αν και η Μονή Ζερμπίτσης είναι αρχαιότερη του 1639, δεν διασώθηκαν, δυστυχώς, στοιχεία για την ιστορία της περιόδου εκείνης, πλην ελάχιστων, από τα οποία πληροφορούμεθα ότι: Το 1639 οι Παπα - Καλλίνικος και Παπα - Γεράσιμος, «φόρου υποτελείς χριστιανοί» ζήτησαν άδεια από τον Τούρκο ιεροδικαστή στο Μυστρά, «να ανακαινίσωσι και επισκευάσωσι υπό τον παλαιόν αυτής τύπον και διαστάσεις» τον ιερό ναό της Μονής, γεγονός που μαρτυρεί την προΰπαρξη της, τουλάχιστον από τον 12ο αιώνα. 

Σε έγγραφα των αρχών του 17ου αιώνα, αναφέρεται το μετόχιό της «Μαύρου Μώλου», ενώ σε χρυσόβουλλο του Ανδρόνικου Γ' Παλαιολόγου (του 1301) μνημονεύεται και το μετόχιο Κούμαρη ή Κούμπαρη και ακόμη στα νεότερα χρόνια υπάγονταν στην Ζερμπίτσης και τα μετόχια του Ιέρακος και της Γόλας, που εξελίχθηκαν σε αυτοτελείς Μονές.

Άποψη των τοιχογραφιών  της Μονής
πηγή
Η Μονή, υπήρξε σταυροπηγιακή και γνώρισε μεγάλη ακμή μετά το 1690, μάλιστα εδώ λειτουργούσε και ένα πολύ σπουδαίο κέντρο αντιγραφής χειρογράφων κωδίκων. 

Το 1770, στα γεγονότα των Ορλωφικών λεηλατήθηκε και πυρπολήθηκε, συμμετείχε στην επανάσταση του 1821 με σπουδαιότερη προσωπικότητα τον μοναχό Γαβριήλ Ζερμπιτσιώτη, που πήρε το όνομά του από τη μονή.

Το 1826 καταστράφηκε από τον στρατό του Ιμπραήμ και το 1827 ο ηγούμενος Γρηγόριος με επτά μοναχούς επισκεύασαν μερικούς χώρους και έτσι η μονή κατάφερε να στεγάσει το περιφερόμενο σχολείο της περιοχής και να περιθάλψει τα ορφανά. 

Άποψη των τοιχογραφιών της Μονής
πηγή
Από το 1828 και μετά λειτουργεί ως ίδρυμα περίθαλψης με σημαντική προσφορά, ακόμη και για παιδιά που έρχονται από την Αίγινα και μετά την Επανάσταση συνεχίστηκε χωρίς διακοπή η μοναστική παράδοση. 

Το 1962 έγινε ηγούμενος της μονής ο αρχιμανδρίτης Θεόφιλος Σιμόπουλος, που εργάστηκε με ζήλο και συγκέντρωσε όλα τα λείψανα της μονής και ίδρυσε το μικρό μουσείο της μονής ενώ την ίδια χρονιά η Μονή χαρακτηρίσθηκε με υπουργική απόφαση ως ιστορικό διατηρητέο μνημείο.

Το μοναστηριακό συγκρότημα περιβάλλεται από ψηλό περίβολο που του δίνει την όψη φρουρίου. Στο εσωτερικό του, εκτός από τα αρχικά κτήρια υπάρχουν και νέες εγκαταστάσεις, κελλιά, βοηθητικοί χώροι και πολλά παρεκκλήσια. 

Άποψη των τοιχογραφιών της Μονής
πηγή
Το καθολικό, στο μέσο της αυλής, είναι σταυροειδής εγγεγραμμένος ναός αγιορείτικου τύπου, δηλαδή με δύο κόγχες στους πλαϊνούς τοίχους, και με λίγο μεταγενέστερο νάρθηκα, του τέλους του 17ου αιώνα.

Ο τρούλος του είναι οκτάπλευρος, ραδινός, και στηρίζεται εσωτερικά σε τέσσερις κίονες και εξωτερικά οι τοίχοι φέρουν πλούσιο κεραμοπλαστικό διάκοσμο και ενσωματωμένα παλαιότερα αρχιτεκτονικά μέλη.

Εσωτερικά ο ναός είναι κατάγραφος με τοιχογραφίες του 1669, που σύμφωνα με την κτητορική επιγραφή έγιναν με τη χορηγία του άρχοντα Εμμανουήλ από την Κωνσταντινούπολη. Οι παραστάσεις ακολουθούν την τεχνοτροπία των λαϊκών αγιογράφων του 17ου αιώνα και θεωρούνται έργα κάποιου άγνωστου μαθητή του ζωγράφου Δημήτριου Κακαβά ενώ το περίτεχνο τέμπλο είναι του 1842 «δια χειρός Βαλέτα Κρητός, επί ηγουμένου Κυρίλλου Κύρου».  

Η μονή σήμερα διαθέτει σπουδαίο μουσείο, όπου φυλάσσονται σημαντικά κειμήλια, εικόνες, ξυλόγλυπτα, έργα αργυροχοΐας, ένας χρυσοκέντητος επιτάφιος του 1539, ένα λάβαρο του 1639, καθώς και ιερά λείψανα των αγίων: Μεγαλομάρτυρος Νυμφοδώρας (δεξιό χέρι), Μερκούριου, Νεομάρτυρος Ιωάννου εκ Γουβών Μονεμβασίας (τιμία κάρα), Αγάπης, Λεοντίου Μυροβλήτου και άλλων. 

Απο το 1966 είναι γυναικεία Μονή, διαθέτει ξενώνες μόνο για γυναίκες και πανηγυρίζει στις 23 Αυγούστου.

Τηλ. επικοινωνίας: 2731035091

Τετάρτη 16 Οκτωβρίου 2024

ΤΟ ΑΦΘΑΡΤΟ ΣΚΗΝΩΜΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΑΙΔΟΜΑΡΤΥΡΑ ΓΑΒΡΙΗΛ ΤΟΥ ΠΟΛΩΝΟΥ


 


Γεννήθηκε το 1684 στο χωριό Ζβιέρκϊο, νότια της πόλης Μπιαλιστόκ της Επαρχίας Ζαμπλουντόου,  την εποχή που γινόταν διωγμοί κατά της Ορθόδοξης Εκκλησίας από τους Ουνίτες, στην Πολωνία.

Οι γονείς του ήταν ευσεβείς και του δίδαξαν την αγάπη στο Θεό.

Με τη χάρη του Θεού ο μικρός Γαβριήλ ωρίμασε πνευματικάενώ τα παιδικά του χείλη πρόφεραν συνεχώς ύμνους και δοξολογίες στο Θεό.

Όταν έγινε έξι ετών, κάποιος Εβραίος τον απήγαγε και τον οδήγησε σε δάσος κοντά στην πόλη Μπιαλιστόκ όπου τον βασάνισε μέχρι θανάτου και τον εγκατέλειψε στην άκρη του δάσους για να τον κατασπαράξουν τα αρπακτικά όρνια. 

Ως του θαύματος όμως, δύο σκυλιά πήγαν δίπλα στο σώμα του μάρτυρα και το φύλαγαν από τα όρνια ενώ μια εβδομάδα αργότερα εντόπισαν οι Ορθόδοξοι το λείψανο και το έθαψαν.

Τον 18ο αιώνα οι Χριστιανοί άνοιξαν τον τάφο και βρήκαν το ιερό λείψανο άφθαρτο. Το άγιο σκήνωμα μεταφέρθηκε στην πόλη Μπιαλιστόκ όπου παρέμεινε μέχρι το Β’ παγκόσμιο πόλεμο, οπότε μεταφέρθηκε στο Ναό της Υπεραγίας Σκέπης του Γκρόντο στη Ρωσία.

Οι Πολωνοί θλιμένοι που έχασαν τον Άγιό τους, με πολλές προσπάθειες πέτυχαν τελικά να επιστραφεί το ιερό λείψανο πίσω στον τόπο του. 

Στις 21 Σεπτεμβρίου του 1992 με την ευλογία του Ρώσου Μητροπολίτου Φιλάρετου έγινε η μετακομιδή του Αγίου σκηνώματος με τιμές στην πόλη Μπιαλιστόκ και κατά τη διάρκεια της πομπής, οι πιστοί από πόλεις και χωριά όπου περνούσε ο Άγιος, τον υποδέχονταν με κεριά και θυμιάματα. 

Οι καμπάνες των Ναών χτυπούσαν χαρμόσυνα, τα παιδιά έραιναν με λουλούδια το ιερό λείψανο ενώ εννέα επίσκοποι, δεκάδες ιερείς και χιλιάδες πιστοί συμμετείχαν στη Θεία Λειτουργία της υποδοχής στη Μητρόπολη, το γεγονός μάλιστα ονόμασαν “Δεύτερο Πάσχα”. 

Η λάρνακα που περιέχει το ιερό σκήνωμα του Αγίου τοποθετήθηκε μπροστά στο τέμπλο με το Άγιο λείψανο να είναι καλυμμένο ενώ φαίνεται μόνο το χεράκι του Αγίου.

Στα τέλη του 20ου αιώνα στο πατρικό χωριό του αγίου, ιδρύθηκε ένα γυναικείο μοναστήρι και με πολλές θυσίες των μοναχών και Πολωνών ορθοδόξων κτίζεται Ναός επ’ ονόματι του Αγίου, στον οποίο και πρόκειται στο μέλλον να αποτεθεί η μικρά λάρνακα με τα ιερά Του λείψανα.

Ο άγιος Γαβριήλ, είναι ο πιο γνωστός άγιος στην Πολωνία και στη Λευκορωσία και θεωρείται ο σημαντικότερος ορθόδοξος μάρτυρας γεννημένος στα σύγχρονα σύνορα του Πολωνικού Κράτους. 

Τιμάται ιδιαίτερα από τα μικρά παιδιά και τη νεολαία οι οποίοι τον επέλεξαν ως προστάτη των σχολείων και των ορθοδόξων οργανώσεων νεολαίας.

Η μνήμη του Αγίου παιδομάρτυρος Γαβριήλ τιμάται στις 20 Απριλίου και η ανακομιδή των ιερών λειψάνων του στις 21 Σεπτεμβρίου.


Παρασκευή 22 Μαρτίου 2024

ΤΟ ΑΦΘΑΡΤΟ ΔΕΞΙ ΧΕΡΙ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ ΚΑΙ ΒΑΠΤΙΣΤΗ.


Βρίσκεται στην Ιερά Μονή Cetinje στο Μαυροβούνιο.

Το δεξί χέρι του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου και Βαπτιστή, είναι άφθαρτο και διακρίνονται καθαρά το δέρμα αλλά και τα νεύρα. 

Η Μονή που είναι αφιερωμένη στην Γέννηση της Θεοτόκου, ιδρύθηκε το 1484 από τον Πρίγκιπα Ιβάν Κρνόγιεβιτς της Ζέτας και ορίστηκε ως το καθεδρικό μοναστήρι της Επαρχίας της Ζέτας. Καταστράφηκε το 1692, κατά τη διάρκεια του Πολέμου του Μορέα, και ξαναχτίστηκε μεταξύ 1701 και 1704 από τον Μητροπολίτη Danilo Petrović-Njegoš.

Στην Μονή φυλάσσονται μεταξύ άλλων: λείψανα του Αγίου Πέτρου του Cetinje, τμήματα του Τιμίου Σταυρού, η εικόνα της Θεοτόκου Φιλέρμου, λείψανα του Petar II Petrović-Njegoš, το βασιλικό στέμμα του Σέρβου βασιλιά Stephen Uroš III Dečanski κ.α.



Πέμπτη 15 Φεβρουαρίου 2024

Η ΤΙΜΙΑ ΚΑΡΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΑΝΤΟΛΕΟΝΤΟΣ, ΣΥΝΑΘΛΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΕΝ ΒΟΥΝΕΝΟΙΣ.


 Φυλάσσεται στον Ιερό Ναό Παμμεγίστων Ταξιαρχών και Αγίου Δημητρίου, στο Μήλεσι Ωρωπού, στην Αττική.


Ο Άγιος Μάρτυς του Χριστού Παντολέον ήν εις εκ των δώδεκα συνάθλων του Δουκὸς της Λαρίσης Νικολάου, του ειτα ασκήσαντος καὶ αθλήσαντος εν τοῖς Βουνένοις εν έτει 902. 

Ήθλησεν εν Τυρνάβω, εν ω κατέφυγε κατὰ προτροπὴν του αρχηγέτου αυτου Νικολάου, μετὰ Χριστοφόρου, Αρμοδίου, Ακινδύνου, Αιμιλιανού, Γρηγορίου, Δημητρίου, Ευωδίου, Θεοδώρου, Ιωάννου, Μιχαὴλ καὶ Παγκρατίου κατὰ τὴν επί της Θετταλίας επιδρομὴν των στυγνών Αράβων, ως Άγγελος Κυρίου αυτοίς προείπε.

Τὰ ιερὰ αυτού λείψανα μετ’ εκείνα των αυτού συνάθλων μετήνεγκεν εκ Τυρνάβου εἰς Λάρισαν ο λαοφιλὴς Επίσκοπος της πόλεως Φίλιππος.

Εν τοις εσχάτοις χρόνοις θαυμαστώς ευρέθη η σορὸς των χαριτοβρύτων του Άγίου Παντολέοντος λειψάνων υποκάτω της Αγίας Τραπέζης του Ναού τού Αγίου Παντελεήμονος εν τη περιοικίδι του Μηλεσίου Ωρωπού καὶ επεβεβαιώθησαν υπὸ του ιδίου του Αγίου εμφανισθέντος εις ευσεβή γυναίκα οσφρανθείσαν τὴν των ιερών λειψάνων ευωδίαν. Νυν θησαυρίζονται εν τω Ναό του Αγίου Δημητρίου Μηλεσίου.



Παρασκευή 2 Φεβρουαρίου 2024

ΑΠΟΤΜΗΜΑ ΤΙΜΙΑΣ ΚΑΡΑΣ ΑΓΙΟΥ ΤΡΥΦΩΝΑ ΤΟΥ ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΟΥ.


 Φυλάσσεται στην Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου, Σκήτης Βεροίας.

Ο Άγιος Τρύφωνας  είναι ο Προστάτης Αγιος 
των αμπελουργών και των γεωργών.

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Στην Ορθόδοξη Εκκλησία αποδίδουμε στα Αγία λείψανα τιμή και ευλαβική προσκύνηση, η όποια όμως δεν αποτελεί λατρευτική προσκύνηση η λατρεία. Τούτο γιατί κανείς ποτέ ορθόδοξος χριστιανός δεν ταύτισε στη σκέψη του τα τίμια λείψανα με «θεούς». Μακαριστός π. ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΑΛΕΒΙΖΟΠΟΥΛΟΣ (ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΠΑΡΑΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΩΝ ΟΜΑΔΩΝ).

Τοιχογραφία στο ναό του Προδρόμου, 
στο Απόζαρι Καστοριάς,  1728.
πηγή
Ο Άγιος Τρύφων καταγόταν από τη Λάμψακο της Φρυγίας και έζησε στα χρόνια των αυτοκρατόρων Γορδιανού Γ΄ (238 - 244), Φιλίππου (244 - 249) και Δεκίου (249 - 251). 

Προερχόταν από φτωχή οικογένεια και στη παιδική του ηλικία, έβοσκε χήνες για να ζήσει. 

Συγχρόνως όμως μελετούσε με ζήλο την Αγία Γραφή και εκτελούσε με ευλάβεια τα θρησκευτικά του καθήκοντα. 

Έτσι, σιγά - σιγά ο Τρύφων με την ευσεβή φιλομάθεια του, κατόρθωσε όχι μόνο να διδαχθεί ο ίδιος, αλλά και να διδάσκει τις αιώνιες αλήθειες της πίστεως του.

Γρήγορα η ευσεβής ψυχή του δέχθηκε τη χάρη του Αγίου Πνεύματος και ο Θεός αξίωσε τον Τρύφωνα να θαυματουργεί.

Όμως ο Άγιος θεράπευε όχι μόνο κάθε ασθένεια, αλλά και εξάγνιζε τις μολυσμένες από τα δαιμόνια ψυχές.

Όταν ο αυτοκράτορας Γορδιανός Γ', πληροφορήθηκε για τις θαυματουργικές ικανότητες τού Τρύφωνα, τον παρακάλεσε να θεραπεύσει την άρρωστη κόρη του. Ο αυτοκράτορας προσπάθησε να εκφράσει την ευγνωμοσύνη του, προσφέροντας στον Άγιο αξιώματα και χρήματα, τα οποία όμως ο Τρύφων ευγενικά αρνήθηκε.

Τοιχογραφία του αγίου Τρύφωνα
στο Βογατσικό, 18ου αιώνα.

πηγή
Όταν αυτοκράτορας έγινε ο Δέκιος, εξαπέλυσε έναν άγριο και ανηλεή διωγμό κατά των Χριστιανών. 

Το 250 ο Άγιος, επειδή δεν λάτρευε τους θεούς της ειδωλολατρικής θρησκείας και ήταν Χριστιανός, συνελήφθη από κάποιον στρατιωτικό που ονομαζόταν Φρόντων (ή Φόρτων) και οδηγήθηκε ενώπιον των επάρχων της Ανατολής, Τιβέριου Γράγχου και Κλαυδίου Ακυλίνου στη Νίκαια της Βιθυνίας. 

Ο μάντης Πομπηϊανός τον παρουσίασε στους ηγεμόνες αυτούς και ο  Άγιος Τρύφων αφού ομολόγησε με θάρρος την πίστη του στον Θεό, τότε υποβλήθηκε σε φρικτά και άγρια βασανιστήρια. 

Του κατατρύπησαν με σπαθιά όλο του το σώμα, έπειτα τον έδεσαν από τα πόδια σε άλογα και τον έσυραν με αγριότητα, σε ώρες φοβερού ψύχους, σε δύσβατες αλλά και πετρώδεις τοποθεσίες. 

Εκείνος προσευχόταν συνεχώς και έλεγε: «Κύριε, μην τους καταλογίσεις αυτή την αμαρτία» ενώ μετά το φρικτό μαρτύριο τον ρώτησαν αν σωφρονίστηκε και ήθελε να θυσιάσει στα είδωλα.

Ο Μάρτυρας του Χριστού, Τρύφωνας απάντησε τότε στον έπαρχο Ακυλίνο: «Ανόσιε και κακών αρχηγέ, είναι δυνατόν να είσαι σωφρονισμένος, όταν είσαι μεθυσμένος από τον διάβολο; Εγώ πάντοτε περνάω τον βίο μου με σωφροσύνη, γιατί έχω τον Χριστό βοηθό της ελπίδας μου». 



Τοιχογραφία του Αγίου Τρύφωνα, του 1751, προερχόμενη
από το κατεδαφισμένο σήμερα Kαθολικό της Μονής
Κοίμησης Θεοτόκου στους Δελφούς.
Βρίσκεται αποτοιχισμένη στο Βυζαντινό και
Χριστιανικό Μουσείο της Αθήνας.
πηγή
Ύστερα από αυτή την γενναία ομολογία του Τρύφωνα, τον έκλεισαν στο δεσμωτήριο με σκοπό να του δώσουν μία χρονική διορία, έτσι ώστε να απαλλαγεί από την «άνοια» αυτού και να αρνηθεί με αυτόν τον τρόπο την μεγάλη πίστη του πρός τον Χριστό. 

Αφού όμως πέρασαν κάποιες ημέρες, μετά, ο έπαρχος κάλεσε τον Άγιο και τον ρώτησε εάν κατά το διάστημα του χρόνου που πέρασε στο δεσμωτήριο και τα βασανιστήρια που τον επέβαλαν, τον έπεισαν τελικά να θυσιάσει στους θεούς. 

Ο Άγιος όμως και πάλι ομολόγησε με πνευματική ανδρεία το Όνομα του Θεού και τότε τον έσυραν γυμνό επάνω σε σιδερένια καρφιά, κατόπιν τον μαστίγωσαν ανελέητα και στη συνέχεια του έκαψαν με λαμπάδες τα πλευρά. 

Στο τέλος, μόλις ο Μάρτυρας Άγιος Τρύφωνας παρέδωσε την ψυχή του στον Θεό λέγοντας το «Κύριε Ιησού Χριστέ, δέξαι το πνεύμα μου», απέκοψαν τελικά την τίμια κεφαλή αυτού.


Τοιχογραφία στο βράχο, έξω από το 
καθολικό της Μονής του Προδρόμου
στη χαράδρα του Λούσιου, Αρκαδία.

πηγή
Οι Χριστιανοί παρέλαβαν το τίμιο λείψανο του Μάρτυρος και αφού το έχρισαν με πολύτιμα μύρα και το τύλιξαν σε ένα σινδόνιον, το κατέθεσαν σε κάποια λάρνακα και το απέστειλαν στην πόλη της Λαμψάκου κατά την επιθυμία του Αγίου.

Η Σύναξη του Αγίου Μάρτυρος Τρύφωνος ετελείτο στο Μαρτύριό του, το οποίο βρισκόταν μέσα στο σεπτό Αποστολείο του Ιωάννου του Θεολόγου, πλησίον της Μεγάλης Εκκλησίας.

Ιερό Ναό αφιερωμένο στον Άγιο Τρύφωνα έκτισε ο 
Μέγας Ιουστινιανός (527 - 565) στην τοποθεσία του Πελαργού Κωνσταντινουπόλεως.

Επίσης, Ιερά Μονή του Αγίου Τρύφωνος αναφέρεται και περίπου μετά τα μέσα του 9ου αιώνος, παρακείμενη στη Μητρόπολη της Χαλκηδόνος, στην οποία εκείνη την Μονή εκάρη και μοναχός ο μετέπειτα Πατριάρχης Νικόλαος ο Μυστικός (901 - 907, 912 - 925).

Την Μνήμη του Αγίου Μάρτυρος Τρύφωνα του θαυματουργού, η εκκλησία μας την Τιμάει στις 1 Φεβρουαρίου.


ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

ΤΜΗΜΑ ΤΙΜΙΑΣ ΚΑΡΑΣ
ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΥΦΩΝΑ (ΚΛΙΚ ΕΔΩ)