Βρίσκεται
στο νοτιοανατολικό άκρο της συνοικίας
Απόζαρι ή Βαρλαάμ της ενορίας του Αγίου
Παντελεήμονα στην Καστοριά, στο άκρο
της πόλης και στις πρόποδες του βουνού
του Αγίου Αθανασίου. Ο ναός έχει εξαίρετη
θέα προς τη λίμνη και την περιοχή, καθώς
λόγω της τοποθεσίας του απέκτησε και η
προσωνυμία «του Βουνού».
Ο
ναός κτίστηκε κατά το δεύτερο μισό του
14ου αιώνα, ως μονόχωρος δρομικός
ξυλόστεγος ναός, μικρών διαστάσεων, με
δίρριχτη κεραμοσκεπή στέγη, ο οποίος
δεν έχει απόλυτα ορθογώνιο σχήμα, αλλά
ελαφρώς σχήμα τραπεζιού.
Στον ανατολικό
τοίχο του κυρίως ναού προεξέχει η αψίδα
του ιερού, η οποία είναι ημικυκλική
εσωτερικά και εξωτερικά.
Αριστερά από την αψίδα ανοίγεται μικρή ημικυκλική κόγχη της πρόθεσης, η οποία είναι εγγεγραμμένη στον ανατολικό τοίχο. Οι είσοδοι του κυρίως ναού είναι δύο, από τις οποίες η κύρια είσοδος βρίσκεται στο δυτικό τοίχο, ενώ η άλλη στο νότιο.
Αριστερά από την αψίδα ανοίγεται μικρή ημικυκλική κόγχη της πρόθεσης, η οποία είναι εγγεγραμμένη στον ανατολικό τοίχο. Οι είσοδοι του κυρίως ναού είναι δύο, από τις οποίες η κύρια είσοδος βρίσκεται στο δυτικό τοίχο, ενώ η άλλη στο νότιο.
Το
αρχικό δάπεδο του ναού είναι πλακόστρωτο,
το οποίο σήμερα, ύστερα από μεταγενέστερες
επεμβάσεις, καλύπτεται με επάλειψη
κόκκινου χρώματος. Το εσωτερικό του
ναού φωτίζουν αμυδρά δύο μικρών διαστάσεων
ορθογώνια παράθυρα, μορφής φωταγωγών,
τα οποία είναι ενταγμένα στo νότιο τμήμα
της στέγης.
Τα παράθυρα αυτά στην σημερινή
τους μορφή είναι κατασκευάσματα σε
μεταγενέστερη εποχή, όπως και ολόκληρη
η ξύλινη στέγη του ναού. Η τοιχοδομία
του ναού σήμερα δεν είναι ορατή, επειδή
καλύπτεται από νεώτερο κονίαμα. Ο ναός
είναι λασπόχτιστος, με τοιχοποιία αμελή,
που αποτελείται από αργούς λίθους
διαφόρων διαστάσεων με χρήση θραυσμάτων
πλίνθων και κεράμων στους αρμούς.
Στο
τριγωνικό αέτωμα του εξωτερικού
ανατολικού τοίχου του ναού, επάνω από
την αψίδα του ιερού, έχει διατηρηθεί το
αρχικό κονίαμα, το οποίο είναι σε χρώμα
της ώχρας και φέρει ζωγραφικό διάκοσμο
του δεύτερου μισού του 14ου αιώνα. Το
διακοσμητικό αυτό θέμα χωρίζεται από
δύο κάθετες γραμμές σε τρία διάχωρα,
καθώς κάθε διάχωρο περιβάλλει μαύρη
λεπτή ταινία.
Στο κεντρικό διάχωρο
παριστάνεται κόκκινος φυλλοφόρος
σταυρός, ενώ στα δύο πλάγια τρίγωνα
διάχωρα εικονίζονται κομψοί κόκκινοι
ελισσόμενοι βλαστοί. Σε μεταγενέστερη
εποχή ο ναός δέχθηκε ορισμένες αλλαγές.
Κατά το 16ο αιώνα, έγινε υπερύψωση του
κυρίως ναού και προστέθηκε νάρθηκας
διαστάσεων (2,05μ x 8,50μ + 1,79μ x 5,55μ), ο οποίος
περιβάλλει το νότιο και το δυτικό τοίχο
του κυρίως ναού σε σχήμα Γ40.
Στο
ανατολικό τμήμα του νάρθηκα κτίσθηκε
ξύλινο περίφραγμα τάφου (2 x 2 μ.). Ο νάρθηκας
έχει δύο θύρες εισόδου, από τις οποίες
η μία βρίσκεται στο νότιο τοίχο, ενώ η
άλλη στο δυτικό τοίχο. Πάνω από τη δυτική
θύρα, μέσα σε άβαθη κόγχη του εξωτερικού
τοίχου, εικονίζεται ο άγιος Γεώργιος
έφιππος που σκοτώνει τον δράκο.
Σε ακόμα
μεταγενέστερη εποχή κατά το 20ο αιώνα
κτίστηκαν δύο αντηρίδες στο βόρειο
εξωτερικό τοίχο του ναού για αντιστήριξη
του, κατασκευασμένες από λίθους και
θραύσματα κεραμιδιών ανάμεσα τους. Ο
ναός έχει ξύλινο γραπτό τέμπλο και
ξυλόγλυπτο λυπηρό, περίτεχνα διακοσμημένα
με ζωγραφιστά ανθικά μοτίβα, τα οποία
ανάγονται στα μέσα του 17ου αιώνα.
Μαζί
με το τέμπλο έγινε εκ νέου η στέγη του
ναού, όπως προκύπτει από τις ξυλοδεσιές
της και από τις ελκυσήρες που διατρέχουν
το εσωτερικό χώρο του ναού και συνδέουν
το νότιο με το βόρειο τοίχο. Οι ξύλινες
αυτές κατασκευές διακοσμήθηκαν με
ανάλογο τρόπο.
Τα θωράκια του τέμπλου
είναι επίσης περίτεχνα διακοσμημένα
με ανθικά μοτίβα, τα οποία αναπαριστούν
ανοιχτόφαιο πλοχμό με ρόδινα κρινάνθεμα
με πράσινα φύλλα επάνω σε βαθυκύανο
βάθος. Ανάλογα τέμπλα με ανθικό διάκοσμο
υπάρχουν σε ναούς της Καστοριάς, όπως
στον Άγιο Νικόλαο του Κυρίτζη, στους
Αγίους Αποστόλους και στην Παναγία
Ρασιώτισσα, καθώς και σε ναούς της
Βέροιας, όπως στον Άγιο Νικόλαο Λαμαρίνας
και στον Άγιο Πατάπιο.
Βάση
επιγραφικής μαρτυρίας, αλλά και προφορικής
παράδοσης, γνωρίζουμε ότι ο ναός υπήρξε
καθολικό μονής, πλαισιωμένο με κελιά.
Η μετατροπή του ναού του Αγίου Γεωργίου
σε μοναστήρι πρέπει να ανάγεται σε
μεταγενέστερη από την ανέγερσή του
εποχή, δηλαδή μετά το δεύτερο μισό του
14ου αιώνα, πιθανότατα κατά το 16ο αιώνα.
Την περίοδο αυτή ο ναός δέχθηκε προσθήκες,
τόσο αρχιτεκτονικές, όσο και διακοσμητικές.
Λίγο αργότερα, στην εξωτερική παρειά
του δυτικού τοίχου του νάρθηκα ιστορείται
μια παράσταση του αγίου Γεωργίου, η
οποία έγινε με δαπάνη της Ευπραξίας και
της Συγκλητικής το 1651, οι οποίες ήταν
μοναχές. Επομένως, η μονή θα μπορούσε
να ήταν γυναικεία λόγω του φύλλου των
κτητορισσών. Ακόμα, στο ανατολικό τμήμα
του νότιου σκέλους του νάρθηκα, υπάρχει
ξύλινο περίφραγμα τάφου (2 x 2 μ.), το οποίο,
σύμφωνα με τον Π. Τσαμίση, ανήκει στις
δύο κτητόρισσες, την Ευπραξία και την
Συγκλιτική.
Η
ζωγραφική διακόσμηση του ναού του Αγίου
Γεωργίου του Βουνού ανήκει συνολικά σε
τρεις χρονικές περιόδους. Η αρχική
εντοίχια διακόσμηση ανάγεται στο δεύτερο
μισό του 14ου αιώνα και περιορίζεται
μόνο στον κυρίως ναό και στο ιερό.
Η
δεύτερη φάση της ζωγραφικής εντάσσεται,
πιθανότατα, στο 16ο αιώνα και περιλαμβάνει
τις τοιχογραφίες της ανώτατης ζώνης
διακοσμήσεως του νότιου και του βόρειου
τοίχου του κυρίως ναού με τους προφήτες
σε προτομή, μερικά σημεία στο ιερό και
στην κάτω ζώνη του νότιου και του βόρειου
τοίχου του κυρίως ναού, καθώς και τις
τοιχογραφίες του νάρθηκα.
Η τρίτη φάση
χρονολογείται στα μέσα του 17ου αιώνα.
Στη φάση αυτή ανήκει η τοιχογραφία του
έφιππου αγίου Γεωργίου στη δυτική όψη
του δυτικού τοίχου του νάρθηκα, η οποία
χρονολογείται με βάση σωζόμενη κτητορική
επιγραφή, στο 1651 - 62, καθώς και η παράσταση
της Άκρας Ταπείνωσης του ανατολικού
τοίχου.
Ο όσιος Στέφανος ο Νέος, σε τοιχογραφία του 1651, του ναού Αγίου Γεωργίου, του Βουνού |
Ειδικότερα, αποδείχθηκε ότι οι
τοιχογραφίες του Αγίου Γεωργίου του
Βουνού είναι επηρεασμένες από εικονογραφικά
πρότυπα εργαστηρίων της Θεσσαλονίκης
του 1347 τέλους του 13ου και κυρίως του
πρώτου τέταρτου του 14ου αιώνα.
Επιπλέον,
οι τοιχογραφίες αυτού του ναού εντάσσονται
στο καλλιτεχνικό ρεύμα εργαστηρίων της
Καστοριάς του δευτέρου μισού και κυρίως
του τελευταίου τέταρτου του 14ου αιώνα,
με αντιπροσωπευτικά έργα τις τοιχογραφίες
του Ταξιάρχη Μητροπόλεως (1359/60), του
Αγίου Νικολάου του Τζώτζα (1360-1380), του
Αγίου Νικολάου του Κυρίτζη (1370-1385), του
Αγίου Αθανασίου του Μουζάκη (1383/4) και
των Αγίων Τριών (Αβίβου, Σαμωνά και
Γουρία) (1400/1).
Το
ίδιο ισχύει και για τοιχογραφίες μνημείων
του δεύτερου μισού και κυρίως του
τελευταίου τέταρτου του 14ου αιώνα της
Κορυτσάς, όπως παράδειγμα ο ναός του Αγίου Δημητρίου
στη Boboštica (τελευταίο τέταρτο 14ου αιώνα) αλλά και ο ναός του Χριστού Ζωοδότη στο Borje
(1389/90).
Επίσης και για τις τοιχογραφίες δύο σημαντικών μνημείων της Αλβανικής Πρέσπας, την
Παναγία στο Mali Grad (1368/9) και το σπήλαιο
της Θεοτόκου στο Globoko (τέλη 14ου - αρχές
15ου αιώνα), καθώς όμως και ενός ναού στη νότια
Αλβανία, την Παναγία στο Cerskë κοντά στο
Leskovik (τέλη 14ου αιώνα).
Διαπιστώθηκε
επίσης ότι οι τοιχογραφίες του Αγίου
Γεωργίου του Βουνού στην Καστοριά έχουν ιδιαίτερη συγγένεια σε
εικονογραφικό κυρίως επίπεδο με
ορισμένους ναούς της περιοχής της Αχρίδας,
όπως η Παναγίας του Zaum (1361), ο Άγιος
Δημήτριος (τέλη 14ου αιώνα) και ο Άγιος
Αθανάσιος στη Kališta (τέλη 14ου αιώνα).
Ο σπηλαιώδης ναός του Αγίου
Λαζάρου στο Begnište κοντά στο Kavadarci (τρίτο
τέταρτο 14ου αιώνα) και η μονή του Αγίου
Γεωργίου στο Pološko κοντά στο Kavadarci (1343 -
1345), τα οποία επίσης παρουσιάζουν κάποια εικονογραφική συνάφεια και ομοιότητα με τις τοιχογραφίες
του Αγίου Γεωργίου του Βουνού.
Ακόμη,
στην περιοχή των Σκοπίων και του Kumanovo
σώζονται πέντε ναοί του δεύτερου μισού
του 14ου αιώνα και συγκεκριμένα η μονή
του Marko (1376/7), οι ναοί του Αγίου Ανδρέα
στην Treska (1388/9) και του Αγίου Γεωργίου στο
Matejče (τέλη έβδομης δεκαετίας του 14ου
αιώνα).
Επίσης και οι μονές της Παναγίας στο
Μatejče (1348- 1350) αλλά και του Αρχαγγέλου στο
Lesnovo (οι τοιχογραφίες του 1346) που
παρουσιάζουν ορισμένη εικονογραφική σχέση και ομοιότητα, σε
βαθμό όμως που ποικίλλει βέβαια από μνημείο σε
μνημείο, με το διάκοσμο του ναού του
Αγίου Γεωργίου του Βουνού.
Το
ίδιο παρατηρείται και στα Μετέωρα στις
τοιχογραφίες της μονής της Υπαπαντής
(1366/7) και στο Άγιον Όρος, στις τοιχογραφίες
του παρεκκλησίου των Αγίων Ανάργυρων
της μονής Βατοπαιδίου (γύρω στο 1371 ή
τέλη 14ου - αρχές 15ου αιώνα).
Η τέχνη των
καστοριανών εργαστηρίων του δευτέρου
μισού του 14ου αιώνα, στην παραγωγή των
οποίων συγκαταλέγεται και ο διάκοσμος
του Αγίου 348 Γεωργίου του Βουνού, επηρέασε,
ως ένα βαθμό, την εικονογραφία μνημείων
του πρώτου μισού του 15ου αιώνα, κυρίως
της Καστοριάς, αλλά και εκείνων που
αποτελούν έργα του καστοριανού εργαστηρίου
του τέλους του 15ου αιώνα και τα οποία
βρίσκονται στην Καστοριά, στη Θεσσαλία,
στην ευρύτερη περιοχή της Μακεδονίας,
αλλά και σε άλλα μέρη της βαλκανικής.
Επίσης,
οι τοιχογραφίες του Αγίου Γεωργίου του
Βουνού αποτελούν έργο ενός ανώνυμου
καλλιτέχνη μαζί με ένα τουλάχιστον
βοηθό του. Ο καλλιτέχνης αυτός εικάζεται
ότι λίγα χρόνια μετά έλαβε μέρος και
στη διακόσμηση των τοιχογραφιών του
ναού του Αγίου Δημητρίου στη Boboštica
Κορυτσάς (τελευταίο τέταρτο του 14ου
αιώνα), με τις οποίες παρατηρείται
ιδιαίτερα στενή συγγένεια σε εικονογραφικό
και τεχνοτροπικό επίπεδο, αλλά και στα
παλαιογραφικά δεδομένα των επιγραφών.
Η τοποθέτηση των τοιχογραφιών σε
συγκεκριμένη χρονολογία δεν είναι
δυνατή, διότι στο ναό δεν σώζεται
κτητορική ή κάποια άλλη σχετική επιγραφή,
παρόλο που ο καλλιτέχνης προέβλεψε δύο
πινακίδες, οι οποίες ωστόσο, παραμένουν
κενές.
Η
αιτία της μη συμπλήρωσης των επιγραφών
δεν μας είναι γνωστή, υποθετικά αυτό
μπορεί να οφείλεται όχι σε αμέλεια του
καλλιτέχνη, αλλά σε οικονομικές διαφορές
μεταξύ του κτήτορα και του ζωγράφου ή
στη μη διάθεση του σχετικού κειμένου
από τον χορηγό, η αλλαγή της εξουσίας ή
ακόμη περισσότερο στην πιθανή κατάκτηση
της πόλης της Καστοριάς από τους Τούρκους
(1385).
Η ένταξη των τοιχογραφιών του ναού
του Αγίου Γεωργίου του Βουνού σε
συγκεκριμένο χρονολογικό πλαίσιο
γίνεται δυνατή με βάση την απεικόνιση
του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, ο οποίος
αγιοποιήθηκε το 1368 και επομένως η
απεικόνισή του αποτελεί ισχυρό terminus
post quem για τη χρονολόγηση των τοιχογραφιών
του ναού στο χρονικό διάστημα μετά το
1368.
Επίσης,
θα πρέπει να λάβουμε υπ όψει ότι η απουσία
απεικόνισης στο ναό του πιο τιμώμενου
αγίου των Σέρβων, του αγίου Σάββα Σερβίας
και η απουσία της προσωνυμίας «ο Γοργός»
στην τοιχογραφία του προστάτη αγίου
Γεωργίου, προσωνυμία, την οποία υιοθετούν
σερβικοί κύκλοι, αποδεικνύουν ότι ο
χρόνος της διακόσμησης του ναού δεν
συνδέεται με τη σερβική κυριαρχία της
Καστοριάς, η οποία εκτείνεται μέχρι και
το 1371 περίπου, και επομένως τοποθετείται,
πιθανότατα, μετά το 1371.
Από την άλλη, το
γεγονός ότι στον Άγιο Γεώργιο του Βουνού
οι προετοιμασμένες για επιγραφές
πινακίδες παρέμειναν κενές, χωρίς δηλαδή
να έχει αναγραφεί 349 κτητορική ή κάποια
άλλη επιγραφή, δεν αποκλείει η διακόσμηση
του ναού να έγινε πριν το 1385, περίοδο
κατά την οποία πιθανότατα η Καστοριά
κυριεύεται από τους Τούρκους, γεγονός
που υποχρεώνει τον επικεφαλή καλλιτέχνη
να εγκαταλείψει την πόλη.
Από
τα παραπάνω δεδομένα συνάγεται λοιπόν, ότι οι
τοιχογραφίες του Ναού του Αγίου Γεωργίου του
Βουνού πρέπει να έγιναν στο διάστημα
ανάμεσα στο 1371 και στο 1385.
Ο
Βυζαντινός αυτός θησαυρός του Ναού του Αγίου
Γεωργίου του Βουνού Καστοριάς πρόσφατα αποκαταστάθηκε σημαντικά από την οικεία 16η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων Καστοριάς και Φλώρινας (ΕΒΑ).
Μαζί με τον Ναό της Παναγίας του Τσιατσιαπά αλλά και τον Ναό του Άγιο Νικολάου του Τζώτζα που επίσης αποκαταστάθηκαν, είναι έτοιμος και θα αποδοθεί και
πάλι μετά από τόσα χρόνια στη λατρεία του Θεού.
πηγή:
Διδακτορική
διατριβή της alexandras
Trifonova "ΟΙ ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΕΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΤΟΥ ΒΟΥΝΟΥ ΣΤΗΝ ΚΑΣΤΟΡΙΑ", http://www.imkastorias.gr/
, http://fos-kastoria.blogspot.gr/