πηγή |
Είναι αφιερωμένη στην Κοίμηση της Θεοτόκου και βρίσκεται απέναντι από το χωριό Λίθινο σε πλάτωμα χαμηλού λόφου, σε υψόμετρο 400 μέτρων από την επιφάνεια της θάλασσας ενώ απέχει 5 χιλιόμετρα από την Ζίτσα.
Το γείσο και η επιγραφή ανέγερσης στο Καθολικό |
Μαζί με το Θεογέφυρο αποτελούν τα πιο βασικά μνημεία της περιοχής και φυσικά τα πιο ενδιαφέροντα ενώ υπήρξε στην μακρόχρονη ιστορία του, ένα από τα πιο πλούσια μοναστήρια της Ηπείρου και μαζί με αυτό του Προφήτη Ηλία, από τα πιο μεγάλα, μάλιστα οι ιστορικοί αναφέρουν ότι το μοναστήρι των Πατέρων ήταν πιο πλούσιο και πιο μεγάλο από αυτό του Προφήτη Ηλία στην Ζίτσα.
To Kαθολικό της Μονής πηγή |
Η
Μονή ιδρύθηκε πιθανόν το 16ο αιώνα, περιβάλλεται από δύο περιβόλους με
έντονο φρουριακό χαρακτήρα που σώζονται
σήμερα σε ερειπώδη κατάσταση και τα διώροφα,
ερειπωμένα συγκροτήματα κελιών και οι
βοηθητικοί χώροι κτίσθηκαν σε διάφορες
εποχές.
Τα κελιά της δυτικής πτέρυγας έγιναν το 1848, σύμφωνα με πλίνθινη επιγραφή με παλαιότερο να θεωρείται το νότιο συγκρότημα ενώ το κωδωνοστάσιο βρίσκεται ανατολικά του Καθολικού και κτίσθηκε το 1850 ενώ η πρόσβαση στη Μονή γίνεται από τη δυτική πλευρά και η είσοδος διαμορφώνεται με τοξωτό πλαίσιο.
Το καθολικό κτίστηκε πιθανόν το 1590, σύμφωνα με εντοιχισμένη επιγραφή στο νότιο τοίχο του ναού.
Στο αρχιτεκτονικό του σχέδιο συνδυάζονται με τον τετρακιόνιο σταυροειδή εγγεγραμμένο τύπο με πλάγιους χορούς ενώ υπάρχει επίσης και νάρθηκας ενιαίος με τον κυρίως ναό καθώς επίσης και μεταγενέστερος εξωνάρθηκας.
Τα κελιά της δυτικής πτέρυγας έγιναν το 1848, σύμφωνα με πλίνθινη επιγραφή με παλαιότερο να θεωρείται το νότιο συγκρότημα ενώ το κωδωνοστάσιο βρίσκεται ανατολικά του Καθολικού και κτίσθηκε το 1850 ενώ η πρόσβαση στη Μονή γίνεται από τη δυτική πλευρά και η είσοδος διαμορφώνεται με τοξωτό πλαίσιο.
Το καθολικό κτίστηκε πιθανόν το 1590, σύμφωνα με εντοιχισμένη επιγραφή στο νότιο τοίχο του ναού.
Στο αρχιτεκτονικό του σχέδιο συνδυάζονται με τον τετρακιόνιο σταυροειδή εγγεγραμμένο τύπο με πλάγιους χορούς ενώ υπάρχει επίσης και νάρθηκας ενιαίος με τον κυρίως ναό καθώς επίσης και μεταγενέστερος εξωνάρθηκας.
Άποψη της Μονής Πατέρων πηγή |
Το 1631 αγιογραφήθηκε ο τρούλος του καθολικού με δαπάνη των ιερομονάχων Καλλίστου και Σταύρου και πιθανόν την ίδια χρονιά ή λίγο αργότερα ολοκληρώθηκε η αγιογράφηση του υπόλοιπου ναού.
Το 1676 επισκευάσθηκε η καμάρα πιθανόν και η στέγη από τον “κυρ Λεοντάρη”, σύμφωνα με χάραγμα.
Οι τοιχογραφίες του τρούλου καθώς επίσης και του Ιερού αποδίδονται στον ζωγράφο Μιχαήλ από το Λινοτόπι της Καστοριάς ο οποίος έχει εικονογραφήσει μια σειρά σημαντικών εκκλησιαστικών μνημείων στην Ήπειρο όπως ο Αγιος Νικόλαος στη Βίτσα και ο Αγιος Μηνάς στο Μονοδένδρι.
Ο τρούλος του Καθολικού πηγή |
Οι περισσότερες δεσποτικές εικόνες είναι έργα του 1857 ενώ οι παλαιότερες σημαντικές εικόνες της Μονής και τα βημόθυρα φυλάσσονται σήμερα στο παρεκκλήσι του Μητροπολιτικού μεγάρου.
Ο Λαμπρίδης στα ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΑ ΜΕΛΕΤΗΜΑΤΑ υποστηρίζει πως αρχικά η έδρα της Μονής ήταν δεξιά του Καλαμά, στην εκκλησία του Αγίου Αθανασίου. Άγνωστο πότε, η έδρα της Μονής μεταφέρεται στον Ιερό Ναό του Αγίου Νικολάου, δίπλα στο Θεογέφυρο και το 1668 μεταφέρεται στην θέση που βρίσκεται σήμερα. Συγκεκριμένα στο βιβλίο του ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΑ ΜΕΛΕΤΗΜΑΤΑ τεύχος έκτον ΙΕΡΑ ΕΝ ΗΠΕΙΡΩ ΣΚΗΝΩΜΑΤΑ ΕΞ ΑΛΛΟΔΑΠΗΣ ΔΩΡΕΩΝ ΤΥΧΟΝΤΑ σημειώνει: «..Η δε των Πατέρων παραποτάμιος ούσα απέναντι από του χωρίου Λιθίνου και επί βράχου πετρώδους. Έκειτο δε αύτη κατ΄ αρχάς μεν εις την δεξιάν όχθην του θυάμιδος, ένθα και παρεκκλήσιον του Άγιου Αθανασίου σώζεται. Εκείθεν δε μετετέθη επί του Θεογεφύρου, ένθα και ναός Αγίου Νικολάου υπάρχει, τω δε 1668 όπου και νυν παρ΄ αρχαιότατα ασκητήρια εκτίσθει...» .
Επιγραφές και χαράγματα στη αψίδα του καθολικού πηγή |
Σύμφωνα
λοιπόν με αυτές τις δύο μαρτυρίες η έδρα
της Μονής δεν ήταν από την αρχή στην
σημερινή θέση όπου βρίσκεται ο ναός. Ωστόσο
από επιγραφή που βρέθηκε πάνω από την
κύρια είσοδο του ναού, στο εσωτερικό
μέρος, όπως την κατέγραψε ο Χρήστος
Σούλης στο βιβλίο του «Επιγραφαί
και ενθυμήσεις Ηπερωτικαί»
μαθαίνουμε πως το καθολικό του μοναστηριού
θεμελιώθηκε στα 1590.
Ο Γεωργιάδης δηλαδή υποστηρίζει ότι ο Άγιος Νικόλαος ήταν Μοναστήρι όταν χτίστηκε το καθολικό της Μονής Πατέρων και για ένα χρονικό διάστημα λειτουργούσαν ταυτόχρονα.
Πάντως
μελέτη της 8ης Εφορείας Βυζαντινών
Αρχαιοτήτων η οποία συνετάγει το 1992 και
αφορά το μοναστήρι, σημειώνει ότι ο ναός
του Αγίου Νικολάου έχει δεχθεί πρόσφατα
κακότεχνες επισκευές, κάτω από τις
οποίες διακρίνεται η πλινθοπερίκλειστη
τοιχοποιία, σημαντικό στοιχείο για την
χρονολόγηση του ναού την υστεροβυζαντινή
εποχή, δηλαδή μετά το 1204.
Πατέρων στην Ζίτσα Ιωαννίνων, Νοέμβριος 1845. |
Η θέση του δίπλα στο Θεογέφυρο δικαιολογεί την εκτίμηση αυτή, αφού το γεφύρι ήταν στρατηγικής σημασίας και σε κάθε εξέγερση αποτελούσε τον προμαχώνα των επαναστατών.
Μια από τις εξεγέρσεις αυτές ήταν το 1854, όταν στο Θεογέφυρο οχυρώθηκε ο γνωστός στην αθηναϊκή κοινωνία φαρμακοποιός Βασίλειος Βιδεβής και με την κατάπνιξη αυτής της επαναστατικής απόπειρας, η εκκλησία του Αγίου Νικολάου καταστρέφεται για να επισκευαστεί λίγο πριν το 1895.
Σχετικά
τώρα με την πληροφορία που μας δίνει ο
Λαμπρίδης για την αρχική έδρα του
μοναστηριού στον ιερό ναό του Αγίου
Αθανασίου, η μελέτη της 8ης Εφορείας
Βυζαντινών Αρχαιοτήτων διευκρινίζει: «...Οι
μαρτυρίες του Λαμπρίδη για την αρχική
φάση της Μονής δεν είναι δυνατόν σήμερα
να επιβεβαιωθούν, αφού ο ναίσκος του
Αγίου Αθανασίου έχει επισκευασθεί». Αυτό
σημαίνει ότι μετά την επισκευή του δεν
υπάρχουν πια τα στοιχεία εκείνα που θα
βοηθούσαν τον επιστήμονα να σχηματίσει
άποψη για αλήθεια των λεγομένων του
Λαμπρίδη.
ΑΣΚΗΤΑΡΙΑ.
Τα ασκηταριά αυτά υπήρχαν μέχρι το 1850 και ο τελευταίος Ασκητής ήταν ένας Ζιτσαίος ονόματι Κατσουλίδης.
Για
την ύπαρξη ασκητών στην περιοχή, γράφει
και ο Λαμπρίδης, στην περιγραφή του για
την τοποθεσία της Μονής Πατέρων:
«πάρ΄αρχαιότατα ασκητήρια εκτίσθη»
Η μονή, παρ όλο που είναι αφιερωμένη στην Κοίμηση της Θεοτόκου, αποκαλείται Μονή Πατέρων, γιατί εκεί ακριβώς υπήρχαν οι ασκητές - Πατέρες με πιο γνωστούς τον Δαυίδ, τον Δαμιανό και τον Παρθένιο.
Η μονή, παρ όλο που είναι αφιερωμένη στην Κοίμηση της Θεοτόκου, αποκαλείται Μονή Πατέρων, γιατί εκεί ακριβώς υπήρχαν οι ασκητές - Πατέρες με πιο γνωστούς τον Δαυίδ, τον Δαμιανό και τον Παρθένιο.
Η Μονή, ήτανε από τις πιο σημαντικές και πλούσιες στην περιφέρεια της Ηπείρου, είχε στην κατοχή της μεγάλες εκτάσεις γύρω από το μοναστήρι, καθώς και μετόχια στην Βλαχιά.
Ο
Αραβαντινός στην Χρονογραφία της Ηπείρου
κάνοντας αναφορά στην σημαντικότητα
της μονής τονίζει: «...Ούτοι (οι ασκητές) δια της ως είρηται αρετής των προμήθευσαν ικανήν περιουσίαν κτηματικήν επιτοπίως και κατά καιρόν αποδημούντες τινές αυτών εις Δακίαν, προσεκτήσαντο ικανά αφιερωματικά κτήματα...» «...Ήτο πλουσιωτέρα της (Μονής) του Προφήτη Ηλιού και είχε λαμπράν βιβλιοθήκην, πλούσιαν εις χειρόγραφα και επί μεμβράνης, εκκλησιαστικά ως επί το πλείστον και άλλα, τα οποία δυστυχώς μετά την παρακμήν διηρπάγησαν...»
Άποψη του κωδωνοστασίου της Μονής πηγή |
Η Μονή αυτή ΣΑΡΑΝΤΑΡΙΟΝ απεκλήθη, διότι ο ιδρυτής της είχε στο μεταξύ ανεγείρει ήδη 39 ακόμη σε διάφορα άλλα μέρη της Βλαχίας. Ο ναός αυτός ανακαινίστηκε το 1861 και αριθμούσε πολλά τιμαλφή. Μεταξύ αυτών κι ένα ευαγγέλιο αργυροκέντητο με επιχρυσωμένη πλάκα.
Ήταν σημειωμένο πάνω σ΄ αυτό το έτος 1695 και το όνομα του δωρητού Σερμπάν προς ανάμνησην της συζύγου του Ελένης Πάπεϊ, Ελληνίδα στην καταγωγή. Στο ναό του μετοχίου τούτου ετελούντο αι θρησκευτικαί τελεταί της Ρωσίας, εψάλλοντο οι δοξολογίες, εστέφοντο οι άρχοντες και εκκλησιαζόταν οι ηγεμόνες, ιδιαίτερα δε κατά την επέτειο της Μονής ».
Άποψη του περίτεχνου τρούλου και των τοιχογραφιών του Καθολικού πηγή |
Τόσο πλούσιο και σημαντικό ήταν το
μετόχι αυτό της μονής που
αποτελούσε και αποτελεί τον καθεδρικό ναό του Βουκουρεστίου.
Δεν είναι όμως
μόνο το Σαραντάριο που αποτελεί το
περιουσιακό στοιχείο του μοναστηριού, είναι και άλλα μετόχια επίσης σημαντικά,
όπως για παράδειγμα το
μετόχι στην Μίσλαν ή Μιόλαν της
Ρουμανίας που ανεγέρθηκε στο Βουκουρέστι από
τους Βοεβόδα Πέτρο, επιλεγόμενο και
Ραδιήλ και τον Παίσιο Βασσαράβα, ο οποίος
διατέλεσε και αρχιμανδρίτης της Μονής που κατά την διάρκεια της ηγεμονίας του, ήταν αφιερωμένο στην Αγία τριάδα και απέφερε περίπου 18.000 φλωριά τον χρόνο.
Άποψη του εσωτερικού του Καθολικού της Μονής Πατέρων. πηγή |
Στοιχείο το
οποίο μνημονεύεται στην κατάσταση «δια
τινά Ρουμελιωτικά Μοναστήρια»
η οποία συντάχθηκε το 1863 και περιλαμβάνεται
στο έργο του Μ. Καραβοκυρού στο βιβλίο
του για το «Μοναστηριακόν Ζήτημα»
σελίδες 14 - 15.
Ο ίδιος καταγράφει στα
περιουσιακά στοιχεία τόσο της Μονής
Πατέρων όσο και του Προφήτη Ηλία το
μετόχιο του Αγίου
Ιωάννου το οποίο ιδρύθηκε το 1647 από
τον Ανθ. Λογοθέτη και τον αδελφό του
Δημήτριο.
Το μετόχιο αυτό, βρισκόμενο
επίσης στην Βλαχία, επεκτάθηκε από τον
Κωνσταντίνο Βασσαράβα, ηγεμόνα του
Βραγκοβάνου και ανακαινίσθηκε το 1820
από τον Ζήση Καραπάνο η καταγωγή του
οποίου ήταν από την Κόνιτσα και το οποίο,
όπως μας πληροφορεί ο Ν. Jorga, δεν υπάρχει
σήμερα.
Ο
Βασίλειος Οικονόμου υποστηρίζει ότι
το Σαραντάριο ανήκε στην αποκλειστική
κυριότητα της Μονής των Πατέρων ενώ τα
υπόλοιπα τρία ήταν συνιδιόκτητα με το
μοναστήρι του Προφήτη Ηλία.
Οι
επιστολές αυτές, μας πληροφορεί η Εφορεία
Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, φυλάσσονται
σήμερα στο αρχείο της Ιστορικής και
Εθνολογικής Εταιρείας και αναφέρονται
στα μετόχια Σαραντάριον και Μίσλαν, που
βρίσκονται, όπως υποστηρίζει η υπηρεσία
και τα δύο στο Βουκουρέστι και επίσης ότι η Μονή
των Πατέρων ελάμβανε επιχορήγηση από
το ρωσικό αυτοκρατορικό ταμείο.
Ακόμη
και ο τσάρος Αλέξιος Μιχαήλοβιτς, όπως
και ο Ρώσος Πατριάρχης Νίκων, αφιέρωσαν
για την ψυχική τους σωτηρία, χρήματα
και κτήματα. Είναι γνωστό ότι ο τσάρος
Αλέξανδρος με χρυσόβουλο (αυτοκρατορική
έγγραφη διαταγή) του 1753 επιχορηγούσε
αρκετές μονές στην Ήπειρο. Μάλιστα,
όπως εκτιμά η 8η Εφορία Βυζαντινών
Αρχαιοτήτων, στην επιχορηγία αυτή
στηρίχθηκε ο αρχιμανδρίτης και ηγούμενος
της Μονής Κλήμης, ο οποίος το 1848 ανακαίνισε
τα κελιά της Μονής, κτίζοντας μια σειρά
νέων, τα ερείπια των οποίων σώζονται
και είναι ορατά μέχρι σήμερα. Και αυτό
ως ένα βαθμό είναι σωστό. Λέω ως ένα
βαθμό γιατί τα εν λόγω μετόχια ανήκαν
πολλά χρόνια πριν στη Μονή Πατέρων και
δεν αφιερώθηκαν το 1848, οπότε και έγιναν
οι εργασίες συντήρησης και επέκτασης
του μοναστηριού από τον Κλήμεντα.
Το
Μοναστήρι των Πατέρων, προσθέτει ο
Βασίλειος Οικονόμου, εκτός από τα
περιουσιακά του στοιχεία στην Βλαχία
και την Ρωσία, είχε τεράστια έκταση γύρω
απ΄ αυτό. Μια έκταση που άρχιζε από το
Θεογέφυρο και κατέληγε στην πηγή
Τριάμινα, κάτω από το Σακελλαρικό. Η
έκταση αυτή είναι σχεδόν πεδινή και σε
ένα μεγάλο μέρος της τα χωράφια που
υπάρχουν ήταν σχεδόν ποτιστικά. Υπήρχαν
πολλά λιβάδια, αρκετά στρέμματα ελαιώνες
και αμπελώνες. Η υπόλοιπη έκταση ήταν
πετρώδης και καλυπτόταν από πυκνό δάσος
πουρναριών. Και το Λίθινο για ένα
χρονικό διάστημα ήταν ιδιοκτησία του
μοναστηριού. Το αγόρασε από τούρκους
αγάδες που το κατείχαν.
Αντιλαμβάνεται
λοιπόν κανείς το μέγεθος της τεράστιας
περιουσίας που είχε η Μονή όταν βρισκόταν
στην ακμή της. Με βάση αυτά τα περιουσιακά
στοιχεία, τα ετήσια έσοδά της ήταν
τεράστια. Εκτός όμως από την μεγάλη,
υλική, περιουσία και συνεισφορά του, το
μοναστήρι ήταν και πνευματικό κέντρο
της περιοχής. Μαζί με το μοναστήρι του
Προφήτη Ηλία. Βοηθούσε ποικιλοτρόπως
τους κατοίκους της περιοχής. Μάλιστα
συνχρηματοδότησε με το παραπάνω μοναστήρι
στα 1858 την ανέγερση κτιρίου στην Ζίτσα,
το οποίο χρησιμοποιήθηκε ως δημοτικό
σχολείο. Το κτίριο ανηγέρθηκε δίπλα
στην εκκλησία του Αγίου Δημητρίου στο
κέντρο του μεγάλου μαχαλά, όπως αναφέρουν
οι ιστορικοί. Το σχολείο αυτό
επονομάστηκε ΔΑΣΚΑΛΙΟ.
Δίδαξαν πρώτα εκεί κάποιος με το επίθετο
Σιδέρης και κάποιος με το όνομα Νικόλαος.
Ακόμη και σήμερα είναι γνωστή η τοποθεσία
αυτή στην Ζίτσα με το όνομα «Δασκαλιό».
Το γεγονός της συνχρηματοδότησης των
δύο μοναστηριών για την ανέγερση του
δημοτικού σχολείου στην Ζίτσα, αναφέρουν
και οι δύο ιστορικοί που έγραψαν για
την ιστορία του χωριού. Ο Εμμανουήλ
Γεωργιάδης και η Αμαλία Παπασταύρου.
ΤΑ
ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΑ – ΜΕΤΟΧΙΑ ΤΗΣ
ΒΛΑΧΙΑΣ.
Στο πνεύμα αυτό της εποχής κινήθηκαν κάποιοι πλούσιοι και κάποιοι ηγεμόνες στις περιοχές της Βλαχία και της Μολδαβίας. Πολύ δε περισσότερο κάποιοι Έλληνες Χριστιανοί που είχαν εγκατασταθεί εκεί και οι οποίοι προέβησαν στην ανέγερση πολλών εκκλησιών και μοναστηριών τα οποία στην συνέχεια αφιέρωναν εις τους Αγίους Τόπους. Άγιοι τόποι ονομαζόταν τότε οι τέσσερις έδρες ορθόδοξων πατριαρχείων: Της Κωνσταντινουπόλεως, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων, καθώς και πολλά εκκλησιαστικά σωματεία ελληνικής εθνικότητας στις τουρκοκρατούμενες περιοχές.
Ιδιαίτερα από τον ΙΕ αιώνα τα Ορθόδοξα Πατριαρχεία της Ανατολής, απέκτησαν στην Βλαχία και την Μολδαβία μεγάλο αριθμό μοναστηριών και εκκλησιών. Τα ιερά αυτά ιδρύματα στηριζόταν σε ειδικές πράξεις αφιερώσεως και ονομαζόταν ως εκ τούτου «αφιερωματικαί μοναί». Τα δε αφιερωματικά έγγραφα έγραφαν σαφώς τον σκοπό της ιδρύσεως και της αφιέρωσης. Σύμφωνα με τα αφιερωματικά έγγραφα η διοίκηση των Γραικικών Μοναστηριών ήταν εμπιστευμένη στους Έλληνες ηγούμενους οι οποίοι όφειλαν να τηρούν όλες τις καθορισμένες από τους κτήτορες μοναστηριακές διατάξεις. Ο τρόπος διοίκησης των μοναστηριών το πρώτο χρονικό διάστημα ήταν σωστός. Δεν βοηθούσαν μόνον τις Μονές που βρισκόταν στην Ελλάδα αλλά, πολλές φορές βοηθούσαν ηθικά και οικονομικά το Ρουμανικό κράτος. Για τον λόγο αυτό οι κατά καιρούς ηγεμόνες σεβάστηκαν τα δίκαια των μοναστηριών και με επίσημα έγγραφα επικύρωσαν τις περιουσίες αυτών, χωρίς να αναμειχθούν τα πρώτα τετρακόσια χρόνια στην διαχείριση των Γραικομοναστηριακών κτημάτων.
Το
δεύτερο στοιχείο που θα πρέπει να
κρατήσουμε από την παραπάνω εξέλιξη,
έχει να κάνει με τον διορισμό ηγουμένου
στην Μίσλα. Ένας διορισμός που έγινε με
πλαστά έγγραφα, όπως καταγγέλλει στις
επιστολές του ο ηγούμενος της Μονής
Πατέρων Κλήμης.
Έτσι
λοιπόν το μοναστήρι αποκτά σιγά - σιγά
περιουσία. Γίνεται ένα από τα πιο πλούσια
στην Ήπειρο με σημαντική θρησκευτική,
πνευματική και οικονομική συνεισφορά
για την ευρύτερη περιοχή. Αυτό όμως δεν
συμβαίνει καθ΄ όλη την ιστορική του
διαδρομή. Υπήρχαν χρονικά διαστήματα
στα οποία η Μονή αντιμετωπίζει μεγάλα
οικονομικά προβλήματα. Και αυτό γιατί
βρέθηκαν, δυστυχώς, ηγούμενοι οι οποίοι
κάθε άλλο παρά διακρινόταν για την
ιεροσύνη τους. Κάτι ανάλογο συνέβαινε
και στα μετόχια: «...Υπήρξαν σποραδικά περίοδοι που οι ηγούμενοι των μετοχίων αυτών ήσαν ασυνείδητοι, κοσμικοί και σπάταλοι. Δεν πειθαρχούσαν στις διαταγές των ηγουμένων του Αηλιά και των Πατέρων, όπως είχαν καθήκον, αλλά σπαταλούσαν τα εισοδήματά τους για ιδιωτικούς σκοπούς...» αναφέρει ο Βασίλειος Οικονόμου και προσθέτει: «Τούτο συνέβη περί τα 1759 και 1797 οπότε τα δύο αυτά μοναστήρια, υπέφεραν οικονομικά, χρεώθηκαν και φυτοζωούσαν...».
Στην διαθήκη σημείωναν πως οι εν Ηπείρω ηγούμενοι, θα πρέπει να στέλνουν κατά καιρούς στην Βλαχία, άξιους μοναχούς οι οποίοι θα γινόταν ηγούμενοι, με σκοπό να εισπράττουν ανελλιπώς τα έσοδα αυτών, να διατηρούν αξιοπρεπώς τα εκεί μετόχια, να τα επισκευάζουν, να τα συντηρούν και αυτά που περισσεύουν μετά φόβον Θεού να τα στέλνουν στις δικαιούχες μονές, χωρίς να σφετερίζονται την περιουσία. Αλλά συνεχίζει ο Λαμπρίδης, κάποιοι ηγούμενοι, τόσο στις μονές της Ηπείρου, όσο και της Βλαχίας, χρησιμοποιώντας προφάσεις και μύριας αφορμάς, παραγνώρισαν τον σκοπό και κράτησαν παράνομα τα έσοδα...»
Γύρω
στα 1828 γίνεται μια προσπάθεια να
αντιμετωπισθεί το μεγάλο πρόβλημα.
Υπήρξε η εκτίμηση ότι το κακό φαινόμενο
της κακοδιαχείρισης, θα μπορούσε, αν
όχι να εκμηδενισθεί τουλάχιστον να
περιορισθεί, με την καθιέρωση ελέγχου
στον τρόπο διορισμού των ηγουμένων στα
μετόχια.
Ο Βασίλειος Δήμου στην διατριβή του με τίτλο Η ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΤΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΓΚΟΥΡΑΣ ΚΑΙ ΤΑ ΕΙΣ ΒΛΑΧΙΑΝ ΜΕΤΟΧΙΑ ΑΥΤΗΣ ΒΑΛΙΑΣ ΚΑΙ ΣΤΑΥΡΟΥΠΟΛΕΩΣ, η οποία δημοσιεύτηκε το 1983, στην σελίδα 255 και στο κεφάλαιο που κάνει λόγο για την διοίκηση και την διαχείριση των μοναστηριακών μετοχίων υπό των ηγουμένων αυτών, σημειώνει σχετικά με την διαδικασία ορισμού των ηγουμένων στα μετόχια της Βλαχίας: «...Δια τούτο οι ηγούμενοι των Μοναστηριακών μετοχίων εγένοντο το πρώτον γνωστοί εις το Οικουμενικόν Πατριαρχείον, επεκυρώνετο υπ’ αυτού η ηγουμενία των και εν συνεχεία εφοδιαζόμενοι δια των προς τούτο απαιτουμενων συστατικών γραμμάτων απήρχοντο εις την Βλαχίαν, όπου ανελάμβανον την ηγουμενίαν και διοίκησιν των Ιερών Μοναστηρίων...».
Ο Βασίλειος Δήμου στην διατριβή του με τίτλο Η ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΤΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΓΚΟΥΡΑΣ ΚΑΙ ΤΑ ΕΙΣ ΒΛΑΧΙΑΝ ΜΕΤΟΧΙΑ ΑΥΤΗΣ ΒΑΛΙΑΣ ΚΑΙ ΣΤΑΥΡΟΥΠΟΛΕΩΣ, η οποία δημοσιεύτηκε το 1983, στην σελίδα 255 και στο κεφάλαιο που κάνει λόγο για την διοίκηση και την διαχείριση των μοναστηριακών μετοχίων υπό των ηγουμένων αυτών, σημειώνει σχετικά με την διαδικασία ορισμού των ηγουμένων στα μετόχια της Βλαχίας: «...Δια τούτο οι ηγούμενοι των Μοναστηριακών μετοχίων εγένοντο το πρώτον γνωστοί εις το Οικουμενικόν Πατριαρχείον, επεκυρώνετο υπ’ αυτού η ηγουμενία των και εν συνεχεία εφοδιαζόμενοι δια των προς τούτο απαιτουμενων συστατικών γραμμάτων απήρχοντο εις την Βλαχίαν, όπου ανελάμβανον την ηγουμενίαν και διοίκησιν των Ιερών Μοναστηρίων...».
Μέχρι τότε οι διαχειριστές ηγούμενοι των μετοχίων επιλέγοντο από τας κυριάρχους Μονάς, χωρίς να απαιτείται η εγγύηση του Πατριαρχείου. Εκτός και αν το μοναστήρι ήταν Σταυροπήγιον. Υπαγόταν δηλαδή διοικητικά στο Πατριαρχείο.
Αυτό
δυστυχώς το μέτρο δεν αλλάζει τα πράγματα
σε ότι αφορά την κακοδιαχείριση των
περιουσιών στην Βλαχία. Το φαινόμενο
συνεχίστηκε και μετά την παρέμβαση του
Πατριαρχείου για την επικύρωση του
ηγουμένου. Αν και σε μερικές περιπτώσεις
περιεπλάκει περισσότερο, όπως θα
διαπιστώσουμε στην συνέχεια. Περιεπλάκει
γιατί το Πατριαρχείο δεν στάθηκε μόνο
στην εγγύηση. Ήθελε να επιβάλει και τους
δικούς του ανθρώπους-καλογέρους, όπως
συνέβη στο μετόχιο Μίσλας της Μονής
Πατέρων.
Ο
Αθανάσιος Ψαλίδας στην ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ ΗΠΕΙΡΟΥ
ΚΑΙ ΑΛΒΑΝΙΑΣ αφού χαρακτηρίζει τα δύο
μοναστήρια μεγάλα και πλούσια
υπογραμμίζει: «Αλλά
τι ωφελούν το Γένος, όπου κατατρώγουν
τόσα εισοδήματα πολλά ολίγοι καλόγηροι
αμαθείς και κακότροποι;» Είναι
γραμμένο ότι κάποιος παπα - Στέργιος από
το Τσερνέση, (Ελατοχώρι Ζαγορίου σήμερα)
μέχρι και λαμπάδες από το ιερό σκήνωμα
του Σαρανταρίου έκλεψε.
Το 1757 η κατάσταση έφθασε στο
απροχώρητο, τα δύο μοναστήρια κινδύνευαν
άμεσα από τα χρέη τους και τις υποχρεώσεις
τους ενώ τα μετόχια στην Βλαχία και την
Ρωσία, έπαψαν να στέλνουν οικονομική
ενίσχυση κατασπαταλώντας την περιουσία, και βρέθηκαν έτσι σε αδιέξοδο.
Ζήτησαν τότε την βοήθεια των Ιωαννιτών που αυτοί για να τα συνδράμουν, υποχρέωσαν και τα δύο μοναστήρια με Πατριαρχικό σιγίλιο (είδος συμβολαίου), να βοηθήσουν οικονομικά την σχολή Γκιούμα που λειτουργούσε στα Γιάννινα, όταν, μετά την παρέμβασή τους, λύνονταν τα προβλήματα και θα ερχόταν πάλι, κανονικά η οικονομικά βοήθεια από τα μετόχια της Βλαχίας.
Οι Ιωαννίτες έχοντας δύναμη και πολλές γνωριμίες, μερίμνησαν να εκδοθούν τα σιγίλια, απήλλαξαν αυτές από τα χρέη τους και στην συνέχεια ενήργησαν για την αποκατάσταση της τακτικής οικονομικής ενίσχυσης των μονών, από τα έσοδα των μετοχίων που είχαν στην Βλαχία, και προσωρινά τα πράγματα διορθώθηκαν. Έγιναν οι απαραίτητες ενέργειες και τα χρήματα από τα μετόχια άρχισαν να φθάνουν και πάλι κανονικά στα δύο μοναστήρια. Όμως από τα ποσά αυτά ήταν πια υποχρεωμένοι να δίνουν ένα μέρος υπέρ της σχολής Γκιούμα στα Γιάννινα. Μια σχολή που είχε ιδρυθεί το 1676 μ.χ. και είχε ονομαστεί «η πρώτη σχολή των Ιωαννίνων» εξ αιτίας των πολλών χρημάτων που άφησε για την λειτουργία της ο γιαννιώτης έμπορος στην Βενετία Εμμανουήλ Γκιούμας, όπως αναφέρει στον βιβλίο του για την ΖΩΣΙΜΑΙΑ ΣΧΟΛΗ ο Σπύρος Εργολάβος. Το κακό όμως δεν σταματάει ολότελα. Κατά καιρούς κάποιοι ηγούμενοι παρακρατούσαν και κατασπαταλούσαν την περιουσία του μοναστηριού. Από το έτος 1828 και μετά, το κακό παράγινε.
Ζήτησαν τότε την βοήθεια των Ιωαννιτών που αυτοί για να τα συνδράμουν, υποχρέωσαν και τα δύο μοναστήρια με Πατριαρχικό σιγίλιο (είδος συμβολαίου), να βοηθήσουν οικονομικά την σχολή Γκιούμα που λειτουργούσε στα Γιάννινα, όταν, μετά την παρέμβασή τους, λύνονταν τα προβλήματα και θα ερχόταν πάλι, κανονικά η οικονομικά βοήθεια από τα μετόχια της Βλαχίας.
Οι Ιωαννίτες έχοντας δύναμη και πολλές γνωριμίες, μερίμνησαν να εκδοθούν τα σιγίλια, απήλλαξαν αυτές από τα χρέη τους και στην συνέχεια ενήργησαν για την αποκατάσταση της τακτικής οικονομικής ενίσχυσης των μονών, από τα έσοδα των μετοχίων που είχαν στην Βλαχία, και προσωρινά τα πράγματα διορθώθηκαν. Έγιναν οι απαραίτητες ενέργειες και τα χρήματα από τα μετόχια άρχισαν να φθάνουν και πάλι κανονικά στα δύο μοναστήρια. Όμως από τα ποσά αυτά ήταν πια υποχρεωμένοι να δίνουν ένα μέρος υπέρ της σχολής Γκιούμα στα Γιάννινα. Μια σχολή που είχε ιδρυθεί το 1676 μ.χ. και είχε ονομαστεί «η πρώτη σχολή των Ιωαννίνων» εξ αιτίας των πολλών χρημάτων που άφησε για την λειτουργία της ο γιαννιώτης έμπορος στην Βενετία Εμμανουήλ Γκιούμας, όπως αναφέρει στον βιβλίο του για την ΖΩΣΙΜΑΙΑ ΣΧΟΛΗ ο Σπύρος Εργολάβος. Το κακό όμως δεν σταματάει ολότελα. Κατά καιρούς κάποιοι ηγούμενοι παρακρατούσαν και κατασπαταλούσαν την περιουσία του μοναστηριού. Από το έτος 1828 και μετά, το κακό παράγινε.
Σημειώνει
για την συγκεκριμένη χρονική περίοδο
ο Λαμπρίδης: «...Επειδή οι υποτακτικοί στην Βλαχία καταπατούσαν από το 1828 και μετά πολύ περισσότερο τις υποχρεώσεις τους προς τις κυριαρχούσες μονές, παρά την Ζίτσαν, στέλνοντας μόνον θυμιατήρια, μερικά σκεύη, άμφια και μερικούς ημίονους, με την προτροπή του μητροπολίτη Βενέδικτου, οι ηγούμενοι των μοναστηριών και οι Ιωαννίτες, (οι οποίοι, όπως αναφέραμε, από το 1757 μ.χ. ακόμη, ήταν ουσιαστικά «συνεταίροι» στα χρήματα που ερχόταν από την Βλαχία, για τους λόγους που έχω εξηγήσει πιο πάνω), ζήτησαν την βοήθεια του Αλέξιου Παπάζογλου από το Ζαγόρι για να θεραπεύσουν το κακό...».
Από
τις επιστολές του Κλήμεντα δεν προκύπτει
ότι η Μονή Πατέρων βοηθήθηκε από τον
Ζαγορίσιο Παπάζογλου. Αντίθετα τέτοιο
όνομα δεν αναφέρεται πουθενά. Αναφέρονται
ονόματα άλλων αρχόντων, όπως για
παράδειγμα του Κωνσταντίνου Μπρούζου
από το Καπέσοβο Ζαγορίου, που διέμεινε
στην Κωνσταντινούπολη ήταν τραπεζίτης
είχε υψηλές γνωριμίες και από τον οποίο
ζητήθηκε η βοήθεια εκ μέρους του
μοναστηριού. Μη
έχοντας και πάλι άλλη επιλογή οι δύο
μονές, συνεχίζει ο Λαμπρίδης, δέχτηκαν
υποχρεωτικά την πρόταση. Τα έσοδα
αυξήθηκαν κατακόρυφα, έστω και αν τα
δύο μοναστήρια έπρεπε να δίνουν τώρα
μερίδιο τόσο στους Ιωαννίτες για την
σχολή Γκιούμα, όσο και για το Ζαγόρι. Το
1832 από την εκμίσθωση των ακινήτων
τα έσοδα των δύο μοναστηριών έφθασαν
τα 10.000 φλωριά. Το 1856 έφθασαν τα 15.000 φλωριά
και το 1862 τα 30.000 φλωριά το χρόνο.
ΝΤΟΚΟΥΜΕΝΤΑ ΑΠΟ ΜΙΑ ΧΡΟΝΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟ.
Στο
χρονικό διάστημα που το μοναστήρι
βρισκόταν υπό την κατοχή των αλβανών η
εκκλησία είχε μετατραπεί σε αποθήκη
και αχυρώνα. «...Αυτόθι
η εκκλησία του μοναστηριού είναι γιομάτη
από ζαϊρέδες, βουτύρατα, τυριά κρασιά
και του εξής. Έχει τέσσερα χρόνια χωρίς
λειτουργία και χωρίς κερί καθόλου...», τονίζεται
σε μια από τις επιστολές.
Άλλες
πληροφορίες που βγαίνουν από τις
επιστολές, έχουν να κάνουν με την
διαχείριση κύρια του μετοχίου της
Μίσλας. Από το 1808 ακόμη ο τότε ηγούμενος
των Πατέρων Αγάπιος επισημαίνει σε
επιστολή του: «...λαμβάνοντας
το θάρρος να αναφέρω δια τον Κωνστάντιον
Μισλιάνον οπού δεν έμεινεν εις την
συμφωνίαν και υπόσχεσιν οπού είχαμε
προς ημάς ο οποίος ου μόνον δεν έστειλε
εις το εδώ μοναστήριον άρχι του νύν
(έτους) ιδέ παραμικράν βοήθειαν ως
υπόσχετο, αλλ΄ έτι κατακρατεί και το
συμφωνηθέν (ποσό) ετησίως ικανών ετών
προφασιζόμενος των τούτου αποστολήν
και αναβολήν και αναβάλλει διαφόρως...».
Πολύ απλά ο Αγάπιος καταγγέλλει κάποιον Μισλιάνον επίτροπο, ηγούμενο ή διαχειριστή των μετοχίων (δεν το προσδιορίζει) ότι χρόνια έχει να στείλει το ετήσιο συμφωνηθέν ποσό. Και σαν να μην έφθανε αυτό, ο συγκεκριμένος (Μισλιάνος) προχώρησε και στην κατασκευή πλαστής σφραγίδας του μοναστηρίου των Πατέρων για να αποφεύγει τον έλεγχο. Να δούμε όμως και κάποιες ακόμη βασικές επισημάνσεις, από τις επιστολές που δημοσιεύουμε στην συνέχεια οι οποίες θα βοηθήσουν τον αναγνώστη στην κατανόηση του θέματος.
Πολύ απλά ο Αγάπιος καταγγέλλει κάποιον Μισλιάνον επίτροπο, ηγούμενο ή διαχειριστή των μετοχίων (δεν το προσδιορίζει) ότι χρόνια έχει να στείλει το ετήσιο συμφωνηθέν ποσό. Και σαν να μην έφθανε αυτό, ο συγκεκριμένος (Μισλιάνος) προχώρησε και στην κατασκευή πλαστής σφραγίδας του μοναστηρίου των Πατέρων για να αποφεύγει τον έλεγχο. Να δούμε όμως και κάποιες ακόμη βασικές επισημάνσεις, από τις επιστολές που δημοσιεύουμε στην συνέχεια οι οποίες θα βοηθήσουν τον αναγνώστη στην κατανόηση του θέματος.
Το
μεγαλύτερο πρόβλημα κακής διαχείρισης
- στο χρονικό διάστημα που αναφέρονται
οι επιστολές - παρουσιαζόταν στο Μετόχιο
της Μίσλας που βρισκόταν στην περιοχή
Τζιώρας και ήταν αφιερωμένο στην Αγία
Τριάδα, ενώ το μετόχια του Σαρανταρίου
ήταν αφιερωμένο στην Κοίμηση της
Θεοτόκου, όπως άλλωστε και η Μονή των
Πατέρων. Ηγούμενος είχε τοποθετηθεί
στην Μίσλα κάποιος παπα-Νικόλας χωρίς
όμως να είχε την έγκριση της κυρίαρχης
μονής, ο οποίος «...κατέτρωγε
χρόνια την περιουσία του μοναστηρίου
μας...» όπως
αναφέρει σε πολλές επιστολές του ο
Κλήμεντας.
Μάλιστα ο Κλήμεντας υποστηρίζει ότι ο παπα - Νικόλας ορίστηκε ηγούμενος με πλαστά έγγραφα και αποφάσεις. «...εμείς δεν τον εγνωρίζομε και δεν τον θέλομε...» επιμένει σε κάθε επιστολή του ο Κλήμεντας, ωστόσο φαίνεται πως ο παπα - Νικόλας είχε γερές πλάτες και η εκδίωξή του ήταν δύσκολη υπόθεση και τελικά μέσα από τις επιστολές που βρήκαμε δεν μαθαίνουμε αν διώχτηκε η όχι από την Μίσλα.
Μάλιστα ο Κλήμεντας υποστηρίζει ότι ο παπα - Νικόλας ορίστηκε ηγούμενος με πλαστά έγγραφα και αποφάσεις. «...εμείς δεν τον εγνωρίζομε και δεν τον θέλομε...» επιμένει σε κάθε επιστολή του ο Κλήμεντας, ωστόσο φαίνεται πως ο παπα - Νικόλας είχε γερές πλάτες και η εκδίωξή του ήταν δύσκολη υπόθεση και τελικά μέσα από τις επιστολές που βρήκαμε δεν μαθαίνουμε αν διώχτηκε η όχι από την Μίσλα.
Χρονικά
η τοποθέτηση του παπα - Νικόλα στην Μίσλα
συμπίπτει με την απόφαση του σουλτάνου
να επιτρέψει την επιστροφή των ελλήνων
μοναχών και την δυνατότητά τους να
διοικήσουν και πάλι τα μοναστήρια στην
Βλαχία. Θυμίζουμε ότι το 1821, με την έκρηξη
της Ελληνικής επανάστασης, οι έλληνες
καλόγεροι εκδιώχτηκαν, γιατί κατηγορήθηκαν
ότι υποκινούν την εξέγερση. Επέστρεψαν
όμως και πάλι στα 1827 με την έκδοση
Χατί - Σερίφ (σουλτανικό διάταγμα).
Φαίνεται
ότι με βάση αυτή την απόφαση, πιθανώς
το Πατριαρχείο, ορίζει νέους ηγουμένους
στα εν Βλαχία ευρισκόμενα μετόχια των
ηπειρωτικών μονών, χωρίς να ερωτηθούν
οι εδώ ηγούμενοι. Ένας ορισμός που
γίνεται ...παράνομα, αφού δεν υπήρχε η
έγκριση των κυρίαρχων μονών και η έκδοση
του απαραίτητου συστατικού - εγκριτικού
εγγράφου. Γι’ αυτό ο Κλήμεντας υποστηρίζει
ότι ο παπα - Νικόλας βρίσκεται ηγούμενος
στην Μίσλα με πλαστά έγγραφα. Πληροφοριών
συνέχεια και φαίνεται μια προσπάθεια
των γιαννιωτών να μετατραπεί το μοναστήρι
των Πατέρων από Σταυροπηγιακό σε
ενοριακό. Να υπαχθεί δηλαδή στην μητρόπολη
των Ιωαννίνων, γιατί έτσι θα ήταν πιο
εύκολο σ΄ αυτούς να το ελέγξουν. Το
ευτύχημα είναι ότι στην συγκεκριμένη
χρονική περίοδο που εκδηλώνονται οι
επιθυμίες των γιαννιωτών, μητροπολίτης
Ιωαννίνων βρισκόταν ο Ιωακείμ, που
έβλεπε με συμπάθεια τη Μονή Πατέρων.
Ίσως η ενέργεια του προκατόχου του
Βενέδικτου, να το πωλήσει, λειτούργησε
αποφασιστικά στην νέα δοκιμασία που
ήθελαν να βάλουν την Μονή.
ΟΙ ΚΡΟΥΝΟΙ ΣΤΑΜΑΤΗΣΑΝ ΑΠΟ ΠΑΝΤΟΥ.
Σχεδόν ταυτόχρονα, από το 1862 ακόμη τα εισοδήματα από τα μετόχια της Ρωσίας κατακρατούνται από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, το οποίο έστελνε μόνο 50 ναπολεόντεια και αυτά κάθε τρία χρόνια. Ακόμη όμως και αυτή η ελάχιστη οικονομική ενίσχυση σταμάτησε από το Πατριαρχείο στα 1890. Από τότε αρχίζει η παρακμή. Το πάλαι ποτέ πλούσιο και σημαντικό μοναστήρι, που στα 1807 - όπως αναφέρει ο Πουκεβίλ - είχε 25 μοναχούς, έσβηνε και ερήμωνε.
Ήταν
τόση και τέτοια η σπατάλη που ο ΑΡΑΒΑΝΤΙΝΟΣ
στα 1856 γράφει: «...Περί
της σπουδαιότητος των μοναστηριών των
Πατέρων και του Προφήτη Ηλιού εν Ζίτση
απαιτείται εκτεταμένη ιδιαίτερη διατριβή
εις κατάδειξιν πολλών αξιόποινων και
αξιόμεμπτων πράξεων. Αναφέρομεν δε
μόνον ενταύθα (σκοπεύοντες ίνα όσον
ούπω συν Θεώ επιληφθώμεν την αμερόληπτον
εξιστόρησιν της ιεροσυλίας), ότι του
πρώτου ήτοι του των Πατέρων τα ήδη εκ
βλαχίας διαβιβαζόμενα ελεύθερα εισοδήματα
φθάνουσιν εις 6.000 ολλανδικά φλωρία τα
Δε του Β’ εις 4.000...» .
Ο
Στέφανος Μπέττης στο θέμα αυτό προσθέτει
πως από τα έσοδα των Μετοχίων της Βλαχιάς
της μονής και του Προφήτη Ηλία Ζίτσας
χτίστηκε το 1858 - 60 η εκκλησία του
Αρχιμανδρειού στα Γιάννινα καθώς
υπέρθυρη στην τελευταία αυτή επιγραφή,
διαμνημονεύει. Από πού άραγε να προέρχεται
η παροιμιακή έκφραση. «...Άκουσαν
λάχανα στ΄ς Πατέρες κίνσαν μάνες και
θυγατέρες...» Και
μόνον αυτά τα στοιχεία είναι αρκετά για
να βγάλει κανείς τα συμπεράσματά του
για το μέγεθος της κακής διαχείρισης
που γινόταν στην Μονή των Πατέρων.
Κατά
το 1910 πέθανε και ο τελευταίος
ηγούμενος ονόματι Διονύσιος Καρώνης
από την Ζίτσα. Από τότε κανείς πια
καλόγερος δεν μόνασε. Η Μητρόπολη
Ιωαννίνων διόρισε τον παπά του γειτονικού
χωριού Κουτρουλάδες, (Σακελλαρικό
σήμερα), ο οποίος μη έχοντας πόρους για
να το συντηρήσει, το παραμέλησε
αναγκαστικά, ώστε τα κελιά του να
καταρρεύσουν κατά το 1915 και μόνο η
εκκλησία να σώζεται μέχρι σήμερα. Μετά
την απαλλοτρίωση των μοναστηριακών
κτημάτων το 1930 η αγροτική έκταση
μοιράστηκε στα γειτονικά χωριά Λίθινο
και Σακελλαρικό. Στην δασική δε έκταση
πήρε δικαίωμα ξύλευσης και η Ζίτσα.
Αυτό
λοιπόν ήταν το τέλος για το μοναστήρι.
Ευτυχώς όχι οριστικό, αφού σήμερα μπορεί
να μην έχει τεράστια περιουσιακά
στοιχεία, μπορεί να μην έχει μοναχούς,
ασκητές και ηγεμόνες, έχει όμως μια
πλούσια ιστορία. Για πολλά χρόνια η
Μονή των Πατέρων ήταν εγκατελελειμένη.
Τον τελευταίο καιρό, όμως, χάρη στις
επίμονες προσπάθεις του αρχιμανδρίτου
Δοσιθέου, ηγουμένου της Ιεράς Πατριαρχικής
και Σταυροπηγιακής Μονής Γενεσίου της
Θεοτόκου Βελλάς, η κατάσταση αλλάζει
και γίνονται τα πρώτα σταθερά και
αποφασιστικά βήματα για τη συντήρησή
της, με σκοπό να να λειτουργήσει ξανά,
μέσω του προγράμματος leader
II.
Η Μονή Πατέρων αποτελεί σήμερα μετόχι
της Μονής Βελλά και εορτάζει
στις 15 Αυγούστου.