Φυλάσσεται
στην Ιερά Μονή της Παναγίας Τατάρνης
στο Καρπενήσι.
Το παλιό μοναστήρι της Τατάρνας, φωτ. του 1895 πηγή |
Κατά την παράδοση το μοναστήρι της Τατάρνας πρωτοιδρύθηκε
το 1111, ως «Βασιλομονάστηρο» και πιστευόταν ότι το έχτισε η Αγία
Θεοδώρα, Βασίλισσα της Άρτας.
Η Αγία Θεοδώρα της Άρτας όμως, έζησε πολύ αργότερα,
τουλάχιστον μετά από εκατό χρόνια και
επομένως δεν μπορεί να είναι η κτητόρισσα της Μονής Τατάρνας.
Από
το πρώτο εκείνο κτίσμα έμειναν πλέον
μόνο κάποια ερείπια στη θέση «Παληομονάστηρο»
τα οποία
μπερδεύτηκαν με τα νεώτερα ερείπια από την κατολίσθηση και τον σεισμό του
1963 που
επακολούθησαν την κατασκευή του φράγματος
των Κρεμαστών και την δημιουργία της
λίμνης των Κρεμαστών.
Η
σφραγίδα του Μοναστηρίου Τατάρνης
(Τατάρνας)
|
Απέναντι,
στα βουνά του Βάλτου, κάποιος ξαφνικά ένα βράδυ
βλέπει έκπληκτος ένα ζωηρό φως να λάμπει στο σκοτάδι, στην
πλευρά της Ευρυτανίας που του έκανε μεγάλη
εντύπωση, αφού ο τόπος εκεί που φαίνονταν
το φως ήξερε ότι ήταν έρημος όμως το φως
εκείνο ήταν λαμπρό, δεν ήταν φωτιά που
μπορούσαν να ανάψουν κάποιοι ποιμένες την νύχτα. Την άλλη νύχτα το φως ξαναφάνηκε, έφεγγε
όλη την νύχτα και με το χάραμα χανόταν.
Η Μονή Τατάρνης σήμερα |
Ξαναφάνηκε και την τρίτη νύχτα και κατάλαβε
ο αγαθός τσοπάνης, ότι ήταν ένα σημάδι θεϊκό, είχε ακούσει άλλωστε ότι με φως φανερώθηκαν
πολλές Εικόνες. Ήταν κάλεσμα για κάτι
ιερό που κρυβόταν για χρόνια και έπρεπε
να φανερωθεί. Πώς όμως να εντοπίσει το
σημείον;
Την ημέρα που φαινόταν ο τόπος
δεν φαινόταν το φως και την νύχτα που
φαινόταν το φως, δεν διακρίνετε η περιοχή και ήταν αρκετά μακρυά ώσπου ξάφνου, την τρίτη
νύχτα ο νους του φωτίστηκε. Έμπηξε στη
γη μια διχάλα, ακούμπησε πάνω σ' αυτή
την ποιμενική ράβδο του, στόχευε με το
ένα μάτι προς τα εκεί που φαινόταν το
φως και όταν μάτι, ράβδος και φως μπήκαν
στην αυτή ευθεία, σταθεροποίησε την
ράβδο και περίμενε με αγωνία να ξημερώσει.
Το
παλιό μοναστήρι της Τατάρνας, φωτ. 18ου
αιώνα
|
Σαν έφεξε καλά ο τόπος, κοιτάζει πάλι και τότε το σημείο εντοπίσθηκε εύκολα.
Ξεκίνησε γεμάτος λαχτάρα και χαρά, περνά κολυμπώντας τον Άσπρο κι ανηφορίζει, φθάνει σε ένα τόπο γεμάτο βάτα, κόβει και κόβεται, ματώνει, ξεσχίζεται, αλλά αυτός συνεχίζει.
Ξεκίνησε γεμάτος λαχτάρα και χαρά, περνά κολυμπώντας τον Άσπρο κι ανηφορίζει, φθάνει σε ένα τόπο γεμάτο βάτα, κόβει και κόβεται, ματώνει, ξεσχίζεται, αλλά αυτός συνεχίζει.
Η επιμονή του αμείβεται και ανάμεσα στα
βάτα βρίσκει μια εικόνα μικρή, αναγαλλιάζει αφού από αυτή προέρχονταν το φως..
Η θαυματουργή αυτή εικόνα χρονολογείτε το 1350, είναι φτιαγμένη με πολύ μικρές ψηφίδες, μικρές σαν ένα κεφάλι καρφίτσας και παριστάνει τον Κύριο
αμέσως μετά την Αποκαθήλωση, είναι η απεικόνιση της Άκρα Ταπείνωσις και σύμφωνα με τους ειδικούς είναι ένα έργο μοναδικό και σπάνιο στον κόσμο.
Από την εύρεσή της η εικόνα αποτελεί παλλάδιο της Μονής, σέμνωμα και καύχημα της που παλαιότερα την είχαν στην
εκκλησία για προσκύνηση όμως οι ευλαβείς γυναίκες
ξεκολλούσαν κρυφά ψηφίδες και τις κρατούσαν για φυλακτά.
Σήμερα φυλάσσεται στο σκευοφυλάκιο της Μονής, το 1963
ταξίδεψε στην Αθήνα για να κοσμήσει την
Πανευρωπαϊκή Έκθεση Βυζαντινής Τέχνης ενώ ταξίδεψε και πάλι για να στολίσει την έκθεση
πού έγινε και για τα εκατόν πενήντα χρόνια
της Αθήνας, ως πρωτεύουσας του Ελληνικού
Κράτους.