Φυλάσσεται
στην Ιερά Μονή Αγίας Λαύρας στην Πελοπόννησο και δωρήθηκε σε αυτήν το 1398 από τον
Αυτοκράτορα Μανουήλ Β' Παλαιολόγο.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Στην Ορθόδοξη Εκκλησία αποδίδουμε στα Αγία λείψανα τιμή και ευλαβική προσκύνηση, η όποια όμως δεν αποτελεί λατρευτική προσκύνηση η λατρεία. Τούτο γιατί κανείς ποτέ ορθόδοξος χριστιανός δεν ταύτισε στη σκέψη του τα τίμια λείψανα με «θεούς». Μακαριστός π. ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΑΛΕΒΙΖΟΠΟΥΛΟΣ (ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΠΑΡΑΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΩΝ ΟΜΑΔΩΝ).
Τοιχογραφία του Αγίου Αλεξίου του 1457
από τη Λιτή του Καθολικού της Ιεράς Μονής
Διονυσίου του Αγίου Όρους.
έργο τού αγιογράφου Τζώρτζη (Ζώρζη) Φουκά
|
Ο
Όσιος Αλέξιος γεννήθηκε στη Ρώμη κατά
τους χρόνους των αυτοκρατόρων Αρκαδίου
(395 - 408) και Φλάβιου Ονωρίου (395 - 423) από
ευσεβείς και εύπορους γονείς.
Ο πατέρας
του, ο Ευφημιανός ήτανε συγκλητικός,
φιλόπτωχος και συμπαθής, ώστε καθημερινά
παρέθετε τρεις τράπεζες στο σπίτι του
για τα ορφανά, τις χήρες και τους ξένους
που ήταν φτωχοί.
Η γυναίκα του Ευφημιανού ονομαζόταν Αγλαΐς, ήταν άτεκνη αλλά πολύ πιστή και σε κάποια δέησή της να αποκτήσει παιδί, ο Θεός την εισάκουσε και τους χάρισε την ευλογία να αποκτήσουν, έναν υιό.
Αφού το παιδί μεγάλωσε κι έλαβε την κατάλληλη παιδεία, έγινε σοφότατος και θεοδίδακτος και όταν έφθασε στη νόμιμη ηλικία, τον στεφάνωσαν με θυγατέρα από βασιλική και ευγενική γενιά, όμως το βράδυ στο συζυγικό δωμάτιο ο Όσιος, αφού πήρε το χρυσό δακτυλίδι και τη ζώνη, τα επέστρεψε στην σύζυγό του και εγκατέλειψε τον κοιτώνα τους.
Η γυναίκα του Ευφημιανού ονομαζόταν Αγλαΐς, ήταν άτεκνη αλλά πολύ πιστή και σε κάποια δέησή της να αποκτήσει παιδί, ο Θεός την εισάκουσε και τους χάρισε την ευλογία να αποκτήσουν, έναν υιό.
Αφού το παιδί μεγάλωσε κι έλαβε την κατάλληλη παιδεία, έγινε σοφότατος και θεοδίδακτος και όταν έφθασε στη νόμιμη ηλικία, τον στεφάνωσαν με θυγατέρα από βασιλική και ευγενική γενιά, όμως το βράδυ στο συζυγικό δωμάτιο ο Όσιος, αφού πήρε το χρυσό δακτυλίδι και τη ζώνη, τα επέστρεψε στην σύζυγό του και εγκατέλειψε τον κοιτώνα τους.
Ο Όσιος Αλέξιος ο άνθρωπος του Θεού
Τοιχογραφία (Fresco), Σερβία
|
Καταφθάνει στην Λαοδικεία της Συρίας και από εκεί στην Έδεσσα της Μεσοποταμίας, όπου εκεί ο Όσιος Αλέξιος μοίρασε τα χρήματα στους πτωχούς, ακόμη και τα ιμάτιά του, και, αφού ντύθηκε με κουρελιασμένα και χιλιομπαλωμένα ρούχα, κάθισε στο νάρθηκα του ναού της Υπεραγίας Θεοτόκου.
Προτίμησε έτσι να ζει με νηστεία όλη την εβδομάδα και να μεταλαμβάνει των Αχράντων Μυστηρίων κάθε Κυριακή, ενώ μόνο τότε έτρωγε λίγο άρτο και έπινε λίγο νερό, όμως οι γονείς του όμως τον αναζητούσαν παντού και έστειλαν τους υπηρέτες τους να τον βρουν, έφθασαν δέ μέχρι το ναό της Έδεσσας, χωρίς ωστόσο να τον αναγνωρίσουν.
Οι δούλοι επέστρεψαν άπρακτοι στη Ρώμη, ενώ η μητέρα του Αλέξιου με οδύνη, φορώντας φτωχά ενδύματα, καθόταν σε μια πόρτα του σπιτιού πενθώντας νύχτα και ημέρα, το ίδιο και η νύφη, που φόρεσε έναν τρίχινο σάκκο και παρέμεινε κοντά στην πεθερά της.
Ο Όσιος Αλέξιος για δεκαεπτά ολόκληρα χρόνια
παρέμεινε στο νάρθηκα του ναού της
Θεοτόκου.
Μια
νύχτα η Παναγία μας, παρουσιάστηκε στο όνειρο του προσμονάριου του ναού και του
ζήτησε να του φέρει μέσα στο ναό τον "άνθρωπο του Θεού".
Ο προσμονάριος, αφού βγήκε από το ναό και δεν βρήκε κανένα άνθρωπο παρά μόνο τον Αλέξιο και δεήθηκε στην Παναγία να του υποδείξει τον άνθρωπο του Θεού, όπως κι έγινε και η Παναγία, του υπέδειξε τον Αλέξιο.
Ο Προσμονάριος, πήρε από το χέρι τον Όσιο Αλέξιο και τον έβαλε μέσα στο ναό με κάθε τιμή αλλά και με κάθε μεγαλοπρέπεια.
Ο Όσιος, όταν κατάλαβε ότι έγινε γνωστός στο Ναό, έφυγε κρυφά και σκέφτηκε να πάει στην Ταρσό, στο ναό του Αγίου Παύλου του Αποστόλου, όπου εκεί θα ήτανε άγνωστος, όμως άλλα σχεδίασε η Θεία Πρόνοια.
Ο τάφος του Αγίου Αλεξίου, στον καθολικό ναό των Αγίου Βονιφατίου και Αλεξίου στην Ρώμη. πηγή |
Με μεγάλη προθυμία ο πατέρας του δέχθηκε να τον ελεήσει και μάλιστα του έδωσε κάποιο υπηρέτη για να τον βοηθάει. Κάποιοι δούλοι από την οικία τον πείραζαν και τον κορόιδευαν, όμως αυτό δεν τον ένοιαζε. Έδινε την τροφή του σε άλλους, παραμένοντας όλη την εβδομάδα χωρίς τροφή και νερό, και μόνο μετά την Κοινωνία των Θείων και Αχράντων Μυστηρίων δεχόταν λίγο άρτο και νερό.
Έμεινε
λοιπόν για δεκαεπτά χρόνια στον πατρικό
οίκο χωρίς να τον γνωρίζει κανένας.
Όταν έφθασε ο καιρός της κοιμήσεώς του, τότε κάθισε κι έγραψε σε χαρτί όλο το βίο του, τους τόπους που πέρασε, αλλά και κάποια από τα μυστικά που γνώριζαν μόνο οι γονείς του. Κάποια Κυριακή, όταν ο Αρχιεπίσκοπος Ιννοκέντιος τελούσε τη Θεία Λειτουργία, ακούσθηκε φωνή από το Άγιο Θυσιαστήριο, που καλούσε τους συμμετέχοντες να αναζητήσουν τον άνθρωπο του Θεού.
Την Παρασκευή, 17 Μαρτίου του 411, ο Όσιος Αλέξιος
παρέδωσε το πνεύμα του στα χέρια του
Θεού, ενώ το απόγευμα της ίδιας μέρας
οι πιστοί βασιλείς και ο Αρχιεπίσκοπος
προσήλθαν στο ναό για να δεηθούν στο
Θεό να τους αποκαλύψει τον άγιο άνθρωπο
του Θεού.
Μια φωνή τους κατηύθυνε στο σπίτι του Ευφημιανού και εκεί αργότερα πήγανε οι βασιλείς μαζί με τον Αρχιεπίσκοπο, προξενώντας μάλιστα την απορία της γυναίκας και της νύφης του για την παρουσία τους εκεί, και ρώτησαν τον Ευφημιανό.
Εκείνος, αφού ρώτησε πρώτα τους υπηρέτες, είπε ότι δεν γνώριζε τίποτα. Στην συνέχεια ο υπηρέτης που φρόντιζε τον Όσιο Αλέξιο, παρακινούμενος από θεία δύναμη ανέφερε τον τρόπο ζωής του πτωχού, τον οποίο εξυπηρετούσε.
Τότε ο Ευφημιανός χωρίς να γνωρίζει ότι ο Όσιος είναι ήδη νεκρός, αποκάλυψε το πρόσωπο αυτού, που έλαμπε σαν πρόσωπο αγγέλου, στο χέρι του Οσίου μάλιστα είδε χαρτί, που δεν μπόρεσε να αποσπάσει.
Στη συνέχεια ανέφερε στους επισκέπτες του ότι βρέθηκε ο άνθρωπος του Θεού. Οι βασιλείς και ο Αρχιεπίσκοπος τότε εδεήθησαν στον Όσιο να τους επιτρέψει να δουν το χαρτί που είχε στο χέρι του. Μόλις ο αρχειοφύλακας πήρε στο χέρι του το χαρτί, ο Ευφημιανός αντιλήφθηκε ότι επρόκειτο για τον υιό του, τον οποίο αναζητούσε χρόνια τώρα, και μεγάλο πένθος έπεσε στην οικογένειά του, θρήνος μεγάλος και από την γυναίκα και τη νύφη του.
Όταν έφθασε ο καιρός της κοιμήσεώς του, τότε κάθισε κι έγραψε σε χαρτί όλο το βίο του, τους τόπους που πέρασε, αλλά και κάποια από τα μυστικά που γνώριζαν μόνο οι γονείς του. Κάποια Κυριακή, όταν ο Αρχιεπίσκοπος Ιννοκέντιος τελούσε τη Θεία Λειτουργία, ακούσθηκε φωνή από το Άγιο Θυσιαστήριο, που καλούσε τους συμμετέχοντες να αναζητήσουν τον άνθρωπο του Θεού.
Τοιχογραφία τού 16ου αιώνα
Ι. Μ Αγίου Νεοφύτου τού Εγκλείστου, Πάφος Κύπρος.
|
Μια φωνή τους κατηύθυνε στο σπίτι του Ευφημιανού και εκεί αργότερα πήγανε οι βασιλείς μαζί με τον Αρχιεπίσκοπο, προξενώντας μάλιστα την απορία της γυναίκας και της νύφης του για την παρουσία τους εκεί, και ρώτησαν τον Ευφημιανό.
Εκείνος, αφού ρώτησε πρώτα τους υπηρέτες, είπε ότι δεν γνώριζε τίποτα. Στην συνέχεια ο υπηρέτης που φρόντιζε τον Όσιο Αλέξιο, παρακινούμενος από θεία δύναμη ανέφερε τον τρόπο ζωής του πτωχού, τον οποίο εξυπηρετούσε.
Τότε ο Ευφημιανός χωρίς να γνωρίζει ότι ο Όσιος είναι ήδη νεκρός, αποκάλυψε το πρόσωπο αυτού, που έλαμπε σαν πρόσωπο αγγέλου, στο χέρι του Οσίου μάλιστα είδε χαρτί, που δεν μπόρεσε να αποσπάσει.
Στη συνέχεια ανέφερε στους επισκέπτες του ότι βρέθηκε ο άνθρωπος του Θεού. Οι βασιλείς και ο Αρχιεπίσκοπος τότε εδεήθησαν στον Όσιο να τους επιτρέψει να δουν το χαρτί που είχε στο χέρι του. Μόλις ο αρχειοφύλακας πήρε στο χέρι του το χαρτί, ο Ευφημιανός αντιλήφθηκε ότι επρόκειτο για τον υιό του, τον οποίο αναζητούσε χρόνια τώρα, και μεγάλο πένθος έπεσε στην οικογένειά του, θρήνος μεγάλος και από την γυναίκα και τη νύφη του.
Ο Όσιος Αλέξιος ο άνθρωπος του Θεού
Βυζαντινό Μηνολόγιο τού Μαρτίου (17 - 20), τού 14ου αιώνα.
Βρίσκεται στην Βιβλιοθήκη Bodleian,
στην Οξφόρδη της Αγγλίας.
|
Ήταν τόσος ο κόσμος που προσερχόταν για να δει το τίμιο λείψανο, που δεν μπορούσαν να το μεταφέρουν στο ναό του Αγίου Βονιφατίου για να το ενταφιάσουν, μάλιστα έριξαν στον κόσμο, χρυσό και άργυρο για να του αποσπάσουν την προσοχή, αλλά μάταια.
Όταν μεταφέρθηκε το τίμιο λείψανο στο ναό, τοποθετήθηκε σε θήκη φτιαγμένη από χρυσό, άργυρο και πολύτιμους λίθους ενώ αμέσως άρχισε να ευωδιάζει και να αναβλύζει μύρο, το οποίο έγινε ίαμα και θεραπεία για όλους.
Άγνωστο πώς και πότε, η Κάρα έφτασε στο Βυζάντιο και το 1398 δωρήθηκε στη Μονή Αγίας Λαύρας από τον Αυτοκράτορα Μανουήλ τον Παλαιολόγο, κατά την πυρπόληση της Μονής από τους Οθωμανούς το 1585 διασώθηκε από δύο μοναχούς και όταν το 1773 Αλβανοί καταλαμβάνουν το μοναστήρι, το λεηλατούν, και πωλούν την Κάρα του Αγίου στην περιοχή της Λάρισας.
Αρκετά χρόνια αργότερα η Τιμία Κάρα του Αλεξίου, έρχεται στα χέρια μιας μοναχής η οποία την επέστρεψε στην Μονή της Αγίας Λαύρας Καλαβρύτων.
Λεπτομέρεια της Τιμίας Κάρας του Αλεξίου |
Την παραμονή της εορτής του Αγίου πλήθος πιστών από ολόκληρη την Αχαΐα προσέρχεται στην Ιερά Μονή της Αγίας Λαύρας για να παρακολουθήσει με ευλάβεια την ολονύκτιο αγρυπνία προς τιμήν του Αγίου.
Την κυριώνυμο ημέρα της εορτής η τιμία κάρα μεταφέρεται στην κωμόπολη των Καλαβρύτων, όπου κλήρος και λαός την υποδέχεται με επισημότητα και στη συνέχεια η πομπή κατευθύνεται στον Μητροπολιτικό Ναό των Καλαβρύτων, όπου τελείται η Θεία Λειτουργία.
Ο Άγιος Αλέξιος τιμάται επίσης στην Πάτρα, όπου η Ιερά Μονή της Αγίας Λαύρας διατηρεί εδώ και πολλά χρόνια, μετόχι με περικαλλή ιερό ναό επ’ ονόματι του Αγίου, αλλά και στο Αίγιο, όπου στην περιοχή Σταφιδάλωνα έχει ανεγερθεί ενοριακός ναός αφιερωμένος στη μνήμη του.
Ναοί προς τιμήν του Αγίου Αλεξίου υπάρχουν επίσης στα χωριά Κλεισορεύματα Αιτωλοακαρνανίας, Γεωργίτσιο Λακωνίας και Λειβαδίτσα Πέλλης, στη Χίο, στην Πάτμο και στην Ιερά Μονή Κοιμήσεως Θεοτόκου Μπούρα Αρκαδίας.
Η μνήμη του τιμάται στις 17 Μαρτίου.
Απολυτίκιο
του Αγίου Αλεξίου, του Ανθρώπου του Θεού