Φυλάσσεται στην Ιερά Μονή Αγίου Γεωργίου Μαλεσίνας, στην Φθιώτιδα.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Στην Ορθόδοξη Εκκλησία αποδίδουμε στα Αγία λείψανα τιμή και ευλαβική προσκύνηση, η όποια όμως δεν αποτελεί λατρευτική προσκύνηση η λατρεία. Τούτο γιατί κανείς ποτέ ορθόδοξος χριστιανός δεν ταύτισε στη σκέψη του τα τίμια λείψανα με «θεούς». Μακαριστός π. ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΑΛΕΒΙΖΟΠΟΥΛΟΣ (ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΠΑΡΑΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΩΝ ΟΜΑΔΩΝ).
|
Άγιος Νικηφόρος ο Ομολογητής, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Τοιχογραφία τού 1316 στον Ναό του Αγίου Νικήτα στο Chucher - Sandevo των Σκοπίων από τους Θεσσαλονικιούς Αγιογράφους Μιχαήλ και Ευτυχή Αστραπά. |
Πληροφορίες για τον βίο και το έργο του Αγίου Νικηφόρου, αντλούμε από τον Βίο του που συνέγραψε ο μοναχός Ιγνάτιος, από τη χρονογραφία του Θεοφάνη και εμμέσως από το συγγραφικό έργο του ιδίου.
Οι πληροφορίες που έχουμε για την προσωπική ζωή και κυρίως για τη νεαρή ηλικία του Αγίου Νικηφόρου δυστυχώς ακόμη και σήμερα, μας είναι ελλιπείς.
Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 758 από επιφανή και εικονόφιλη οικογένεια, τον Θεόδωρο και την Ευδοκία, ο πατέρας του κατείχε το αξίωμα του αυτοκρατορικού γραμματέα (ασηκρήτις), όμως εξορίστηκε από τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Ε΄ στην Πημόλισσα του Πόντου, πιθανότατα κατά το 760, τον ανακάλεσε εκ νέου στο παλάτι αλλά εξορίστηκε και για δεύτερη φορά, στη Νίκαια της Βιθυνίας, όπου και απεβίωσε το 767.
|
Άγιος Νικηφόρος ο Ομολογητής, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Βυζαντινό Μηνολόγιο Ιουνίου, του 14ου αιώνα, βρίσκεται στην Bodleian βιβλιοθήκη στην Οξφόρδη, Αγγλία. |
Ο Νικηφόρος όταν ανέλαβε και αυτός το αξίωμα του Ασηκρήτη, πιθανόν επί Λέοντα Δ΄, η μητέρα του Ευδοκία αποσύρθηκε σε μοναστήρι και απεβίωσε, την περίοδο που ο Νικηφόρος ήταν Πατριάρχης.
Ο Νικηφόρος δεν ήταν το μοναδικό παιδί του Θεόδωρου και της Ευδοκίας, σύμφωνα με μια επιστολή του Άγιου Θεόδωρου του Στουδίτη (πρόκειται για τη μοναδική πηγή που διασώζει κάποιες ελάχιστες πληροφορίες για το θέμα), ο Νικηφόρος είχε κάποια αδέλφια, τα οποία φαίνεται ότι απεβίωσαν κι εκείνα κατά την περίοδο της πατριαρχίας του.
Όσον αφορά στην παιδική του ηλικία, είναι άγνωστο εάν και κατά πόσο ακολούθησε ο μόλις λίγων ετών Νικηφόρος τους γονείς του στην εξορία ή εάν φιλοξενήθηκε σε οικείο περιβάλλον στην πρωτεύουσα ενώ ως προς την εκπαίδευση, δεν διευκρινίζεται πότε ξεκίνησε τις σπουδές του ή σε ποιο βαθμό τις έφτασε.
Είναι βέβαιο πως λόγω της κοινωνικής του θέσης ολοκλήρωσε την εγκύκλιο παιδεία ενώ από το εγκώμιο του βιογράφου Ιγνατίου, συμπεραίνουμε ότι μελέτησε αστρονομία, γεωμετρία, μουσική, αριθμητική καθώς επίσης και φιλοσοφία, επομένως, έλαβε την κοσμική παιδεία όπως άρμοζε, ωστόσο τα θεολογικά του συγγράμματα μαρτυρούν αναμφίβολα πως είχε βαθύτατες θεολογικές γνώσεις και πως μελέτησε τη θεολογία πιθανώς καθοδηγούμενος από τον πατριάρχη Ταράσιο.
|
Άγιος Νικηφόρος ο Ομολογητής, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Τοιχογραφία του 1350 στον Ναό του Χριστού Παντοκράτορα της Μονής Βισόκι Ντέτσανι, Σερβία. |
Το 784, επί αυτοκράτορος Κωνσταντίνου του ΣΤ΄, πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως εκλέχθηκε ο Ταράσιος που το 787 συγκάλεσε την Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδο, αποτέλεσμα των εργασιών της οποίας ήταν η αναστήλωση των εικόνων και εκεί γίνεται η πρώτη ιστορική αναφορά στο πρόσωπο του Νικηφόρου ως αυτοκρατορικού γραμματέα.
Σύμφωνα με τον βιογράφο του Ιγνάτιο, φαίνεται πως είχε ενεργό ρόλο καθώς, εγχειρισθεὶς βασιλικὸν επιφώνημα, διατύπωσε με πύρινη γλώσσα την θέση του για τις εικόνες, όμως στα πρακτικά της Συνόδου ο Νικηφόρος φέρεται ότι απλώς ανέγνωσε δημόσια την επιστολή του πάπα Αδριανού μεταφρασμένη στα ελληνικά.
Το 797, επί αυτοκράτειρας Ειρήνης της Αθηναίας, ο Νικηφόρος, ύστερα από θητεία είκοσι περίπου χρόνων, αποσύρθηκε από την αυτοκρατορική γραμματεία με την προοπτική να απομακρυνθεί από τα κοινά, επειδή τα εγκόσμια δεν του επέτρεπαν να καλλιεργήσει και να βιώσει τη πνευματική ζωή που ποθούσε και κατέφυγε σε μια ερημική τοποθεσία κοντά στην Προποντίδα του Βοσπόρου.
|
Σύγχρονη εικόνα του Αγίου Νικηφόρου, Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως του Ομολογητή πηγή |
Εκεί παρέμεινε έως ότου διορίστηκε διευθυντής στο μεγαλύτερο δημόσιο πτωχοκομείο της Πόλης και εν συνεχεία στο Μέγα Ορφανοτροφείο της Κωνσταντινούπολης ενώ τον Φεβρουάριο του 806 απεβίωσε ο πατριάρχης Ταράσιος, αφήνοντας κενό τον πατριαρχικό θρόνο.
Ο αυτοκράτορας Νικηφόρος Α΄ απευθύνθηκε ως είθισται, στον εκκλησιαστικό κλήρο για την υπόδειξη υποψηφίου κατά πλειοψηφία για τον πατριαρχικό θρόνο, κάτι που δεν ευόδωσε, αφού δεν υπήρξε σύμπνοια μεταξύ του κοσμικού κλήρου και των μοναχών, έτσι ο αυτοκράτορας υπέδειξε τον λαϊκό Νικηφόρο, του οποίου η εκλογή κυρώθηκε με τυπική ψηφοφορία από λαϊκούς και κληρικούς.
Οι μόνοι που αντιτάχθηκαν στην απόφαση του αυτοκράτορα ήταν οι Θεόδωρος και Πλάτων Στουδίτης, οι οποίοι μάλιστα φυλακίστηκαν για εικοσιτέσσερις ημέρες, έως ότου ολοκληρωθεί η ενθρόνιση του νέου πατριάρχη.
Μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα πέρασε όλα τα στάδια της ιεροσύνης, εκάρη μοναχός στις 5 Απριλίου στο μοναστήρι των αγίων Σέργιου και Βάκχου, στις 9 Απριλίου χειροτονήθηκε σε διάκονο και στις 10 Απριλίου σε πρεσβύτερο, ενώ η ενθρόνιση πραγματοποιήθηκε την Κυριακή του Πάσχα στις 12 Απριλίου του 806 στην Αγία Σοφία από τους μητροπολίτες Νικόλαο Καισαρείας, Λέοντα Ηρακλείας Θράκης και Θωμά Θεσσαλονίκης.
|
Άγιος Νικηφόρος ο Ομολογητής, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Τοιχογραφία του 1318 στο Καθολικό της Μονής Γκρατσάνιτσα στο Κόσοβο της Σερβίας. |
Το διάστημα στο οποίο ο Νικηφόρος ανέλαβε τα νέα του καθήκοντα, έδειξε να συμβιβάζεται με την εχθρική στάση που κρατούσε το παλάτι απέναντι στη Ρώμη, καθώς και με τα σκληρά μέτρα που λάμβανε κατά των Στουδιτών, ουδέποτε ήρθε σε αντιπαράθεση με τον αυτοκράτορα Νικηφόρο Α΄, μάλιστα αποδέχθηκε την επαναφορά του αφορισμένου ιερέα Ιωσήφ.
Επί Ταρασίου, ο Κωνσταντίνος ΣΤ΄ είχε κλείσει την πρώτη του γυναίκα σε μοναστήρι, για να παντρευτεί την Θεοδότη, το μυστήριο είχε τελέσει ο ιερέας των ανακτόρων Ιωσήφ και η αυτοκράτειρα Ειρήνη πίεσε τον πατριάρχη, ο οποίος δεχόταν επίθεση και από τους Στουδίτες, να αφορίσει τον Ιωσήφ, όπως και έγινε.
Με την ενθρόνιση του Νικηφόρου, ο αυτοκράτορας μπορούσε να άρει τον αφορισμό ανταμείβοντάς τον για τις υπηρεσίες που του είχε προσφέρει κατά την στάση του Βαρδάνη του Τούρκου το 803 όμως συνέπεια αυτής της απόφασης ήταν οι τεταμένες σχέσεις του αυτοκράτορα και του πατριαρχείου με τον μοναστικό κλήρο, που οδήγησαν στην διάλυση της μονής του Στουδίου.
Όταν ο αυτοκράτορας Νικηφόρος Α΄ σκοτώθηκε στην μάχη κατά των Βουλγάρων, στην Πλίσκα, στις 26 Ιουλίου του 811, ο πατριάρχης Νικηφόρος υποστήριξε την ανάρρηση στον αυτοκρατορικό θρόνο του γαμπρού του Νικηφόρου Α΄, Μιχαήλ Α΄, ο οποίος βασίλεψε για πολύ μικρό χρονικό διάστημα (811 - 813), και εγκατέλειψε την εξουσία μετά από μία νέα νίκη των Βουλγάρων το 813.
|
Άγιος Νικηφόρος ο Ομολογητής, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Μωσαϊκό του 867, στον Καθεδρικό Ναό της Αγίας Σοφίας,στην Κωνσταντινούπολη. |
Στο διάστημα αυτό, ο πατριάρχης κατήργησε όσα διπλά μοναστήρια λειτουργούσαν ακόμα, επιπλέον, έγιναν σοβαρές προσπάθειες να αποκατασταθούν οι σχέσεις του πατριάρχη με τους Στουδίτες, καθώς τόσο ο αυτοκράτορας όσο και ο πάπας Λέων Γ΄ παρότρυναν επανειλημμένως και τις δύο πλευρές να έρθουν σε συμβιβασμό.
Επιπλέον, ο πατριάρχης απολογήθηκε για την στάση που κρατούσε, όσα χρόνια ήταν αναγκασμένος να εκτελεί τις αποφάσεις του αποθανόντος αυτοκράτορα Νικηφόρου Α΄, και καθαίρεσε τον ιερέα Ιωσήφ.
Ενώ ο πατριάρχης στο σύνολο της ζωής του κρατούσε χαμηλούς τόνους, μετριοπαθή, διπλωματική στάση, φέρεται ως υποκινητής της βίαιης επίθεσης που δέχθηκαν οι Παυλικιανοί, η μόνη αίρεση που εχθρεύτηκε το Βυζάντιο και σύμφωνα με τον Θεοφάνη, ο πατριάρχης εισηγήθηκε στον αυτοκράτορα την θανατική ποινή τους καθώς και των Αθιγγάνων, αυτός συμφώνησε, ανακάλεσε όμως, όταν οι Στουδίτες αντιτάχθηκαν σφοδρά.
Όσο στο εσωτερικό της αυτοκρατορίας συνέβαιναν αυτά, οι πολεμικές συρράξεις με τους Βούλγαρους ελλόχευαν, ο Κρούμος πρότεινε διάφορες συνθηκολογήσεις, στις οποίες ο αυτοκράτορας δίσταζε να λάβει αποφάσεις και ενώ ο πατριάρχης φαινόταν σύμφωνος, οι Στουδίτες ήταν αντίθετοι σε οποιαδήποτε διαπραγμάτευση.
|
Αγιος Νικηφόρος, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Μικρογραφία Μηναίου Μαρτίου, Αρχαιολογικό Μουσείο της Θεολογικής Ακαδημίας της Μόσχας. πηγή |
Οι συνεχόμενες ήττες και κυρίως εκείνη στη Βερσινικία κοντά στην Αδριανούπολη στις 22 Ιουνίου του 813, οδήγησαν στην ανατροπή του αυτοκράτορα και στις 11 Ιουλίου του 813, στέφθηκε ο Λέων ο Ε΄ ο Αρμένιος που ο αιφνίδιος θάνατος του Κρούμου του επέτρεψε στο να επικεντρωθεί στην ανοικοδόμηση του κράτους.
Το 814 ο εικονομάχος Λέων Ε΄ ανακίνησε το ζήτημα των εικόνων και συγκάλεσε μερίδα κληρικών, για να συνθέσουν ανθολόγιο βασισμένο στα πρακτικά της συνόδου της Ιέρειας, το οποίο θα αναδείκνυε εικονομαχικά επιχειρήματα.
Ο Νικηφόρος, φοβούμενος νέα περίοδο εικονομαχίας, αρνήθηκε κάθε συζήτηση περί και αποχώρησε ενώ παραμονή Χριστουγέννων του 814, συγκάλεσε επιφανείς κληρικούς και μοναχούς στο πατριαρχείο, όπου ανέγνωσαν το ανθολόγιο, το μελέτησαν και απέρριψαν όλες τις παραπομπές του.
Ανήμερα Χριστουγέννων του 814, ο Λέων Ε΄ κάλεσε τον Νικηφόρο στο παλάτι, όπου μετά από ατελέσφορη συζήτησή, ξεκίνησε ουσιαστικά η 2η φάση της εικονομαχίας, το 815 ο Νικηφόρος αναγκάστηκε να παραιτηθεί και πατριάρχης ανήλθε ο προσκείμενος στον εικονομάχο Λέων Ε΄, Θεόδοτος Μελισσηνός.
Ο Νικηφόρος, αποσύρθηκε αρχικά στη μονή του Αγαθού, που βρισκόταν βόρεια της Χρυσούπολης και έπειτα με εντολή του Λέοντος Ε΄, μεταφέρθηκε στην απομακρυσμένη μονή του Αγίου Θεοδώρου κοντά στον Ακρίτα (Αρετζούν) όπου εκεί πιθανώς ασχολήθηκε με τη συγγραφή των έργων του.
Το 820, ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Β΄ πρότεινε εκ νέου τον πατριαρχικό θρόνο στον Νικηφόρο, με τον όρο να μην αναμοχλεύσει το θέμα των εικόνων, αυτός όμως αρνήθηκε και επέλεξε να περάσει το υπόλοιπο της ζωής του μακριά από την Κωνσταντινούπολη, στη μονή του Αγίου Θεοδώρου, όπου και απεβίωσε στις 2 Ιουνίου του 828.
Μετά το τέλος της εικονομαχίας και την αναστήλωση των ιερών εικόνων, με αίτηση του Πατριάρχη Μεθοδίου στους βασιλείς Μιχαήλ και Θεοδώρα, έγινε η ανακομιδή του λειψάνου του Αγίου Νικηφόρου, μάλιστα, με βασιλικό πλοίο, με το οποίο ο Πατριάρχης Μεθόδιος παρέλαβε το λείψανο του Αγίου Νικηφόρου, το όποιο για 19 χρόνια έμεινε ακέραιο και άθικτο και κατετέθηκε «κατησπάζοντο καὶ ἐπ’ ὤμων φέροντες, εν τῇ μεγάλῃ απέθεντο Ἐκκλησία», στην Αγία Σοφία ενώ στις 13 Μαρτίου του 846 , το κατέθεσαν στο ναό των Αγίων Αποστόλων.
Η μνήμη του τιμάται στις 2 Ιουνίου και η ανακομιδή των λειψάνων του από την Ορθόδοξη και την Καθολική Εκκλησία στις 13 Μαρτίου.