Δευτέρα 22 Απριλίου 2019

Η ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΗ ΕΙΚΟΝΑ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΜΗΧΑΝΙΩΤΙΣΣΑΣ.



Φυλάσσεται στον Ιερό Ναό της Παναγίας Φανερωμένης στην Νέα Μηχανιώνα Θεσσαλονίκης.


Η παλιά Μηχανιώνα της Κυζίκου σε φωτογραφία
του 1901.
Στις αρχές του 20ου αιώνα στην Μηχανιώνα της Κυζίκου της Μικράς Ασίας, το σημερινό Çakilkoyu (Τσακιλκίοϊ), ζούσανε περίπου 2.500 άνθρωποι. 
Η πόλη ήταν αμιγώς ελληνική και όπως την περιγράφει ο ακαδημαϊκός δάσκαλος Μαργαρίτης Ευαγγελίδης ήταν τόπος «…εξακουστός δια το κάλλος και την σεμνότητα των γυναικών, το χρηστόν ήθος και την ευσέβειαν των ανδρών».
Γεωγραφικά βρίσκεται στα παράλια της ανατολικής πλευράς της χερσονήσου της Κυζίκου και μεταξύ των προσωπικοτήτων που ανέδειξε ήταν ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων Νικόδημος αλλά και αρχιερείς όπως ο Κασσανδρείας Προκόπιος και ο Σωζοπόλεως και Αγαθουπόλεως Παρθένιος.
Ο καταγόμενος από Μηχανιώνα
 Πατριάρχης Ιεροσολύμων
Νικόδημος Τσιντσώνης (1827-1910)
«Οι Μηχανιώτισες γυναίκες την θαυματουργή εικόνα της Παναγίας την είχαν πάντα μαζί τους, οδηγήτρια και προστάτιδα σε όλη την περιπέτεια του κατατρεγμού, μέχρι που ήρθαν να ριζώσουν εδώ στο όμορφο ακρογιάλι του Θερμαϊκού, που τότε σε έπαιρνε ο φόβος από την ερημιά και τα φίδια που ξετρύπωναν από τον ακαλλιέργητο τόπο», έγραφε ο παλιός διευθυντής του 1ου δημοτικού σχολείου Νέας Μηχανιώνας, Α.Ρ. Ματίκας.
Όταν συνέβη η μεγάλη συμφορά της Μικρασιατικής καταστροφής και αναγκάστηκαν να ξεριζωθούν από τις εστίες τους οι Έλληνες της Μικράς Ασίας, μία γυναίκα στην παλιά Μηχανιώνα της Κυζίκου, η κυρά Κατίγκω Μαούτσα ή Λαζαράκαινα μαζί με τις εγγονές της, έφτιαξαν μία θήκη από τσίτι (ύφασμα λεπτό), τοποθέτησαν εκεί μέσα ευλαβικά  την εικόνα της Παναγίας Φανερωμένης και στη συνέχεια έβαλαν τη θήκη μέσα σε ένα ντέγκι (μεγάλο δέμα) με ρούχα. 

Σημειώνει ο παλιός διευθυντής του 1ου δημοτικού σχολείου της Νέας Μηχανιώνας Α.Ρ.Ματίκας, οι Μηχανιώτισες γυναίκες την θαυματουργή εικόνα της Παναγίας: «την είχαν πάντα μαζί τους, οδηγήτρια και προστάτιδα σε όλη την περιπέτεια του κατατρεγμού, μέχρι που ήρθαν να ριζώσουν εδώ στο όμορφο ακρογιάλι του Θερμαϊκού, που τότε σε έπαιρνε ο φόβος από την ερημιά και τα φίδια που ξετρύπωναν από τον ακαλλιέργητο τόπο».

Χαρακτηριστικό επίσης είναι και το απόσπασμα από το εκλαϊκευμένο κείμενο της Ιστορίας της Νέας και Παλιάς Μηχανιώνας του κ. Βαγγέλη Χατζημπιρπιλού:

«Οι Μηχανιώτες ήταν όλοι Βενιζελικοί. Είχαν όμως και όλες τις φωτογραφίες της Βασιλικής Οικογένειας στα σπίτια τους. Ήταν και πολύ θρήσκοι και έφτιαχναν στα χωράφια τους εξωκλήσια. Πάνω απ΄ όλα είχαν στην πρώτη γραμμή την εκκλησία και δέν έλειπαν καμιά Κυριακή και γιορτή, ακόμα και όταν ήταν στην ξενιτιά για ψάρεμα. 
Πάνω που καλυτέρεψαν τη ζωή τους, έφτιαξαν καινούργια σπίτια και είδαν άσπρη μέρα, ξημέρωσε μιά μαύρη μέρα! 
Ήταν παραμονή της μεγάλης γιορτής της Παναγίας Φανερωμένης, τα Εννιάμερα 22 Αυγούστου 1922, το μεγαλύτερο πανηγύρι της Μηχανιώνας. Όλοι οι κάτοικοι ήταν στο μοναστήρι για τον εσπερινό της αυριανής γιορτής. 
Τότε έφτασε το μήνυμα ότι έπρεπε να πάρουν το δρόμο της δεύτερης προσφυγιάς γιατί έρχεται η μεγάλη καταστροφή ! Το τί επακολούθησε μπορείτε να το φανταστείτε !  
Μετά από πέντε μέρες έφτασε στο λιμάνι ένα βαπόρι που μας το έστειλε η Αδελφότης των Μηχανιωτών της Κωνσταντινούπολης και στις 29 Αυγούστου 1922 μας πήγε στην απέναντι παραλία της Ανατολικής Θράκης στο χωριό Επιβάτες. Με δύο δρομολόγια πήραμε μαζί μας και όλα τα καίκια μας, τα δίχτυα και αρκετά πράγματα. Τα ζώα τα πήραμε απ΄ τη στεριά μέσω Προύσας.
Η χήρα Κατίγκω Μαουτσίδου, που ήταν καντηλανάφτρα της Εκκλησίας της Παναγίας Φανερωμένης, πήρε τον Κώστα Καματάκη και τον Γρηγόρη Μπογάκη που ήταν 15 ετών, και πήραν την Εικόνα και την πήραμε μαζί μας μέσα σ΄ ένα πάπλωμα. Ο Νικόλαος Χατζηγιαννάκης ή Καρανικόλας πήρε μιά άλλη εικόνα μεγάλης αξίας του Αγίου Νικολάου που έχει πάνω στο μέτωπο σφηνωμένο ένα στρείδι, γιατί αυτή βρέθηκε μέσα στη θάλασσα. Αυτή η εικόνα βρίσκεται σήμερα στα Λουτρά της Αιδηψού στο ναό των Αγίων Αναργύρων γιατί εκεί έμειναν αρκετοί Μηχανιώτες που είναι και μέχρι σήμερα».

Η παλιά εκκλησία της Παναγίας Φανερωμένης
στην Νέα Μηχανιώνα
Τα θεμέλια του ναού μπήκαν το 1927 και η ανέγερση της εκκλησίας τελείωσε το 1932 χάρη στις προσπάθειες του πρώτου ιερέα της Παναγίας Φανερωμένης της Μηχανιώτισσας, παπα - Γιάννη Βαλάσογλου. 

Το έργο του τελείωσε από τον διάδοχο του Παπαγιάννη, τον Παπα - Γιώργη Βογιατζόγλου.

Τεράστια ήταν και η συνεισφορά της Εκκλησιαστικής Επιτροπής  που αποτελούνταν από τον Αλέξανδρο Σαραφίδη,  τον Βασίλη Αραπάκη, τον Γιώργο Ταταράκη, τον Εμμανουήλ Σταμίδη και τον Γιώργο Σβολάκη που αναγκάστηκαν να καταφύγουν σε εσωτερικά δάνεια ή να παρακινήσουν δωρεές.

Ο Μητροπολίτης κ.Προκόπιος
Αμέσως μετά την απελευθέρωση της χώρας από τους κατακτητές και καθώς η Νέα Μηχανιώνα διαρκώς μεγάλωνε και αναπτύσσονταν άρχισε να προκύπτει η ανάγκη για τη δημιουργία ενός νέου, μεγαλύτερου ναού στη θέση του παλιού.

Το στόχο αυτό, ανέλαβε να υλοποιήσει ο μακαριστός σεβασμιώτατος μητροπολίτης Νέας Κρήνης και Καλαμαριάς κ. Προκόπιος, που από την επομένη της ενθρονίσεως του (19 - 6 - 1974), έταξε ως σκοπό του να ανοικοδομήσει νέο Ι. Ναό ενσαρκώνοντας έτσι και την από ετών ανάλογη επιθυμία των κατοίκων της Νέας Μηχανιώνας και των ευλαβών προσκυνητών της Παναγίας Φανερωμένης.

Ο σημερινός Ναός της Παναγίας Φανερωμένης με άριστα αρχιτεκτονικά στοιχεία, συγκεντρώνει τον θαυμασμό των επισκεπτών, αρκετοί από τους οποίους έρχονται και από τη Νότιο Ελλάδα και τα νησιά με οργανωμένες εκδρομές.

Τα θεμέλια του Ιερού Ναού όπως αυτός είναι σήμερα, τέθηκαν στις 9 Μαρτίου 1975 και τα εγκαίνια τελέστηκαν την Κυριακή 27 Μαΐου 1984, τα αρχιτεκτονικά σχέδια έγιναν από τον αρχιτέκτονα κ. Γεώργιο Αξιώτη, ειδικό ναοδόμο ενώ το κτίριο ανοικοδόμησε ο εργολάβος Βασίλειος Πατεράκης. 

Φωτογραφία από τα εγκαίνια του νέου ναού, την
Κυριακή 27 Μαΐου του 1984.
Η χωρητικότητα του Ναού ανέρχεται στα 4.000 άτομα, το μήκος του  είναι 35 μέτρα, το πλάτος 22 μέτρα και το ύψος του τρούλου εσωτερικά από το δάπεδο υπογείου του είναι 26,50 μέτρα. 

Στο Ναό υπάρχουν πέντε παρεκκλήσια, εκ των οποίων τα δύο έχουν εγκαινιασθεί προς τιμή του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου και του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Προκοπίου.

Η ετήσια πανήγυρις, με την οποία κάθε χρόνο στις 23 Αυγούστου γιορτάζονται τα εννιάμερα της Παναγίας, καθιερώθηκε στα 1927 και η γιορτή της Μηχανιώτισσας θεωρείται τόσο σημαντική όσο οι γιορτές της Παναγίας της Τήνου και της Παναγίας Σουμελά. 


Παρασκευή 12 Απριλίου 2019

Η ΣΙΑΓΟΝΑ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΠΑΥΛΟΥ.

πηγή


ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Στην Ορθόδοξη Εκκλησία αποδίδουμε στα Αγία λείψανα τιμή και ευλαβική προσκύνηση, η όποια όμως δεν αποτελεί λατρευτική προσκύνηση η λατρεία. Τούτο γιατί κανείς ποτέ ορθόδοξος χριστιανός δεν ταύτισε στη σκέψη του τα τίμια λείψανα με «θεούς». Μακαριστός π. ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΑΛΕΒΙΖΟΠΟΥΛΟΣ (ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΠΑΡΑΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΩΝ ΟΜΑΔΩΝ).

Ο μέγας Απόστολος των Εθνών Παύλος δεν ανήκε στη χορεία των δώδεκα Αποστόλων ούτε γνώρισε τον Κύριο όσο ζούσε στη γη, αλλά αποκαλύφτηκε κατόπιν σε αυτόν και κλήθηκε να γίνει Απόστολός Του ενώ ήτανε σκληρός πολέμιος του Χριστιανισμού.

Η Εκκλησία μας χαρακτήρισε τον Απόστολο Παύλο ως τον «Πρώτον μετά τον Ένα», δηλαδή τον σημαντικότερο άνδρα επί γης μετά τον Χριστό και ως το «πολύτιμο σκεύος Χριστού», δίκαια γιατί ο μέγας αυτός Απόστολος προσέφερε στην Εκκλησία του Χριστού τις πιο ανεκτίμητες υπηρεσίες της ιστορίας Της και είναι ο πιο ουσιαστικός θεμελιωτής Της στα έθνη, ως τα πέρατα της οικουμένης!

Τις πληροφορίες για τον βίο και το έργο του μεγάλου Αποστόλου αντλούμε από το βιβλίο των «Πράξεων των Αποστόλων», από τις Επιστολές του, αλλά και από άλλες αρχαιότερες εξωβιβλικές μαρτυρίες, ενδεικτικά είναι τα εξής χωρία: Πραξ.9,1-29, 22,3-21,26,9-20, Γαλ.1,13-24, A΄Κορ.15,8, Εφ.3,8, Φιλιπ.3,12 ενώ το ιεραποστολικό του έργο περιγράφεται και στα κεφάλαια 13ο - 28ο του βιβλίου των «Πράξεων των Αποστόλων». 

Απόστολος Παύλος, 1546
Mονή Σταυρονικήτα, Άγιον Όρος
(Κρητική σχολή, Θεοφάνης ο Kρής)
πηγή
Ο Παύλος γεννήθηκε γύρω στο 15 μ.Χ. στην Ταρσό της Κιλικίας από Iουδαίους γονείς που κατάγονταν από την φυλή του Βενιαμίν, ονομαζόταν Σαούλ ή Σαύλος και επίσης είχε και το ρωμαϊκό όνομα Παύλος.

Οι εύποροι γονείς του έδωσαν στον φιλομαθή γιο τους υψηλή παιδεία ενώ επίσης το αξιόλογο ελληνιστικό πνευματικό κλίμα της Ταρσού επέδρασαν θετικά στην διαμόρφωση της προσωπικότητάς του ενώ τόσο ο πατέρας του όσο και ο Παύλος ανήκε στην αίρεση των Φαρισαίων.

Γύρω στο 34 βρέθηκε στην Ιερουσαλήμ να σπουδάζει κοντά στον ονομαστό νομοδιδάσκαλο Γαμαλιήλ και έδειξε ιδιαίτερο ζήλο για τη διάσωση της θρησκείας του. 

Τον συναντούμε συμμέτοχο στον λιθοβολισμό του Πρωτομάρτυρα Στεφάνου να φυλάσσει στα πόδια του τα ιμάτια που άφησαν οι Ιουδαίοι που τον λιθοβολούσαν και λίγο αργότερα φανατισμένο διώκτη των Χριστιανών και μάλιστα διαβάζουμε στο ιερό κείμενο: «Σαύλος ελυμαίνετο την εκκλησίαν κατά τους οίκους εισπορευόμενος, σύρων τε άνδρας και γυναίκας παρεδίδου εις φυλακήν» (Πραξ.8,3). 

Απόστολοι Πέτρος και Παύλος, 17ος αιώνας.
Η εικόνα προέρχεται από τη Μονή του Σωτήρος της 

νήσου Πριγκήπου. Φανάρι, Κωνσταντινούπολη.
πηγή
Εκτός από τη μόρφωση που έλαβε, ο Σαούλ έμαθε και την τέχνη του σκηνοποιού ώστε να εξασφαλίζει τα προς το ζην με ένα χειρωνακτικό επάγγελμα όπως και οι περισσότεροι Ραββίνοι της εποχής του. 

Κατά τη διάρκεια της δημόσιας δράσης του Ιησού Χριστού (το 30 - 33 μ.Χ ο "νεανίας" Παύλος (Πράξ. 7,58) βρισκόταν στα Ιεροσόλυμα, όπου είχε συνάψει στενές σχέσεις με την ανωτάτη θρησκευτική ηγεσία και μάλιστα με τον ίδιο τον αρχιερέα του Μεγάλου Ιουδαϊκού Συνεδρίου (Πράξ. 9,1), λαμβάνοντας ενεργό ρόλο στο διωγμό εναντίον των Ιουδαίων Χριστιανών.

Τόσο η φαρισαϊκή ευσέβειά του όσο και ο ζήλος για την τήρηση του Μωσαϊκού Νόμου διαμόρφωσαν τη συμπεριφορά και τη στάση του έτσι ώστε να καταστεί ένας από τους πιο σκληρούς και φανατικούς διώκτες των οπαδών του Χριστού. 

Ύστερα από αυτή την εμπειρία ο Παύλος καταδίωκε με μίσος τους Χριστιανούς με κάθε τρόπο και στη διάθεση του είχε όσα ζητούσε από τους άρχοντες των Ιουδαίων. 

Για αυτό το σκοπό χρησιμοποιούσε πολλά και σκληρά μέτρα προκειμένου να πετύχει τον αφανισμό των Χριστιανών, ρήμαζε τις εκκλησίες, έμπαινε με τη βία στα σπίτια, έσερνε έξω άνδρες και γυναίκες, τους συνελάμβανε και τους έριχνε στη φυλακή, τους βασάνιζε και είχε γίνει ο φόβος και ο τρόμος των Χριστιανών.

Μαρτύριο Αγίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου
Βυζαντινό Μηνολόγιο 29 Ιουνίου - 1 Ιουλίου, τού 14ου αιώνα
Βρίσκεται στην Οξφόρδη, στην Bodleian Βιβλιοθήκη.
πηγή
Τον μετά μανίας διωγμό των Χριστιανών από τον Παύλο ομολογεί ο ίδιος (Γαλ. 1,13. Α'Κορ. 15,9. Φιλιπ. 3,5), ενώ το επιβεβαιώνει και ο Λουκάς στις Πράξεις (8,3. 9,1-2. 26,9-11).

Το μίσος του Παύλου εναντίον των ομοεθνών του χριστιανών πήγαζε, από τον υπέρμετρο φανατισμό και ζήλο του υπέρ της ιουδαϊκής θρησκείας (Φιλιπ. 3,5-6. Πράξ. 26,4, Γαλ. 1,13), αλλά και από την αγάπη του προς το ιουδαϊκό έθνος, το οποίο είχε επιλεγεί από τον Θεό να επιτελέσει σπουδαίο έργο στην ιστορία (Ρωμ. κεφ. 9-11). 

Επιπλέον, σημαντικό ρόλο έπαιξε και το γεγονός ότι ο Ιησούς είχε καταδικασθεί σε σταυρικό θάνατο ως σφετεριστής του μεσσιανικού αξιώματος, ενώ κατέλυσε διάφορες διατάξεις του μωσαϊκού νόμου και προέβλεψε την καταστροφή του ναού.

Εξαιτίας του υπέρμετρου ζήλου και του μίσους κατά των πιστών του Ιησού, ζήτησε από τον αρχιερέα να τεθεί επικεφαλής αποσπάσματος, το οποίο θα βάδιζε προς τη Δαμασκό, προκειμένου να τιμωρήσει παραδειγματικά τους εκεί Ιουδαίους που είχαν γίνει Χριστιανοί και να τους σύρει δεμένους στην Ιερουσαλήμ (Πραξ.9,1).

Οι άγιοι Απόστολοι Πέτρος και Παύλος
Φορητή εικόνα διαστάσεων  96 Χ 73,5 Χ 2,5 του 17ου αιώνα. 
Συλλογή Ιεράς Μητρόπολης Μυτιλήνης, Ερεσσού & Πλωμαρίου
πηγή
Όμως καθ' οδόν ο διώκτης Παύλος είδε ένα εκτυφλωτικό φως, το οποίο τον έριξε από το άλογο και τον τύφλωσε ενώ ταυτόχρονα άκουσε μια φωνή να του λέγει: «Σαούλ, Σαούλ, τι με διώκεις;»

Ο τρομοκρατημένος Παύλος ρώτησε: «Τις ει, Κύριε;» και απάντησε: «Εγώ ειμι Ιησούς ον συ διώκεις΄ αλλά ανάστηθι και είσελθε εις την πόλιν, και λαληθήσεται σοι τι σε δει ποιείν» (Παρξ.9,4-6). 

Το γεγονός συντάραξε τον Παύλο, μετανόησε και αφού μπήκε στην πόλη συναντήθηκε με τον επικεφαλής της Εκκλησίας Ανανία που τον θεράπευσε από την τύφλωση, τον κατήχησε και τον βάπτισε και αυτό έγινε χρονολογικά πιθανότατα το 36.

Από τότε ο Παύλος έθεσε τον εαυτό του στην υπηρεσία της Εκκλησίας και ύστερα από μια επιμελή προετοιμασία ανέλαβε να εκχριστιανίσει τους εθνικούς, δηλαδή τους μη Ιουδαίους. 

Με συνοδεία συνεργατών, όπως του Βαρνάβα και του Μάρκου ως ένα σημείο, ο Παύλος ξεκίνησε το 48 την πρώτη μεγάλη αποστολική περιοδεία του, που περιγράφεται λεπτομερώς στα 13ο και 14ο κεφάλαια των «Πράξεων των Αποστόλων» και πρώτος σταθμός τους ήταν η Σαλαμίνα και ύστερα η Πάφος της Κύπρου, όπου κήρυξαν και ίδρυσαν εκκλησίες.

Οι άγιοι Απόστολοι Πέτρος και Παύλος
Δεσποτική εικόνα του 1808. 
Συλλογή  Ιεράς Μητρόπολης Σερβίων & Κοζάνης
Η εικόνα προέρχεται από τον Ιερό Ναό της Κοίμησης Θεοτόκου
από τον Βελβεντό Κοζάνης.
πηγή
Κατόπιν διάβηκαν στην Μικρά Ασία και περιόδευσαν στις πόλεις Πέργη της Παμφυλίας, στην Αντιόχεια της Πισιδίας, στο Ικόνιο, τα Λύστρα, την Δέρβη και αλλού.

Παρ' όλες τις δυσκολίες που συνάντησαν και τις διώξεις που υπέστησαν, το κήρυγμά τους σημείωσε επιτυχία και σε όλες τις πόλεις ίδρυσαν τοπικές εκκλησίες. 

Μέσω της Αττάλειας επέστρεψαν στην Αντιόχεια, όπου «συναγαγόντες την εκκλησίαν ανήγγειλαν όσα εποίησεν ο Θεός μετ' αυτών και ότι ήνοιξε τοις έθνεσι θύραν πίστεως» (Πραξ.14:27).

Στη συνέχεια έλαβε μέρος στην Σύνοδο της Ιερουσαλήμ, το 48, η οποία έλυσε σοβαρά θέματα ιεραποστολής (Πράξ.15ο κεφ.) και σε αυτή ο Παύλος έπαιξε καθοριστικό ρόλο αφού κατόρθωσε να πείσει ότι η αποστολή του Ιουδαϊσμού τελείωσε και πως η χάρη του Θεού έρχεται σε κάθε άνθρωπο, που συντάσσεται με το Χριστό. 

Ύστερα με συνεργάτη του τον Σίλα αναχώρησε για την δεύτερη αποστολική περιοδεία του, η οποία περιγράφεται στα 16ο , 17ο και 18ο κεφάλαια των «Πράξεων των Αποστόλων» και μέσω της Συρίας και Κιλικίας περιόδευσε τις πόλεις της Ασίας Δέρβη και Λύστρα όπου συνάντησε τον ευσεβή νέο Τιμόθεο που πήρε και αυτόν μαζί του. 

Τμήμα χτιστού ταφικού κιβωρίου με τον Απόστολο Παύλο δεξιά.
Αποτοιχισμένη τοιχογραφία του 13ου αιώνα απο τον ναό
της Αγίας Σοφίας στην Θεσσαλονίκη.
Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού της Θεσσαλονίκης
πηγή
Διάβηκαν την Φρυγία, την Γαλατία, έφτασαν στην Μυσία και κατόπιν στην Τρωάδα και κατόπιν οράματος πέρασαν στην Μακεδονία και ίδρυσαν εκκλησίες στους Φιλίππους, την Θεσσαλονίκη, την Βέροια, την Αθήνα και την Κόρινθο, στην οποία έμειναν περίπου ενάμισι χρόνο στο σπίτι του Ακύλα και της Πρισκίλας. 

Με το τέλος και της δεύτερης περιοδείας ο Παύλος έφτασε στην Έφεσο και από εκεί μέσω Καισάρειας στην Ιερουσαλήμ και κατόπιν επέστρεψε στην Αντιόχεια για ανάπαυση. 

Σύντομα ανέλαβε να επιτελέσει και την Τρίτη αποστολική περιοδεία του η οποία περιγράφεται στα 19ο και 20ο κεφάλαια των «Πράξεων των Αποστόλων». 

Επισκέφτηκε την Γαλατία, την Φρυγία και την Έφεσο, όπου έμεινε τρία χρόνια διδάσκοντας και στηρίζοντας την εκκλησία της μεγάλης αυτής πόλης. 

Μετά ήλθε στην Τρωάδα, πέρασε ξανά στους Φιλίππους, στην Θεσσαλονίκη, στην Βέροια, ίσως στην Ήπειρο και τερμάτισε στην Κόρινθο, όπου έμεινε τρεις μήνες και μετά μέσω Τρωάδος, Μιλήτου και Καισάρειας έφτασε και πάλι στην Ιερουσαλήμ όπου συνελήφθη ως ταραχοποιός και οδηγήθηκε σε δίκη (Πράξ.21ο κεφ.). 

Απόστολος Παύλος
Μωσαϊκό από την Ι. Μονή Σινά, του 5ου αιών
α
πηγή
Ως Ρωμαίος πολίτης ζήτησε να δικαστεί στο αυτοκρατορικό δικαστήριο της Ρώμης και  αναχώρησε δέσμιος  με πλοίο για την Ρώμη όμως κοντά στο νησί Μελίτη ναυάγησαν. 

Βγήκαν όμως στην ξηρά όπου κήρυξε και ίδρυσε μάλιστα και εκκλησία ενώ τελικά έφθασε στη Ρώμη, όπου ύστερα από δύο χρόνια σχετικού περιορισμού δικάστηκε και αθωώθηκε (Πράξ.27ο και 28οκεφ.).

Από την Ρώμη πήγε στην Κρήτη, όπου άφησε επίσκοπο τον εκλεκτό και πιστό συνεργάτη του Τίτο, μετά ανέβηκε στην Κόρινθο, στην Μακεδονία και επισκέφτηκε πιθανότατα και την Νικόπολη της Ηπείρου το Φθινόπωρο του 66, όπου και παραχείμασε (Τιτ.3,12).

Κατόπιν πέρασε και πάλι στην Ασία, όπου άφησε τον αγαπητό του συνοδό Τιμόθεο, αφού τον κατέστησε επίσκοπο στην Έφεσο και η τέταρτη και τελευταία περιοδεία του τερματίστηκε στην Δύση, έφτασε σύμφωνα με μαρτυρία του αγίου Κλήμεντα Ρώμης στην Ισπανία και κατόπιν κατάκοπος και τσακισμένος από τις κακουχίες κατέληξε στην Ρώμη. 

Βημόθυρο δύο φύλλων του 15ου αιώνα με θέμα τον 
Ευαγγελισμό της Θεοτόκου και τους πρωτοκορυφαίους.
Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού της Θεσσαλονίκης 
πηγή
Εκεί κατάλαβε το τέλος του και έγραψε στον αγαπημένο του μαθητή Τιμόθεο: «εγώ ήδη σπένδομαι και ο καιρός της εμής αναλύσεως εφέστηκε» (Β΄Τιμ.4,6-8). 

Οι διωγμοί κατά των Χριστιανών, που είχε κηρύξει ο παράφρονας Νέρων βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη και ο Παύλος ήτανε ο κύριος στόχος των ειδωλολατρών δημίων. 

Γύρω στο 67 συνελήφθη και αποκεφαλίσθηκε λίγο καιρό μετά το μαρτύριο του αποστόλου Πέτρου και σύμφωνα με την παράδοση από την τομή του αποκεφαλισμού έρευσε αίμα και γάλα.

Ο μεγάλος αυτός Απόστολος μας άφησε δεκατέσσερις επιστολές, οι οποίες κατέχουν σπουδαία θέση στον Κανόνα της Καινής Διαθήκης. 

Αυτές είναι: 1) Η προς Ρωμαίους, 2) προς Κορινθίους Α΄, 3) προς Κορινθίους Β΄ 4) προς Γαλάτας, 5) προς Εφεσίους, 6) προς Φιλιππησίους, 7) προς Κολασσαείς, 8) προς Θεσσαλονικείς Α΄, 9) προς Θεσσαλονικείς Β΄,10) προς Τιμόθεον Α΄,11) προς Τιμόθεον Β΄,12) προς Τίτον, 13) προς Φιλήμονα και 14) προς Εβραίους. 

Ο Παύλος έπασχε από κάποια ασθένεια, η οποία πρέπει να ήταν μάλλον επώδυνη (Β' Κορ. 12,8), χωρίς ωστόσο να είναι δυνατό να εξακριβωθεί ακριβώς ποιο ήταν το σωματικό του πρόβλημα και μόνο υποθέσεις μπορούν να γίνουν για αυτό.

Η μνήμη του εορτάζεται από κοινού με τον άλλο κορυφαίο Απόστολο, Πέτρο, στις 29 Ιουνίου.


Πέμπτη 11 Απριλίου 2019

Η ΤΙΜΙΑ ΚΑΡΑ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΤΟΥ ΟΜΟΛOΓΗΤΗ.

πηγή

Φυλάσσεται στην Ιερά Μονή Ταξιαρχών Αιγιαλείας.

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Στην Ορθόδοξη Εκκλησία αποδίδουμε στα Αγία λείψανα τιμή και ευλαβική προσκύνηση, η όποια όμως δεν αποτελεί λατρευτική προσκύνηση η λατρεία. Τούτο γιατί κανείς ποτέ ορθόδοξος χριστιανός δεν ταύτισε στη σκέψη του τα τίμια λείψανα με «θεούς». Μακαριστός π. ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΑΛΕΒΙΖΟΠΟΥΛΟΣ (ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΠΑΡΑΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΩΝ ΟΜΑΔΩΝ).

Ο Όσιος Στέφανος ο Νέος και Ομολογητής. 
Τοιχογραφία του 1651, στον βυζαντινό ναό του Αγίου
Γεωργίου του Βουνού, στην Καστοριά
Ο άγιος Στέφανος,  γεννήθηκε το 715 στην από ευσεβείς και επιφανείς γονείς που για πολλά χρόνια ήταν άτεκνοι, τον Ιωάννη και την Άννα, στην Κωνσταντινούπολη
Όταν ο Θεός τους χάρισε το τέκνο το έταξαν στην υπηρεσία Του και βαπτίσθηκε από τον άγιο πατριάρχη Γερμανό ο οποίος το έθεσε υπό τη σκέπη του πρωτομάρτυρος.
Επί αυτοκράτορα Λέων Γ' του Ίσαυρου άρχισαν τα πρώτα μέτρα για την απαγόρευση των ιερών εικόνων και τον διωγμό των υπερασπιστών τους με τους γονείς του να κρίνουν συνετό να απομακρυνθούν από τη Βασιλεύουσα και να εμπιστευθούν τον γιό τους στους μοναχούς της μονής του Αγίου Αυξεντίου, πλησίον της Χαλκηδόνας.
Ο δεκαεξαετής νέος έγινε δεκτός, την ίδια κιόλας ημέρα ενδύθηκε το αγγελικό Σχήμα και έγινε μαθητής του πέμπτου κατά σειράν διαδόχου του αγίου Αυξεντίου, του Ιωάννη. 

Όταν αργότερα κοιμήθηκε ο πατέρας του, ο Στέφανος πήγε στην Κωνσταντινούπολη να ρυθμίσει τις υποθέσεις του, μοίρασε τα υπάρχοντά του στους φτωχούς και έφερε πίσω μαζί του τη μητέρα του και μία από τις αδελφές του που έγιναν μοναχές στην κοντινή γυναικεία Μονή των Τριχιναραίων ενώ άφησε την άλλη αδελφή του να μπει σε ένα μοναστήρι της Βασιλεύουσας.

Ο Όσιος Στέφανος ο Νέος και Ομολογητής. 
Τοιχογραφία τού 1547 στην Ιερά Μονή Διονυσίου, Άγιον Όρος
Έργο τού Τζώρτζη (Ζώρζη) Φουκά 
Όταν κοιμήθηκε και ο Ιωάννης, ο πνευματικός του πατέρας, ο Στέφανος επελέγη ομόφωνα στη θέση του ως ηγούμενος και υπό την καθοδήγησή του, η μικρή ομάδα των ασκητών αυξήθηκε φθάνοντας να έχει είκοσι αδελφούς και έγινε κοινοβιακό μοναστήρι.

Ο άγιος οργάνωσε την αδελφότητα και κατόπιν αποσύρθηκε ψηλά στο όρος, αφήνοντας τον μαθητή του, Μαρίνο, ως υπεύθυνο στη μονή. 

Το κελί του δεν είχε στέγη, ήταν εκτεθειμένο στον καιρό και τόσο στενό, που δεν μπορούσε κανείς να καθίσει οκλαδόν.

Φορώντας χειμώνα καλοκαίρι ένα λεπτό χιτώνα, φέροντας βαριές αλυσίδες πάνω του και αρκούμενος σε μια τροφή ικανή να τον κρατά απλώς στη ζωή, ο άγιος Στέφανος τράβηξε γύρω του πλήθος μαθητών και επισκεπτών που διέδωσαν τη φήμη του σε ολόκληρη την αυτοκρατορία.

Ο Όσιος Στέφανος ο Νέος και Ομολογητής. 
Τοιχογραφία (Fresco) τού έτους περίπου 1350
στον Ιερό Ναό τού Χριστού Παντοκράτορος τής 
Μονής Βισόκι Ντέτσανι, Κοσσυφοπέδιο, Σερβία
Μετά τον θάνατο του Λέοντος του Γ', στέφθηκε αυτοκράτορας ο γιος του, Κωνσταντίνος Ε'.

Στην αρχή της βασιλείας του, απασχολημένος στην αντιμετώπιση του σφετεριστή Αρτάβασδου και της αραβικής απειλής στην ανατολή, δεν έδειξε να τον ενδιαφέρει η κατάργηση των εικόνων, όμως μόλις εδραιώθηκε η εξουσία του, κήρυξε διωγμό εναντίον όσων τιμούσαν τις ιερές εικόνες
Το 754 ο Κωνσταντίνος Ε' συγκάλεσε μια σύνοδο με τη συμμετοχή τριακοσίων επισκόπων, η οποία κατ' εντολή του διακήρυξε την κατάργηση της προσκύνησης των εικόνων.

Mε όπλο αυτή απόφαση έβαλε να καταστρέψουν τις εικόνες, να τις αντικαταστήσουν με παραστάσεις του αυτοκράτορα ή με κοσμικές σκηνές ενώ καταστράφηκαν λείψανα και τα πράγματα έφθασαν μέχρι να καταδικασθεί και η τιμή της Θεοτόκου και των αγίων.
Παντού οι ομολογητές καίγονταν, ξυλοκοπούνταν ή φυλακίζονταν, τα μοναστήρια έκλειναν, οι μοναχοί προπηλακίζονταν και αναγκάζονταν δια της βίας να επιστρέψουν στην τάξη των λαϊκών και να νυμφευθούν ενώ όσοι αντιστέκονταν, υφίσταντο ακρωτηριασμό της μύτης, της γλώσσας ή άλλες βιαιοπραγίες πριν σταλούν στην εξορία.
Απτόητος απέναντι στα κατασταλτικά μέτρα, ο άγιος Στέφανος συνέχιζε την αντίστασή του και κλήθηκε να μεταβεί στην Κωνσταντινούπολη για να υπογράψει τις αποφάσεις της αιρετικής συνόδου κάτι που αρνήθηκε και αυτοί για να τον μειώσουν ηθικά διέδωσαν ότι είχε ασελγήσει σε μια μοναχή.

Ο Όσιος Στέφανος ο Νέος και Ομολογητής. 
Μωσαϊκό στις αρχές τού 11ου αιώνα στην Ιερά
Μονή Οσίου Λουκά στο Στείρι Βοιωτίας
Η μοναχή ονόματι Άννα, οδηγήθηκε στον αυτοκράτορα και αρνούμενη τις συκοφαντίες αυτές βασανίσθηκε απάνθρωπα και τελικά, μηχανευόμενοι άλλο δόλο, τον συνέλαβαν προφασιζόμενοι ότι είχε εξαναγκάσει έναν νέο που ήταν ευνοούμενος του αυτοκράτορα να ενδυθεί το μοναχικό Σχήμα. 

Τον έκλεισαν σε μια μονή της Κωνσταντινουπόλεως, αφού έκαψαν το μοναστήρι του και τον έφεραν δημόσια αντιμέτωπο με θεολόγους του αυτοκράτορα, αλλά εκεί υποστήριξε με λαμπρό τρόπο την παράδοση των αγίων Πατέρων. 

Καταδικάσθηκε σε εξορία στην Προκόννησο της Προποντίδας το 755 και επωφελούμενος της εξορίας, ο άγιος αποσύρθηκε σε ένα στενό κελλί στην κορυφή ενός στύλου, όπου και επιδόθηκε σε νέους ασκητικούς άθλους και αργότερα μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη, στη φυλακή του πραιτωρίου όπου συνάντησε άλλους 342 μοναχούς ομολογητές της πίστεως.
Ο Όσιος Στέφανος ο Νέος και Ομολογητής. 
Τοιχογραφία με απεικόνιση του μαρτυρίου του,  περίπου του 1350
στον Ιερό Ναό τού Χριστού Παντοκράτορος τής 
Μονής Βισόκι Ντέτσανι, Κοσσυφοπέδιο, Σερβία
Όλοι έφεραν σημάδια βασανισμού: άλλοι ήταν ακρωτηριασμένοι στη μύτη, άλλοι στα αυτιά ή στη γλώσσα, άλλοι πάλι είχαν υποστεί αισχρούς εξευτελισμούς και είχαν βουτηχτεί σε ακαθαρσίες.

Βλέποντάς τους ο άγιος τους έδωσε θάρρος, τους παρότρυνε να παραμείνουν σταθεροί στην πίστη τους και οργάνωσε τη ζωή τους όπως σε ένα μοναστήρι, μετέστρεψε μάλιστα στην Ορθοδοξία και μερικούς από τους δεσμοφύλακές του.
Μετά από ένδεκα μήνες στη φυλακή ο Στέφανος έλαβε την αποκάλυψη του επικείμενου τέλους του, νήστευσε σαράντα ημέρες, κατά τη διάρκεια των οποίων δίδασκε νυχθημερόν στους μαθητές του την οδό της Σωτηρίας και όταν έφθασε η τελευταία ημέρα, είπε να τελεσθεί ολονύκτια αγρυπνία για να λάβει από τον Θεό τη δύναμη στον έσχατο αγώνα του. 

Ο τύραννος είχε αναρτήσει παντού αναγγελίες για την απόφαση της εκτελέσεως του αρχηγού της ορθοδόξου παρατάξεως, με σκοπό να τρομοκρατήσει όσους έκρυβαν στο σπίτι τους μοναχούς ή ομολογητές της πίστης και στη μεγάλη αναταραχή που ακολούθησε, το πλήθος υποκινούμενο από τους στρατιώτες έσπευσε στο πραιτώριο, πήρε τον άγιο και τον έσυρε στους δρόμους υβρίζοντας και κτυπώντας τον.
Όταν ο όχλος έφθασε στον ναό του Αγίου Θεοδώρου, ένας από αυτούς, ονόματι Φιλομάτιος, κτύπησε τον άγιο στο κεφάλι με ένα δοκάρι, του έσπασε το κρανίο και τα μυαλά του χύθηκαν στο χώμα (η τρύπα στην Κάρα του φαίνεται). 
Το νεκρό σώμα του αγίου συνέχισαν να το κτυπούν με πέτρες μέχρι ότου παραμορφώθηκε και το έριξαν στην τάφρο που προοριζόταν για τους ειδωλολάτρες και τους κατάδικους,  ήτανε 20 Νοεμβρίου του 765. 

Η Μνήμη του τιμάται στις 28 Νοεμβρίου.


Πέμπτη 4 Απριλίου 2019

Η ΤΙΜΙΑ ΚΑΡΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΝΕΟΜΑΡΤΥΡΑ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΕΚ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ.

πηγή

Φυλάσσεται στον Μητροπολιτικό Ιερό Ναό Αγίου Βασιλείου Τριπόλεως.

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Στην Ορθόδοξη Εκκλησία αποδίδουμε στα Αγία λείψανα τιμή και ευλαβική προσκύνηση, η όποια όμως δεν αποτελεί λατρευτική προσκύνηση η λατρεία. Τούτο γιατί κανείς ποτέ ορθόδοξος χριστιανός δεν ταύτισε στη σκέψη του τα τίμια λείψανα με «θεούς». Μακαριστός π. ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΑΛΕΒΙΖΟΠΟΥΛΟΣ (ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΠΑΡΑΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΩΝ ΟΜΑΔΩΝ).

Ο Άγιος νεομάρτυρας Δημήτριος ο Πελοποννήσιος. 
Εικόνα του 1831 στην Μονή Αγ. Νικολάου Βαρσών Μαντινείας.
πηγή
Ο Άγιος νεομάρτυρας Δημήτριος ο Πελοποννήσιος γεννήθηκε το 1779 στη συνοικία Κάτω Ρούγα του τότε χωριού Λιγούδιστα, η σημερινή κωμόπολη της Χώρας Τριφυλίας στην Μεσσηνία. 

Σύμφωνα με τον βιογράφο του, Όσιο Νικηφόρο τον Χίο, ο Δημήτριος ήταν ο δευτερότοκος υιός του ευσεβούς Ηλία Καψαρίδη και η μητέρα του απεβίωσε όταν ο Δημήτριος ήταν ακόμη βρέφος. 

Ο πατέρας του παντρεύτηκε για δεύτερη φορά, αλλά η μητριά του συμπεριφέρθηκε στα δύο παιδιά με κακία και έτσι αναγκάστηκαν πάνε στην Τρίπολη αναζητώντας εργασία. 

Ο μεγαλύτερος αδελφός του πήγε πρώτος και έγινε υπηρέτης σε μία τουρκική οικογένεια, ενώ ο Δημήτριος γνωρίστηκε με κάποιους κτίστες που ταξίδευαν από τόπο σε τόπο και έκτιζαν οικοδομές. 

Κάποια στιγμή πήγε στην Τρίπολη και άρχισε να συναναστρέφεται με παιδιά τουρκικών οικογενειών όμως η προστριβή του με το συνεργείο των κτιστών, που εργαζόταν, τον ανάγκασε να καταφύγει στην τουρκική οικογένεια του Βελή Μπαρμπέρη, που είχε κουρείο μαθαίνοντας την τέχνη του κουρέα, ενώ ταυτόχρονα αρνήθηκε τη χριστιανική του πίστη και ασπάσθηκε τον μουσουλμανισμό. 

Ο Άγιος νεομάρτυρας Δημήτριος ο Πελοποννήσιος.
Εικόνα του Αγίου με οκτώ σκηνές του βίου του στον Ναό
του Αγίου Δημητρίου Αρκάδων Καλαμάτας.
πηγή
Υποβλήθηκε σε περιτομή, φόρεσε τουρκικά ρούχα,  σαρίκι στο κεφάλι και μετονομάσθηκε Μεχμέ.

Ο μεγαλύτερος αδελφός του, που δεν είχε τουρκέψει ακόμη, έτρεξε να τον συναντήσει, ζήλεψε την απατηλή ευτυχία του και ασπάσθηκε και εκείνος τον μουσουλμανισμό. 

Ο πατέρας τους έμαθε ότι και τα δύο του παιδιά έγιναν εξωμότες και πήγε αμέσως στην Τρίπολη να τα συναντήσει και να τα συνετίσει. Δεν γνωρίζουμε αν συνάντησε τον μεγαλύτερο γιο του όμως ο Δημήτριος όταν έμαθε ότι τον αναζητά ο πατέρας του, κρύφτηκε από ντροπή και φόβο μήπως και εξοργισθεί μαζί του ο Τούρκος αφέντης του. 

Ο πατέρας του πήρε τον δρόμο της επιστροφής για τη Λιγούδιστα όμως η απεγνωσμένη, και άκαρπη προσπάθεια του, δεν πήγε χαμένη. 

Ο Δημήτριος αισθάνθηκε άσχημα για την προδοσία του και την άρνησή να συναντήσει τον πατέρα του και έφυγε από την Τρίπολη  για να πάει στην πατρίδα του να τον συναντήσει όμως πήρε λάθος δρόμο και έφτασε στο χωριό Στεμνίτσα της Αρκαδίας, όπου και φιλοξενήθηκε στο σπίτι μιας χριστιανής. 

Επέστρεψε στην Τρίπολη, όπου γνωρίσθηκε με κάποιους χριστιανούς που θα ταξίδευαν στη Σμύρνη, τους ακολούθησε και όταν έφτασε εκεί, πέταξε τα τουρκικά ενδύματα, φόρεσε χριστιανικό χιτώνα και άρχισε να συναναστρέφεται μόνο με χριστιανούς, από τους οποίους έμαθε πολλά για τους αγίους της χριστιανικής πίστεως και τα μαρτύρια που υπέστησαν για την αγάπη του Χριστού. 

Η ανθοστόλιστη εικόνα του Αγίου στον ομώνυμο Ιερό Ναό
στο Μερκοβούνι Αρκαδίας
.
πηγή
Οι διηγήσεις αυτές τον έκαναν να συνειδητοποιήσει το αμάρτημα της αρνησιθρησκείας του και αναχώρησε για τη Μαγνησία της Μικράς Ασίας, έπειτα στις Κυδωνίες (σημερινό Αϊβαλί) και από εκεί επισκέφθηκε την περίφημη Μονή του Τιμίου Προδρόμου που βρισκόταν στο Μοσχονήσι για να εξομολογηθεί στον Ηγούμενο της Μονής. 

Η ειλικρινής εξομολόγησή του τον ηρέμησε ψυχικά και ανακουφίσθηκε, όμως πίστευε ότι μόνο με το αίμα του θα μπορούσε να ξεπλύνει τη προδοσία του και ζήτησε από τον Τίμιο Πρόδρομο να τον ενισχύσει, τάζοντάς του ένα ασημένιο καντήλι, τάμα που πραγματοποίησε αφού κέρδισε αρκετά χρήματα εξασκώντας για ένα χρόνο το επάγγελμα του κουρέα.

Επίσης παρακάλεσε τον Ηγούμενο της Μονής Τιμίου Πορδρόμου να τον συμβουλεύσει τι να πράξει για να ξεπλύνει το αμάρτημά του και ο Ηγούμενος τον έστειλε στη Χίο να τον καθοδηγήσει πνευματικά ο Άγιος Μακάριος ο Νοταράς Αρχιεπίσκοπος Κορίνθου (1731 – 1805), που εφησύχαζε την εποχή εκείνη στο Μονύδριο των Αγίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλο, πάνω από την κωμόπολη του Βροντάδου.

Η ανθοστόλιστη εικόνα του Αγίου κατά τον ετήσιο εορτασμό
της μνήμης του από τον Σύλλογο των εν Αττική Χωραϊτών

πηγή
Όταν ο Δημήτριος έφτασε στη Χίο, ο Άγιος Μακάριος, τον υποδέχθηκε εγκάρδια και τον συμβούλεψε να εγκαταλείψει την ιδέα του μαρτυρίου, γιατί εξαιτίας του νεαρού της ηλικίας του μπορεί να μην αντέξει τα βασανιστήρια και έτσι να υποπέσει για δεύτερη φορά στο αμάρτημα της αρνησιθρησκείας. 

Σύμφωνα με τον βιογράφο του, Όσιο Νικηφόρο τον Χίο, ενισχύθηκε τόσο πολύ στην ψυχή του η φλόγα της αγάπης του στον Θεό, ώστε άρχισε να κάνει σκληρούς πνευματικούς αγώνες σε ένα σπήλαιο στο οποίο επικρατούσε πολύ χαμηλή θερμοκρασία εξαιτίας του χειμώνα, και υπήρχε πολύ μεγάλη υγρασία.

Στο μεταξύ ο Άγιος Μακάριος είχε γίνει μεγαλόσχημος μοναχός και με βάση τους κανόνες του μοναχισμού δεν επιτρεπόταν πλέον να ιερουργεί ούτε και να εξομολογεί και καθ’ υπόδειξή του κατέφυγε ο Δημήτριος στον Όσιο Νικηφόρο τον Χίο για να καθοδηγηθεί πνευματικά που και αυτός τον συμβούλεψε να εξαλείψει το αμάρτημά του με τη συνεχή μετάνοια και όχι με το μαρτύριο. 

Κανείς όμως δεν μπορούσε πλέον να τον εμποδίσει από την απόφασή του να μαρτυρήσει για την αγάπη του Χριστού και ζήτησε την άδεια και την ευλογία του πνευματικού του να επιστρέψει στην Τρίπολη για να ομολογήσει τον Κύριο ενώπιον των Τούρκων και να συναντήσει τον αδελφό του, ώστε να τον παρακινήσει να ομολογήσει και εκείνος το όνομα του Χριστού.


Η φορητή εικόνα του Αγίου νεομάρτυρος Δημητρίου στο
τέμπλο του ομωνύμου Ιερού Ναού της Τριπόλεως.

πηγή
Βλέποντας ο Όσιος Νικηφόρος ο Χίος τη σταθερή και αμετάβλητη απόφαση του Δημητρίου, του έδωσε μία συστατική επιστολή και τον έστειλε στην Πελοπόννησο να συναντήσει τον Ιεροκήρυκα Αγάπιο τον εκ Δημητσάνης καταγόμενο και εν Άργει διατρίβοντα.

Φτάνοντας ο Δημήτριος στο Άργος δεν κατόρθωσε να βρει τον Αγάπιο και έμεινε στο σπίτι κάποιου χριστιανού ολόκληρη τη Μεγάλη Εβδομάδα, καθώς και την εβδομάδα της Διακαινησίμου, αλλά εξαιτίας της μη εμφανίσεως του ιεροκήρυκος Αγαπίου αναγκάσθηκε να φύγει και να πάει στην Τρίπολη για να ομολογήσει τον Χριστό και να μαρτυρήσει. 

Στην πορεία του πέρασε από το όρος Αρτεμίσιο και επισκέφθηκε την Ιερά Μονή της Παναγίας Γοργοεπηκόου και την άλλη ημέρα ξεκίνησε την πορεία του για την Τρίπολη κάνοντας μία στάση στο χωριό Μερκοβούνι όπου κάθισε κάτω από ένα δένδρο για να ξεκουρασθεί και τελικά έφτασε στην Τρίπολη τη Δευτέρα της εβδομάδος του Θωμά. 

Αμέσως πήγε στο σπίτι κάποιου χριστιανού που ήταν γνωστός του πρώην Τούρκου αφέντη του, ενώ σε όλους απευθυνόταν με τον γνωστό αναστάσιμο χαιρετισμό «Χριστός Ἀνέστη» και το ίδιο βράδυ συνάντησε μερικούς κληρικούς και ενάρετους χριστιανούς που τους ανακοίνωσε την απόφασή του να ομολογήσει το όνομα του Χριστού και να μαρτυρήσει για Εκείνον. 


Στο Μερκοβούνι Αρκαδίας ο Ενοριακός Ναός
είναι αφιερωμένος στον Άγιο νεομάρτυρα
Δημήτριο τον Πελοποννήσιο.
πηγή
Όλοι προσπάθησαν να τον αποτρέψουν και εξέφρασαν τον φόβο ότι οι Τούρκοι θα εξαπολύσουν διωγμό εναντίον των χριστιανών.
 
Ο Δημήτριος όμως τους απάντησε με παρρησία: «Θαρσεῖτε, ἀδελφοί μου, διότι ὅλες μου τίς ἐλπίδες τίς ἔχω στόν Θεό. Ἐκεῖνος καθώς ἐνδυνάμωσε ὅλους τούς Ἁγίους Μάρτυρες, θά ἐνδυναμώσει καί ἐμέ τόν ἄθλιο νά ἐξαλείψω τήν ἀμαρτία μου μέ τό αἷμα μου».

Μεταξύ αυτών ήταν ο π. Αντώνιος, που προσπάθησε να τον εμποδίσει, βλέποντας όμως την αδιαλλαξία του, πρότεινε να προσευχηθούν στον Θεό και ότι τους αποκαλύψει, αυτό και να πράξουν.

Ο Δημήτριος διανυκτέρευσε στον ναό του Αγίου Νικολάου μένοντας άγρυπνος και προσευχόταν όλη τη νύχτα, ενώ ο ιερεύς Αντώνιος πήγε στη Μητρόπολη, όπου κάποια στιγμή μετά από θερμή προσευχή αποκοιμήθηκε και στον ύπνο του είδε τότε ένα μεγάλο στράτευμα με πολλούς στρατιώτες. 

 Φορητή εικόνα του Αγίου στο τέμπλο του Ιερού
Ναού Αγίου Δημητρίου Αρκάδων Καλαμάτας.
πηγή
Στη μέση υπήρχε ένα χρυσοστολισμένο άρμα που έσερναν δύο άσπρα άλογα και ο αμαξηλάτης ήταν ένας ωραιότατος ξανθός άνθρωπος με λίγα γένια και με ενδύματα άσπρα και πράσινα, ενώ στη μέση του έφερε ένα μεγάλο σπαθί. 

Πίσω από την άμαξα ακολουθούσε ο Δημήτριος έχοντας στο κεφάλι του λευκό σεντόνι και πλησιάζοντας τον π. Αντώνιο, του είπε δύο φορές να σηκωθεί. 

Ο ιερέας όμως συνέχισε να κοιμάται και τότε ο Δημήτριος του έπιασε το χέρι και του φώναξε δυνατά να σηκωθεί, διότι τώρα είναι καιρός και μόλις ο π. Αντώνιος ξύπνησε από το όνειρο, έτρεξε να συναντήσει τον Δημήτριο, ο οποίος έτρεξε και αυτός για να συναντήσει τον ιερέα. 

Στην ερώτηση του π. Αντωνίου εάν είδε κάποιο σημείο από τον Θεό, εκείνος απάντησε αρνητικά αλλά στην επιμονή του ιερέα ο Δημήτριος του αποκάλυψε τη θεόσταλτη οπτασία που είχε δει: κατά την τέταρτη ώρα της νύχτας και αφού είχε προσευχηθεί, είδε μία θαυμαστή λάμψη και ένα ουράνιο φως, το οποίο τον περικύκλωσε. Μέσα σ’ αυτό το φως είδε έναν άνδρα με λευκά ενδύματα, ο οποίος του είπε να μην φοβάται και να συνεχίσει τον αγώνα του με θάρρος, αφού θα βρίσκεται δίπλα του. Παρόλο βέβαια που ο Δημήτριος φοβήθηκε από τη θαυμαστή αυτή αποκάλυψη, ένιωσε ενισχυμένος και χαρούμενος και γι’ αυτό έπεσε στη γη και προσευχόταν. Μάλιστα τη σκηνή με τον λευκοφορεμένο άνδρα την είδε τρεις φορές, αλλά κατόπιν εξαφανίσθηκε από μπροστά του ο θαυμαστός αυτός άνθρωπος και το ουράνιο φως. 

Φορητή εικόνα του Αγίου νεομάρτυρα 
Δημήτριου του Πελοποννήσιου.
Μετά την εξιστόρηση των γεγονότων αυτών ο Δημήτριος εξομολογήθηκε στον π. Αντώνιο και αφού κοινώνησε, το πρωί κατευθύνθηκε στο κέντρο της Τριπόλεως για να τον αναγνωρίσουν οι Τούρκοι, παρόλο όμως που περιήλθε την πόλη τρεις φορές, κανείς δεν τον αναγνώρισε και έτσι επέστρεψε στον ναό του Αγίου Νικολάου κατ’ εντολήν του π. Αντωνίου. 

Ο ιερέας τον παρότρυνε να εγκαταλείψει την ιδέα του μαρτυρίου, διότι ήταν ήδη μάρτυς και μάλιστα του πρότεινε να πάει να ζήσει σε χριστιανικό τόπο αλλά ο Δημήτριος του απάντησε ότι πρέπει να θυσιασθεί για τον Ιησού Χριστό και να ομολογήσει το όνομά Του ενώπιον των απίστων. 

Ο Δημήτριος πήγε στο κουρείο του πρώην Τούρκου αφέντη του και χαιρέτησε τους παριστάμενους με το «Χριστός Ἀνέστη» και είπε ότι είναι ο Δημήτριος, που μέσα σε αυτό το κατάστημα αρνήθηκε τον Θεό του και ήρθε να ομολογήσει εκεί που Τον αρνήθηκε. 

Ενας νεαρός Τούρκος που ήταν γνωστός του Δημητρίου του είπε να σταματήσει να λέει τέτοιες κουβέντες και να λυπηθεί τη ζωή του, διότι εάν τα μάθουν αυτά οι Τούρκοι, θα τον θανατώσουν.

Ο Δημήτριος του είπε ότι θέλει να ξεπλύνει με το αίμα του το αμάρτημά του και στο άκουσμα αυτών ο νεαρός Τούρκος του είπε να έρθει στην αυλή για να του κόψει με ξυράφι τον λαιμό του και αμέσως ο Δημήτριος έσκυψε το κεφάλι του όμως ο Τούρκος φοβήθηκε και έφυγε, λέγοντάς του: «Νά τό εὕρης αὐτό ἀπό κάποιον ἄλλο»


Στον τόπο του μαρτυρίου του Αγίου ανεγέρθηκε το 
1904 Ιερός Ναός επ' ονόματί του
Ο Δημήτριος κάθισε έξω από το κουρείο του Βελή Μπαρμπέρη που ήταν το πρώην αφεντικό του και μόλις τον είδε ο Βελής, προσπάθησε να τον μεταπείσει, εκείνος όμως του δήλωσε με παρρησία τη χριστιανική του ιδιότητα, ο Βελής του υποσχέθηκε ασημένια νομίσματα να φύγει από την Τρίπολη.

Ενας Τούρκος τον άρπαξε για να τον οδηγήσει στον Τούρκο ηγεμόνα της Τριπόλεως που και αυτός προσπάθησε να τον επαναφέρει στη μουσουλμανική θρησκεία, ο Δημήτριος όμως έμεινε σταθερός και ακλόνητος στην πίστη του και τον οδήγησαν στον δικαστή. 

Στον δικαστή ο Δημήτριος είπε στα ελληνικά ότι ήταν και είναι χριστιανός, ο δικαστής όμως δεν γνώριζε ελληνικά και ζήτησε από κάποιον Τούρκο να του μεταφράσει και ο διερμηνέας Αγαρηνός ψευδώς είπε ο Δημήτριος είπε ότι ήταν και εξακολουθεί να είναι Τούρκος όμως ο Δημήτριος διαμαρτυρήθηκε λέγοντας στα τουρκικά ότι είναι χριστιανός και θέλει να πεθάνει με τη χριστιανική του ιδιότητα. 


Ο Ιερός Ναός του Αγίου μεγαλομάρτυρα
Δημητρίου του Μυροβλήτου στην Τρίπολη, που εντός 
του Αγίου Βήματος ετάφη η τιμία κάρα του Δημητρίου.
Ο δικαστής τον έστειλε στον Τούρκο ηγεμόνα Μουσταφά στον οποίο Δημήτριος έμεινε σταθερός και ακλόνητος στην πίστη του και έτσι ο ηγεμόνας αποφάσισε τη δι’ αποκεφαλισμού θανάτωσή του.

Ο Δημήτριος οδηγήθηκε στην ψαραγορά να αποκεφαλιστεί και καθ’ οδόν ζητούσε συγχώρηση από τους χριστιανούς και όταν έφτασε στο μέσο της αγοράς έστρεψε το κεφάλι του στον ουρανό και με δυνατή φωνή δόξασε τον Ιησού Χριστό, ο Οποίος τον αξίωσε να φθάσει σ’ αυτή την ευλογημένη στιγμή και να δώσει το αίμα του για το όνομά Του. 

Ο δήμιος με τρία χτυπήματα τον αποκεφάλισε στις 14 Απριλίου του 1803, ημέρα Τρίτη της εβδομάδος του Θωμά και ώρα εβδόμη που αντιστοιχεί στις 1 το μεσημέρι.

Πανοραμική άποψη της Μονής Παναγίας Γοργοεπηκόου 
Νεστάνης, όπου ο νεομάρτυς Δημήτριος διανυκτέρευσε 
στην πορεία του από το Άργος στην Τρίπολη.
Το λείψανο του νεομάρτυρα έμεινε άταφο στον τόπο του μαρτυρίου επί τρεις ημέρες και πολλοί χριστιανοί, έτρεξαν να λάβουν ευλογία από τον μάρτυρα, είτε αίμα, είτε τεμάχιο από τα ρούχα του είτε τρίχες από το κεφάλι του ή μέρος του σώματός του. 

Ο ιερέας Αντώνιος πήρε κρυφά την τιμία κεφαλή του και την ενταφίασε εντός του Ιερού Βήματος του ενοριακού ναού του Αγίου μεγαλομάρτυρος Δημητρίου του Μυροβλήτου στην Τρίπολη και μάλιστα κάτω από την Αγία Τράπεζα. 

Σήμερα η τιμία και πανσεβάσμια κάρα του νεομάρτυρος Δημητρίου φυλάσσεται στον ιστορικό Μητροπολιτικό Ναό του Αγίου Βασιλείου Τριπόλεως, που θεμελιώθηκε το 1855 και εγκαινιάσθηκε το 1884, όμως το ακέφαλο σώμα του Αγίου κινδύνευε να ριχθεί στην πυρά από τους Τούρκους και ο π. Αντώνιος συγκέντρωσε χρήματα, τα οποία και τους τα έδωσε. 

Πανοραμική άποψη της Μονής Αγ.Νικολάου Βαρσών, 
όπου φυλάσσονται τα ιερά λείψανα του Αγίου 
νεομάρτυρα Δημητρίου του Πελοποννήσιου
Το τίμιο λείψανό του πετάχτηκε έξω από τα τείχη της πόλης σε μέρος, όπου κρεμούσαν οι Τούρκοι τους Έλληνες καταδίκους και κατόπιν σύμφωνα με τον διάκονο Ιωσήφ, που αργότερα εξελέγη Επίσκοπος Ανδρούσης (1770 - 1844), οι υπηρέτες του πολιτικού Σωτηρίου Κουγιά, αδελφού του Επισκόπου Τριπόλεως και Αμυκλών Νικηφόρου, παρέλαβαν το ακέφαλο σώμα του νεομάρτυρος Δημητρίου και το ενταφίασαν στην Ιερά Μονή Αγίου Νικολάου Βαρσών Μαντινείας.

Το 1908 τα λείψανα του Αγίου ήρθαν «ὁσιακαῖς χερσίν» στην επιφάνεια από τον τόπο που βρίσκονταν και τοποθετήθηκαν σε ξύλινη λειψανοθήκη, που το 1920 έγινε αργυρή με δωρεά της ευσεβούς οικογένειας Μακρή και έκτοτε φυλάσσονται στην Ιερά Μονή Βαρσών, μαζί και με τμήμα του εν Τριπόλει μαρτυρήσαντος στις 22 Μαΐου 1818 Αγίου οσιομάρτυρα Παύλου. 

Η φυλασσόμενη στην Μονή Αγίου Νικολάου Βαρσών 
αργυρή λειψανοθήκη με τα ιερά λείψανα του Αγίου 
νεομάρτυρα Δημητρίου και τμήμα του ιερού λειψάνου 
του Αγίου οσιομάρτυρα Παύλου
Η ιερά αυτή λειψανοθήκη μεταφέρεται κάθε χρόνο στην Τρίπολη για τον κοινό εορτασμό της μνήμης των Αγίων νεομαρτύρων Δημητρίου και Παύλου στις 22 Μαΐου, οι οποίοι  τιμούνται ως πολιούχοι και προστάτες άγιοι της Τρίπολης. 

Οι ιερές ακολουθίες τους τελούνται στον ιερό ναό του Προφήτου Ηλιού και Νεομαρτύρων της Τρίπολης, ενώ η μνήμη του νεομάρτυρα Αγίου Δημητρίου στις 14 Απριλίου τιμάται και στον ομώνυμο ιερό ναό της Τριπόλεως, που ανεγέρθηκε στον τόπο του μαρτυρίου του το 1904 με δαπάνη του Αλεξάνδρου Παπαλεξανδρή και της συζύγου του, Δήμητρας. 

Το 1804 εκδόθηκε στη Βενετία η υπό του Διακόνου Ιωσήφ (του και μετέπειτα Επισκόπου Ανδρούσης) Ακολουθία του Αγίου, η οποία επανεκδόθηκε το 1888 στην Τρίπολη και κατά τα έτη 1909 και 1927 στην Καλαμάτα. 

Ακολουθία του Αγίου εποίησε επίσης και ο Όσιος Νικηφόρος ο Χίος, ο οποίος εξέδωσε και το Μαρτύριο του νεομάρτυρα στο Νέο Λειμωνάριο που εκδόθηκε το 1819 στη Βενετία.

Η μνήμη του τιμάται στις 14 Απριλίου.