Τετάρτη 29 Οκτωβρίου 2025

ΤΑ ΛΕΙΨΑΝΑ ΑΓΙΟΥ ΛΕΩΝΙΔΗ ΤΟΥ ΤΡΟΙΖΗΝΙΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΣΥΝΟΔΕΙΑΣ ΑΥΤΟΥ.

πηγή

Φυλάσσονται σε περίτεχνη λειψανοθήκη στον Ιερό Ναό του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου στην Νέα Επίδαυρο της Αργολίδος. 


Ο Άγιος Λεωνίδης ο Τροιζήνιος και η Συνοδεία αυτού: Χαρίσσα (ή Χαρίεσσα),
Νίκη, Γαληνή, Καλλίς, Νουνεχία, Βασίλισσα
 και Θεοδώρα.
πηγή
Τα μόνα στοιχεία που έχουν διασωθεί για τον Άγιο και την συνοδεία του, αφορούν κυρίως στην σύλληψη και το μαρτυρικό τέλος τους ενώ διάφοροι συγγραφείς της εποχής τους συγχέουν τον Άγιο μάρτυρα Λεωνίδη τον Τροιζήνιο με τον σύγχρονο του όσιο Λεωνίδη επίσκοπο Αθηνών.

Ο Άγιος Λεωνίδης ο Τροιζήνιος έζησε τον 3ο αιώνα και η ιεραποστολική του δράση απλωνόταν σε ολόκληρη την περιοχή της Τροιζηνίας μέχρι την Πεδιάδα (σημερινή Νέα Επίδαυρο) στα όρια της αρχαίας Επισκοπής «Δαμαλών, Φαναρίου και Πεδιάδος» όμως οι πηγές δεν μας μαρτυρούν εάν ο Άγιος ήταν μοναχός ή ιερέας.

Φορητή εικόνα του Αγίου Λεωνίδη και της Συνοδείας αυτού
στον ομώνυμο ιερό ναό στην Νέα Επίδαυρο.
πηγή


Συνελήφθη το Μεγάλο Σάββατο του 251, ήταν
«Έξαρχος χορού γυναικών», χωρίς να διευκρινίζεται αν ήταν χοράρχης  χορωδίας ή πνευματικός οδηγός στην συνοδεία που τον ακολουθούσε. Μπορούμε να υποθέσουμε όμως ότι ο Άγιος και η συνοδεία του αποτελούσαν μία πρώιμη μορφή μοναστικής συνοδείας.

Ο Άγιος Λεωνίδης βρέθηκε μετά των ανωτέρω αγίων γυναικών τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή του 251 στην Κόρινθο με σκοπό να τονώσουν το φρόνημα των εκεί χριστιανών που δοκιμάζονταν από τους διωγμούς του αυτοκράτορα Δεκίου. Οι αιρετικοί, όμως, της περιοχής τους εκδίωξαν, κατέφυγαν στην Τροιζηνία και συνέχισαν το κήρυγμα του Ευαγγελίου. 

Οι καταγγελίες συνεχίστηκαν και ο Ρωμαίος ηγεμόνας της Κορίνθου Ανθύπατος Βενούστος διέταξε τη σύλληψή τους την ώρα της Θείας Λειτουργίας του Μεγάλου Σαββάτου και την βίαιη προσαγωγή τους. Ακολούθησε η δίκη και η καταδίκη τους στην Κόρινθο όπου υπέστησαν φρικτά βασανιστήρια αλλά παρέμειναν ακλόνητοι στην πίστη τους. 

Ο Ρωμαίος αξιωματούχος βλέποντας τον Λεωνίδη να παραμένει ασάλευτος στην Πίστη του στον Χριστό διέταξε να τον κρεμάσουν και εν συνεχεία να ξεσχίσουν τις σάρκες του, ταυτόχρονα αναμμένες λαμπάδες έκαιγαν τα πλευρά του. Τα ίδια φρικτά βασανιστήρια υπέστησαν και οι επτά γυναίκες της συνοδείας του, που και αυτές παρέμειναν ακλόνητες στο πιστεύω τους. 

Φορητή εικόνα του Αγίου Λεωνίδη και της Συνοδείας αυτού
στον ομώνυμο ιερό ναό στην Νέα Επίδαυρο.
πηγή
Ο Ανθύπατος Βενούστος βλέποντας την στάση τους διέταξε τον καταποντισμό τους στον Κορινθιακό Κόλπο. Οι Άγιοι Μάρτυρες εφέροντο με συνοδεία να ριφθούν στη θάλασσα ενώ η
«μακαρία Χάρισσα έψαλλεν, ως ποτε η Προφήτις Μαριάμ», ενώ οι άλλες άγιες γυναίκες «συνεβοήθουν αυτή και συνέψαλλαν», την ίδια ωδή συνέχισαν στο πλοιάριο που επιβιβάστηκαν μέχρι που καταποντίστηκαν στο βυθό της θάλασσας  προσδεμένοι όλοι με πέτρες.

Η θάλασσα απέδωσε τα σώματα των Αγίων στους Χριστιανούς, εκβράστηκαν στην παραλία του Λεχαίου (κοντά στη Νέα Επίδαυρο) και ετάφησαν με τιμές. Στο χώρο αυτόν κτίστηκε μεγαλοπρεπής ναός, η θεμελίωση του οποίου έγινε επί αυτοκράτορος Μαρκιανού (450 - 457) καταστράφηκε όμως από ισχυρό σεισμό το 551.

Στις 12 Απριλίου του 1898, μετά από όραμα που είδε ο 17χρονος Ιωάννης Γεωργίου Μπιμπής του ενφανίστηκε η Υπεραγία Θεοτόκος, μαυροφορεμένη, με το Θείο βρέφος στην αγκαλιά της στο σημείο που έχει οικοδομηθεί ο ναός σήμερα και του υπέδειξε να σκάψει και θα βρει ανεκτίμητο θησαυρό. Ο νέος διηγήθηκε στην οικογένειά του το όραμα, προσευχήθηκε, πήρε μία σκαπάνη και με την ανατολή του ήλιου πήγε στο σημείο που του είχε υποδείξει η Παναγία.

Η μαρμάρινη λάρνακα στην οποία βρέθηκαν τα λείψανα του
Αγίου Λεωνίδι και της Συνοδείας αυτού.
πηγή
Έκανε την προσευχή του, πήρε μια σκαπάνη και με τα πρώτα χτυπήματα βρέθηκε ένα τρίπτυχο επίχρυσο Βυζαντινό εικόνισμα. Είχε από έξι Αποστόλους στο αριστερό και δεξιό φύλλο και στο κέντρο του τριπτύχου εικονιζόταν η Υπεραγία Θεοτόκος με το Θείο Βρέφος όπως την είχε οραματιστεί.

Το 1903 ο Ιωάννης Μπιμπής αναχώρησε στην Αμερική παίρνοντας μαζί του το σεπτό εικόνισμα και απεβίωσε το 1916 στην ξενιτιά χωρίς να αποκτήσει οικογένεια, οπότε η εικόνα χάθηκε μαζί με τα ατομικά του υπάρχοντα.

Μερικά χρόνια μετά την εύρεση της εικόνας η μητέρα του Σταματίνα έβλεπε κατά διαστήματα στον ύπνο της έναν γαλήνιο άνδρα μέσης ηλικίας με ασκητική και γαλήνια φυσιογνωμία, ντυμένο με καφετί ράσο να κρατά ραβδί και ρωτούσε που βρίσκεται το εικόνισμα της Θεοτόκου. 

Το 1917 επισκέφθηκε την Νέα Επίδαυρο ο τότε Μητροπολίτης Αργολίδος Αθανάσιος στον οποίο ο γιός της Σταματίνας, Αντώνης περιέγραψε λεπτομερώς το ιστορικό της ανεύρεσης της Παναγίας και τα οράματα της μητέρας του. Ο Μητροπολίτης αφού τον άκουσε με ιδιαίτερη προσοχή, του έδωσε οδηγίες να συνεννοηθεί με τους ιερείς του Ναού της Ευαγγελίστριας, Ευάγγελο Καλαντζή και Ηλία Οικονόμου και τους επιτρόπους και να κάνουν εκσκαφή κάτω από το σημείο που είχε βρεθεί η Εικόνα της Θεοτόκου.

    Ο Ιερός Ναός του Αγίου Λεωνίδη και της Συνοδείας
αυτού, στην Νέα Επίδαυρο.
πηγή
Στις 20 Μαΐου του 1917 οι ιερείς, οι επίτροποι και πλήθος κόσμου  συγκεντρώθηκαν στον ιερό τόπο και την ανασκαφή ανέλαβαν οι Αντώνιος Μπιμπής, Λάζαρος Καπερώνης και Στυλιανός Κλώνης. 

Σε βάθος μισού μέτρου φάνηκε τάφος με λαξευτή λάρνακα Κορινθιακού ρυθμού με προσκολλημένα διάφορα είδη μικρών οστράκων τα οποία διατηρούνται μέχρι σήμερα. 

Η λάρνακα ήταν σκεπασμένη με πέτρινες πλάκες αλάξευτες διαστάσεων 30 Χ 40 εκατοστών. Όταν τις αφαίρεσαν, φάνηκαν επτά κρανία και πολλά οστά κατάλευκα, τα οποία τοποθέτησαν προσεκτικά επάνω σε καθαρό σεντόνι. Στη μέση περίπου της λάρνακας υπήρχε δεύτερο στρώμα με όμοιες πλάκες. Αφού τις αφαίρεσαν, κάτω από αυτές φάνηκε σκελετός άνδρα ολόσωμος, με απόλυτα ενωμένα τα μέλη του σώματός του ολόλευκα σαν το χιόνι, με το κάτω σαγόνι προς το αριστερό μέρος και τα χέρια σταυρωμένα. 

Άποψη απο την Λειψανοθήκη του Αγίου Λεωνίδη και της
Συνοδείας αυτού.
πηγή
Όπως θυμούνται οι επιζώντες άφθονα μύρα άρχισαν να αναβλύζουν από την λάρνακα, των οποίων η ευωδιά των λειψάνων κάλυπτε την περιοχή πολύ καιρό.

O γιός του Λάζαρου Καπερώνη, Νέστορας, ενώ συνέχισε να σκάβει προσεκτικά γύρω από την λάρνακα, βρέθηκε πήλινη στάμνα κομμένη στη μέση και σκεπασμένη στο πάνω μέρος της. 

Αυτό το εύρημα ήταν απόδειξη εγκαινίων παλιάς Εκκλησίας μέσα στην οποία υπήρχε η λάρνακα, αλλά με την πάροδο 17 και πλέον αιώνων από την ανέγερσή του, ο παλαιός Ναός είχε καταστραφεί είτε από σεισμό ή από επιδρομές βαρβάρων ή από άλλη αιτία και από το παλαιό αυτό εξωκλήσι είχαν απομείνει ελάχιστα ερείπια.

Ύστερα από ανασκαφές που πραγματοποιήθηκαν μεταξύ 1956 - 1961 από τον αρχαιολόγο χριστιανικής αρχαιολογίας, Δημήτριο Πάλλα, από τα σωζόμενα ερείπια φαίνεται ότι ο κυρίως ναός, πλην του νάρθηκα και των άλλων προσκτισμάτων του, είχε μήκος 105,50 μέτρα και πλάτος 59,20 μέτρα, το δε όλο μήκος του Ναού κατά άξονα έφτανε τα 220 μέτρα και κατελάμβανε συνολική έκταση 11.000 τ.μ.

Άποψη απο την Λειψανοθήκη του Αγίου Λεωνίδη και
της Συνοδείας αυτού.
πηγή
Την επομένη μέρα οι δύο ιερείς με τους επιτρόπους του ναού της Ευαγγελίστριας πήγαν στο Ναύπλιο και συνάντησαν τον
Μητροπολίτη Αργολίδος Αθανάσιο στον οποίο εξιστόρησαν όσα είχαν συμβεί. 

Αυτός, επισκέφθηκε τον τόπο της εύρεσης της λάρνακας συνοδευόμενος από τους ιερείς, όσους είχαν συμβάλει στην αποκάλυψη των λειψάνων και πλήθος κόσμου. Εψαλε τρισάγιο και αφού μελέτησε διάφορες γραπτές πηγές, όρισε ότι πρόκειται περί του Τάφου του ΑΓΙΟΥ ΛΕΩΝΙΔΗ και των επτά Αγιων γυναικών: ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ, ΧΑΡΙΣΣΑ, ΘΕΟΔΩΡΑ, ΓΑΛΗΝΗ, ΚΑΛΛΙΣ, ΝΙΚΗ και ΝΟΥΝΕΧΙΑ.

Λεπτομερείς έρευνες έκανε και ο μετέπειτα Μητροπολίτης Αργολίδος Χρυσόστομος Β΄ το 1958 και βρήκε έπειτα από μελέτη των μεγάλων συναξαριστών την βιογραφία του Αγίου Λεωνίδη και των επτά Αγίων Γυνακών.

Μετά την ανεύρεση της Λάρνακας ορίστηκε Ερανική Επιτροπή αποτελούμενη από τους Αντώνιο Γ. Μπιμπή, Κωνσταντίνο Χριστοδούλου γιατρό, Σπυρίδωνα Παπαργύρη και Σπυρίδωνα Τετράδη, η οποία ανέλαβε την ανέγερση  Ιερού  Ναού του Αγίου Λεωνίδη.

H μνήμη του Αγίου Λεωνίδη και της συνοδείας του τιμάται την 16 Απριλίου.


Σάββατο 25 Οκτωβρίου 2025

Ιερά Μονή Αγίας Ζώνης Βλαμαρής, Σάμος.

πηγή: www.imsamou.gr
 

Είναι ανδρική Μονή και βρίσκεται στην ανατολική πλευρά της νήσου της Σάμου, στην νοτιοδυτική άκρη του κοιλάδας της Βλαμαρής.

 

Άποψη του εσωτερικού του Καθολικού
πηγή
Το 1695 ο Ιερομόναχος Μελέτιος, με τη συνεργασία πολλών λαϊκών της περιοχής, αποφάσισε να ιδρύσει την Ιερά Μονή της Αγίας Ζώνης, εκεί περίπου όπου υπήρχε πρότερος Ναός αφιερωμένος στη Θεοτόκο ερειπωμένος ήδη και κατεστραμμένος, ενώ στην αρχαιότητα στον ίδιο χώρο υπήρχε ναός της θεάς Δήμητρας. Με αίτηση του κτήτορα Μελέτιου εκδόθηκε μάλιστα το 1696 σιγίλιο του Οικουμενικού Πατριάρχου Κυρίλλου του Ακαρνάνος, σύμφωνα με το οποίο η Μονή αναγνωρίστηκε ως Σταυροπηγιακή.

Το καθολικό της Μονής ανήκει στον τύπο της μονόκλιτης τρουλαίας Βασιλικής, επάνω στην είσοδό της διασώζεται το λιτό μαρμάρινο καμπαναριό, η επιγραφή του οποίου αναφέρει τον ηγούμενο Μερκούριο και φέρει χρονολογία 1751 ενώ εσωτερικά διασώζετε το αρχικό μαρμάρινο δάπεδο.

Άποψη του εξωτερικού του Καθολικού της Μονής
Άποψη του εξωτερικού του Καθολικού της Μονής
Άποψη του εξωτερικού του Καθολικού της Μονής

Άποψη του εσωτερικού του Καθολικού
πηγή
Το περίτεχνο ξυλόγλυπτο και επιχρυσωμένο τέμπλο του Καθολικού φιλοτεχνημένο δια συνδρομής του Καθηγουμένου Γαβριήλ ανάγεται σύμφωνα με την επιγραφή του το 1801, φέρει τις 3 παλαιές δεσποτικές φορητές εικόνες του 19ου αιώνος, ανάμεσα στις όποιες ξεχωρίζει ή εφέστιος εικόνα της Αγίας Ζώνης επενδεδυμένη με αργυρόδετο διάκοσμο του 1819. 

Η μαρμάρινη πλάκα της Αγίας Τραπέζης χρονολογείται στα 1752 και είναι έργο του μαρμαρογλύπτη Αλέξανδρου από την Κρήτη, αποδίδεται δε και πάλι στο ανοικοδομητικό πρόγραμμα του ηγουμένου Μερκουρίου, σύμφωνα με σχετική επιγραφή.

Άποψη της Μονής
πηγή
Το κτηριακό συγκρότημα της Μονής είναι μάλλον περιορισμένο, εδώ ακολουθεί το παραδοσιακό μοναστηριακό σχήμα με μία ακαδημαϊκή κανονικότητα και συμμετρία που κυριαρχούν οι τοξοστοιχίες, οι ξυλοκατασκευές και αναπτύχθηκε περίπου μετά το 1730.

Η εφέστια επάργυρη θαυματουργή εικόνα της Αγίας Ζώνης, στο θρονί της, φέρει επάργυρο πουκάμισο του 1819, έργο του Ιωάννη Κουσαντιανού.

Στην Ιερά Μονή διαφυλάσσονται αρκετά Άγια λείψανα όπως των Αγίων Παρθενίου επισκόπου Λαμψάκου, Αρχιδιακόνου και πρωτομάρτυρος Στεφάνου, Ιωάννου του Ελεήμονος, Γεωργίου Μεγαλομάρτυρος, Χαραλάμπους, Νικήτα, Μάμαντος, Ερμολάου, Κυριακής και Παρασκευής των Μεγαλομαρτύρων, Μάρκου του Νέου, Θέκλης της Πρωτομάρτυρος και Ισαποστόλου, Αγίων Τεσσαράκοντα κ.α.

Η εφέστια επάργυρη θαυματουργή εικόνα της Αγίας Ζώνης
πηγή romfea
Από δύο επιγραφές γνωρίζουμε ότι το 1833 και το 1855 έγιναν διάφορες ανακαινίσεις και κάποιες προσθήκες στα κτήρια του μοναστηριού.

Επίσης κοντά στο μοναστήρι υπάρχει μία πηγή και στο ανατολικό της τμήμα υπήρχε ένα μικρό λεπροκομείο το οποίο συντηρούσε η αδελφότητα.

Στο αρχείο της Μονής πλην του Ιδρυτικού σιγιλίου σώζονται σιγίλια των Οικουμενικών Πατριαρχών Σωφρονίου (1776), Γρηγορίου του Ε΄(1797) και Κυρίλλου (1816) τα οποία αναφέρονται στην περιουσία της Μονής και προς τη διαφύλαξη αυτής.

Την περίοδο της ακμής της η Ιερά Μονή διέθετε πατητήρι για τα σταφύλια, αγορασμένο το 1797, αλλά και την κυριότητα αλυκής στην Ψιλή Άμμο, που αφιερώθηκε από τους κατόχους της το 1768. 

Την ακμή αυτή μαρτυρούν επίσης τα δεκατέσσερα μετόχια και εξωκλήσια του μοναστηριού, στην Ανατολική κυρίως Σάμο αλλά και απέναντι από το νησάκι της Σαμιοπούλας ενώ υπήρχαν και 3 μετόχια της Μονής στα απέναντι Μικρασιατικά παράλια. 

Το Τεμάχιο Τιμίας Ζώνης στην Μονή
Μετόχια της Μονής όπως ο Ναός των Ταξιαρχών στο Μαλαγάρι που ανηγέρθηκε από τον Ηγούμενο Γρηγόριο Ατμανή, στις αρχές του 18ου αιώνα και όπου λειτούργησε αργότερα η ιερατική σχολή, το ιεροδιδασκαλείο «Ανατολή» και η Μαυρογένειος επαγγελματική σχολή.

Αλλά και ο νυν Ιερός Μητροπολιτικός Ναός της πόλης της Σάμου, ο Άγιος Νικόλαος και ο Ιερός Ναός του Αγίου Θεοδώρου της Πόλης της Σάμου υπήρξαν και αυτοί μετόχια της Μονής Βλαμαρής.

Σημαντική ήταν και η συμβολή της Μονής Βλαμαρής, κατά την επανάσταση του 1821 αλλά και περισσότερο ακόμη κατά την επανάσταση του 1912. 

Η μονή Βλαμαρής ήταν το κέντρο των επαναστατών Σαμίων, μάλιστα διασώζεται σήμερα και μία σχετική φωτογραφία του σώματος στρατού εκτός των τοιχών της Μονής, λίγο πριν ξεκινήσουν οι αιματηρές μάχες έναντι των Τούρκων στην περιοχή μεταξύ της Μονής και του Παλαιοκάστρου.

Η Ιερά Μονή Αγίας Ζώνης Βλαμαρής, εορτάζει 2 φορές τον χρόνο, στις 31 Αυγούστου, όπου και η κεντρική πανήγυρης αλλά και την Κυριακή των Αγίων Πατέρων της Πρώτης Οικουμενικής Συνόδου, εκάστου έτους (κινητή εορτή), όπου και η ανάμνησης των εγκαινίων αυτής εορτάζεται.

ΤΟ ΤΕΜΑΧΙΟ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΖΩΝΗΣ.

Τό τεμάχιον τῆς Ἁγίας Ζώνης, τό ὁποῖον εὑρίσκεται ἀποτεθησαυρισμένο στήν ὁμώνυμη Ἱερά Μονή Ἁγίας Ζώνης Βλαμαρῆς Σάμου εἶναι ἕνα ἀπό τά κειμήλια, πού ἐπιμαρτυρεῖ τήν στενή σχέση τῆς Σάμου μέ τά Ἱεροσόλυμα. Εὐθύς ἐξ ἀρχῆς ἀποτελοῦσε τιμαλφές προσωπικόν κειμήλιον διαφόρων Ἱερομονάχων, οἱ ὁποῖοι τό παρέδιδαν ἀπό γενεᾶς εἰς γενεάν καί ἐν τέλει κατά τρόπον θαυμαστόν, ἐκ τοῦ τελευταίου κατόχου ἀφιερώθηκε στήν καθ’ἡμᾶς Ἱερά Μονή, τόν ὁποῖον ἀποδίδουμε στήν μέριμναν καί τήν βουλήν τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καί μόνον. Μετά τοῦ ἱεροῦ ὑμνογράφου ἐνώπιον μιᾶς τοιαύτης δωρεᾶς ἀνακράζομεν «Τίς λαλήσει τάς δυναστείας Σου Ἁγνή ἤ τίς ἐξαριθμήσει τῶν θαυμάτων τό μέγα πέλαγος;» Σύν τούτοις ὀφείλουμε νά ὁμολογήσωμε τά δεκάδες καταγεγραμμένα θαύματα, τά ὁποῖα μέχρι σήμερα ἔχουν ἐπιτελεσθεῖ ἰδιαιτέρως σέ περιπτώσεις ἀτεκνίας, ἀπό τή μιά ἄκρη τῆς Πατρίδος μας ὡς τήν ἄλλη, καί ἀπό τήν Ἀμερική ἕως τήν Ἀφρική καί τήν Αὐστραλία.

Ἡ ἀκριτική Σάμος διασυνδέεται ἔκπαλαι μέ τό παλαίφατο Πατριαρχεῖο τῶν Ἱεροσολύμων, καθώς πέντε Πατριάρχες, Κύριλλος ὁ Β, Ἱερόθεος, ὁ Β΄, Δαμιανός, Τιμόθεος καί Εἰρηναῖος, ὑπῆρξαν Σάμιοι, ὡς καί πλειάδα Ἀρχιερέων καί Ἱερομονάχων. Ἐκτός τούτων ἡ σχέση τῆς Σάμου πρός τά Ἱεροσόλυμα διακρίνεται εὐχερῶς ἀπό τήν ὕπαρξη Ἱερῶν Κειμηλίων καί ἐκκλησιαστικῶν τιμαλφῶν. Τό εὐμέγεθες τεμάχιον τοῦ Τιμίου Ξύλου, ἀποτεθησαυρισμένο στήν Ἱερά Μονή τοῦ Τιμίου Σταυροῦ καί τό μικρόν τμῆμα τῆς Ἁγίας Ζώνης τῆς Θεομήτορος καταδεικνύουν τοῦ λόγου τό ἀληθές, μαζί μέ τίς διάφορες ἀκολουθίες, ὅπως ὁ ἱερός Νιπτῆρας καί πολλές τυπικές διατάξεις τοῦ Ἱεροσολυμιτικοῦ Τυπικοῦ, ὅπως ο Ἐπιτάφιος τῆς Παναγίας μας, πού ὑπάρχουν ἀπό πολύ παλαιά καί ἀποτελοῦν πνευματικά ἀντιδάνεια, μαρτυροῦντα τήν σχέση τῆς Σάμου μέ τά Ἱεροσόλυμα.

Τηλέφωνο Μονής: 22730 - 27.587.


Τετάρτη 23 Οκτωβρίου 2024

Η ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΗ ΕΙΚΟΝΑ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΓΡΗΓΟΡΟΥΣΣΑΣ, ΑΘΗΝΑ.


 Φυλάσσεται στο ομώνυμο Ιερό Προσκυνηματικό Ναό της Αθήνας.



Ο Ιερός Προσκυνηματικός Ναός της
Παναγίας Γρηγορούσσης - Ταξιαρχών, στην Αθήνα
πηγή
Στην καρδιά της Αθήνας, ανάμεσα στους σπουδαίους αρχαιολογικούς χώρους της Ρωμαϊκής Αγοράς και της Βιβλιοθήκης του Αδριανού, στη συμβολή ακριβώς των οδών Δεξίππου και Ταξιαρχών, βρίσκεται ένα από τα σπουδαιότερα προσκυνήματα της πόλης της Αθήνας, ο Ιερός ναός της Παναγίας Γρηγορούσας.

Είναι κτισμένος στη θέση ενός παλαιότερου ιερού ναού, του βυζαντινού ναού των Παμμεγίστων Ταξιαρχών, ο οποίος καταστράφηκε από πυρκαγιά κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας (1456 - 1833). 

Το 1922 ο ναός ανοικοδομήθηκε και διατηρεί τη μορφή του μέχρι σήμερα, με εξαίρεση μια μικρή προέκταση προς τα δυτικά, που έγινε το 1995 ενώ το 1948, με Προεδρικό Διάταγμα χαρακτηρίστηκε ως προσκυνηματικός με την επωνυμία «Ιερό Προσκύνημα Παναγίας Γρηγορούσης – Παμμεγίστων Ταξιαρχών».

Άποψη του εσωτερικού του Ιερού Ναού
της Παναγίας Γρηγορούσσας.
πηγή
Η σημερινή εκκλησία, νεοβυζαντινού ρυθμού, ανήκει στον τύπο του δικιόνιου σταυροειδούς εγγεγραμμένου ναού με τρούλο. 

Το εσωτερικό της διακοσμείται με εντυπωσιακές τοιχογραφίες, έργο του περίφημου Ζακύνθιου αγιογράφου Δημήτριου Πελεκάση (1881 - 1973), του οποίου η τέχνη συνδυάζει αρμονικά τα στοιχεία της βυζαντινής παράδοσης με τη δυτική τέχνη.

Εξέχουσα, βέβαια θέση στο εσωτερικό του ναού κατέχει η θαυματουργή εικόνα της Παναγίας, πρόκειται για κειμήλιο προσφύγων από τη Μικρά Ασία, που δωρήθηκε στον ναό το 1945, και ονομάζεται «Παναγία Γρηγορούσα», διότι εκπληρώνει γρήγορα τη δέηση των πιστών.

Το Ιερό αυτό Προσκύνημα επιχορηγεί το Εκκλησιαστικό Ορφανοτροφείο Βουλιαγμένης της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών, υπό την εποπτεία της οποίας και λειτουργεί.   

Ο Ιερός Ναός πανηγυρίζει την 8η Σεπτεμβρίου προς τιμήν της Παναγίας και την 8η Νοεμβρίου προς τιμήν των Ταξιαρχών.



Δευτέρα 21 Οκτωβρίου 2024

Η ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΗ ΕΙΚΟΝΑ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΜΑΛΤΕΖΑΣ, ΣΑΝΤΟΡΙΝΗ.


Φυλάσσεται στον Ιερό Ναό των Εισοδίων της Θεοτόκου στο χωριό Ημεροβίγλι της Σαντορίνης.

 

Φωτογραφία στα 1930, του αρχικού Ναού,
της Παναγίας Μαλτέζας.

πηγή
Η εικόνα έλαβε το όνομά της επειδή βρέθηκε στη θάλασσα κοντά στη Μάλτα (η Παναγία της Μαλτέζε).

Σύμφωνα με την παράδοση, σε ένα ταξίδι από τη Σαντορίνη στη Μάλτα, ενώ μετέφερε τον Vin Santo, ο καπετάνιος ενός πλοίου, Θεόδωρος Μπορλής από το Ημεροβίγλι, βρήκε μια εικόνα κοντά στο νησί της Μάλτας. 

Βλέποντας την Παναγία σε όνειρο, πήρε την εικόνα και την έφερε πίσω στο Ημεροβίγλι όπου έκτισε μια εκκλησία προς τιμήν της.

Η αρχική εκκλησία χτίστηκε τον 17ο αιώνα,  καταστράφηκε το 1956 μετά από μεγάλο σεισμό και στην θέση της χτίστηκε νέα εκκλησία. Αρχικά η εκκλησία είχε 12 μεγάλες καμπάνες που λέγεται ότι ακούγονταν 8 χιλιόμετρα μακριά έως την Οία, το σημερινό καμπαναριό έχει μόνο τέσσερεις.

Η εκκλησία έχει ένα θαυμάσιο σκαλισμένο τέμπλο με εικόνες που απεικονίζουν σκηνές από την Παλαιά Διαθήκη. 

Ο ιερός  Ναός της Παναγίας Μαλτέζας τιμάται στις 21 Νοεμβρίου, στα Εισόδια της Θεοτόκου.


ΛΕΙΨΑΝΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΕΤΡΟΥ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΑΡΓΟΥΣ.


 Φυλάσσονται στον Ιερό Καθεδρικό Ναό του Αγίου Πέτρου, στο Άργος της Πελοποννήσου.


Η λάρνακα με τα λείψανα του Αγίου Πέτρου του Αργους
πηγή
Ο Άγιος Πέτρος ο Θαυματουργός, Επίσκοπος Άργους Πελοποννήσου, έζησε τον 9ο - αρχές του 10ου αιώνα και ανατράφηκε από ευσεβείς γονείς στην Κωνσταντινούπολη. 

Οι γονείς του Αγίου Πέτρου και αργότερα οι αδελφοί του Παύλος, Διονύσιος, Πλάτων όπως και ο ίδιος ο Άγιος Πέτρος, έγιναν όλοι μοναχοί. Αφοσιώθηκε με ζήλο στα μοναστικά έργα και αυτό υπέπεσε στην αντίληψη του Πατριάρχη Νικολάου Α' Μυστικού, ο οποίος ήθελε να τον ανυψώσει στο βαθμό του επισκόπου στην Κόρινθο όμως ο Άγιος Πέτρος αρνήθηκε, θεωρώντας τον εαυτό του ανάξιο μιας τέτοιας τιμής.

Ο Νικόλαος Α΄ Μυστικός, καθιστά τον Παύλο, τον αδελφό του Αγίου Πέτρου, σε Επίσκοπο Κορίνθου και ο Άγιος Πέτρος πήγε στον αδελφό του και έζησε μαζί του. 

Όταν χήρεψε η Επισκοπή Άργους, το 914, η οποία εξαρτιόταν από την Μητρόπολη Κορίνθου, Αργείοι και Ναυπλιείς απευθύνονται προς τον Επίσκοπο Παύλο ζητώντας επίμονα ως Επίσκοπο της περιοχής τους τον Άγιο Πέτρο ο οποίος κάμπτεται και αποδέχεται τη θέση του Επισκόπου Άργους.

Ο Άγιος Πέτρος επίσκοπος Αργους
πηγή
Ως επίσκοπος, ο Άγιος Πέτρος μόχθησε με ζήλο για να καθοδηγήσει το ποίμνιό του, ήταν εξαιρετικά συμπονετικός, ασχολούμενος με όσους είχαν ανάγκη, ιδιαίτερα τα ορφανά και τις χήρες.

Ακόμη, ο βιογράφος του Αγίου μας πληροφορεί ότι κατά τη διάρκεια της επισκοπείας του στο Άργος, πραγματοποιούσε θαύματα, όπως η διάσωση του λαού από λιμό, τη λύτρωση αιχμαλώτων από τους πειρατές, τη διάσωση κόρης διωκόμενης από κάποιο στρατηγό, τη θεραπεία δαιμονιζόμενης γυναίκας, με αποτέλεσμα να λάβει το προσωνύμιο του θαυματουργού.

Πριν από το θάνατό του ο Άγιος Πέτρος κλήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 920 για να συμμετάσχει στη Σύνοδο που αφορούσε τον τέταρτο γάμο του αυτοκράτορα Λέοντα.

Ο άγιος προέβλεψε την ημέρα του θανάτου του και αναχώρησε στον Κύριο σε ηλικία 70 ετών γύρω στο 928  ενώ στην κηδεία του το πρόσωπό του φωτίστηκε και ίδρωνε σαν ζωντανός.

Ιερείς και πλήθος λαού, με συγκίνηση και ευλάβεια, ενταφιάζουν το ιερό λείψανο στην αριστερή πλευρά του ναού της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, στο Άργος με τα τίμια λείψανά του να γίνονται πρόξενα πολλών θαυμάτων. 

Στις 21 Ιανουαρίου του 1421, Φράγκοι και Ενετοί μετέφεραν το ιερό λείψανο του Αγίου αρχικά στο Ναύπλιο και αργότερα στο Βατικανό και ώς υπεύθυνος μνημονεύεται ο Λατίνος επίσκοπος Σιγουντονάνης.

Από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 οι ιερείς του Άργους προσπαθούσαν να εντοπίσουν τα λείψανα και τελικά βρέθηκαν σε ένα παρεκκλήσι μοναστηριού κοντά στη Ρώμη. 

Στις 19 Ιανουαρίου 2008 τα λείψανα επιστράφηκαν πανηγυρικά από κληρικούς του Βατικανού στον Καθεδρικό Ναό του Άργους.

Η μνήμη του Αγίου Πέτρου τιμάται στις 3 Μαΐου.



Κυριακή 20 Οκτωβρίου 2024

Ιερά Μονή Αγίου Ιωάννου Προδρόμου Αρτοτίνας, Φωκίδα.

πηγή

Η Μονή του Αγίου Ιωάννου βρίσκεται στην περιοχή τού χωριού Αρτοτίνα τού Νομού Φωκίδος, σέ απόσταση δυόμισι χιλιομέτρων βόρεια και εξακοσίων μέτρων νότια τής κοίτης τού ποταμού Εύηνου (Φίδαρη), στην περιοχή τής συμβολής του με τὸ Καλογερικό Ρέμα, στη βόρεια απόληξη τού Τρίκορφου, σέ υψόμετρο 1.100 μέτρων περίπου.


Άποψη της Μονής

Η μονή εικάζεται – από τον Ιωάννη Ρουφαγάλη – ότι ιδρύθηκε στο μεταίχμιο τού 16ου προς τον 17ο αιώνα και ότι η ανέγερσή της σχετίζεται με την ίδρυση τού οικισμού τής Αρτοτίνας.

Τοπική προφορική παράδοση, που κατέγραψε το 1929 ο Δημήτριος Λουκόπουλος, αναφέρει ότι η μονή ήταν αρχικά αφιερωμένη στην αγία Παρασκευή και βρισκόταν σέ άλλη χαμηλότερη θέση κοντά στον Εύηνο ποταμό στην τοποθεσία πού βρίσκεται σήμερα το ομώνυμο εξωκλήσι και η μεταφορά της στη σημερινή υψηλότερη θέση και η αφιέρωσή της στην Αποτομή του Τιμίου Προδρόμου οφείλεται σέ προσταγή τού ίδιου του άγιου, που εμφανίστηκε σέ ενύπνιο ενός μοναχού.

Η παράδοση αυτή δεν μπορεί να επιβεβαιωθεί λόγω απουσίας οποιασδήποτε παλαιάς γραπτής σχετικής μαρτυρίας ή ορατών ιχνών κτηριακών εγκαταστάσεων στην περιοχή πού βρίσκεται το ανακαινισμένο εξωκλήσι τής Αγίας Παρασκευής, το οποίο αποτελούσε εξάρτημα της μονής, όπως και το σχετικά κοντινό σ’ αυτό εξωκλήσι τού Αγίου Παντελεήμονα.

Η Δεσποτική εικόνα, στο τέμπλο, της Αγίας Παρασκευής
πηγή

Κάποια στοιχεία, όμως, μας βάζουν σέ υποψία ότι η παραπάνω προφορική παράδοση ίσως και να έχει ιστορική βάση. 

Στο τέμπλο τού Καθολικού, λοιπόν, υπάρχει (σήμερα όλες οι δεσποτικές εικόνες φυλάσσονται σε άλλο σημείο) εικόνα τής αγίας Παρασκευής, χρονολογημένη με επιγραφή το 1812 που αποτελεί μία από τίς μόλις τέσσερεις δεσποτικές εικόνες τού αρχικού τέμπλου τού ναού και σε συνδυασμό με την ιδιαίτερη θέση της αριστερά τής Θεοτόκου, όπου τοποθετείται συνήθως η εικόνα τού άγιου ή της εορτής στην οποία είναι αφιερωμένος ένας ναός, πιθανότατα να απηχούσε ήδη από το 1812 την παράδοση τής παλαιότερης αφιερώσεως τής μονής στην αγία Παρασκευή.

Η ιδιαίτερη σχέση τής μονής με την αγία Παρασκευή τεκμαίρεται ακόμη από το γεγονός ότι παλαιότερα στο Καθολικό τής μονής φυλασσόταν μία ασημένια λειψανοθήκη με το χέρι της αγίας Παρασκευής, κειμήλιο πού πιθανότατα σχετίζεται με κάποια διαλυμένη Μονή τής Αγίας και σήμερα είναι αποθησαυρισμένη στη Μονή Αγίων Αυγουστίνου και Σεραφείμ τού Σαρώφ στο Τρίκορφο Φωκίδος.

Λιθανάγλυφη επιγραφή στην Μονή
Ανάλογη εικασία για τον χρόνο ίδρυσης της μονής εκφράζει και ο ιεροκήρυκας Ακαρνανίας και Ναυπακτίας ιερομόναχος
Ιωακείμ Σπετσιέρης, ο οποίος κατά την επίσκεψή του στον χώρο στις αρχές τού 20ου αιώνα παρατήρησε: «Από τε των ερειπίων καὶ εκ τινος δυσαναγνώστου επὶ λίθου μαρμαρίνου επιγραφής γίνεται δήλον οτι η Μονὴ δὲν αριθμεί πλέον των τριακοσίων ετών ηλικία δηλαδή εκτίσθη μετά την άλωσιν τής Κωνσταντινουπόλεως».

Χρονολογική ένδειξη ότι η μονή υπήρχε στη θέση αυτή στο τέλος τής 3ης δεκαετίας τού 18ου αιώνα αποτελεί η σωζόμενη εγχάρακτη σέ λίθο χρονολογία +1728 , η οποία είναι θραυσμένη σέ δύο τμήματα και βρίσκεται εντοιχισμένη σε δεύτερη χρήση στη βορειοανατολική γωνία ενός νεότερου κελιού, σημερινό αρχονταρίκι, νότια τού λεγόμενου Κελιού τού Διάκου ενώ ασφαλής ένδειξη ότι η μονή ήταν επανδρωμένη τὸ 1774 τυγχάνει η μνεία τού ιερομονάχου τής μονής, Παγκρατίου που τη χρονιά εκείνη υπογράφει μαζί μὲ άλλους ως μάρτυρας σε ομολογία πωλήσεως ακίνητων περιουσιακών στοιχείων στον πατέρα τού Αρτοτινού οπλαρχηγού Ανδρίτσου Σαφάκα.

Η Κτητορική επιγραφή πάνω από την βόρεια
είσοδο του Καθολικού της Μονής
Η σημαντικότερη γιὰ την ιστορία τής μονής χρονολογική μαρτυρία είναι η εντοιχισμένη πάνω απο την βορεινή είσοδο τού Καθολικού, λίθινη κτητορικὴ επιγραφή που αναφέρει το έτος κατασκευής τού ναού και μνημονεύει τὰ ονόματα των κτητόρων. 

Σύμφωνα με αυτήν, το κτήριο οικοδομήθηκε το 1806, την περίοδο που ήταν αγάδες στο Λιδορίκι, οι Χασάν και Μεχμέτ. 

Εκτός από τούς δύο Οθωμανούς αγάδες η κτητορικὴ επιγραφή μνημονεύει τὰ ονόματα διαφόρων κτητόρων, πέντε από τὰ οποία διακρίνονται ευκρινώς, ενώ στα δύο ποὺ βρίσκονται στὸν τελευταίο στίχο η φθορά των γραμμάτων δεν επιτρέπει την ασφαλή ανάγνωση των ονομάτων.

Ο πρώτος πού επιχειρεί ολοκληρωμένη ανάγνωση τής επιγραφής είναι ο Λουκόπουλος τὸ 1929, που σύμφωνα με αυτόν, στην επιγραφή μνημονεύονται τα ονόματα τεσσάρων μοναχών τής μονής (Γεράσιμος, Ιάκωβος, Παναγιώτης και Παγκράτιος) και τα ονόματα δύο λαϊκών: τού Αναγνώστη Φασίτσα και τού Τριώτη.

Το κελί του Αθανάσιου Διάκου στην Μονή
πηγή
Ενδιαφέρον προξενεί η απουσία τού ονόματός τού
Αθανασίου Διάκου, παρότι γνωρίζουμε ότι ανήκε στη δύναμη τής μονής.

Σύμφωνα με την ισχυρή παράδοση τής περιοχής, μπήκε στο μοναστήρι σέ ηλικία δώδεκα ετών στα 1793 - 1794, έμεινε σε αυτό αρχικά λίγο περισσότερο από μια δεκαετία και χειροτονήθηκε ιεροδιάκονος. 

Γύρω στο 1805, κυνηγημένος από τις οθωμανικές αρχές λόγω ακούσιου φόνου πού διέπραξε στην Αρτοτίνα στὸ πανηγύρι τής Παναγίας, εγκατέλειψε τὸ μοναστήρι γιὰ να ενταχθεί στο σώμα τού Τσὰμ Καλόγερου, ξακουστού Αρβανίτη κλέφτη ποὺ δρούσε στην Δωρίδα, έμεινε σε εαυτό δύο περίπου χρόνια και το 1807 επέστρεψε στο μοναστήρι τού Προδρόμου, έναν χρόνο μετά την ανέγερση τού νέου Καθολικού.

Άποψη  απο το κελί του Αθανάσιου Διάκου
πηγή
Συνεπώς το όνομά του δεν συμπεριλήφθηκε στην κτητορική επιγραφή τού Καθολικού λόγω τής απουσίας του απὸ τη μονή κατά την περίοδο των οικοδομικών εργασιών. 

Έναν χρόνο μετὰ, το 1808, ο Αθανάσιος Διάκος κυνηγημένος πάλι από τις οθωμανικές αρχές εγκαταλείπει οριστικά τὴ μονή τού Προδρόμου για να ενταχθεί ως πρωτοκλέφτης στο σώμα τού κλεφταρματωλού Σκαλτσοδήμου

Η ανάμνηση της στενής σχέσης τού Αθανασίου Διάκου με την Μονή τού Προδρόμου, στην οποία εγκαταβίωσε συνολικά δώδεκα περίπου χρόνια, διατηρείται ζωντανή στο παλαιότερο ίσως σωζόμενο κτίσμα τής μονής, τὸ επονομαζόμενο Κελί τού Διάκου, που υψώνεται νότια τού Καθολικού και  θεωρείτε ως το προσωπικό κελί του.

Άποψη  απο το κελί του Αθανάσιου Διάκου
πηγή
Το Κελί τού Διάκου είναι διαστάσεων 7.60 μέτρων Χ 6.00 μέτρων με δύο επίπεδα, στο ισόγειο περιλαμβάνει έναν μόνο χώρο που χρησίμευε ως στάβλος και αποθήκη και στον όροφο περιλάμβανε μικρό προθάλαμο, βοηθητικό χώρο με «φωτογωνιά» και γκλαβανή για την εσωτερική επικοινωνία με τὸ ισόγειο αλλά και χώρο διαμονής στα πρότυπα του Οθωμανικού «οντά», δηλαδή το τζάκι στην μέση της μιας πλευράς του και χώρο διαμονής - ύπνου, όπου οι άνθρωποι κάθονταν και κοιμούνταν σέ στρώματα, εκατέρωθεν τού τζακιού

Το 1930  και με αφορμή τους εορτασμούς για τη συμπλήρωση των 100 χρόνων από την δημιουργία του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους η Κεντρική Επιτροπή Εκατονταετηρίδος τοποθέτησε στην ανατολική όψη του κελιού του Αθανάσιου Διάκου,  μια μαρμάρινη πλάκα, με την οποία αναγνωρίστηκε επισήμως ως ο χώρος στον οποίον διέμενε ο ήρωας της Επανάστασης.

Η μαρμάρινη πλάκα στο κελί
του Αθανάσιου Διάκου
Η καταγραφή αυτή είχε ως αποτέλεσμα και την κήρυξη το 1965 του Καθολικού και του κελιού του Διάκου ως ιστορικά διατηρητέων μνημείων. 

Το 1966 η Αρχαιολογική Υπηρεσία προχώρησε σε εργασίες στερέωσης και αποκατάστασης του κελιού του Αθανάσιου Διάκου, ενώ συγχρόνως έγιναν διορθωτικές εργασίες στη στέγη του Καθολικού της Μονής αλλά και περιορισμένης έκτασης επισκευές στα οικήματα των υπόλοιπων κελιών και του ξενώνα.

Το Καθολικό τής μονής είναι ένας μεγάλων διαστάσεων (7.75 x 19.50 μ. περίπου) μονόχωρος δρομικός ναός που στην σημερινή του μορφή τὸ εσωτερικό του χωρίζεται απο τέμπλο απλής μορφής σέ κυρίως ναό και ιερό ενώ έχει ξύλινη χρωματισμένη οροφή χωρισμένη σὲ τρία διάχωρα και το δάπεδό του είναι στρωμένο με πήλινες πλάκες. 

Άποψη  του Καθολικού της Μονής
πηγή
Η είσοδος στον Ναό γίνεται μέσω τριών θυρών. 

Αρχικές είναι η δυτική και η βόρεια, που αποτελούσε και την κύρια θύρα του ενώ και οι δύο έχουν λίθινα ορθογωνικὰ πλαίσια με ανάγλυφο διάκοσμο. 

Ο φωτισμός τού ναού γίνεται από τέσσερα σχετικά μεγάλα νεότερα παράθυρα που ανοίγονται ψηλά στον βόρειο τοίχο του, στη θέση μικρότερων αρχικών, απὸ τὰ οποία διατηρούνται τὰ τόξα των αψιδωμάτων ποὺ ήταν διαμορφωμένα επάνω από τὰ ορθογωνικά τους πλαίσια, ενώ στην κόγχη τού ιερού είναι διαμορφωμένο παράθυρο μὲ λίθινο δίλοβο πλαίσιο. 

Άποψη  του Καθολικού της Μονής
πηγή
Οι τοίχοι του ναού είναι κτισμένοι μὲ προσεγμένης κατασκευής αργολιθοδομὴ απὸ πλακοειδείς φλύσχες, μεγάλο μέρος των οποίων καλύπτει φαρδύ αρμολόγημα ενώ στὶς όψεις της πεντάπλευρης κόγχης τού ιερού είναι διαμορφωμένα τυφλά αψιδώματα με τόξα χαρακτηριστικής οθωμανικής μορφολογίας, και καλύπτεται με ξύλινη τρίρριχτη στέγη επικαλυμμένη με σχιστόπλάκες.

Σημαντική μαρτυρία γιὰ την ακτινοβολία τής μονής στην περιοχή τής Δωρίδας αποτελούν οι αφιερωτικές επιγραφές των τεσσάρων δεσποτικών εικόνων του αρχικού τέμπλου τού Καθολικού, όλες φιλοτεχνημένες το 1812, αφιερώματα πιστών απὸ τὰ χωριά τής Δωρίδας Κωστάριτσα (σημερινό Διχώρι) και Πεντοάγιος (σημερινοί Πενταγιοί). 

Άποψη της εισόδου της Μονής από τον δρόμο
Οι δεσποτικές εικόνες, όπως αναφέρεται στην εικόνα του άγιου Γεωργίου στο τέμπλο τού ομώνυμου ναού στην Αρτοτίνα, φιλοτεχνήθηκαν από: «χεὶρ Γεωργίου αναγνώστου 1814», ενός αγνώστου εως τώρα εξαιρετικού αγιογράφου

Στην Επανάσταση το μοναστήρι δεν φαίνεται νὰ υπέστη καταστροφή λόγω τής ασφαλούς ορεινής θέσης της, ενώ απο τα σωζόμενα έγγραφα σχετικά με την Μονή στα Γενικά Αρχεία του Κράτους προκύπτει ότι συμπεριλήφθηκε και αυτή στα μοναστήρια που διαλύθηκαν με το βασιλικό διάταγμα του Αντιβασιλέα του Όθωνα, το 1833, παρά τις επίμονες προσπάθειες των κατοίκων να το αποτρέψουν.

Άποψη του αύλειου χώρου της Μονής
Έκτοτε το μοναστηριακό συγκρότημα πέφτει σε σταδιακή ερήμωση, τα μοναστηριακά κτήματα και ο νερόμυλος μὲ τὴ νεροτριβή ενοικιάστηκαν με δημοπρασία από τούς Αρτοτινούς, όμως το 1850, ο μύλος και η νεροτριβή καταστράφηκαν ολοκληρωτικά από πλημμύρα του Εύηνου και έμεινε μόνο τὸ τοπωνύμιο
Καλογερικός Μύλος

Παρα τη νομική διάλυση καὶ την αποψίλωση απὸ τὰ κειμήλια καὶ τὴν κτηματική περιουσία της η μονή λόγω τής ιστορικής της σημασίας, τής σημαντικής θέσης της στὴν θρησκευτική και κοινωνική ζωή τής περιοχής φαίνεται ότι δεν ερημώθηκε εντελώς. Περιστασιακά η κοινότητα της Αρτοτίνας παρείχε διευκολύνσεις σε μεμονωμένους μοναχούς πού ήθελαν νὰ παραμείνουν στους χώρους της παρέχοντας πνευματικές υπηρεσίες στους κατοίκους τής περιοχής, όπως ο ιερομόναχος Ζαχαρίας Νικολάου απὸ την Ζηλίστα (σημερινὴ Κυδωνιὰ) Ευρυτανίας, που τὴην διετία 1854 - 1855 διαμένει στη μονή ως πνευματικός τής περιοχής.

Λίθινη επιγραφή: 2 Μαίου 1885
Περιστασιακά γίνονταν μικρές οικοδομικές εργασίες, όπως μαρτυρεί η λίθινη επιγραφή με τη χρονολογία 2 Μαΐου 1885 πού σώζεται στον αύλειο χώρο τής μονής. 

Το 1888 έμενε για ένα διάστημα στον χώρο ένας περαστικός από την περιοχή ιερομόναχος, επ’ ονόματι Αθανάσιος, που έκτισε στο πλάτωμα κοντά στην είσοδο τής μονής ένα κελί και εντοίχισε σ’ αυτό τον εγχάρακτο λίθο με τὴ χρονολογία 1728, πού βρήκε στα ερείπια των παλιών κελιών τής μονής. 

Ο Σπετσιέρης το 1908 παρατηρεί ότι η «Μονή ... διελύθη μετὰ των άλλων, πάντα δὲ τα εν αυτή μετακομίσθηκαν εις τὴν Αρτοτίναν, ένθα περιέπεσαν εἰς τὸν σάκο τις λήθης» και ότι, μὲ εξαίρεση τὸ Κελί τού Διάκου, «τα λοιπά κτίρια εισὶ κατεστραμμένα εντελώς, τὰ δὲ κτήματα τής Μονής μετὰ την διάλυσίν κατέλαβαν οι κάτοικοι τής κωμοπόλεως Αρτοτίνας».

Λίθινη επιγραφή, 1922.
Οι σοβαρές φθορές πού θα είχε υποστεί μὲ την πάροδο τού χρόνου τὸ Καθολικό τής εγκαταλελειμμένης επι εξήντα χρόνια μονής οδήγησε τούς κατοίκους τής Αρτοτίνας στην απόφαση νὰ προβούν το 1896 σέ εκτεταμένη ανακαίνισή του αλλά και την δεύτερη δεκαετία τού 20ου αιώνα φαίνεται ότι αναλαμβάνονται εκτεταμένες οικοδομικές εργασίες στη μονή. 

Λυτή θραυσμένη επιγραφή απὸ άγνωστο κτήριο μὲ χρονολογία 9 Μαρτίου 1922 στην αυλή τής μονής αναφέρεται σὲ κάποιον κτήτορα, το όνομα τού οποίου έχει εκπέσει. 

Τὸ 1998 συστήθηκε ερανική επιτροπή, η οποία το ίδιο έτος προέβη σὲ μικρότερης η μεγαλύτερης εκτάσεως εξωραϊστικές και βελτιωτικές επεμβάσεις στον χώρο καὶ στα βοηθητικά κτίσματα τού μοναστηριού καὶ παράλληλα σὲ συνεργασία με τὴ Μητρόπολη καταβλήθηκαν προσπάθειες γιὰ ανασύσταση τής μονής καὶ επάνδρωσή της, οι οποίες ωστόσο δεν τελεσφόρησαν. 

Έως τὴν ευόδωση των προσπαθειών η διοίκηση καὶ η διαχείριση τής μονής έχει ανατεθεί απο την Ιερά Μητρόπολη Φωκίδος σὲ πενταμελή Διαχειριστική επιτροπή, ενώ το 2018 αναγνωρίστηκε και επισήμως η σύσταση τής μονής. 

Έως σήμερα πνοή ζωής στο άδειο μοναστήρι δίνουν οι καθημερινοί προσκυνητές, τὸ μεγάλο πανηγύρι της Αποτομής τού Αύγουστου και ο πανηγυρικός εορτασμός τής εορτής τού Γενεθλίου τού Προδρόμου στις 24 Ιουνίου, την οποία τὰ τελευταία χρόνια οι μελισσοκόμοι της περιοχής γιορτάζουν στο μοναστήρι.