Τρίτη 25 Δεκεμβρίου 2018

Η ΤΙΜΙΑ ΚΑΡΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΕΥΔΟΚΙΜΟΥ ΤΟΥ ΝΕΟΦΑΝΟΥΣ ΚΑΙ ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΟΥ.



Φυλάσσεται στην Ιερά Μεγίστη Μονή Βατοπεδίου στο Άγιο Όρος.

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Στην Ορθόδοξη Εκκλησία αποδίδουμε στα Αγία λείψανα τιμή και ευλαβική προσκύνηση, η όποια όμως δεν αποτελεί λατρευτική προσκύνηση η λατρεία. Τούτο γιατί κανείς ποτέ ορθόδοξος χριστιανός δεν ταύτισε στη σκέψη του τα τίμια λείψανα με «θεούς». Μακαριστός π. ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΑΛΕΒΙΖΟΠΟΥΛΟΣ (ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΠΑΡΑΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΩΝ ΟΜΑΔΩΝ).


Φορητή εικόνα του Αγίου Ευδοκίμου στη μονή Βατοπεδίου.
Έργο του αγιογράφου ιερομονάχου Μακαρίου Γαλατσάνου: 
“Δι εξόδων του Οσιωτάτου κυρίου Γαβριήλ Ιατρού Βατοπαιδινού 
του εκ Ναούσης μωμβ΄” (1852)

Ο Όσιος αυτός έζησε στην Ιερά Μονή Βατοπεδίου με το πραγματικό του όνομα (μοναχικό ή βαπτιστικό) να μη μας είναι γνωστό, αφού το όνομα Ευδόκιμος του δόθηκε μετά την εύρεση του Ιερού λειψάνου του, ενώ επίσης δεν είναι γνωστό ποια εποχή έζησε, ποια ήταν η πατρίδα του, ούτε άλλα στοιχεία. 

Το 1840 επίτροπος της Μονής Βατοπεδίου ήταν ο Αρχιμανδρίτης Φιλάρετος με καταγωγή από το χωριό Σαράντα Εκκλησιές στην επαρχία Ορε­στι­ά­δος ενώ τον βο­η­θούσαν στη διοίκηση της Μονής ο Δικαίος Σεραφείμ και ο Γραμματέας Νι­κη­φό­ρος.
Ο Αρχιμανδρίτης αείμνηστος Ιάκωβος, πρώην Σκευοφύλακας, βλέποντας ότι ο δυτικός τοίχος του κοιμη­τη­ρίου, πού βρίσκονταν κάτω από το νάρθηκα του νεωτέρου μέρους του κοιμη­τη­ρίου υπέστη ρωγμή, θέλησε να τον ξα­να­χτί­σει με δικά του έξοδα και κάλεσε τεχνίτες για την κατα­σκευή της οικοδομής ενώ τοποθέτησε επιστάτη και υπεύθυνο, για την παρακολούθηση των εργασιών, το συγκάτοικό και συνώ­νυμό του Ιάκωβο.
Αφού γκρέμισαν την στέγη, πού ήταν πάνω από το νάρθηκα και το μέρος του νάρθηκα, πού στηριζόταν πάνω στον  ετοι­μόρ­ρο­πο τοίχο, έπεσαν πολλά υλικά, χώμα και πέτρες, πάνω στα οστά, πού υπήρχαν μέσα στο σκοτεινό Κοιμητήριο, πού κτίστηκε μεταγενέστερα. 
Λεπτομέρεια της Λειψανοθήκης.
Διακρίνεται η επιγραφή.
Έπρεπε λοιπόν να αδειάσει ο χώρος του γκρεμισμένου και σκοτεινού Κοιμητηρίου και να μεταφερθούν έξω από αυτό τα ανα­κα­τεμ­μέ­να με τα οστά υλικά ενώ μετά την ανοικοδό­μηση θα το­πο­θε­τούν­ταν πάλι, αφού καθαρίζονταν, τα οστά.
Η μεταφορά των υλικών του γκρεμισμένου Νάρθηκα και ο διαχωρισμός τους από τα οστά γινόταν από τρεις εργάτες, οι οποίοι άρχισαν  εργασία την Δευτέρα και συνέχισαν την Τρίτη. 
Την Τε­τάρ­τη, 1η Οκτωβρίου του 1840, δύο ώρες περίπου προ μεσημβρίας, μια ευ­ω­δία υπήρχε στον αέρα. 

Ο επό­πτης των έργων Ιάκωβος είπε στους εργάτες να μεταφέρουν με προ­σο­χή τα χώματα και τα άλλα σπασμένα οικοδομικά υλικά, γιατί η ευωδία, πού έβγαινε ήταν σημάδι αγιότητος, και μήπως εκεί βρισκό­ταν θαμμένο κάποιο άγιο λείψανο. 
Νεότερη τοιχογραφία του Αγίου Ευδοκίμου στην Μονή
Βατοπεδίου. Αποτυπώνεται να κρατά την εικόνα της
Παναγίας Βηματάρισας, όπως ακριβώς βρέθηκε
θαμμένο το Λείψανό του.
Πράγματι το λείψανο βρέ­θη­κε μετά από λίγη ώρα κάνοντας περισσότερο αισθητή την ευ­ω­δία, η οποία γέμισε όλον το γύρω χώρο. Ανακάλυψαν ένα ακέραιο λείψανο μοναχού καλυμμένο με υπολείμματα μοναχικού ενδύματος, το μεν κρανίο ήταν ολόκληρο φαλακρό και στηριζόταν από τον σπόνδυλο του αυχένα. 
Το υπόλοιπο σώμα ήταν περιβεβλημένο με ένα χιτώνα βαμβακερό, τα οστά όλα ήταν ενωμένα μεταξύ τους, άλλα με τένοντες και άλλα με μια μεμβράνη. Ολόκληρο το σώμα έκλινε προς την αριστερή πλευρά, οι μεν κνήμες έκλιναν προς τα οστά του μηρού και τα γόνατα προς τα εκατέρωθεν πλευρά, οι χείρες βρέθηκαν σταυροειδώς στο στέρνο, όπου και η δεξιά χείρα είχε αγκαλιασμένη μια παλαιά εικόνα της Παναγίας της Βηματάρισσας.
Δεν πρέπει να πέρασαν περισσότερα από εκατό πενήντα χρό­νια από την εποχή μας, από την κοίμηση του Αγίου, όπως μπορούμε να συμπεράνουμε από την κατασκευή και το ύφασμα του πανοφόριου του Αγίου.
Η ευωδία των λειψάνων αποτελεί για την Ορθοδοξία μαρτυρία για την αγιότητα, οι άγιοι, που στην παρούσα ζωή θεώθηκαν, απόκτησαν μόνιμα και αισθητά την Χάρη του Αγίου Πνεύματος στην ψυχή και στο σώμα και έτσι όταν μετά τον θάνατό τους χωρίζεται η ψυχή από το σώμα τους, τα οστά τους γίνονται άγια λείψανα, χαριτόβρυτα και ιαματικά, «Οστέα γυμνά εκβλύζουσιν ιάματα», αναφέρεται χαρακτηριστικά στην Υμνολογία της Εκκλησίας μας.
Με σύμφωνη γνώμη των δύο αρχιερέων, Σμύρνης Χρυσάνθου και Ανδριανουπόλεως Γρηγορίου, οι οποίοι εφησύχαζαν εκείνη την περίοδο στην Μονή, οι Βατοπαιδινοί πατέρες αποφάσισαν να ονομάσουν Ευδόκιμο τον άγνωστο αυτόν άγιο, επειδή με την εν γένει πολιτεία του και τους ασκητικούς αγώνες του ευδοκίμησε πνευματικά, ευαρέστησε στον Θεό και αναδείχθηκε σκεύος της Θείας Χάριτος και επίσης επειδή ευδόκησε ο Θεός και ανακαλύφθηκε το άγιο λείψανό του στους εσχάτους χρόνους.
Λείψανα του Αγίου Ευδοκίμου του Βατοπεδινού.
Δεξιά διακρίνεται η Τιμία Κάρα του.
πηγή
Ωστόσο οι Βατοπαιδινοί αναζητούσαν το πραγματικό όνομά του, τα θαύματα του οποίου έφθασαν παντού. 

Αργότερα ο άγνωστος άγιος, παρουσιάστηκε σε κάποιον ενάρετο ασκητή, καθώς και στον ηγούμενο της Μονής, λέγοντας· «Σάββας είναι το όνομά μου, αλλά δεν πειράζει, οι πατέρες ας με λένε Ευδόκιμο», ενώ τον ίδιο καιρό ανακαλύφθηκε στα χειρόγραφα της Μονής ένας φθαρμένος κώδικας του 15ου αιώνα με τον βίο του αγίου Σάββα του διά Χριστόν σαλού. 
Ο μοναχός που αντέγραφε τον κώδικα έπαθε παραλυσία στο δεξί του χέρι με αποτέλεσμα να σταματήσει την αντιγραφή, παρακαλούσε όμως τον νεοφανή άγιο Ευδόκιμο να τον θεραπεύσει για να τελειώσει την αντιγραφή του κώδικα, πράγμα που έγινε, όμως υπάρχει μία άποψη ότι ο άγιος Ευδόκιμος ταυτίζεται με τον άγιο Σάββα τον Βατοπαιδινό τον Διά Χριστόν Σαλό. 
Για τον όσιο αυτόν ο διακριτικός Γέρων Δανιήλ Κατουνακιώτης (+1929) γράφει: «Προς ένδειξιν της αληθείας αναγκάζομαι διά την πολλήν Σας αγάπην να εξιστορή­σω συνοπτικώς ολίγα τινά εκ της καθόλου βιογραφίας του Αγίου Ευδοκίμου. Εγώ, ως γνωρίζετε καλώς, ο ταπεινός υποφαινόμενος προ τριακονταετίας εχρημάτισα εις την Ιεράν Μονήν του Βατοπαιδίου, οπότε εμελέτησα αρκούντως την βιογραφίαν του Αγίου. Επίσης ήκουσα τις αφηγήσεις ευυπολήπτων προσώπων, άτινα ευρέθησαν κατά την ανακομιδήν του λειψάνου του Αγίου Ευδοκίμου, ήτις εγένετο κατά το 1840. Ήσαν δε οι αυτόπται ούτοι, ο Ιάκωβος ο Σιμιτζής, ο Γρηγοράκης ο ψάλτης και ο Διακο-Δανιήλ εξ΄Ιερισσού, οίτινες μοι διηγούντο πολλάκις τα της εν λόγω ανακομιδής. Τότε παρήσαν και τρεις Αρχιερείς, ο πρώην Βάρνης Ιωσήφ, ο Αδριανουπόλεως (Γρηγόριος) και ο Χρύσανθος (πρώην) Σμύρνης, όστις λαβών τον λόγον είπεν ενώπιον του συσσωρευθέντος λαού: «Πατέρες και αδελφοί, ενταύθα δεν πρέπει να υπάρχη ενδοιασμός περί της αγιότητος του Αγίου, διότι ούτος προϊδών τον θάνατον αυτού και φεύγων την δόξαν των ανθρώπων, ελθών ενταύθα παρέδωκε το πνεύμα και η άπειρος ευωδία του αγίου αυτού λειψάνου καταμαρτυρεί την τούτου αγιότητα. Και επειδή αγνοούμεν την ονομασίαν του, διά τούτο ας τον αποκαλέσωμεν Ευδόκιμον, καθ’ όσον δι’ ευδοκίας Θεού ευρέθη το άγιον Λείψανόν του. Ούτως αυθημερόν συνετάχθη η ακολουθία του και γενομένης ολονυκτίου αγρυπνίας κατ’ εκείνην την εσπέραν ήρχισαν τα θαύματα. Και πρώτον εθεράπευσε γηραιόν τινά Μοναχόν εκ Κουλτού, όστις επί πενταετίαν ήτο παράλυτος και αυθωρεί εγένετο υγιής. Επίσης και ο Ιατρός της Μονής των Ιβήρων Γρηγόριος, πάσχων τους οφθαλμούς, επικαλεσθείς τον Άγιον είπεν: «Εάν με κάμης υγιή, αμέσως θα κάμω αργυράν θήκην διά να τεθώσι τα άγιά σου Λείψανα». Και κατά την νύκτα εκείνην εμφανισθείς ο Άγιος τον εθεράπευσε, και ήδη καταφαίνεται εν τη αργυρά θήκη το όνομα του διαληφθέντος Γρηγορίου»: «Το δ’ ηργύρωσε Γαβριήλ σεμνόν Κάρη. Ευδόκιμον ευρών των πόνων ακέστορα».
Τα περί του βίου του οσίου Ευδοκίμου αναφέρονται και σε χειρόγραφο του ιεροδιακόνου Μελετίου Βατοπαιδινού, το οποίο καταλήγει: «Πας όστις επικαλεσθή τον Άγιον μετά πίστεως ας μη αμφιβάλλη διά την εκπλήρωσιν της αιτήσεως, αρκεί μόνον να αιτή από τον Άγιον δίκαια και αγαθά, ου ταις ικεσίαις και ημείς των συμβαινόντων ρυσθείημεν, και Βασιλείας ουρανίου αξιωθείημεν».
Η μνήμη του τιμάται από την Εκκλησία μας στις 5 Οκτωβρίου.