Τετάρτη 19 Σεπτεμβρίου 2018

Η ΤΙΜΙΑ ΚΑΡΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΚΕΙΜ Α΄ ΠΑΝΥ, ΠΑΤΡΙΑΡΧΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ.

πηγή

Φυλάσσεται στην Πατριαρχική Ιερά Μονή Οσίου Σάββα του Ηγιασμένου, στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου.

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Στην Ορθόδοξη Εκκλησία αποδίδουμε στα Αγία λείψανα τιμή και ευλαβική προσκύνηση, η όποια όμως δεν αποτελεί λατρευτική προσκύνηση η λατρεία. Τούτο γιατί κανείς ποτέ ορθόδοξος χριστιανός δεν ταύτισε στη σκέψη του τα τίμια λείψανα με «θεούς». Μακαριστός π. ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΑΛΕΒΙΖΟΠΟΥΛΟΣ (ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΠΑΡΑΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΩΝ ΟΜΑΔΩΝ).


πηγή
Ο Άγιος Ιωακείμ ο Πάνυ, γεννήθηκε στην Αθήνα το 1448 και σε ηλικία 8 ετών πήγε στην Αίγυπτο με τους γονείς του κάτω από τον φόβο των Αγαρηνών. 

Ελαβε το Μοναχικό Σχήμα στην Ιερά Μονή Αγίας Αικατερίνης του Θεοβαδίστου Όρους Σινά, ενώ μόνασε και στην Ιερά Μονή Οσίου Σάββα του Ηγιασμένου στην Παλαιστίνη, από όπου εξελέγη στο Θρόνο του Αποστόλου και Ευαγγελιστού Μάρκου, τον Αύγουστο του 1486.

Προχώρησε στην αναδιοργάνωση του Πατριαρχείου με οξύνοια και πρακτικό πνεύμα, έλαβε μέρος στην Σύνοδο των Ιεροσολύμων το 1526, στην οποία συζητήθηκε και επιλύθηκε το λεγόμενο Σιναϊτικό Ζήτημα ενώ ανεζήτησε και εξασφάλισε οικονομική στήριξη για τον χειμαζόμενο Πατριαρχικό Θρόνο Του από τον Tσάρο Βασίλειο Δ΄

Αντιστάθηκε σθεναρά προς τις κρούσεις, κυρίως, του Ενετού Αρχιεπισκόπου Κρήτης Πάτρου Λάνδου, ώστε να συναινέσει στην ένωση των Εκκλησιών και να συμμετάσχει, κατά το 1562, στην Ρωμαιοκαθολική Σύνοδο του Τριδέντου.

Η στάση του μάλιστα αυτή ενίσχυσε, ακόμη περισσότερο, την εντύπωση του Χριστεπωνύμου πληρώματος της Εκκλησίας περί της αγιότητός του και της εμμονής του στα πάτρια και τα παραδεδομένα, μάλιστα διασώζονται διηγήσεις, από χρονικογράφους της εποχής, περί θαυμαστών σημείων τα οποία ο Άγιος Πατριάρχης επιτέλεσε δια της πίστεώς του.

Κοιμήθηκε σε βαθύτατο γήρας, το 1567, σε ηλικία 117 ετών, συμπληρώνοντας 80 χρόνια στον πατριαρχικό θρόνο.

Η ιερά Ακολουθία του Αγίου Ιωακείμ του Πάνυ, συνετέθηκε από τον Σεβασμιότατο Μητροπολίτη Ρόδου κ. Κύριλλο, προνοία της ΑΘΜ του Πάπα και Πατριάρχου Αλεξανδρείας και πάσης Αφρικής κ.κ. Θεοδώρου Β’, εις μνημόσυνον του αοιδίμου Προκατόχου Του, Πατριάρχου Πέτρου Ζ’, επί της πατριαρχίας του οποίου ανεγράφη το όνομα του Αγίου Ιωακείμ στις αγιολογικές δέλτους της Εκκλησίας, δια επισήμου Πατριαρχικής και Συνοδικής Πράξεως αγιοκατατάξεως. 

Η μνήμη του τιμάται από την εκκλησία μας στις 17 Σεπτεμβρίου.


Τετάρτη 5 Σεπτεμβρίου 2018

ΤΟ ΑΦΘΑΡΤΟ ΣΚΗΝΩΜΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΔΕΚΑΠΟΛΙΤΗ.

πηγή


Φυλάσσεται στην Μονή Μπίστριτσα, στην Ολτενία της Ρουμανίας.

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Στην Ορθόδοξη Εκκλησία αποδίδουμε στα Αγία λείψανα τιμή και ευλαβική προσκύνηση, η όποια όμως δεν αποτελεί λατρευτική προσκύνηση η λατρεία. Τούτο γιατί κανείς ποτέ ορθόδοξος χριστιανός δεν ταύτισε στη σκέψη του τα τίμια λείψανα με «θεούς». Μακαριστός π. ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΑΛΕΒΙΖΟΠΟΥΛΟΣ (ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΠΑΡΑΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΩΝ ΟΜΑΔΩΝ).

Η Μονή Μπίστριτσα στην Ρουμανία
Στην Ρουμανία όταν λες Μπίστριτσα η σκέψη σου πηγαίνει σε δύο διάσημα μοναστήρια της Ρουμανίας, στην παλιά ησυχαστική λαύρα της Μολδαβίας και στη Βίλτσεα στα όρη Καπατσάνι κοντά στον ποταμό Μπίστριτσα. 

Στα 1497 ο Μπάρμπου Κραιοβεσκου έχτισε μια εκκλησιά και πηγαίνοντας στην Κωνσταντινούπολη συνεννοήθηκε με έναν Τούρκο να αγοράσει τα λείψανα του Αγίου Γρηγορίου. 

Δεχόμενος τις απαιτήσεις του Τούρκου έβαλαν σε μια ζυγαριά το λείψανο από την μια μεριά και από την άλλη χρυσά νομίσματα. Ενώ όμως είχε βάλει ελάχιστα νομίσματα, το λείψανο σηκώθηκε και στάθηκε στο ίδιο ύψος και όταν είδε ο Τούρκος το θαύμα φώναξε: ’’Κοίτα ο χριστιανός στον χριστιανό πάει’’...έτσι έφερε τα λείψανα στη Μονή Μπίστριτσα της Ολτενίας.

Όσιος Γρηγόριος ο Δεκαπολίτης. 
Μικρογραφία σε Βυζαντινὀ Μηνολόγιο τού 12ου αιώνα. 
Ιερά Μονή Δοχειαρίου Αγίου Όρους
πηγή
Το μοναστήρι το έκλεισαν οι κομμουνιστές το 1959 και το μετέτρεψαν σε επαγγελματική σχολή του υπουργείου υγείας. 

Το άφθαρτο άγιο λείψανο να περίμενε 25 ολόκληρα χρόνια να ξανανοίξει ο Ναός και αυτό έγινε το 1984 με τιτάνιες προσπάθειες του επισκόπου Γερασίμου Κρίστεα.

Ο Άγιος Γρηγόριος ο Δεκαπολίτης γεννήθηκε στην Ειρηνούπολη της Δεκάπολης της Ισαυρίας στα νοτιοανατολικά της Μικράς Ασίας, γύρω στα 780 - 790. 

Ο πατέρας του λεγόταν Σέργιος και η μητέρα του Μαρία ενώ είχε και ένα αδελφό, για τον οποίο γνωρίζουμε μόνο, ότι ακολούθησε και αυτός τον μοναχικό βίο. 

Πνευματικό οδηγό στα πρώτα χρόνια είχε τη μητέρα του, ιδιαιτέρως ευσεβή, σε αντίθεση με τον πατέρα του και όταν έγινε οκτώ ετών φρόντισε να τον στείλει στους γραμματιστές για τη στοιχειώδη εκπαίδευση.

Όσιος Γρηγόριος ο Δεκαπολίτης. 
Τμήμα Εικόνας τού 16ου αιώνα
Κρατικό Ιστορικό Μουσείο της Ρωσίας
στην Μόσχα.
Ο Γρηγόριος δεν ακολούθησε ανώτερες σπουδές, αλλά επιδόθηκε στη λατρευτική ζωή και στην καθημερινή εγκράτεια ενώ καλλιέργησε και ποικίλες χειροτεχνικές δεξιότητες, αν και δεν γνωρίζουμε ποιές ακριβώς, οι οποίες του έδωσαν τη δυνατότητα να φροντίζει για τις ανάγκες τις δικές του και των γονέων του.

Εφηβο ακόμη οι γονείς του έσπευσαν να τον δώσουν σε γάμο και τον έστειλαν να συγκεντρώσει τα απαραίτητα αλλά ο Γρηγόριος ματαίωσε τα σχέδιά τους καταφεύγοντας σε ένα ηγούμενο στη Δεκάπολη, ο οποίος είχε μόλις απομακρυνθεί από την επισκοπή του και ζούσε στα γειτονικά όρη διωκόμενος από τους εικονομάχους.

Εκείνος τον παρότρυνε να γίνει μοναχός και τον έστειλε σε μία λαύρα εκεί κοντά ενώ ο πατέρας του πέθανε και η μητέρα του τον αναζήτησε για να τον παρακαλέσει να συνεχίσει την άσκησή του κοντά στον αδελφό του. 

Εν τω μεταξύ όμως ο ηγούμενος και κάποιοι μοναχοί πέρασαν από τη μεριά των εικονομάχων και ο Γρηγόριος τότε είχε το θάρρος να ομολογήσει την πίστη του και επέπληξε τον ηγούμενο μπροστά σε όλους τους μοναχούς. 

Ο ηγούμενος διέταξε να τον χτυπήσουν και ο Αγιος χτυπημένος και γεμάτος πληγές πήγε σε ένα άλλο μοναστήρι της Δεκαπόλεως όπου ηγούμενος ήταν ένας θείος του ο Συμεών και εκεί έμεινε 14 χρόνια.

Ανεβαίνοντας τα σκαλιά της πνευματικής ζωής μια φωνή τον προέτρεψε να φύγει από την Δεκάπολη και να πάει σε άλλα μέρη. Έτσι έζησε έναν χειμώνα στην Έφεσο σε μοναστήρι και από εκεί κατά σειρά πέρασε από την Προικόνησο, την Μακεδονία, την Θεσσαλονίκη και την Κόρινθο. 

Όσιος Γρηγόριος ο Δεκαπολίτης. 
Μικρογραφία στό Μηνολόγιο του Βασίλειου Β ', 985. 
Σήμερα βρίσκεται στην Βιβλιοθήκη του Βατικανού.
Από εκεί πέρασε στη Ρώμη όπου έζησε τρεις μήνες και και κατόπιν πήγε στις Συρακούσες όπου έμεινε ένα χρόνο ενώ αργότερα επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη μένοντας στη Μονή του Αγίου Μηνά.

Έγινε γνωστός για το διορατικό του χάρισμα ,τη δύναμη της προσευχής του τα πολλά του θαύματα, όπως λέγει ο Ιγνάτιος ο διάκονος που κατέγραψε τον βίο του και τους πύρινους λόγους του ενάντια στους εικονομάχους.

Το 841 όμως ο Γρηγόριος ασθένησε βαριά αλλά παρά την ασθένειά του ζήτησε να τον μεταφέρουν στην Κωνσταντινούπολη. 

Ο Συμεών είχε μάθει για την ασθένεια του οσίου και με γράμμα του τον είχε παρακαλέσει να τον δει για τελευταία φορά, έτσι ο Γρηγόριος ήθελε να συναντήσει τον πνευματικό του πατέρα Συμεών, αιχμάλωτο τότε του Θεόφιλου.

Στην Κωνσταντινούπολη ο Γρηγόριος έφθασε τον Ιανουάριο του 842, μετά τον θάνατο του αυτοκράτορα Θεόφιλου, και ο Συμεών είχε μόλις απελευθερωθεί, όταν τον συνάντησε ενώ παρέμεινε στη βασιλεύουσα τους επόμενους μήνες δοκιμαζόμενος από την ασθένεια και λίγο πριν πεθάνει ζήτησε να τον μεταφέρουν στο άγιο όρος του Ολύμπου της Βιθυνίας, όπου και κοιμήθηκε, τον Νοέμβριο του 842.

Η μνήμη του εορτάζεται στις 20 Νοεμβρίου και την ακολουθία του έγραψε ο μητροπολίτης Μυρών Ματθαίος. 


ΤΑ ΙΕΡΑ ΛΕΙΨΑΝΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΚΑΛΛΙΔΗ.

πηγή

Φυλάσσονται μέσα σε περικαλλή λάρνακα αριστερά του κυρίως ναού του Αγίου Δημητρίου, στην Θεσσαλονίκη.

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Στην Ορθόδοξη Εκκλησία αποδίδουμε στα Αγία λείψανα τιμή και ευλαβική προσκύνηση, η όποια όμως δεν αποτελεί λατρευτική προσκύνηση η λατρεία. Τούτο γιατί κανείς ποτέ ορθόδοξος χριστιανός δεν ταύτισε στη σκέψη του τα τίμια λείψανα με «θεούς». Μακαριστός π. ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΑΛΕΒΙΖΟΠΟΥΛΟΣ (ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΠΑΡΑΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΩΝ ΟΜΑΔΩΝ).



πηγή
Ο Άγιος Γρηγόριος ο Καλλίδης γεννήθηκε στις 24 Ιανουαρίου του 1844 από τον Ιωάννη και την Ευφροσύνη, στο Χρυσάμπελο (Κούμβαο) της επαρχίας Ηρακλείας της Ανατολικής Θράκης.

Από μικρός έδειξε κλίση προς την ιεροσύνη και έτσι προσλήφθηκε στην υπηρεσία του Μητροπολίτου Σηλυβρίας Μελετίου Θεοφιλίδη του Θεσσαλονικέως, από τον οποίο έλαβε τον πρώτο βαθμό της ιεροσύνης το 1862 ενώ μαθήτευσε με επιμέλεια στα εκπαιδευτήρια των Σερρών με Διευθυντή τον Ι. Πανταζίδη και ολοκλήρωσε τις σπουδές του στη Ριζάρειο Σχολή και στη Θεολογική Σχολή του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.

Στην Αθήνα ο Μητροπολίτης Θεόφιλος Βλαχοπαπαδόπουλος τον προεχείρισε σε Αρχιδιάκονό  και το 1873 βρίσκει τον Γρηγόριο Σχολάρχη στη Ραιδεστό, το 1874 πρωτοσύγκελλο του Μητροπολίτου Ηρακλείας Παναρέτου και ιεροκήρυκα μέχρι να λάβει τον τρίτο βαθμό της ιερωσύνης, ονομαζόμενος επίσκοπος Ναζιανζού στις 24 Μαρτίου του 1875 ενώ ως βοηθός επίσκοπος του Μητροπολίτου Ηρακλείας με πολλή σύνεση μαζί με τους προκρίτους διαφύλαξε την πόλη της Ραιδεστού από την επιδρομή των 45 χιλιάδων Κιρκασίων κατά τον Ρωσοτουρκικό πόλεμο.

ο Άγιος Γρηγόριος ο Καλλίδης ως μητροπολίτης στα Ιωάννινα
Στους χρόνους της βουλγαρικής εξαρχείας απεστάλη από το Πατριαρχείο στην Ανδριανούπολη ως έξαρχος μετά τις εκεί βιαιότητες κατά του Μητροπολίτου Διονυσίου του Ε’, του μετέπειτα Οικουμενικού Πατριάρχου (1887 - 1891) για να τον αντιπροσωπεύσει μια και αυτός θα απουσίαζε νοσηλευόμενος στην Κωνσταντινούπολη.

Μετά από τρίμηνη παραμονή στην Ανδριανούπολη εξελέγη στις 12 Μαΐου του 1879 Μητροπολίτης Τραπεζούντος από τον Πατριάρχη Ιωακείμ το Γ’ τον Μεγαλοπρεπή κατά την πρώτη πατριαρχεία του.

Την επαρχία της Τραπεζούντος ο Γρηγόριος Καλλίδης εποίμανε για πέντε χρόνια και αναδείχθηκε άξιος διάδοχος των αειμνήστων προκατόχων του, που λάμπρυναν τον μητροπολιτικό αυτό θρόνο των Κομνηνών και της Τραπεζούντος. Από την ημέρα της ενθρονίσεώς του επιμελήθηκε του έργου της περιφρουρήσεως του ποιμνίου του από τις επιθέσεις των περιοίκων μεταναστών Τούρκων αλλά και για την ελάττωση της βαριάς φορολογίας των χριστιανών. 

Ο άγιος Γρηγόριος Καλλίδης
Εικόνα στον Ιερό Ναό Αγίου Δημητρίου
Θεσσαλονίκης.
πηγή
Αποκατέστησε την ειρήνη και την ομόνοια μεταξύ του ποιμνίου του και ανασυνέταξε τους κοινοτικούς κανονισμούς της ορθόδοξης κοινότητας των Ρωμηών ενώ με τη βοήθεια των μεγάλων ευεργετών Θεοφυλάκτου και Φωκίωνος Κιούση δημιούργησε προσοδοφόρα κτήματα από τα έσοδα των οποίων να καλύπτεται ο προϋπολογισμός των σχολείων και για αυτή μάλιστα την ενέργειά του τον συνεχάρη το Πατριαρχείο με προσωπική επιστολή στις 13 Ιουνίου 1880.

Επί της αρχιερατείας του στην Τραπεζούντα το 1879 η Μεγάλη Εκκλησία, αφού απέσπασε τις εξαρχίες των τριών Σταυροπηγιακών Μονών Σουμελά, Βαζελώνος και Περιστερεώτα, τις υπήγαγε στην άμεση διοίκηση της μητροπόλεως Τραπεζούντος, με την ελπίδα της καλύτερης συγκρότησης και του ανετέθη επίσης με συνοδικό γράμμα στις 22 Οκτωβρίου 1879 από τον Πατριάρχη Ιωακείμ Γ’ και το καθήκον της εποπτείας των τριών αυτών Σταυροπηγιακών Μονών, οπότε και ανέλαβε την υποχρέωση να τις επισκέπτεται σε τακτά χρονικά διαστήματα.

Στις 20 Μαρτίου του 1885 ο Τραπεζούντιος Γρηγόριος Καλλίδης εξελέγη στον θρόνο της Αγιωτάτης Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης μέσα σε κλίμα ενθουσιασμού.

Κατά την περίοδο της αρχιερατείας του Γρηγορίου Καλλίδη βρισκόταν σε κορύφωση το κοινοτικό ζήτημα της Θεσσαλονίκης, με έντονες διενέξεις που είχαν να κάνουν με την εκλογή των τοπικών αρχόντων της πόλης. Εκείνη την εποχή άρχισαν να αποδυναμώνονται οι εύποροι συντεχνίτες που διεκδικούσαν μια αδιαφιλονίκητη εκλογή στη δημογεροντία και την αντιπροσωπεία της κοινότητας. Τα ισχυρά μέλη των κοινοτικών οργάνων της περιοχής ήταν έμποροι, δικηγόροι και γιατροί. Οι ηγέτες του συντεχνιακού κόσμου ζητούσαν επίμονα να αλλάξουν τους όρους του εκλογικού παιχνιδιού, που πια δεν τους ευνοούσε και έτσι ξέσπασαν οι γνωστές διαμάχες της δεκαετίας του 1880 που κατέληξαν στη μετάθεση του Μητροπολίτου Γρηγορίου Καλλίδη. 

Ο άγιος Γρηγόριος στην εορτή για τα 50 χρόνια της
αρχιεροσύνης του στην Θεσσαλονίκη

Ως Μητροπολίτης Ιωαννίνων κλήθηκε αριστίνδην συνοδικό μέλος και έρχεται πάλι στην Κωνσταντινούπολη το 1892 και εκεί διετέλεσε πρόεδρος της διευθύνουσας επιτροπής του πατριαρχικού τυπογραφείου, πρόεδρος της επιτροπής διαχείρισης των μοναστηριακών κτημάτων και μέλος της εφορίας της Ιεράς Θεολογικής Σχολής ενώ στα Ιωάννινα επέστρεψε και πάλι τον Μάιο του 1894.

Κατά τον πόλεμο του 1897 μαζί με τους γενικούς προξένους προφύλαξε την πόλη των Ιωαννίνων από τους Τούρκους, οπότε και τιμήθηκε παρά του Αντιβασιλεύοντος Διαδόχου Κωνσταντίνου με το παράσημο των Ανωτέρων Ταξιαρχών του Σωτήρος Χριστού, λαμβάνοντας συγχρόνως από τον Αυτοκράτορα της Ρωσίας τον μεγαλόσταυρο της Αγίας Άννης και από τον ηγεμόνα του Μαυροβουνίου το μεγαλόσταυρο Δανιήλου. 

Ας σημειωθεί εδώ και η αναγνώριση της αξίας του Ιεράρχου και από την Τουρκική πλευρά ενωρίτερα, όταν τιμήθηκε από τον Σουλτάνο τον Νοέμβριο του 1885 με το επίσημο παράσημο Οσμανιέ Β’ τάξεως. Διετέλεσε συνοδικός επί των Πατριαρχών Νεοφύτου του Η’, Κωνσταντίνου Ε’ και Ιωακείμ του Γ’ και έγινε πρόεδρος του Εθνικού Συμβουλίου, οπότε και έλαβε τον σερβικό μεγαλόσταυρο του Αγίου Σάββα.

Η Λάρνακα με τα λείψανα του Αγίου Γρηγόριου Καλλίδη
στον Ιερό Ναό Αγίου Δημητρίου Θεσσαλονίκης.
Στις 22 Μαΐου του έτους 1902 ο Πατριάρχης Ιωακείμ ο Γ’ προεβίβασε τον Γρηγόριο στη γεροντική Μητρόπολη Ηρακλείας και Ραιδεστού στη θέση του Ιερωνύμου για να εκλεγεί στα Ιωάννινα ο Νικαίας Σωφρόνιος. 

Οι άλλοι συνυποψήφιοι για την Μητρόπολη Ηρακλείας ήταν ο Αμασείας Άνθιμος και ο Βεροίας Κωνσταντίνος. Ο πρώην Ηρακλείας Ιερώνυμος κατεστάθη και πάλιν Μητροπολίτης Νικαίας. Στη διοίκηση της επαρχίας του εκτός των περιοχών Ραιδεστού και Χαριουπόλεως διόρισε επισκόπους τον επίσκοπο Ναζιανζού Γερμανό στα τμήματα Ηρακλείας και Τυρολόης και τον επίσκοπο Χαριουπόλεως Φιλόθεο στα τμήματα Κεσσάνης, Μαλγάρων και Μακράς Γέφυρας.

Αγιος Γρηγόριος Καλλίδης

Η Εκκλησία της Ηρακλείας που ιδρύθηκε από τον πρωτόκλητο Απόστολο Ανδρέα υπήρξε η πρωτεύουσα Μητρόπολη στη Θράκη και σε αυτήν υπαγόταν και η επισκοπή Βυζαντίου, η μετέπειτα Κωνσταντινούπολη.

Στην Δ’ Οικουμενική Σύνοδο της Χαλκηδόνας το 451 η Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης ανυψώθηκε σε Νέα Ρώμη όμως ο Μητροπολίτης Ηρακλείας διατηρούσε το δικαίωμα να εγχειρίζει στον εκάστοτε Οικουμενικό Πατριάρχη την πατριαρχική ράβδο. 

Στα πρώτα χρόνια της αρχιερατείας του στην Μητρόπολη Ηρακλείας ανεκόμισε και παρέδωσε σε Ουγγρική αντιπροσωπεία τα οστά του πρίγκιπα της Τρανσυλβανίας Φραγκίσκου του Β’, του Ρακότση και άλλων Ούγγρων εξορίστων κατά τις αρχές του ΙΗ’ αιώνος μετά την ειρήνη του Κάρλοβιτς, που ήταν θαμμένα στον περίβολο του ναού της Παναγίας της Ρευματοκράτειρας. 

Για αυτό το λόγο τιμήθηκε από την Αυστριακή Κυβέρνηση με τον μεγαλόσταυρο του Φραγκίσκου Ιωσήφ ενώ στην πενταετία 1902 - 1907 ο Μητροπολίτης Ηρακλείας Γρηγόριος με τη βοήθεια Ελλήνων διπλωματών κατάφερε να προφυλάξει την επαρχία του από τον κίνδυνο της Ουνίας, η οποία από τα μέσα του 19ου αιώνα είχε κάνει την εμφάνισή της στην περιοχή, όπως κι από τη δράση τω Βουλγάρων εξαρχικών.

Άγιος Γρηγόριος Καλλίδης

Συνεργάστηκε με τους ομογενείς Αρμένιους, Τούρκους και Ιουδαίους, για να μη δεινοπαθήσει η Ραιδεστός και αξιώθηκε να υποδεχθεί στις 7 Ιουλίου του 1920 τον Ελευθερωτή Ελληνικό Στρατό της μεραρχίας της Σμύρνης και την επόμενη μέρα τον νεαρό βασιλιά Αλέξανδρο.

Περιήλθε τη Θεσσαλία κα την Μακεδονία παροτρύνοντας και ενθαρρύνοντας την επάνοδο των εκεί προσφύγων Θρακών στις πατρίδες τους και παρά την προχωρημένη ηλικία του, συνέχισε εργαζόμενος ακούραστα στη θρακική έπαλξη για την πνευματική κατάρτιση του ποιμνίου του συναπολαμβάνοντας με αυτό τη δωρηθείσα ελευθερία της Θράκης. 

Τις δόξες όμως αυτές και τις τιμές ήλθε να αφανίσει η μαύρη συμφορά, ο χαλασμός του 1922, που ξερίζωσε τον προαιώνιον ελληνισμόν της Μικράς Ασίας και της Ανατολικής Θράκης από τις πατρογονικές εστίες. Έτσι ο Μητροπολίτης Γρηγόριος με την προσφυγική ράβδο σαν άλλος Μωυσής, μεγαλόψυχος παρήγορος του εκτοπιζομένου ποιμνίου του, τους οδήγησε με ασφάλεια στην Ελλάδα και τα τελευταία χρόνια της ζωής του τα πέρασε στη Θεσσαλονίκη σχολάζων, χωρίς να θελήσει να αναλάβει νέα Μητρόπολη.

Φορητή εικόνα του Αγίου Γρηγορίου Καλλίδη στον Ιερό
Ναό του Αγίου Νικολάου Ζίτσας στα Ιωάννινα.

Στις 12 Απριλίου (Κυριακή των Βαΐων) του 1925 ο Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Γεννάδιος Αλεξιάδης και η κοινότητα της Θεσσαλονίκης τίμησαν τον Μητροπολίτη Γρηγόριο με αφορμή τη συμπλήρωση πενήντα ετών θεοφιλούς και εθνωφελούς αρχιερατείας.

Μετά από πανηγυρική Θεία Λειτουργία ακολούθησε αυτή η σεμνή τελετή στον Άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά παρουσία του Οικουμενικού Πατριάρχου Κωνσταντίνου, Μητροπολιτών του Οικουμενικού Πατριαρχείου και της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ελλάδος, εκπροσώπων του Αγίου Όρους και του ελληνικού κράτους στρατιωτικών και τοπικών αρχόντων. 

Ο Μητροπολίτης Γρηγόριος, Αρχιεπίσκοπος Ηρακλείας και Ραιδεστού, μετά από σύντομη ασθένεια, άφησε την τελευταία του πνοή τα μεσάνυχτα της Πέμπτης 23 Ιουλίου του 1925 και η εξόδιος ακολουθία του έγινε με περισσή μεγαλοπρέπεια ενώ η σορός του με πομπή κατέληξε στο νεκροταφείο της Ευαγγελίστριας, όπου κηδεύτηκε δημοσία δαπάνη.

Στις 20 Οκτωβρίου 1979 ο Παναγιώτατος Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης κυρός Παντελεήμων ο Β’ έκανε την ανακομιδή των ιερών λειψάνων του, τα οποία βρέθηκαν να ευωδιάζουν και να επιτελούν από τότε πλήθος θαυμάτων. Επίσης μετά από ενέργειες του Παντελεήμονος του Β’ στην Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος και το Οικουμενικό Πατριαρχείο έγινε με πατριαρχική και συνοδική πράξη στις 22 Μαΐου 2003 η επίσημη κατάταξη του Αγίου Γρηγορίου και ορίσθηκε ημέρα μνήμης του η 25η Ιουλίου (ημέρα κοιμήσεώς του) και η 20η Οκτωβρίου (επέτειος της ανακομιδής του) ως δεύτερη εορτή του.

Την Πατριαρχική και Συνοδική Πράξη κόμισε ο ίδιος ο Οικουμενκός Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαίος ο Α’ με πατριαρχική συνοδεία, ο οποίος προέστει και στην ακολουθία – δοξολογία της κατατάξεως του Αγίου Γρηγορίου στο αγιολόγιο της Εκκλησίας μας, στον Ιερό Ναό του Αγίου Δημητρίου στις 29 Μαΐου 2003.
            Βιβλιογραφία
    Πρωτ.π.Γεωργίου Θεοδωρή «Ιερός Ναός Αγίου Δημητρίου-Πολιούχου. Προσκυνηματικός οδηγός». Θεσσαλονίκη.
    Αντώνιος Πατρικίου: «Ο Άγιος Γρηγόριος ( Καλλίδης)» Μητροπολίτης Ηρακλείας και Ραιδεστού. Έκδόσεις Τέρτιος.
    Πρωτ. Αστερίου Καραμπατάκη «Οι Άγιοί μας» Θεσσαλονίκη.